Μπορεί να τον ονομάζουν «πρωθυπουργό Τεφλόν», γιατί, μια ενδεκαετία τώρα, τίποτε σκανδαλώδες δε φαίνεται να «κολλάει» πάνω του, ωστόσο ο – σήμερα υπηρεσιακός- πρωθυπουργός της Ολλανδίας, Μάρκ Ρούτε, κατάφερε με δυσκολία να λάβει, αυτή τη φορά, την ψήφο εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου. Γιατί, σε προσωπικό επίπεδο, ο ίδιος υπέστη ήττα, καθώς πέρασε από όλα τα κόμματα, πλην του δικού του  (Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία, VVD) μομφή καταδικαστική της συμπεριφοράς του. 

Η αμφισβήτηση της κυβέρνησης και η μομφή ήρθαν μετά τις αποκαλύψεις ότι ο 54χρονος Ολλανδός πρωθυπουργός εψεύσθη για τις επαφές συνεργασίας που είχε, καλύπτοντας προσπάθειες που έκανε για να «ελέγξει» βουλευτές του κυβερνητικού συνασπισμού που διαφαινόταν στον ορίζοντα. 

Ο κεντροδεξιός Ρούτε εξελέγη για τέταρτη φορά στην πρωθυπουργία τον Μάρτιο που μας πέρασε, και προχώρησε σε συνομιλίες προς κυβερνητικό συνασπισμό με τα δύο μόνιμα στηρίγματα των κυβερνήσεων του, τους κεντροδεξιούς χριστιανοδημοκράτες (CDA) και τους (ανα)φερόμενους ως κεντροαριστερούς του D66 – κάτι αντίστοιχο με το ελληνικό πάλαι ποτέ Ποτάμι. 

Την περασμένη εβδομάδα, ενώ γίνονταν συναντήσεις για την δημιουργία κυβερνητικού συνασπισμού, φωτορεπόρτερ κατάφερε να φωτογραφίσει βουλευτίνα που αποχωρούσε, με εσωτερικό έγγραφο, στο οποίο φαινόταν ότι ο βουλευτής των χριστανοδημοκρατών Πιέτερ Ομτζιχτ (Pieter Omtzigt) θα τοποθετούνταν σε υπουργείο ώστε να μη μιλήσει. 

Ο συγκεκριμένος βουλευτής έπαιξε κεντρικό ρόλο στην αποκάλυψη του μεγάλου σκανδάλου των προηγουμένων κυβερνήσεων Ρούτε, που υποχρέωσε σε παραίτηση την κυβέρνησή του το Γενάρη του 2021, οδηγώντας στη διεξαγωγή των εκλογών του Μαρτίου. 

Το σκάνδαλο αφορά τις ψευδείς κατηγορίες κατά περίπου 26.000 γονέων, ότι λάμβαναν με απάτη το επίδομα παιδικού σταθμού των παιδιών τους την περίοδο 2012 – 2017. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι περισσότεροι εξ όσων κατηγορήθηκαν ψευδώς δεν είναι λευκοί, πολλοί προέρχονται από τις πρώην αποικίες της Ολλανδίας ή είναι πρόσφυγες, και υπήρξαν πολλές καταγγελίες για ρατσιστικά κίνητρα στην υπόθεση. 

Οι πολίτες αυτοί εκλήθησαν να επιστρέψουν τα χρήματα και να πληρώσουν τέτοιου μεγέθους πρόστιμα, που πολλοί καταστράφηκαν οικονομικά, χάνοντας ακόμη και το σπίτι τους. Μετά τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο, στις οποίες είχε κεντρικό ρόλο ο Πιέτερ Ομτζιχτ, η προηγούμενη κυβέρνηση Ρούτε διέγραψε τα πρόστιμα, επέστρεψε τα χρήματα και επιδίκασε ποσό 30.000 ευρώ σε κάθε οικογένεια που υπέστη το διασυρμό και την οικονομική ζημία. 

Μετά την αποκάλυψη του εγγράφου, που έφερε πιθανή την υπουργοποίηση του Πιέτερ Ομτζιχτ, ο «πρωθυπουργός Τεφλόν» εψεύσθη λέγοντας σε δημοσιογράφους ότι δεν είχε καμμία σχετική επαφή με τον Ομτζιχτ. Όταν όμως διασταυρώθηκε και γνωστοποιήθηκε η αλήθεια, ότι δηλαδή είχαν υπάρξει επαφές και είχε συναντηθεί με τον Πιέτερ Ομτζιχτ για να συζητήσει την υπουργοποίηση του, είπε στον Τύπο ότι «θυμόταν λάθος» και ότι «το είχε ξεχάσει τελείως πριν του τηλεφωνήσουν σχετικά την [προηγούμενη] Πέμπτη» από «πηγή που αρνείται να κατονομάσει».

Μιλώντας στην συνεδρίαση της βουλής στην οποία έλαβε τελικά οριακή ψήφο εμπιστοσύνης, ο Ρούτε δήλωσε ότι «δεν είπε ψέματα», για να δεχθεί επίθεση και από τους πρώην συνεταίρους του του D66: «πως θες μετά από αυτό να σου έχουμε ξανά εμπιστοσύνη;» αναρωτήθηκε η Ζίγκριντ Κάαχ, πρόεδρος του κόμματος, που βγήκε δεύτερο στις εκλογές, και υπουργός ανάπτυξης των κυβερνήσεων Ρούτε.  Και, αν τα συμμαχικά πυρά ήταν ευγενή, δεν ίσχυε το ίδιο για τα πυρά από την Ακροδεξιά, με τον διαβόητο Χέρτ Βίλντερς να μιλάει για «ξεδιάντροπο ψεύτη πρωθυπουργό» που «έλεγε ψέμματα σε ολόκληρη την Ολλανδία επί μία εβδομάδα» αλλά «δεν κατόρθωσε να γλιτώσει από την αλήθεια». 

«Το Κοινοβούλιο μού έστειλε ένα σοβαρό μήνυμα και θα κάνω ότι μπορώ για να ανακτήσω την εμπιστοσύνη του» δήλωσε μετά την ψηφοφορία επί της πρότασης δυσπιστίας ο Μαρκ Ρούτε.

Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση αυτή θα κοστίσει στις συνομιλίες για την δημιουργία νέας κυβέρνησης συνασπισμού, και δεν αναμένεται η οποιαδήποτε συμφωνία να προκύψει σύντομα.  

Ο Ρούτε είναι από τους παλαίμαχους ηγέτες ευρωπαϊκής χώρας και, αν παραμείνει στην κυβέρνηση έναν χρόνο ακόμη, θα είναι ο μακροβιότερος στη θέση του πρωθυπουργού στην Ιστορία της Ολλανδίας. Στην ΕΕ, τον ξεπερνούν σε χρόνια κυβέρνησης μόνον η Άνγκελα Μέρκελ και ο Βικτόρ Όρμπαν.  

Πριν το τελευταίο αυτό σκάνδαλο, ο Ρούτε μπορούσε να είναι σχεδόν βέβαιος  για την ορκωμοσία νέας κυβέρνησης του μέσα στο ερχόμενο δίμηνο. Στις εκλογές της 17ης Μαρτίου είχε έρθει πρώτος και μάλιστα είχε αυξήσει τη δύναμη και τις έδρες του, σε σχέση με τις εκλογές του 2017. Ωστόσο η υπόθεση αυτή μπορεί να ανοίγει και το δρόμο για αντικατάσταση του στην πρωθυπουργία, αν δεν υποχωρήσει το εναντίον του κλίμα. Η σύμμαχος του από το D66, Ζίγκριντ Κααχ, δεν έχει κρύψει, άλλωστε, τις φιλοδοξίες της, που ως σήμερα μέναν πίσω λόγω της δημοφιλίας και, σήμερα πια αμφισβητούμενης, «ποιότητας τεφλόν» του Ρούτε. 

Στην Ολλανδία τρίτη δύναμη αποτελεί το ακροδεξιό και ρατσιστικό Κόμμα «Για Την Ελευθερία» του Χέρτ Βίλντερς.