Τέλη Οκτώβρη και αρχές Νοέμβρη του 2005 η Γαλλία έζησε μια περίοδο τριών συγκρουσιακών εβδομάδων. Οι, σύμφωνα με το κράτος, “υπεύθυνοι της αλόγιστης βίας” ήταν και πάλι “νέοι των προαστίων”, με την ειδική σημασία που αυτό έχει στη Γαλλία, και η καταστροφή αυτοκινήτων και δημοσίων κτηρίων αντίστοιχη με τη σημερινή. Στις γαλλικές εφημερίδες δημοσιογράφοι απορούσαν γιατί αυτές οι “συμμορίες”, οι ομάδες νέων “έκαιγαν χωρίς λόγο” το Παρίσι και άλλες μεγάλες πόλεις, γιατί “κατέβαιναν με το μετρό στο κέντρο για να κάψουν σταθμούς”, γιατί γεννιόταν η κατ αυτούς “αναίτια βία”, εξαιτίας ενός “δυστυχήματος”.

Οι θάνατοι που πυροδότησαν τότε την εξέγερση ήταν δύο εφήβων, του Ζυέντ Μπενά και του Μπουνά Τραορέ, κυνηγημένων από την αστυνομία άνευ λόγου και αιτίας, που, προσπαθώντας να γλιτώσουν, μπήκαν σε εργοστάσιο ενέργειας, για να χασουν τη ζωή τους από ηλεκτροπληξία. Υπουργός Εσωτερικών ήταν ο Νικολά Σαρκοζί, πρόεδρος ο Ζακ Σιράκ, που διέταξε και την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η οποία παρέμεινε και δύο μήνες μετά τη λήξη των επεισοδίων. Απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις, η αστυνομία έχει δικαίωμα να μπει σε όποιο σπίτι θέλει χωρίς ένταλμα, οι κατά τόπους δήμοι έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν στρατιωτικό νόμο.

Ο 17χρονος Ζυέντ κι ο 15χρονος Μπουνά παίζαν ποδόσφαιρο με άλλους φίλους τους σε μιαν αλάνα, εκεί, στις μεταναστευτικές εργατικές κατοικίες και γειτονιές του Παρισιού, τα γκέτο. Ήταν ραμαζάνι και, μετά το παιγνίδι, πεινασμένοι, όλοι πήραν τον γρηγορότερο δρόμο για τα σπίτια τους. Πέρασαν και από μια οικοδομή – σκούρα παιδιά σε περιοχή που ο λευκός απέναντι αποφάσισε πως η είσοδός τους στην οικοδομή αποτελούσε έγκλημα και κάλεσε την αστυνομία.

Το περιπολικό εμφανίστηκε σχεδόν αμέσως. Ένα από τα αγόρια συνελήφθη και οι άλλοι κυνηγήθηκαν, ο Ζυέντ κι ο Μπουνά μέχρι θανάτου, από ηλεκτροπληξία, σε υποσταθμό της περιοχής όπου κατέφυγαν. Όπως θα πει ο τρίτος φίλος τους που ήταν μαζί, ο Μουχιτίν Αλτούν, που μεταφέρθηκε με βαριά εγκαύματα στο νοσοκομείο, έτρεχαν να ξεφύγουν γιατί “άμα η αστυνομία πιάσει παιδιά από τα πρότζεκτς τα πάει μέσα για ανάκριση”. Συνήθως η ανάκριση κρατάει κανά τετράωρο, είπε, κι αυτά πεινούσαν, ήθελαν να πάνε σπίτι.

Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα, χωρίς τικ τοκ και χωρίς σναπ τσατ και χωρίς τέτοιες προσβάσεις. Οι δρόμοι γέμισαν, οι διαμαρτυρίες άρχισαν. Όπως και τα ψεύδη του κράτους: χωρίς αιδώ, οι αρχές κατηγόρησαν τα αγόρια ως κλέφτες, παρ’ ότι ως και οι καταθέσεις των αστυνομικών που εμπλέκονταν στο περιστατικό έλεγαν ότι δεν υπήρχε καμμία απόδειξη γι’ αυτό. Οι γειτονιές των καταραμένων κατέβηκαν στο δρόμο. ακολούθησαν οι ειδικές δυνάμεις, περίπου 11.000 αστυνομικοί μόνο στο Παρίσι. Έγιναν πάνω από 4.000 συλλήψεις. Κάηκαν πάνω από 8.000 αυτοκίνητα. Τρεις θάνατοι συνδέονται έμμεσα με τα γεγονότα. Είναι άγνωστος ο αληθινός αριθμός των τραυματιών – οι κρατικές υπηρεσίες μιλούν για περίπου 250.

Οι αναλύσεις για εκείνη την περίοδο των επεισοδίων και συγκρούσεων, μοιάζουν με τις σοβαρές σημερινές. Όσοι δεν αναλώνονται να κατηγορούν το τικ τοκ και το σναπτσατ και τους κακούς γονείς που δε μαζεύουν τα παιδιά τους – όπως ο Μακρόν-, είχαν μιλήσει και τότε και μιλούν και τώρα για τα γκέτο, την εξαθλίωση, το ρατσισμό, την ισλαμοφοβία… οι σκουρόχρωμοι νέοι ζουν με τον φόβο ότι ανευ λόγου και αιτίας θα πέσουν στα χέρια των αρχών, ύποπτοι εκ γενετής, όντας μουσουλμάνοι, προερχόμενοι από τόπους που τα έβαλαν με την γαλλική αποικιοκρατία, κι ας είναι πια γάλλοι πολίτες δεύτερης και τρίτης γενιάς.  Κι από πάνω για την ανεργία και τα εμπόδια που οι λευκοί γάλλοι δεν έχουν να αντιμετωπίσουν στην αναζήτηση δουλειάς.

Το Μαρτιο του 2015 έγινε η τελευταία δίκη των αστυνομικών που εμπλέκονταν στην άδικη καταδίωξη των δύο εφήβων, που οδήγησε στο θάνατό τους. Η κατηγορία ήταν “αποτυχία να βοηθήσουν πολίτη σε ανάγκη”. Αθωώθηκαν οριστικά.

Διαπομπεύοντας τους νεκρούς, προστατεύοντας την αστυνομία

Δυόμισυ χρόνια μετά το θάνατο των εφήβων, τον Ιούνιο του 2007, αστυνομικοί θα δολοφονήσουν τον 25χρονο Λαμίν Ντιεγκ. Είχαν πάει να συλλάβουν γιατί κάποιος γείτονας είχε τηλεφωνήσει πως τσακώνονται δίπλα: όντως, ο Λαμίν τσακωνόταν με τη σύντροφό του.

Πέντε αστυνομικοί τον πήραν σηκωτό. Του έδεσαν τα πόδια και με το πρόσωπο στο έδαφος του αστυνομικού βαν, επί μισή ώρα τον πίεζαν και τον χτυπούσαν. Ο Ντιεγκ πνίγηκε επιτόπου. Η υπόθεση οδήγησε σε εκ νέου καταγραφή των ρατσιστικών αντανακλαστικών της γαλλικής αστυνομίας και των προβλημάτων των μουσουλμάνων, σκουρόχρωμων, διαφορετικών γάλλων. Και των ψευδών των αρχών: στην οικογένεια, που έφτασε στο νεκροτομείο αμέσως όταν την ειδοποίησαν, είπαν ότι ο γιός τους είχε πιεί, είχε πάρει ναρκωτικά, και πέθανε από καρδιά λόγω των καταχρήσεων. Υπήρχε ακόμη και κατασκευασμένη νεκροψία για να το υποστηρίξει… Η μία από τις αδελφές του ήταν εκείνη που δεν αποδέχθηκε την άποψη των αρχών αμέσως – η δική της παρατηρητικότητα, οι μελανιές που πρόσεξε στο πρόσωπο του αδελφού της, γιατί το σώμα ήταν ολότελα καλυμμένο, την έκαναν να αποφασίσει να ψάξει τι συνέβη. Σύντομα ακολούθησαν κι οι άλλες αδελφές του κι οι γονείς του, σε έναν αγώνα απέναντι στο πιο άσχημο πρόσωπο του κράτους.

Ήταν αγώνας ετών ο αγώνας τους να μαθευτεί η αλήθεια. Από τις σπάνιες περιπτώσεις, θα πει η Διεθνής Αμνηστία: τέτοια, ανάλογα, περιστατικά, θάβονται, οι ψευδείς καταθέσεις των αστυνομικών και οι αλληλοκαλύψεις είναι σταθερά, ακόμη και οικογένειες που υποπτεύονται ότι κάτι τέτοιο συνέβη στα παιδιά τους, φοβούνται τι μπορεί να τους συμβεί αν συνεχίσουν να κυνηγάνε δικαιοσύνη: είναι οικογένειες μελαμψές, μουσουλμανικές, του γκέτο – γάλλοι πολίτες πολλοί από αυτούς, αλλά, τι σημασία έχει;

Η υπόθεση του Ντιεγκ υπήρξε σημαντική και άνοιξε το δρόμο και για άλλες έρευνες, γιατί η οικογένειά του αρνήθηκε να αποδεχθεί τα ψεύδη. Έφτασε – με τη βοήθεια της Διεθνούς Αμνηστίας – στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο καταδίκασε τη Γαλλία στην καταβολή 145.000 ευρώ. Οι αδελφές του νέου άνδρα θα ιδρύσουν επιτροπή για τη διερεύνηση αντίστοιχων περιστατικών, με αυτά τα χρήματα. Η Διεθνής Αμνηστία καταγράφει “την αποφασιστικότητα και το κουράγιο της οικογένειάς του, που παρά τα μεγάλα και πολλά εμπόδια συνεχίζει να επιζητεί την αλήθεια και τη δικαιοσύνη”, όπως και την “αδυναμία” του γαλλικού κράτους να τιμωρήσει τους υπεύθυνους αστυνομικούς. Κανείς δεν τιμωρήθηκε ποτέ.

Η δολοφονία του Λαμίν είναι μία από μια σειρά αντίστοιχων στα χέρια της γαλλικής αστυνομίας. Μες στην τριετία που ακολούθησε τον θάνατό του η Διεθνής Αμνηστία έχει καταγράψει ακόμη πέντε τέτοιες δολοφονίες. “Και οι πέντε περιπτώσεις αφορούν σε μειονότητες: ένας γάλλος πολίτης με καταγωγή από τη Σενεγάλη, και τέσσερις πολίτες από το Μαλί, την Τυνησία, την Αλγερία και το Μαρόκο. Άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών, διαφορετικών κοινωνικών προελεύσεων… τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας που καταγγέλονται στη Διεθνή Αμνηστία [για τη Γαλλία]  αφορούν σε εθνικές μειονότητες”.