Έφεση άσκησε το ελληνικό Δημόσιο κατά της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου της Αθήνας που δικαίωσε τους πρώτους συγγενείς θύματος στην φονική πυρκαγιά στο Μάτι, επιδικάζοντάς τους αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο είχε επιδικάσει χρηματική αποζημίωση ύψους 300.000 ευρώ λόγω ψυχικής οδύνης σε πέντε συγγενείς μιας 77χρονης γυναίκας , η οποία έχασε τη ζωή της κατά την πυρκαγιά στο Μάτι. Το δικαστήριο είχε απορρίψει τον ισχυρισμό του Δημοσίου ότι εάν η θανούσα παρέμενε στο σπίτι της το οποίο παρέμεινε αλώβητο από την πυρκαγιά, θα ήταν ασφαλής.

«Αρέσει, τελευταία, στο ελληνικό δημόσιο να γελοιοποιείται. Το ανησυχητικό είναι ότι του αρέσει και σε έντονο βαθμό» σχολίασε στο ΤΡΡ ένας εκ των συνηγόρων υποστήριξης θυμάτων, Βασίλης Καπερνάρος, δηλώνοντας με σιγουριά πως αυτή η έφεση θα καταπέσει, γιατί «είναι αναπόδεικτη, αναιτιολόγητη και αβάσιμη».

Ως «περιστατικό ανωτέρας βίας» βλέπει το έγκλημα το Δημόσιο και επικαλείται έξι λόγους που οδήγησαν στην άσκηση έφεσης.

Αρχικά αναφέρει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημά του περί έκδοσης προδικαστικής απόφασης με σκοπό να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη επειδή, όπως αναφέρει,  προέκυψαν ζητήματα για τα οποία απαιτούνται ειδικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Φέρεται, μάλιστα, να επικαλείται «αιφνίδια μεταβολή του καιρού», «σπανιότητα και ιδιαιτερότητα της τόσο ραγδαίας αύξησης της έντασης των ανέμων σε τοπικό επίπεδο», «αντικειμενική αδυναμία πτήσης των εναέριων μέσων κατά τις απογευματινές ώρες του ένδικου δυστυχήματος λόγω καιρικών συνθηκών»,  «αντικειμενική αδυναμία κατάσβεσης του πύρινου μετώπου από τις εναέριες και επίγειες δυνάμεις λόγω της έντασης και του μεγέθους (πλάτους, ύψους) της πυρκαγιάς». Επικαλείται, δηλαδή, όλα αυτά που ο πραγματογνώμονας με στοιχεία έχει ακυρώσει κατά το πόρισμα και τις καταθέσεις του. Είναι όλα όσα είναι και αυταπόδεικτα, άλλωστε, δεδομένου ότι υπήρχαν έγκυρες μετεωρολογικές προβλέψεις για τις συνθήκες καιρού για εκείνη τη μέρα.

Το Δημόσιο στην έφεσή του αναφέρει ότι «κακώς το Πρωτοδικείο δέχθηκε τον αναπόδεικτο ισχυρισμό των αντιδίκων ότι η έλλειψη εισήγησης για εκκένωση προκάλεσε το ένδικο τραγικό αποτέλεσμα», αναφέροντας πως «από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι τυχόν εισήγηση του ΠΣ για οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση των κατοίκων θα μπορούσε χρονικά και τεχνικά να πραγματοποιηθεί και να ολοκληρωθεί πριν την έλευση του θερμικού κύματος που προηγείτο της φωτιάς, δηλαδή με ασφαλή και αίσια κατάληξη για τους κατοίκους».

Παράλληλα υποστηρίζει ότι «η πυροσβεστική υπηρεσία δεν αδράνησε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, αλλά αντιθέτως επιστράτευσε άμεσα όλη τη διαθέσιμη δύναμη για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς. Παρά ταύτα, δεδομένου του τεράστιου πλήθους των ταυτόχρονων εστιών φωτιάς που εκδηλωνόντανε σε διάφορα σημεία στην επίδικη περιοχή και λόγω της ταχύτητας εναέριας και επίγειας μεταφοράς καυτρών, δεν κατέστη δυνατή αντικειμενικά η αντιμετώπιση όλων των περιστατικών…». Αναφέρει, μάλιστα, πως ακόμα και αν το Πυροσβεστικό Σώμα είχε εισηγηθεί την εκκένωση των πολιτών δεν είναι βέβαιο ότι θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς.

Επίσης, αναφέρεται στην έφεση ότι εκ μέρους του Δημοσίου υπήρξε ενημέρωση προς τους φορείς και τους πολίτες τόσο για τον επικείμενο κίνδυνο (δελτίο τύπου ΓΓΠΠ της 22.07.2018) όσο και για τα μέτρα αντιμετώπισης του (οδηγίες δημοσιευμένες μέσω της ιστοσελίδας civilprotection και των ΜΜΕ) τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν ακολουθήθηκαν, όπως η οδηγία «μην εγκαταλείπετε το κτίριο εκτός αν η διαφυγή σας είναι πλήρως εξασφαλισμένη».

Να μη βάλει το χέρι βαθιά στη τσέπη θέλει το Ελληνικό Δημόσιο

Το Δημόσιο κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μην αποζημιώσει τους πληγέντες, δείχνοντάς τους μάλιστα ως υπαίτιους για όσα υπέστησαν. Ισχυρισμός που κατατέθηκε από τους πληρεξούσιους του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, από το νομικό συμβούλιο του κράτους δηλαδή, αποδίδει συνυπαιτιότητα κατά 95-99% στους κατοίκους, λόγω αμέλειάς τους να καθαρίσουν κλαδιά, χόρτα, άλλα εύφλεκτα οργανικά απορρίμματα, ό,τι είχε ξεραθεί από φυτά και την βλάστηση της φύσης.

Και ξαφνικά τα θύματα, οι παθόντες έρχονται αντιμέτωποι με έναν ισχυρισμό που τους καθιστά συνυπαίτιους της ίδιας τους της καταστροφής. «Είναι αστειότητα αυτός ο ισχυρισμός, γιατί το θερμικό φορτίο ήταν τόσο μεγάλο και η φλόγα σκυταλοδρομούσε από πεύκο σε πεύκο κι απ’ τη στιγμή που έφτασε στη Μαραθώνος δεν μπορούσε να την μπλοκάρει κανείς. Έπρεπε να είχε σβήσει νωρίτερα, αλλά πού ήταν η πυροσβεστική; Ακόμα κι αν αποδειχτεί ο ισχυρισμός της αμέλειας των κατοίκων για τον καθαρισμό, η συμβολή τους στην καταστροφή θα ήταν ελάχιστη γιατί ακόμη και καθαρισμένα οικόπεδα δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν τη φωτιά. Ακόμα κι αν αποδειχτεί ο ισχυρισμός, σίγουρα τα φύλλα δεν προκάλεσαν την επέκταση του ζημιογόνου αυτού αποτελέσματος σε ποσοστό 95-99%» είχε δηλώσει στο ΤΡΡ, προ λίγων ημερών, ο Αλέξανδρος Παπαστεργιόπουλος, ένας εκ των συνηγόρων υπεράσπισης θυμάτων, συγγενών πυρόπληκτων, εγκαυματιών κι ανθρώπων που έχασαν τις εστίες τους, κάνοντας λόγο για έναν «ισχυρισμό-αστειότητα».

Μέχρι στιγμής, έχει βγει μία απορριπτική απόφαση αυτού του ισχυρισμού κι αναμένεται η τελική απόφαση. Άξιο αναφοράς είναι πως ο ισχυρισμός αυτός ήρθε τώρα που άρχισαν να κλείνουν οι φάκελοι στα διοικητικά δικαστήρια της πυροσβεστικής. Ποτέ πριν δεν είχε διατυπωθεί κάτι τέτοιο δημόσια.

Το πόρισμα του πραγματογνώμονα ακυρώνει τον ισχυρισμό του δημοσίου

Η δίκη για την πυρκαγιά στο Μάτι βρίσκεται σε εξέλιξη, με τις καταθέσεις του πραγματογνώμονα, αξιωματικού της Πυροσβεστικής, Δημήτρη Λιότσιου να συνεχίζονται. Σύμφωνα με το πόρισμά του, σε αιφνιδιασμό του κρατικού μηχανισμού εξαιτίας της γρήγορης εξέλιξης της πυρκαγιάς αποδίδεται η τραγωδία στο Μάτι που στοίχισε τη ζωή σε 104 -πλέον- ανθρώπους, ενώ επιπλέον διαπιστώνεται ότι η φωτιά θα μπορούσε να είχε σβήσει εν τη γενέσει της αν είχαν κληθεί οι υδροφόρες που περιπολούσαν στην περιοχή να συνδράμουν.

Σύμφωνα με το πόρισμά του, επίσης, υπήρξε καθυστέρηση στην εντολή για εκκένωση της περιοχής από τους κατοίκους, που τους στέρησε την έγκαιρη απομάκρυνση. Στα λάθη έρχονται να προστεθούν και η διαχείριση της κυκλοφορίας που εγκλώβισε τους κατοίκους στην περιοχή που καιγόταν αλλά και η ασυνεννοησία των εμπλεκομένων δυνάμεων.

Παραθέτουμε ενδεικτικά σημεία από την πρώτη κατάθεσή του.

Σύμφωνα με όσα κατέθεσε στη συνέχεια ο κ. Λιότσιος, στις 17.10 η πυρκαγιά έσπασε σε δύο μέτωπα, το ένα προς νέο Βουτζά. «Οι κ.κ Κολολούρης και Τζουβάρας επικοινωνούσαν στη συνέχεια, γνωρίζοντας πως έπρεπε να μεταβούν εκεί. 21.30 έφτασαν εκεί…».

«Στις 17.20 ο κ. Λάμπρης φτάνει στο Νταού και αναλαμβάνει εναέριος συντονιστής. επιχειρούσε ένα ελικόπτερο στις 17.30  Είχαν δοθεί εντολές για άλλα μέσα αλλά δεν έφτασαν εγκαίρως… Μετά απ’ όλα αυτά είναι λογικό ότι θα είχαμε τόσα θύματα. Η φωτιά είχε περάσει τα όρια Πεντέλης. Μιλάμε για ώρα 17.00. Αν είχαν ενεργήσει άμεσα, η φωτιά μπορεί να είχε καταστεί ελεγχόμενη. Αν επιχειρούσαν 3 εναέρια μέχρι εκείνη τη στιγμή, θα μπορούσε η φωτιά να περιοριστεί για να υπάρχει ο χρόνος για ενέργειες».

Παραθέτουμε ενδεικτικά σημεία από τη δεύτερη κατάθεσή του.

Αναφορικά με την απουσία εναέριας επιτήρησης, ο κ. Λιότσιος απάντησε πως «τη διαταγή όφειλε να τη δώσει το ΕΣΚΕ στο κέντρο της αεροπορίας, δηλαδή ο διοικητής του ΕΣΚΕ, Ιωάννης Φωστιέρης».

Για την Αττική υπήρχαν 15 διαθέσιμα αεροσκάφη της πολεμικής αεροπορίας για εκείνη τη μέρα. Η πρόεδρος ρώτησε τι τύπου αεροσκάφη ήταν αυτά και την χωρητικότητά τους, με τον κ. Λιότσιο να τα παρουσιάζει λεπτομερώς. «Επίσης, στο έγγραφο της πολεμικής αεροπορίας υπήρχε αποκλειστικά για σκοπό εναέριας επιτήρησης ένα αεροσκάφος Πεζετέλ (PZL). Ήταν άμεσα διαθέσιμο, έτοιμο. Δε ζητήθηκε από τον διοικητή του ΕΣΚΕ. Το θέμα ήταν το αίτημα προς την πολεμική αεροπορία να σταλεί μέχρι τις 8.00». Όπως κατέθεσε από την εμπειρία του, σε ανάλογες περιπτώσεις υψηλής επικινδυνότητας πυρκαγιάς 4, “σηκώνονταν δύο αεροσκάφη και έκαναν περιπολίες σε σημεία που όριζε το ΕΣΚΕ, αν και ανάλογα τις συνθήκες κάθε φορά, το ΕΣΚΕ αποφάσιζε πόσα θα επιτηρούν και πού».

«Ο διοικητής του ΕΣΚΕ οφείλει να πάρει έγκριση από τον ανώτερό του, τον υπαρχηγό επιχειρήσεων (Ματθαιόπουλος). Αλλά φυσικά κάποιες κινήσεις τις κάνει ο διοικητής. Εκείνος όφειλε ως τις 8.00 να έχει στείλει το αίτημα. Ο ανώτερός του έπρεπε να τον ελέγξει αν έστειλε το αίτημα. Και ο αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος έχει όλη την ευθύνη του σώματος, γι’ αυτό υπάρχουν διοικητές και υπαρχηγοί που οφείλουν να τον ενημερώνουν» κατέθεσε ο κ. Λιότσιος.

Και συνέχισε, αναφορικά με τις ευθύνες του διοικητή του ΕΣΚΕ. «Κατά τη μετάβαση του περιφερειάρχη Αττικής, υποστράτηγου του Πυροσβεστικού σώματος, κ. Τζουβάρα, διέταξε γενική επιφυλακή για τη δυτική Αττική, δηλαδή όλο το προσωπικό να είναι σε ετοιμότητα πλην των αδειούχων και μερική επιφυλακή για την υπόλοιπη Αττική, δηλαδή να επανδρωθούν τα διαθέσιμα οχήματα. Όμως, ο κ. Τζουβάρας ήταν επικεφαλής της πυρκαγιάς στην Κινέτα, δεν είχε εικόνα όλης της Αττικής εκείνη τη στιγμή. Γι’ αυτό έπρεπε ο διοικητής του ΕΣΚΕ να επικοινωνήσει με τον κ. Τζουβάρα». Έπρεπε στις 13.30 να δοθεί εντολή γενικής επιφυλακής στην Αττική, έχοντας εικόνα του τι γινόταν στην Κινέτα, εκτίμησε ο ίδιος.

«Όφειλαν οι υπηρεσίες της Αττικής να έχουν επανδρώσει όλα τα οχήματα. Για παράδειγμα, θυμάμαι συγκεκριμένα δύο οχήματα της Νέας Μάκρης που δόθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση. Ενδεχομένως να μην είχαν επανδρωθεί. Όφειλαν να περιπολούν οχήματα, διάφορα πεζοπόρα τμήματα…» συμπλήρωσε.

Αεροσκάφη που μπορούσαν να συνδράμουν δεν το έκαναν. Η απάντηση στο “γιατί” είναι απλή: «δεν έλαβε εντολή από τον διοικητή του ΕΣΚΕ». Ο κ. Λιότσιος ανέφερε αναλυτικά όλα τα διαθέσιμα αεροσκάφη που μπορούσαν να επιχειρήσουν, αλλά «δεν πήραν ποτέ εντολή». Υπήρχαν και αεροσκάφη που ήταν ήδη στον αέρα και θα μπορούσε να γίνει εκτροπή να μεταβούν στο Νταού,  αλλά «δεν πήραν ποτέ εντολή».