του Μιχάλη Γιαννεσκή

Η μόνη θηριωδία στην ιστορία που πλησιάζει σε αριθμό θυμάτων τη ναζιστική είναι ο αφανισμός περίπου 10 εκατομμυρίων Αφρικανών στο Κογκό στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η απληστία των αποικιοκρατών για τη μεγιστοποίηση του κέρδους από τη συγκομιδή καουτσούκ και άλλων προϊόντων δημιούργησε ένα καθεστώς τρόμου και καταναγκαστικής εργασίας. Ωστόσο ο ηρωισμός των ιθαγενών και ο διεθνής ακτιβισμός κατάφεραν να βάλουν φραγμό στη γενοκτονία.

«Από τότε [που πρωτοεμφανίστηκαν στην Αφρική] μέχρι σήμερα,
οι λευκοί δεν μας έφεραν τίποτε άλλο εκτός από πολέμους και δυστυχία».

Το παραπάνω απόσπασμα από προφορική παραδοσιακή αφήγηση της ιστορίας του Κογκό συνοψίζει την εμπειρία των Αφρικανών μετά την πρώτη επαφή τους με Ευρωπαίους. Για περίπου 300 χρόνια οι δουλέμποροι έκαναν επιδρομές στη Δυτική Αφρική για να μαζέψουν σκλάβους, αρχικά για τις φυτείες της Βραζιλίας και μετέπειτα και των ΗΠΑ. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα το δουλεμπόριο κόπασε, αλλά παρουσιάστηκαν νέες ευκαιρίες δουλοποίησης των Αφρικανών.
 
Γιατί να πληρώσεις για ό,τι μπορείς να αποκτήσεις με τη βία;
 
Στο λιμάνι της Αμβέρσας το 1897, ένας νεαρός υπάλληλος ναυτιλιακής εταιρείας που επέβλεπε το φόρτωμα και ξεφόρτωμα πλοίων από το Κογκό, παρατήρησε κάτι πολύ παράξενο. Τα πλοία της εταιρείας του, η οποία είχε το μονοπώλιο των μεταφορών από και προς το βελγικό Κογκό, έφταναν στην Ευρώπη γεμάτα με καουτσούκ και ελεφαντοστούν, και επέστρεφαν μεταφέροντας μόνο στρατιώτες, όπλα και πυρομαχικά. Ο νεαρός αντιλήφθηκε ότι για τα αφρικανικά προϊόντα δεν γίνονταν  πληρωμές σε χρήμα ή σε είδος, και ότι τα εισαγόμενα εμπορεύματα ήταν προϊόντα καταναγκαστικής εργασίας.
 
Ο νεαρός ήταν ο Έντμουντ Μόρελ και η ανακάλυψή του αποτέλεσε την αφετηρία για το πρώτο διεθνές κίνημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του 20ου αιώνα. Ο ακτιβισμός του Μόρελ κατάφερε να φέρει στο φως της δημοσιότητας τα εγκλήματα που διεξάγονταν στο Κογκό και να ευαισθητοποιήσει την παγκόσμια κοινή γνώμη.
 
«Φιλανθρωπική» εκμετάλλευση
 
Όταν οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις μοίρασαν τα εδάφη της Αφρικής μεταξύ τους το 1884, παραχώρησαν στον βασιλιά του Βελγίου μια έκταση 2,6 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων στο Κογκό, η οποία επονομάστηκε Ελεύθερη Πολιτεία του Κογκό. Ήταν μια σχεδόν αχαρτογράφητη έκταση, και δόθηκε στο Βέλγιο κυρίως γιατί δεν θεωρείτο προσοδοφόρα και επιπλέον παρείχε ένα βολικό διαχωρισμό ανάμεσα στις περιοχές που εκμεταλλεύονταν η Αγγλία και η Γαλλία. Τη διακυβέρνηση της εν λόγω περιοχής ανέλαβε μια ιδιωτική φιλανθρωπική οργάνωση του βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδου Β’.
 
Ο Λεοπόλδος, βασιλιάς ενός μικρού κράτους που είχε δημιουργηθεί το 1830, ήθελε να αποκτήσει κύρος και πλούτη. Όπως είχε γράψει σε έναν εκπρόσωπό του, δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να εξασφαλίσει «ένα κομμάτι της υπέροχης αφρικανικής τούρτας». Δικαιολογούσε τα τεράστια κέρδη άλλων ευρωπαϊκών κρατών από την εκμετάλλευση των γηγενών στις αποικίες τους, δηλώνοντας ότι η καταναγκαστική εργασία ήταν ο μόνος τρόπος για να εκπολιτιστούν οι «οκνηροί και διεφθαρμένοι» λαοί των αποικιών.
 
Τα έσοδα από το Κογκό ήταν στην αρχή μηδαμινά, αλλά μέσα σε μερικά χρόνια αυξήθηκε παγκοσμίως η ζήτηση για καουτσούκ και η κατάσταση άλλαξε. Μεγάλες εκτάσεις παραχωρήθηκαν σε ιδιωτικές εταιρείες, πάντα όμως υπό τον έλεγχο του Λεοπόλδου. Οι τοπικές αρχές δεν υποβάλλονταν σε κανένα έλεγχο και εξανάγκαζαν τους γηγενείς να συλλέγουν το καουτσούκ για να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους. 
 
Η καρδιά του σκότους
 
Ο συγγραφέας Τζόζεφ Κόνραντ, που είχε ταξιδέψει εκείνη την εποχή στο Κογκό, σχολιάζει εύγλωττα την παραπάνω κατάσταση και τις επιπτώσεις του ιμπεριαλισμού και του ρατσισμού στο μυθιστόρημά του «Η Καρδιά του Σκότους». Ο αντί-ήρωας του Κόνραντ, ο μυστηριώδης έμπορας ελεφαντοστού Κουρτζ, στον οποίο ανήκουν τα παρακάτω λόγια, αντικατοπτρίζει μια κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι έχουν χάσει κάθε ηθικό ενδοιασμό και δεν νοιάζονται για τις φρικαλεότητες που διαπράττουν:

«Εμείς οι λευκοί … πρέπει να φανούμε σε αυτούς (στους αγρίους)
 σαν υπερφυσικά όντα – να τους πλησιάζουμε με την ισχύ μιας θεότητας … εφαρμόζοντας τη θέλησή μας μπορούμε να ασκήσουμε εξουσία  για απεριόριστο καλό … Εξολοθρεύστε όλους τους αγριάνθρωπους!»

Η πρόφαση για την ανάμειξη του Βελγίου στο Κογκό ήταν ο εκπολιτισμός των Αφρικανών, και μάλλον αυτό υπονοεί με το «απεριόριστο καλό» ο Κουρτζ. Όμως μόλις προέκυψε η ευκαιρία εύκολου κέρδους, αποκαλύφθηκε «η καρδιά του σκότους», η ασύστολη εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου και ο θάνατος εκατομμυρίων ανθρώπων, από δολοφονίες, κακουχίες, αρρώστιες και πείνα.
 
Ένας ακρωτηριασμός για κάθε σφαίρα
 
Μια μέθοδος εξαναγκασμού των ανδρών κάθε κοινότητας να συλλέξουν το καουτσούκ ή να κάνουν οποιαδήποτε άλλη καταναγκαστική εργασία, ήταν η αιχμαλωσία των γυναικών τους, οι οποίες κρατούνταν αλυσοδεμένες ως όμηροι. Κάθε εργάτης έπρεπε να συλλέξει μια ορισμένη ποσότητα καουτσούκ. Όσοι μάζευαν ελλιπείς ποσότητες εκτελούνταν ή τιμωρούνταν από τους μαύρους ένοπλους της «Δημόσιας Δύναμης», μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης που ενεργούσε με πλήρη ατιμωρησία, για παραδειγματισμό των υπολοίπων.
 
 Οι τοπικές αρχές απαιτούσαν από τους ένοπλους της Δημόσιας Δύναμης να μη σπαταλούν τα πυρομαχικά τους, για παράδειγμα κυνηγώντας άγρια ζώα, και τους ανάγκαζαν να φέρνουν ένα ακρωτηριασμένο άκρο από κάθε νεκρό για να δικαιολογήσουν όσες σφαίρες ξόδευαν. Ωστόσο, όταν οι ένοπλοι χρησιμοποιούσαν σφαίρες για κυνήγι, ακρωτηρίαζαν ζωντανούς ιθαγενείς για να έχουν τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία.
 

Ακρωτηριασμένοι ιθαγενείς του Κογκό 

Αυτή η τακτική ήταν πολύ διαδεδομένη, όπως αποκάλυψαν οι μαρτυρίες ιεραποστόλων που βρίσκονταν τότε στο Κογκό. Μια συγκλονιστική φωτογραφία της εποχής δείχνει έναν πατέρα να κοιτάζει άναυδος το ακρωτηριασμένο χέρι και πόδι της 5χρονης κόρης του.
 

Πατέρας κοιτάζει άναυδος το ακρωτηριασμένο χέρι και πόδι της 5χρονης κόρης του
 
Κάθε ανυποταγή των γηγενών στις εντολές της «φιλανθρωπικής» οργάνωσης του Λεοπόλδου ή των εταιρειών και των αντιπροσώπων τους τιμωρούνταν με μαστίγωμα, δολοφονία, ή καταστροφή ολόκληρων χωριών.
 

Ιθαγενής μαστιγώνεται από ένοπλο της Δημόσιας Δύναμης
 
Άνιση αναμέτρηση, ηρωική αντίσταση
 
Οι γηγενείς αντιστάθηκαν ηρωικά στην καταπίεση, παρότι η αναμέτρησή τους με τους Βέλγους στρατιώτες και τους ενόπλους της Δημόσιας Δύναμης ήταν εντελώς άνιση (πρωτόγονα όπλα ενάντια σε καραμπίνες και μυδράλια). Η απελπισία αλλά και η αποφασιστικότητα των ανταρτών εκφράζονται στους στίχους από ένα τραγούδι τους, το οποίο κατέγραψε Σουηδός ιεραπόστολος στο Κογκό το 1894:
 

«Κουραστήκαμε να ζούμε κάτω από αυτή την τυραννία. Δεν μπορούμε να αντέξουμε να παίρνουν τις γυναίκες και τα παιδιά μας και να τις τιμωρούν οι λευκοί βάναυσοι. Θα πολεμήσουμε. Ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε, αλλά θέλουμε να πεθάνουμε»

 
Οι παραπάνω στίχοι δεν υπερβάλλουν σχετικά με τον ηρωισμό των ανταρτών, όπως δείχνει επιστολή Βέλγου αξιωματικού σε ανώτερό του: «τους πολεμάω δύο μήνες… όμως δεν μπορώ να τους υποτάξω… προτιμούν να πεθάνουν».
 
Πολλές φυλές εξεγέρθηκαν, προκαλώντας σημαντικές απώλειες στους αποικιοκράτες, ενώ η θαρραλέα αντίσταση των ανταρτών είχε ως αποτέλεσμα οι Βέλγοι να μη μπορέσουν για 20 χρόνια να καταστείλουν μερικές εξεγέρσεις. Το θάρρος που επέδειξαν οι αντάρτες επαινείται ακόμα και στην επίσημη ιστορία της Δημόσιας Δύναμης.
 
Οι λευκοί μεταχειρίζονταν με βαναυσότητα και τους μαύρους ένοπλους της Δημόσιας Δύναμης: ένας Βέλγος δικαστής σε επιστολή του στον κυβερνήτη της περιοχής το 1892, ρωτούσε γιατί τα ¾ των μαύρων ενόπλων είχαν πεθάνει λίγο μετά τη στρατολόγησή τους, ενώ λόγω της κακομεταχείρισής τους από τους λευκούς, μερικές ομάδες ενόπλων επαναστάτησαν κατά των Βέλγων.
 
Ο αριθμός των θυμάτων έχει υπολογιστεί κατά μέσο όρο σε 10 εκατομμύρια (περίπου το 50% του πληθυσμού της περιοχής), δηλαδή είναι συγκρίσιμος με το συνολικό αριθμό των θυμάτων των Ναζί. Ωστόσο, ο αριθμός των νεκρών έχει μάλλον υποεκτιμηθεί: πρώτον, διότι ο Λεοπόλδος έδωσε εντολή να καταστραφούν όλα τα σχετικά αρχεία στο Βέλγιο και στο Κογκό, και δεύτερον γιατί δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες από γηγενείς (δεν υπήρχε γραπτή τοπική γλώσσα στο Κογκό εκείνη την εποχή). Όλες οι σχετικές μαρτυρίες προέρχονται από λευκούς επισκέπτες της χώρας (με μόνη εξαίρεση δύο μαύρους Αμερικανούς), οι οποίοι όμως δεν είχαν γνώση των θηριωδιών που γίνονταν σε δυσπρόσιτα μέρη της ζούγκλας του Κογκό.
 
Οι ακτιβιστές ξεσκεπάζουν την υποκρισία
 
Το πρόσχημα του Λεοπόλδου για την εκμετάλλευση του Κογκό ήταν η καταστολή του δουλεμπορίου, και αρχικά ήταν τόσο πειστικός σχετικά με τους στόχους του, ώστε η βρετανική Εταιρεία Προστασίας Ιθαγενών τον εξέλεξε επίτιμο πρόεδρό της.  Ο «προστάτης» Λεοπόλδος διόρισε το 1887 δουλέμπορο ως κυβερνήτη επαρχίας του Κογκό, ενώ οι ιθαγενείς, όπως και οι ένοπλοι της Δημόσιας Δύναμης, ήταν στην ουσία σκλάβοι.
 
Με την πάροδο του χρόνου, η υποκρισία του Λεοπόλδου και οι ωμότητες που διεξάγονταν στο Κογκό άρχισαν να γίνονται γνωστές. Ο Τζορτζ Γουίλιαμς, ένας μαύρος Αμερικανός που επισκέφθηκε το Κογκό, είδε από κοντά τις φρικαλεότητες κατά των ιθαγενών και έγραψε το 1890 μια ανοικτή επιστολή στο Λεοπόλδο. Η επιστολή αποκάλυπτε την βάναυση εκμετάλλευση των ιθαγενών αλλά δεν είχε μεγάλη απήχηση.
 
Μερικά χρόνια αργότερα, ο ακτιβισμός του Μόρελ και ενός συνεργάτη του έκανε παγκοσμίως γνωστές τις βιαιότητες στο Κογκό. Ο ιρλανδικής καταγωγής Ρότζερ Κέισμεντ, πρόξενος της Βρετανίας στο Κογκό, έκανε πολλά ταξίδια στη ζούγκλα μαζεύοντας στοιχεία για τις θηριωδίες, και μαζί με τον Μόρελ ίδρυσαν το Σύλλογο Μεταρρύθμισης του Κογκό.
 
Ο ακτιβισμός ανθρώπων όπως ο Μόρελ και ο Κέισμεντ προκάλεσε διεθνή κατακραυγή για τις θηριωδίες. Η Βουλή του Βελγίου αναγκάστηκε να επέμβει, αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση του Κογκό το 1908. Η χώρα μετονομάστηκε σε «Βελγικό Κογκό», μπήκε φραγμός στη γενοκτονία και οι βιαιοπραγίες περιορίστηκαν. Όμως η καταναγκαστική εργασία δεν σταμάτησε. Η λαϊκή αντίσταση συνεχίστηκε για χρόνια και αποτέλεσε εφαλτήριο για τον μετέπειτα αγώνα για την ανεξαρτησία του Κογκό, την οποία η χώρα απέκτησε το 1960.
 
Η ιστορία επαναλαμβάνεται
 
Οι ταλαιπωρίες του λαού του Κογκό δεν σταμάτησαν με το τέλος της αποικιοκρατίας και την ίδρυση του κράτους που σήμερα ονομάζεται Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό. Ένοπλες συρράξεις και επεμβάσεις των Δυτικών Δυνάμεων που στόχευαν στον έλεγχο του πλούτου του Κογκό συνεχίστηκαν. Ο Πατρίς Λουμούμπα, ο πρώτος πρωθυπουργός της χώρας, δολοφονήθηκε το 1961 από Βέλγους στρατιώτες και τη CIA. Ο Αμερικανός συγγραφέας Adam Hochschild εξιστορεί σε βιβλίο του πως όταν επισκέφθηκε το Κογκό εκείνη τη χρονιά, ένας μεθυσμένος πράκτορας της CIA του απεκάλυψε με κακεντρέχεια πως είχαν δολοφονήσει τον Λουμούμπα (το 2000 αποκαλύφθηκε ότι η δολοφονία έγινε με εντολή του προέδρου των ΗΠΑ Αϊζενχάουερ).
 
Ακόμα και ο Τσε Γκεβάρα, ο οποίος πήγε κρυφά στο Κογκό το 1965 με περίπου 100 Κουβανούς για να ξεκινήσει επανάσταση κατά των καθεστώτων που κατευθυνόντουσαν από ξένες δυνάμεις, έφυγε άπρακτος και απογοητευμένος. Ο Γκεβάρα περιέγραψε σε επιστολές του στον Φιντέλ Κάστρο τις μηχανορραφίες και δωροδοκίες  με τις οποίες διάφορες ξένες δυνάμεις κατάφερναν να διχάσουν τις επαναστατικές δυνάμεις στο Κογκό και να διαφθείρουν τους ηγέτες τους.
 
Ένας από τους πρωτεργάτες της δολοφονίας του Λουμούμπα, ο Τζόζεφ Μομπούτου, έκανε πραξικόπημα το 1965 υποστηριζόμενος από τη Δύση και εγκατέστησε δικτατορικό καθεστώς. Ο Λόρεντ Καμπίλα, ένας από τους αφερέγγυους Κογκολέζους συνεργάτες του Γκεβάρα, τον διαδέχθηκε ως πρόεδρος του Κογκό το 1997. Ο γιος του Τζόζεφ τον διαδέχτηκε στην προεδρία, και μετά από 16 χρόνια στην εξουσία προσπαθεί σήμερα να επεκτείνει περαιτέρω τη θητεία του.
 
Το Βέλγιο δεν έχει αναγνωρίσει μέχρι σήμερα τη γενοκτονία των Κογκολέζων, ενώ οι ηγέτες του Κογκό, με μόνη εξαίρεση τον Λουμούμπα, δεν προσπάθησαν να απαλλάξουν τη χώρα τους από τα δεσμά των ξένων συμφερόντων. Σύμφωνα με επίσημη έκθεση του ΟΗΕ, οι δραστηριότητες 85 πολυεθνικών εταιρειών στο Κογκό το 2002 παραβίαζαν τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ. Σήμερα παραστρατιωτικές ομάδες εκμεταλλεύονται μεγάλο μέρος του ορυκτού πλούτου του Κογκό και ο πρόεδρος Τραμπ των ΗΠΑ υπέγραψε υπόμνημα στις 10 Φεβρουαρίου 2017 το οποίο αίρει τους περιορισμούς για την προμήθεια ορυκτών από τις εμπόλεμες ζώνες του Κογκό που ελέγχουν οι πολέμαρχοι αυτών των ομάδων.
 
Αντί επιλόγου
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς τον ακτιβισμό του Μόρελ και του Κέισμεντ, ο αριθμός των θυμάτων στο Κογκό θα ήταν πολύ μεγαλύτερος. Και οι δύο συνέχισαν τον ακτιβισμό τους, ασχολούμενοι με άλλες καμπάνιες, και πληρώνοντας βαρύ αντίτιμο για τις δράσεις τους. Ο Κέισμεντ εκτελέστηκε στο Λονδίνο το 1916 για τον ακτιβισμό του για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας από την Βρετανία. Ο Μόρελ καταδικάστηκε σε 6 μήνες καταναγκαστική εργασία το 1917 (πικρή ειρωνεία για έναν πολέμιο της καταναγκαστικής εργασίας στο Κογκό), για τη δράση του ενάντια στην ανάμειξη της Βρετανίας στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1922 εξελέγη βουλευτής των Εργατικών, κερδίζοντας την κοινοβουλευτική έδρα από τον πρώην υπουργό που τον είχε φυλακίσει: τον Ουίνστον Τσόρτσιλ.
 
Το διαχρονικό επίτευγμα του Μόρελ και των συναγωνιστών του είναι ότι ο Σύλλογος Μεταρρύθμισης του Κογκό αποτέλεσε το πρότυπο για σχεδόν όλες τις μετέπειτα οργανώσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
 

Σημείωση
Οι παρακάτω πηγές καλύπτουν εκτενώς την αποίκηση του Κογκό, την εξολόθρευση των γηγενών Αφρικανών και τις μετέπειτα εξελίξεις.
 
Anstey, R. (1971). The Congo Rubber Atrocities – A Case Study. African Historical Studies, Vol. 4, pp. 59-76.
Conrad, J. (1981). The Heart of Darkness. Bantam, Toronto.
Ewans, M. (2002). European Atrocity, African Catastrophe: Leopold II, the Congo Free State and its Aftermath. Routledge Curzon, London.
Guevara, E.C. (2001). The African Dream: The Diaries of the Revolutionary War in Congo. Grove Press, New York.
Hochschild, A. (2012). King Leopold’s Ghost. Pan Books, Croydon.
Nzongola-Ntalaja, G. (2002). The Congo from Leopold to Kabila – A People’s History. Zed Books, London.
Renton, D., Seddon, D. And Zeilig, L. (2007). The Congo: Plunder and Resistance. Zed Books, London.
United Nations (2002). Final report of the Panel of Experts on the Illegal Exploitation of Natural Resources and Other Forms of Wealth of the Democratic Republic of the Congo (document S/2002/1146). http://www.srwolf.com/reports/UNCONGO.pdf (τελευταία πρόσβαση 15 Φεβρουαρίου 2017).
Weisbord, R. G. (2003). The King, the Cardinal and the Pope: Leopold II's genocide in the Congo and the Vatican. Journal of Genocide Research. Vol. 5, pp. 35–45.