του Θάνου Καμήλαλη

Ανομία, αυτή η μάστιγα. Για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η «ανομία» βρίσκεται και υποθάλπτεται σε χώρους όπως οι δρόμοι των Εξαρχείων, οι καταλήψεις που στεγάζουν πρόσφυγες, τα υπόγεια των Πανεπιστημίων και τα τρικάκια ή της μπογιές αντιεξουσιαστικών ομάδων, όπως ο Ρουβίκωνας. Είναι συγκινητικό το ενδιαφέρον κορυφαίων υπουργών, όπως του Άδωνη Γεωργιάδη, για συνθήματα και φθορές σε τοίχους δημοσίων κτιρίων, τις οποίες μετά «πληρώνει ο Έλληνας φορολογούμενος».

Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης «συγκινητική» η μέριμνα που δείχνει η ίδια κυβέρνηση για την ταλαιπωρία που υφίστανται όσοι υποφέρουν από διώξεις για θαλασσοδάνεια ή μαύρο χρήμα. Για την πρώτη περίπτωση, αποφασίστηκε πλήρης εκκαθάριση, άφεση αμαρτιών. Με τη ρύθμιση για την κατάργηση της αυτεπάγγελτης δίωξης τραπεζικών στελεχών για ρυθμίσεις δανείων, οι μόνες που θα ελέγχουν τις τράπεζες θα είναι οι τράπεζες, οι οποίες μάλιστα έχουν και μία προθεσμία ελάχιστων μηνών να καταθέσουν μηνύσεις για υποθέσεις που ήδη ελέγχονται από τους εισαγγελείς. Είναι παρέμβαση στη Δικαιοσύνη αυτό; Κάτι μου λέει πως ναι.

Για τον Πρωθυπουργό και τη Νέα Δημοκρατία, «κάθε παράβαση που διαπράττουν τραπεζικά στελέχη αφορούν τα ίδια τα ιδρύματα και αυτά πρέπει να ενεργοποιούν τους μηχανισμούς ελέγχου» κι επίσης «η τραπεζική δραστηριότητα ελέγχεται από συγκεκριμένα όργανα και την Τράπεζα της Ελλάδος». Μάλιστα ο Μητσοτάκης υποστήριξε ότι αυτή η απάντηση στηρίζεται στην «κοινή λογική».

Η μόνη «λογική» που υπάρχει εδώ είναι ότι δεν υφίσταται «ανομία» και παρανομία, αν φροντίσει κάποιος εκ των προτέρων να έχει αλλάξει το νόμο προς όφελος του εγκληματία. Έχουμε εδώ, εκτός από παρέμβαση και παρεμπόδιση της Δικαιοσύνης, παραβίαση της στοιχειώδους συνταγματικής πρόβλεψης για ισονομία. Ένα απλό και σαφές παράδειγμα, που δείχνει όλον τον «παραλογισμό», τη μεροληψία καλύτερα. Η αυτεπάγγελτη δίωξη δεν ισχύει πλέον για τραπεζικά στελέχη που αναδιαρθρώνουν κόκκινα δάνεια, αλλά ισχύει για όσους εμποδίζουν πλειστηριασμούς ακινήτων που διενεργούνται από τις τράπεζες, μέσω του «ιδιώνυμου» που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2017.

Επίσης, η «κοινή λογική» λέει ότι αδικήματα τραπεζών που αφορούν εκατομμύρια ευρώ (μπορεί να φτάνουν να χτίσουμε και καμιά καινούρια ΑΣΟΕΕ) δεν αφορούν μόνο τις τράπεζες. Αφορούν τους χρηματοδότες τους, που συμβαίνει να είναι οι πολίτες. Το ότι οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν με δεκάδες δισ. από τους φορολογούμενους δεν χωράει προφανώς αμφισβήτηση, το έχουν εξάλλου παραδεχθεί όλα τα κόμματα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Το ότι παρόλα αυτά, παρέμειναν σε ιδιωτικά χέρια είναι ένα πρώτο σκάνδαλο (που επιβάλλεται από τους «κανόνες» της Ευρωζώνης βεβαίως).

Το ότι χάνεται κάθε ίχνος δημοσίου ελέγχου όμως είναι ένα δεύτερο. Γιατί, από θεσμικής άποψης, η δυνατότητα ενός εισαγγελέα να παρέμβει σε τραπεζικές αποφάσεις, όταν φαίνεται ότι είναι ζημιογόνες, είναι μίας μορφής δημόσιος έλεγχος. Μίας μορφής έλεγχος γενικότερα, γιατί έχουμε δει πολύ καλά τι συμβαίνει όταν έχουμε ανεξέλεγκτο τραπεζικό τομέα. Ένας από τους βασικούς λόγους του παγκόσμιου «κραχ» του 2008, με την κατάρρευση της Lehman Brothers ήταν αυτή ακριβώς η «φούσκα» και αυτός ακριβώς ο περιορισμένος και γεμάτος κενά έλεγχος των τραπεζών από τους μηχανισμούς. Κάποιος θα έλεγε ότι μετά από μία δεκαετία κρίσης, «δεν μάθαμε τίποτα», αλλά για τους θιασώτες αυτού του μοντέλου, ο σκοπός δεν ήταν ποτέ «να μάθουμε». Ούτε έχει να κάνει με «ιδεοληψίες» κι άλλα τέτοια αθώα.

Η πάταξη της «ανομίας» ήταν μία κεντρική προεκλογική δέσμευση της κυβέρνησης και ήδη βλέπουμε ξεκάθαρα το πώς εκφράζεται. Μία δεύτερη, είναι η «αξιοκρατία». Ακολουθεί η προεκλογική άποψη του Κυριάκου Μητσοτάκη για τις διοικήσεις στα νοσοκομεία:

«Το να φέρεις έναν μάνατζερ από τον ιδιωτικό τομέα να διοικήσει ένα νοσοκομείο είναι μιας μορφής μεταφορά τεχνογνωσίας από τον ιδιωτικό τομέα στο Δημόσιο. Γιατί πρέπει να είναι κακό αυτό; Τι προτιμά δηλαδή ο κόσμος, να διορίζουμε αποτυχημένους βουλευτές στα νοσοκομεία μας ή τεχνοκράτες οι οποίοι θα λογοδοτούν και θα αξιολογούνται με βάση το συγκεκριμένο αποτέλεσμα.»

Η αλήθεια είναι ότι ο Πρωθυπουργός προχώρησε ακόμα πιο μπροστά. Δεν διόρισε μόνο αποτυχημένους βουλευτές στα νοσοκομεία της χώρας, αλλά και κυρίως απόστρατους στρατιωτικούς, όπως επίσης και στενούς συνεργάτες υπουργών, μέλη των τοπικών οργανώσεων της ΝΔ και της ΟΝΝΕΔ κ.α. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία, η μόνη επαφή που είχαν όλοι αυτοί με τον χώρο της Υγείας είναι ως ασθενείς.

Τρανό παράδειγμα «αξιοκρατίας» είναι η περίπτωση στην Καστοριά, όπου ο βουλευτής της ΝΔ, Ζήσης Τζηκαλάγιας, επιβεβαίωσε σε συνέντευξή του σε τοπικό κανάλι ότι ο Γρηγόριος Χάτσιος που επελέγη ως διοικητής του Γενικού Νοσοκομείου είναι παιδικός του φίλος, κουμπάρος του και «φυσικά και είπε» μία καλή κουβέντα στον υπουργό Υγείας, Βασίλη Κικίλια, για τον διορισμό του.

Πρόκειται για ένα ζήτημα που θα έπρεπε να κάνει τους «φιλελεύθερους» υποστηρικτές της Νέας Δημοκρατίας να ουρλιάζουν, ξεσπαθώνοντας σε ΜΜΕ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλήθεια, πού είναι αυτοί; Ρητορικό το ερώτημα καθώς αρκετοί είναι πολύ απασχολημένοι με τις νέες τους θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Μετά από τέσσερα χρόνια που γι αυτούς το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας ήταν ο Νίκος Καρανίκας, οι μετακλητοί που διόριζε ο ΣΥΡΙΖΑ και το κακό, τεράστιο Δημόσιο, ήρθε η δική τους ώρα, στο «επιτελικό κράτος» Μητσοτάκη που θα κοστίσει 40 εκατ. ευρώ περισσότερα από αυτό που παρέλαβε.

Το συμπέρασμα είναι ότι «όλα καλά». Μετά από μία δεκαετία οικονομικής κρίσης, έχουμε μία επιχειρηματική – ολιγαρχική ελίτ όλο και πιο πάνω από το νόμο, μία Δικαιοσύνη που δεν αποδόθηκε ποτέ και περιορίζεται ακόμα περισσότερο, ένα κράτος όπου κυριαρχούν οι πελατειακές σχέσεις και μία ιδιοκτησιακή, οικογενειοκρατική, εντός κι εκτός εισαγωγικών, λογική της εξουσίας. Η «κανονικότητα» αυτή οδήγησε στην κρίση, στη λιτότητα, στο «δεν γίνεται αλλιώς» και στο «τι να κάνουμε». Η «κανονικότητα», μολονότι κλυδωνίστηκε, τελικά παρέμεινε και επέστρεψε δριμύτερη, «δικαιωμένη» και σκληρή χωρίς διάθεση για παιχνίδια και περιστροφές.