της Λαμπρινής Θωμά
«Ο Πέδρο Καστίγιο είναι η αρχή μιας αλλαγής. Δεν ανήκω στο κόμμα του, δουλεύω για την κοινωνική δικαιοσύνη στο Περού. Να αλλάξουν τα πράγματα, να φύγουν οι νεοφιλελεύθεροι που κυβερνάνε, να μπορούν τα παιδιά μας να πάνε σχολείο. Σήμερα τα παιδιά μας δεν μπορούν να πάνε σχολείο γιατί το κοντινότερο σχολείο είναι οκτώ ώρες ποδαρόδρομος: αυτή είναι η δεξιά κι ο νεοφιλελευθερισμός. Ο Πέδρο δεν είναι από αυτούς, δεν είναι μέρος του κτήνους που μας δολοφονεί, δεν είναι παιδί του συστήματος. Αν έχει καλούς συντρόφους γύρω του θα αλλάξουν πολλά. Ξέρω πως όταν λέει ότι οι φτωχοί στο Περού τρώνε χώμα εσείς νομίζετε ότι το λέει μεταφορικά, αλλά δεν το λέει μεταφορικά: αυτή είναι η αλήθεια: οι φτωχοί στο Περού τρώνε χώμα. Ενώ έχουμε πολύ παραγωγή, αυτοί μας παίρνουν τα πάντα. Δεν έχουμε σπίτια, δεν έχουμε θέρμανση, στο Περού κάνει κρύο, το ξέρεις, μένουμε σε σπίτια από πλαστικό και τσίγκο, χιλιόμετρα και χιλιόμετρα από παράγκες, χωρίς θέρμανση, χωρίς νερό, χωρίς ρεύμα, χωρίς κανένα βασικό αγαθό… Με την πανδημία φάνηκαν ακόμη περισσότερο οι κοινωνικές διαφορές, η πανδημία έδειξε ότι το κράτος δεν υπάρχει για μας κι η δεξιά δε νοιάζεται. Ο λαός μας παλεύει, κάνει δέκα δουλειές για να ζήσει, το μόνο που έχει είναι τα χέρια του και με αυτό βγαίνει να διαδηλώσει, μας χτυπάνε από παντού, να μας ισοπεδώσουν, αλλά δεν τους αφήσαμε. Έχουμε πολλά να αλλάξουμε, από την παιδεία που είναι ρατσιστική και ταξική μέχρι το ίδιο το σύνταγμα, γιατί ακόμη έχουμε το σύνταγμα του Φουτζιμόρι». Ρόζα Μαρία ντε Σότο, περουβιανή κομμουνίστρια, συνέντευξη στο TPP, 27 Ιουνίου 2021, μετά την εκλογή και προ της ορκομωσίας της κυβέρνησης Καστίγιο.
Η πρώτη σημαντική ένδειξη όσων περίμεναν το Περού τον τελευταίο ενάμισυ χρόνο, ήταν η παραίτηση, τον Αύγουστο του 2021, του υπουργού Εξωτερικών της πρώτης κυβέρνησης Καστίγιο, του Έκτορα Μπεχάρ, μόλις 19 μέρες μετά την ορκωμοσία.
Ο Μπεχάρ ήταν η πρώτη «σημαία αντίστασης» που σήκωσε η κυβέρνηση Καστίγιο. Ηταν η εκδήλωση της αριστερής της ταυτότητας, την ώρα που προσπαθούσε να επιβιώσει, με συμμαχίες προς το κέντρο και τη δεξιά, σε μια χώρα εγκλωβισμένη, φυλακισμένη δεκαετίες στην εξάρτηση και την καταλήστευση του υπόγειου πλούτου της. Όπως λέγαμε και μετά τις εκλογές που έδωσαν τέλος στο αμερικανοκίνητο πραξικόπημα στη Βολιβία, ένα από τα 27 που έζησε ή παρα λίγον να ζήσει η Λατινική Αμερική στον 21ο αιώνα, το Περού ήταν το δυσκολότερο «πεδίο» για την αριστερά. Η παραίτηση Μπεχάρ «έλεγε» πως ήδη, πριν κλείσει μήνας, το παιγνίδι είχε ξεκινήσει και ο Καστίγιο δεν είχε τα κότσια, την δύναμη, τη δυνατότητα να αντιδράσει επιβάλλοντας τον εκλεκτό του. Την ακολούθησαν σειρά παραιτήσεων, υπουργών και πρωθυπουργών, που αδυνάτιζαν ακόμη περισσότερο την κυβέρνηση. Όμως καμμία δεν ήταν τόσο σημαντική και τόσο προφητική, όσο του Μπεχάρ.
Ο Εκτορας Μπεχάρ δεν ήταν μια τυχαία επιλογή. Παλιός και μπαρουτοκαπνισμένος αντάρτης, καθηγητής πανεπιστημίου με φυλακές και αγώνες στο βιογραφικό του, ήδη από τη δεκαετία του ’60, 80κοντούτης αλλά ακατάβλητος, βαθύς γνώστης των συνθηκών και εξελίξεων σε όλη τη Λατινική Αμερική, και με σχέσεις που πήγαιναν πίσω δεκαετίες με πρόσωπα κλειδιά της αριστεράς της, ροζ ως κατακόκκινης, ήταν και ο πρώτος που άμεσα κινήθηκε στην διαμόρφωση μιας πολύ διαφορετικής περουβιάνικης πολιτικής, δίνοντας ένα ελπιδοφόρο στίγμα.
Οι δηλώσεις του υπέρ της διάλυσης της Ομάδας της Λίμας*, ομάδας που αποτελούσε ένα ακόμη κεφάλαιο στον πόλεμο κατά της Βενεζουέλας, μετά τον θάνατο του Ούγο Τσάβες. Στην Ομάδα, που κατασκευάζεται το 2017, συμμετείχαν όλες οι τότε, λίγο ή πολύ, ελεγχόμενες από τις ΗΠΑ κυβερνήσεις, και δήλωναν ως στόχο την «αποκατάσταση της δημοκρατίας στη Βενεζουέλα». Το 2018, με τις εκλογές στη Βενεζουέλα, ο ρόλος της Ομάδας και το ποιοι κρύβονταν από πίσω, θα φανεί ξεκάθαρα.
Η εκλογή Καστίγιο, το 2021, την ώρα που το πραξικόπημα στη Βολιβία κατέρρεε και το δεύτερο ροζ κύμα ανέβαινε και φαινόταν ότι θα καταλάμβανε την Νότιο Αμερική, χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό, αλλά και με ιδιαίτερη ανησυχία, σε όλη την ήπειρο, στην οποία η αλληλεγγύη των κινημάτων, από την κουβανική επανάσταση και μετά, είναι ριζωμένη βαθιά. Όμως το ίδιο βαθύς είναι και ο έλεγχος της δεξιάς, και του μηχανισμού του βαθέως κράτους των Φουτζιμόρι, στο Περού. Η προμετωπίδα του άρθρου, όσα μας είχε πει η ακτιβίστρια Ρόζα Μαρία ντε Σότο τότε, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, είναι χαρακτηριστικά.
Σημαντική λεπτομέρεια: με την ανακοίνωση του υπουργικού συμβουλίου Καστίγιο, επισήμως Στρατός και Ναυτικό διαμαρτυρήθηκαν διότι «για πρώτη φορά η κυβέρνηση δεν τους συμβουλεύτηκε περί των κατάλληλων για τις υπουργικές θέσεις». Παράλληλα, εφημερίδες αλλά και οι διαδηλωτές της δεξιάς στοχοποιούσαν συγκεκριμένα τον Μπεχάρ, χαρακτηρίζοντάς τον «δολοφόνο» λόγω του αντάρτικου παρελθόντος του, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτός ήταν το πρόσωπο όσων θα ήθελε να πράξει η κυβέρνηση. Οι ρόδες είχαν αρχίσει να κινούνται. Και, βεβαίως, το διεθνές κεφάλαιο είχε βασικό ρόλο σε όλα αυτά: η κυβέρνηση Καστίγιο είχε νομοθετήσει τη φορολόγηση των εξορυκτικών εταιριών, που καλούνταν να πληρώσουν φόρους για πρώτη φορά σε 40 χρόνια. To Περού είναι η δεύτερη σημαντικότερη χώρα παραγωγός χαλκού στον κόσμο, η τρίτη στο ασήμι και η πέμπτη σε χρυσό – και οι αγρότες του τρώνε κυριολεκτικά χώμα για να επιζήσουν…. Ο ρόλος των εξορυκτικών εταιριών στην πολιτική ιστορία του Περού είναι γνωστός και αδιαμφισβήτητος από τον 19ο αιώνα και παραμένει κυρίαρχα και ξεδιάντροπα παρεμβατικός, και δυστυχώς αναλλοίωτος.
Ο έμπειρος και χαρισματικός πρώτος υπουργός Εξωτερικών του Καστίγιο δεν είχε πτοηθεί πάντως (σε αντίθεση με τον ίδιο τον πρόεδρο). Πιστός στο επαναστατικό ρητό που λέει ότι πρέπει να δρας άμεσα «όσο ακόμη ο εχθρός είναι ζαλισμένος», ο Μπεχάρ είχε ξεκινήσει τις ανατροπές στην «παραδοσιακή» περουβιάνικη εξωτερική πολιτική της υποταγής άμεσα, υπό τον κίνδυνο πραξικοπήματος και ανατροπής της κυβέρνησης – αυτά δεν έφυγαν ποτέ από το τραπέζι, οδηγώντας την χώρα σε ακόμη πιο βαθιά πολιτική κρίση. Άλλωστε, λόγος της απομάκρυνσής του ήταν πως «προσέβαλε» το πολεμικό ναυτικό της χώρας, με δήλωσή του χρόνια πριν, η οποία ξεθάφτηκε μεγαλοπρεπώς, οδηγώντας στην παραδοσιακή συστημική μηντιακή πίεση, με πείραγμα των δηλώσεων, κοπτοραπτική και απαίτηση παραίτησης. Μια δήλωση πέρα για πέρα αληθινή: οι ένοπλες δυνάμεις του Περού, και το Ναυτικό, είχαν λάβει μέρος σε αμερικανοκίνητες επιχειρήσεις «εκκαθαρίσεων» και πριν εμφανιστεί το Φωτεινό Μονοπάτι, είχαν συμμετάσχει στην Επιχείρηση Κονδορας, και είχαν το μερτικό τους και στην Επιχείρηση Κόνδορας2, που είχε καταγγείλει ο Έβο Μοράλες λίγες μέρες μετά την εκλογή Καστίγιο.
Στο Περού, η λέξη που χρησιμοποιεί ο λαός για να περιγράψει όλα αυτά, είναι η λέξη καρχαμοντόνες, cargamontones, που σημαίνει «μια αδιάκοπη, σκληρή και ανελέητη χιονοστιβάδα, σε όλα τα [συστημικά] μέσα ενημέρωσης, σε όλα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, στο prime time των ειδησεογραφικών εκπομπών, παραπληροφόρηση (fake news), όλα εναντίον» του όποιου στόχου, εκείνη τη φορά εναντίον του Μπεχάρ. Με την ίδια ακριβώς τακτική, που αποδείχθηκε άμεσα αποτελεσματική, αντιμετωπίστηκαν από κει και πέρα όλες οι επιλογές Καστίγιο από τους δεξιούς του βαθέως κράτους, σε αυτή την ιδιαίτερη φόρμα πραξικοπήματος.
«Δεν παραιτήθηκα, μου ζήτησαν να αποχωρήσω… Το μεγαλύτερο πρόβλημα που δημιουργεί η ‘παραίτησή” μου, είναι πως τώρα κάθε απόφαση του Καστίγιο θα πρέπει να έχει την έγκριση των Ενόπλων Δυνάμεων», Έκτωρ Μπεχάρ
Όπως είπε και ο ίδιος ο Μπεχάρ, μετά την υποχρέωσή του σε παραίτηση, μόλις 19 μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, το σύστημα του βαθέως κράτους και τα στρατιωτικά του πλοκάμια, μπορούσαν να κοιμούνται πολύ πιο ήσυχα: ήξεραν πια ότι ο Καστίγιο μπορεί να πέσει όποτε το αποφασίσουν, ήξεραν ότι υποχωρεί στην παραμικρή πίεση, ότι αδυνατεί να υπερασπιστεί τις κορυφαίες επιλογές του και ότι είχαν ξαναπάρει τον έλεγχο. Η επανάσταση είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει. Οπως είχε γράψει τότε ο περουβιάνος μαρξιστής κοινωνιολόγος Ρικάρντο Χιμένες στο Ρεζούμεν Λατινοαμερικάνο, συμφωνώντας με τον Μπεχάρ «το γεγονός ότι ο Καστίγιο υποχρεούται πρακτικά από δω και πέρα να ζητάει την άδεια του στρατού, ξεπερνάει ζητήματα όπως η αποπομπή του ενός ή του άλλου υπουργού, και δείχνει πως ήδη τον ντρεσάρουν δεξιοί και στρατός – αυτό θα αποδειχθεί πολύ επικίνδυνο στο άμεσο μέλλον». Και αποδείχθηκε. «Ο πρόεδρος και η κυβέρνηση», συνέχιζε «μόνοι τους γίναν όμηροι του στρατού, παραδόθηκαν πολύ γρήγορα, και πρόκειται για ένα λάθος πολύ σοβαρό, του οποίου τις συνέπειες δεν τις έχουμε νοιώσει ακόμη. Έπρεπε να περιμένουν και έπρεπε να συνδιαλαγούν καλύτερα με τις πραξικοπηματικές ομάδες μες στο Ναυτικό». Ο στρατός είχε και πάλι το βέτο επί των πολιτικών αποφάσεων και είχε, ντε φάκτο, ρίξει την κυβέρνηση.
*Η δημιουργία της Ομάδας της Λίμας, βασικού μηχανισμού στήριξης της φαρσοκωμωδιας Γουαϊδό, έγινε πριν το δεύτερο ροζ κύμα αρχίσει να αποκτά πρόσωπο, κι η επιλογή της Λίμας, ως έδρας, ήταν ένδειξη και του ρόλου της χώρας: το Περού φαινόταν τότε ο λιγότερο πιθανός «αποστάτης» από την πνιγηρή αγκαλιά των ΗΠΑ, το, κατ ουσίαν, πραξικόπημα Τραμπ – Πομπέο κατά της κυβέρνησης της Βενεζουέλας ήταν σε πλήρη εξέλιξη, το πραξικόπημα στη Βολιβία θα ακολουθούσε, ο Μπολσονάρου έμοιαζε μονόδρομος στην Βραζιλία, οι δεξιές κυβερνήσεις σε Χιλή και Αργεντινή – μέλη της Ομάδας – υπερθεμάτιζαν του Πομπέο σε δηλώσεις (όπως και ο Μητσοτάκης,άλλωστε – α, και το άλλο βαλκανικό προτεκτοράτο, το Κοσσυφοπέδιο), η Κολομβία ήταν ακόμη ένα πλήρως υποταγμένο στις αμερικάνικες επιταγές κράτος.