Πώς και γιατί ο Τραμπ αποφάσισε να χορέψει στο ρυθμό του Σουλτάνου
Όπως έχω ξαναγράψει ο πόλεμος στη Συρία είναι μια ιδιαίτερα περίπλοκη σύρραξη στην οποία έχουν εμπλακεί πλήθος εξωτερικών και περιφερειακών παικτών που είναι αρκετά προσεκτικοί ώστε να προωθούν τα συμφέροντα τους με τρόπο που αποτρέπει ανεξέλεγκτες κλιμακώσεις. Αλλά ας δούμε πάλι τα χαρακτηριστικά των πρόσφατων εξελίξεων. Ακούμε και διαβάζουμε ότι οι Τούρκοι έχουν από καιρό έτοιμα σχέδια εισβολής στη Βόρεια Συρία, πως συγκεντρώνουν στρατεύματα στα σύνορα, και πως σύντομα θα προωθηθούν στο εσωτερικό της Συρίας. Μέχρι και την περιοχή που σκοπεύουν να θέσουν υπό τον έλεγχο τους ξέρουμε.
Αλλά αλήθεια πώς τα γνωρίζουμε όλα αυτά; Κάποιος κατάσκοπος ή διπλός πράκτορας μπήκε στα άδυτα των αδύτων του τουρκικού επιτελείου και μας τα ανακάλυψε; Κάποιος αόρατος δορυφόρος ή εξελιγμένο λογισμικό υπέκλεψε το μεγάλο μυστικό; Φυσικά τίποτα από αυτά. Ό,τι γνωρίζουμε το γνωρίζουμε διότι εδώ και μήνες ο Ερντογάν έχει ενημερώσει επίσημα εχθρούς και φίλους για τις προθέσεις του. Η Τουρκία θέλει να επεκτείνει την επιρροή της στη Συρία θέτοντας υπό τον έλεγχό της ένα μεγάλο θύλακα στο Βορρά όπου, όπως διατείνεται, θα εγκαταστήσει εκατοντάδες χιλιάδες Σύρους πρόσφυγες. Αν τελικά ένας τέτοιος επαναπατρισμός λάβει χώρα, δεν θα γίνει φυσικά για ανθρωπιστικούς λόγους. Θα γίνει για να αλλάξει τη δημογραφία της περιοχής σε βάρος των Κούρδων της Συρίας που ζουν νοτίως των κουρδικών περιοχών της ίδιας της Τουρκίας.
Ο στόχος της Άγκυρας είναι γνωστός, αλλά για την επίτευξή του δεν σχεδίασε και εκτέλεσε μια χειρουργική επιχείρηση που θα δημιουργούσε τετελεσμένα στο έδαφος. Και δεν θα το έκανε ποτέ γιατί στον πόλεμο της Συρίας οι κανόνες εμπλοκής είναι πολύ διαφορετικοί. Κάθε παίκτης οφείλει να είναι σε συνεννόηση με τους υπολοίπους που με τη σειρά τους οφείλουν να συναινέσουν σε κάθε κίνηση. Και αυτό συμβαίνει γιατί μόνο έτσι αποφεύγονται αντιδράσεις που ενδέχεται να προκαλέσουν ανεξέλεγκτη κλιμάκωση. Γι’ αυτό άλλωστε στον πόλεμο στη Συρία, με εξαίρεση τις επιχειρήσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, δεν είδαμε μεγάλες και αμφίρροπες μάχες αλλά αντίθετα βομβαρδισμούς, πολιορκίες, σφαγές αμάχων, τακτικές υποχωρήσεις και φυσικά εκτεταμένο ξεριζωμό.
Τώρα που λοιπόν ο Ερντογάν έχει το πράσινο φως από τον Αμερικανό ομόλογό του μπορεί να προωθήσει στρατεύματα όχι απλά χωρίς να φοβάται προστριβή με αμερικανικές δυνάμεις, αλλά και ελπίζοντας σε εντελώς αναίμακτη προέλαση. Με άλλα λόγια, όπως ακριβώς στην περίπτωση του Αφρίν, ο ευγενής πόθος του Ερντογάν είναι να μη χρειαστεί να πολεμήσει με τους Κούρδους μαχητές. Και αυτό γιατί απώλειες ή σύνδεση Τούρκων στρατιωτών με ακραίες καταστάσεις και ενέργειες θα βλάψουν σημαντικά την εικόνα του Ερντογάν τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Σε κάθε περίπτωση οι αναφορές για υποχώρηση κουρδικών μονάδων με ταυτόχρονη καταστροφή οχυρωματικών θέσεων υπό την αμερικάνική επίβλεψη μόνο ως θετικοί οιωνοί μπορούν να αποτιμηθούν από την Άγκυρα.
Το ερώτημα είναι γιατί ο Τραμπ παίρνει μια απόφαση κόντρα σε όλους τους θεσμικούς του συμβούλους. Για να γίνει αντιληπτό τι πάει να κάνει ο Τραμπ, οφείλει να ληφθεί υπόψη πως οι κουρδικές περιοχές, με εξαίρεση το Ισραήλ, είναι το μόνο μέρος στη Μέση Ανατολή όπου η επίδειξη αμερικανικού διαβατηρίου συνοδεύεται με εκδηλώσεις λατρείας από τον τοπικό πληθυσμό. Μια συμμαχία λοιπόν με πολλαπλά οφέλη για τις ΗΠΑ που σφυρηλατήθηκε μεθοδικά από το 2003 και μετά, κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα για να κάνει ο Τραμπ το χατίρι στον Ερντογάν. Στον Ερντογάν που από τα τέλη της δεκαετίας του 2010 είναι σταθερά επικριτικός στο Ισραήλ, δηλαδή στον προνομιακό σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή. Στον Ερντογάν που διατάζει τους σωματοφύλακες του να επιτεθούν σε διαδηλωτές σε αμερικανικό έδαφος. Στον Ερντογάν που αγοράζει τα S-400 από τη Ρωσία. Στον Ερντογάν που λίγες μέρες πριν αποχωρεί από το επίσημο δείπνο του ΟΗΕ επειδή βλέπει τον Τραμπ να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Αλ-Σίσι.
Ο Τραμπ είναι ένας ιδιόρρυθμος ηγέτης για τον οποίο η λεγόμενη συνέχεια της εξωτερικής πολιτικής ωχριά μπροστά στην ανάγκη να μην φανεί ανακόλουθος στους υποστηρικτές του. Ο Τραμπ, που έχει εκλογές σε ένα χρόνο, θέλει να μεταφέρει το μήνυμα ότι τηρεί την προεκλογική του υπόσχεση να μην θέτει σε αχρείαστο κίνδυνο Αμερικανούς στρατιώτες και να μη ρίχνει τα λεφτά των φορολογουμένων του σε πηγάδια δίχως πάτο. Έτσι, τα τιτιβίσματα που στηλιτεύουν την χορήγηση κεφαλαίων και πολεμικού υλικού σε Κόυρδους μαχητές μάλλον βρίσκουν ευήκοα ώτα στην εκλογική του βάση. Τέλος, δεδομένης της άποψης του για περιορισμό των μεταναστευτικών ροών παγκοσμίως, η ιδέα επιστροφής προσφύγων σε ασφαλή ζώνη εντός της συριακής επικράτειας προσφέρεται για ιδεολογικοπολιτική εκμετάλλευση.
Όμως πέρα από τα παραπάνω υπάρχει και άλλη μια παράμετρος που στην παρούσα συγκυρία λειτουργεί αρνητικά για τους Κούρδους. Ίσως τα πράγματα να ήταν καλύτερα αν ο ηγέτης τους είχε μια ακρόαση με τον Τραμπ. Αλλά ποιος είναι ο ηγέτης τους; Οι Κούρδοι της Συρίας έχουν μια συλλογική ηγεσία και ως εκ τούτου τα χρόνια του πολέμου δεν έχει αναδειχθεί κάποια φυσιογνωμία με κύρος και αναγνωρισιμότητα. Όπως έχει διαφανεί τα τελευταία χρόνια ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μια ιδιαίτερη αρέσκεια στους ισχυρούς ηγέτες, ακόμα και όταν αυτοί έχουν το προφίλ του εχθρού. Ο Τραμπ συναντήθηκε δύο φορές με το Κιμ της Βόρειας Κορέας, σκεφτόταν σοβαρά να καλέσει εκπροσώπους των Ταλιμπάν στο Λευκό Οίκο ενώ στην πρόσφατη σύνοδο του ΟΗΕ είχε συμφωνήσει να δει τον Ιρανό πρόεδρο Ρουχανί. Αν μη τι άλλο θέλει να συνομιλεί και να κλείνει συμφωνίες με σκληρούς παίκτες, και ο Ερντογάν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Υπό αυτό το πρίσμα, αν οι Κούρδοι είχαν μια χαρισματική προσωπικότητα να τους οδηγεί, τότε πιθανότατα τα πράγματα να ήταν σήμερα ευνοϊκότερα γι’ αυτούς.
* Ο Γιώργος Ρήγας είναι Διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορίας Μέσης Ανατολής του Πανεπιστήμιου του Εδιμβούργου