του Jon Schwarz από το The Intercept

Ο Chuck Grassley, ένας ρεπουμπλικανός γερουσιαστής από την Αϊόβα, είναι γνωστός στο τουίτερ για τον καημό του να δει επιτέλους λίγη ιστορία στο History Channel. Ορίστε δύο από τα πολλά τουίτ του για το θέμα:
 

Τα καλά νέα για τον Grassley, αλλά και για όλους μας, είναι ότι αυτή την Κυριακή ξεκινά μέχρι την Τετάρτη στο History Channel μια καινούργια σειρά τεσσάρων επεισοδίων με τίτλο “Ο Πόλεμος των ΗΠΑ Ενάντια στα Ναρκωτικά”. Δεν είναι μόνο μια σημαντική συνεισφορά στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία, είναι επίσης η πρώτη φορά που η αμερικανική τηλεόραση είπε τη βασική αλήθεια για ένα από τα πιο σημαντικά θέματα των τελευταίων πενήντα ετών.

Αυτή η βασική αλήθεια είναι η εξής: ο Πόλεμος Ενάντια στα Ναρκωτικά υπήρξε πάντοτε μια ανούσια απάτη. Εδώ και δεκαετίες η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει εμπλακεί σε μια σειρά ευκαιριακών συμμαχιών με μερικά από τα μεγαλύτερα καρτέλ ναρκωτικών στον κόσμο. Έτσι, ενώ το ποσοστό των εγκλείστων ανά πληθυσμό έχει πενταπλασιαστεί αφότου ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον πρώτος κήρυξε τον Πόλεμο Ενάντια στα Ναρκωτικά το 1971, οι μεγαλύτεροι έμποροι ναρκωτικών την ίδια στιγμή χαίρουν προστασίας από τα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας στην Αμερική.

Από τη μία, αυτό δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει. Η ογκώδης τεκμηρίωση αυτού του γεγονότος σε δεκάδες βιβλία είναι διαθέσιμη σε οποιονδήποτε διαθέτει περιέργεια και πρόσβαση σε βιβλιοθήκη.
 
Κι όμως, με κάποιον τρόπο, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν κάποιο επίσημο σύστημα λογοκρισίας, αυτό το κολοσσιαίο σκάνδαλο δεν έχει παρουσιαστεί ποτέ μέχρι τώρα με περιεκτικό τρόπο στο μέσο από το οποίο οι περισσότεροι Αμερικανοί αντλούν την ενημέρωσή τους: την τηλεόραση.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο “Ο πόλεμος των ΗΠΑ εναντίον των ναρκωτικών” είναι ένα πραγματικό έργο αναφοράς. Είδαμε πρόσφατα πώς ιδέες που κάποτε θα φάνταζαν εντελώς αδιανόητες και απίθανες – για παράδειγμα, ότι η Καθολική Εκκλησία συνειδητά προστάτευε ιερείς που κακοποιούσαν παιδιά σεξουαλικά ή ότι ο Μπιλ Κόσμπυ δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή για “Μπαμπάς της χρονιάς”- μπορεί μετά από μερικά χρόνια σιωπής να διεισδύσουν στην κοινή συνείδηση και να οδηγήσουν σε χειροπιαστά αποτελέσματα. Η συγκεκριμένη σειρά θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημείο τομής, επιτυγχάνοντας το ίδιο ακριβώς για την πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από μία από τις πιο κυνικές και βάρβαρες πολιτικές πρακτικές της αμερικανικής ιστορίας.

Η σειρά, με παραγωγούς τους Julian P. Hobbs, Elli Hakami και Anthony Lappé, είναι ένα κανονικό τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ. Πρόκειται για ένα μείγμα από συνεντεύξεις, πλάνα αρχείου και δραματοποιημένες σκηνές. Αυτό που δεν είναι συνηθισμένο είναι η ιστορία που λέγεται στην κάμερα από πρώην πράκτορες της Δίωξης Ναρκωτικών, αλλά και δημοσιογράφους ή ακόμη και από εμπόρους ναρκωτικών. (Ένας από τους δημοσιογράφους είναι ο Ryan Grim, ο διευθυντής των γραφείων της Washington Post στη Ουάσινγκτον και συγγραφέας του “Η χώρα σου υπό επήρεια: η μυστική ιστορία της χρήσης στην Αμερική”.)

Το ντοκιμαντέρ δεν μασάει τα λόγια του για το τι συνέβη. Το πρώτο επεισόδιο ξεκινά με τη φωνή της Lindsay Moran, που είναι πρώην μυστική πράκτορας της CIA , που δηλώνει: “Η Υπηρεσία μας ήταν πολύ βαθιά μπλεγμένη με τους εμπόρους ναρκωτικών”.

Μετά ο Richard Stratton, βαποράκι που μετέφερε μαριχουάνα και μετέπειτα συγγραφέας και τηλεοπτικός παραγωγός, εξηγεί: “Οι περισσότεροι Αμερικανοί θα έμεναν άφωνοι αν ήξεραν πόσο βαθιά έχει υπάρξει η ανάμειξη της CIA στο διεθνές εμπόριο ναρκωτικών”.

Στη συνέχεια ο Christian Parenti, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, λέει στους θεατές: “Ἡ CIA συνεργάζεται από την αρχή της λειτουργίας της με μέλη της μαφίας που εμπλέκονται στο εμπόριο ναρκωτικών διότι αυτοί θα συνέβαλλαν στο ευρύτερο σχέδιο της μάχης κατά του κομμουνισμού”.

Για τις επόμενες οκτώ ώρες, η σειρά διατρέχει ούτε λίγο ούτε πολύ “τις καλύτερες στιγμές” της συνεργασίας της αμερικανικής κυβέρνησης με εμπόρους ηρωίνης, παραισθησιογόνων και κοκαΐνης. Το γεγονός ότι αυτές οι “καλύτερες στιγμές” μπορούν να γεμίσουν το μεγαλύτερο μέρος από τέσσερα δίωρα επεισόδια δείχνει πόσο απίστευτα βαθιές και απωθητικές ρίζες έχει αυτό το φαινόμενο.

Πρώτα μαθαίνουμε για τη συνεργασία της CIA με το αφεντικό της μαφίας της Φλόριδας Santo Trafficante Jr., στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Η CIA ήθελε τον Κάστρο νεκρό και, σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια του Trafficante σε διάφορα σχέδια δολοφονίας, δεν είχε πρόβλημα να κάνει τα στραβά μάτια στο εκτενές δίκτυο εμπορίου ναρκωτικών από τον Trafficante και τους κουβανούς εξόριστους συνεργάτες του.

Ακολουθεί η απίστευτα περίεργη ιστορία για το πώς η CIA εισήγαγε σημαντικές ποσότητες LSD από τον ελβετό παρασκευαστή του, ελπίζοντας ότι θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά για τον έλεγχο της σκέψης. Αντ’ αυτού, δίνοντας τη δόση τους σε χιλιάδες εθελοντές, ανάμεσα στους οποίους στους Ken Kesey, Whitey Bulger και τον στιχουργό των Grateful Dead Robert Hunter, η CIA διέδωσε κατά λάθος το LSD και δημιούργησε την αντικουλτούρα της ψυχεδέλειας του ’60.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, οι ΗΠΑ συμμάχησαν με αντικομμουνιστικές δυνάμεις του Λάος, κάποιες από τις οποίες χρησιμοποίησαν την υποστήριξή μας για να γίνουν από τις μεγαλύτερες οπιοπαραγωγούς χώρες του πλανήτη. Η Air America, βιτρίνα της CIA, μετέφερε αεροπορικώς προμήθειες για τους αντάρτες στο Λάος και μετά έβγαζε ναρκωτικά από τη χώρα, όλα αυτά σε γνώση και υπό την προστασία των πρακτόρων της CIA.

Η ίδια δυναμική αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1980, καθώς η κυβέρνηση Ρήγκαν προσπάθησε να ανατρέψει τους Σαντινίστας στη Νικαράγουα. Τα αεροπλάνα που μετέφεραν μυστικά όπλα στους κόντρας, γύριζαν και μετέφεραν κοκαΐνη στην Αμερική, και πάλι προστατευμένη από τη δικαιοσύνη, χάρη στη CIA.

Πιο πρόσφατα, υπάρχει ένας 16ετής πόλεμος στο Αφγανιστάν. Παρότι γνωρίζουμε λιγότερα για τα μυστικά σχέδια της CIA εκεί, είναι δύσκολο να μην παρατηρήσει κανείς ότι εγκαταστήσαμε τον Hamid Karzai ως πρόεδρο, ενώ ο αδερφός του ήταν στο payroll της CIA και, ταυτοχρόνως, ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους οπίου της χώρας του. Το Αφγανιστάν αυτή τη στιγμή παρέχει περίπου το 90% της παγκόσμιας παραγωγής ηρωίνης.

Προς τιμήν της σειράς, ξεκαθαρίζεται ότι αυτό δεν αποτελεί μέρος ενός μυστικού σχεδίου της κυβέρνησης να κάνει τους αμερικανούς ναρκομανείς. Ωστόσο, όπως το θέτει ο Moran, “Όταν η CIA εστιάζει σε μια αποστολή, σε έναν συγκεκριμένο στόχο, δεν πρόκειται να κάτσουν να στοχάζονται για το “Ποιες θα είναι οι μακροπρόθεσμες, παγκόσμιες συνέπειες των πράξεών μας;” Η πρώτη τους προτεραιότητα θα είναι πάντα να κερδίζουν τους μυστικούς πολέμους τους, και αν αυτό απαιτεί τη συνεργασία με καρτέλ ναρκωτικών που γεμίζουν τις ΗΠΑ με ναρκωτικά, ας είναι. “Πολλές από αυτές τις πρακτικές που προέρχονται από τη δεκαετία του ’60 επαναλαμβάνονται, προσθέτει ο Moran. “Αυτές οι σχέσεις αναπτύσσονται ξανά και ξανά, καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου ενάντια στα ναρκωτικά”.

Αυτό που κάνει αυτή την ιστορία τόσο γκροτέσκα, είναι το εξωφρενικό επίπεδο της υποκρισίας της κυβέρνησης. Είναι σαν ο Ντόναλντ Τραμπ να κηρύσσει Πόλεμο ενάντια στα συμφέροντα της ανοικοδόμησης από το λόμπι του Real Estate και γεμίζει τις φυλακές με ανθρώπους που ενοικιάζουν πού και πού ένα περισσευούμενο δωμάτιο μέσω της Airbnb.

Έτσι επιστρέφουμε στον Charles Grassley. Ο Grassley είναι τώρα επικεφαλής της Επιτροπής Δικαιοσύνης της Γερουσίας που ήταν από παλιά αφοσιωμένη στον πόλεμο ενάντια στα ναρκωτικά και -τη δεκαετία του ’80- υποστήριζε τους κόντρας.

Κι όμως ακόμη και ο Grassley φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι ίσως υπήρξαν κάποια προβλήματα στον πόλεμο ενάντια στα ναρκωτικά από την αρχή. Εισηγήθηκε μαζί με άλλους ένα νομοσχέδιο που θα μείωνε την κατώτατη ποινή για παραβιάσεις του νόμου περί ναρκωτικών.

Τώρα λοιπόν που το History Channel έκανε το χατίρι του Grassley και παρουσιάζει αυτή την εξαιρετικά σημαντική ιστορία, το δικό μας καθήκον είναι να σιγουρευτούμε ότι αυτός και όλοι οι όμοιοί του θα την παρακολουθήσουν. Και μόνο το γεγονός ότι αυτή η σειρά υπάρχει, δείχνει ότι βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο σε σχέση με αυτό το ξεδιάντροπο, καταστροφικό ψέμα. Έχουμε καθήκον να κάνουμε τα πάντα για να το ξεσκεπάσουμε.