Δημοσιεύτηκε στο project-syndicate
San Servolo, Ιταλία- Όταν πρόσφατα ο πρόεδρος της Ιταλίας άσκησε βέτο στον διορισμό του Ευρωσκεπτικιστή Paolo Savona ως υπουργού οικονομικών στην κυβέρνηση που προτάθηκε από την κομματική συμμαχία του Κινήματος των Πέντε Αστέρων και της Λέγκας του Βορρά, θωράκισε ή υπονόμευσε την δημοκρατία της χώρας; Πέρα από συνταγματικούς περιορισμούς που αφορούν συγκεκριμένα το ιταλικό πλαίσιο, η ερώτηση αγγίζει την καρδιά της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Το δύσκολο θέμα που εγείρει πρέπει να απαντηθεί με τον κατάλληλο τρόπο, που να βασίζεται σε αρχές, αν θέλουμε οι φιλελεύθερες δημοκρατίες μας να ξαναγίνουν υγιείς.
Το ευρώ αντιπροσωπεύει μια δεσμευτική συνθήκη από την οποία δεν υπάρχει καμία ξεκάθαρη έξοδος, σύμφωνα με τους κυρίαρχους κανόνες του παιχνιδιού. Ο πρόεδρος Ματαρέλλα και οι υπερασπιστές του σημειώνουν πως μια έξοδος από το ευρώ δεν ήταν υπό συζήτηση κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας που έφερε την λαϊκίστικη συμμαχία στην εξουσία και ότι ο διορισμός του Savona απείλησε τη χρηματοπιστωτική αγορά με κατάρρευση και οικονομικό χάος. Οι επικριτές του Ματαρέλλα υποστηρίζουν ότι υπερέβη τη δικαιοδοσία του και επέτρεψε στις αγορές να ασκήσουν βέτο στην επιλογή ενός υπουργού από μια κυβέρνηση εκλεγμένη από τον λαό.
Με την ένταξη της στο Ευρώ, η Ιταλία παρέδωσε τη νομισματική της κυριαρχία σε έναν εξωτερικό, ανεξάρτητο φορέα λήψης αποφάσεων, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Επίσης ανέλαβε συγκεκριμένες υποχρεώσεις όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική της, μόνο που αυτοί οι περιορισμοί δεν είναι τόσο «σκληροί» όσο αυτοί που πλαισιώνουν την νομισματική πολιτική. Αυτές οι υποχρεώσεις θέτουν πραγματικά όρια στις αποφάσεις των μακροοικονομικών πολιτικών των ιταλικών αρχών. Συγκεκριμένα, η απουσία ενός εγχώριου νομίσματος σημαίνει πως οι Ιταλοί δεν μπορούν να θέσουν τον δικό τους στόχο πληθωρισμού ή να υποτιμήσουν το νόμισμα τους σε σχέση με ξένα νομίσματα. Πρέπει επίσης να κρατήσουν το δημοσιονομικό τους έλλειμμα κάτω από κάποια όρια.
Τέτοιοι εξωτερικοί περιορισμοί στην πολιτική δράση δεν χρειάζεται να συγκρούονται με τη δημοκρατία. Κάποιες φορές είναι λογικό για τον εκλεγμένο να δένει τα χέρια του, όταν αυτό τον βοηθάει να επιτύχει καλύτερα αποτελέσματα. Έτσι και η αρχή της «δημοκρατικής εξουσιοδότησης». Οι δημοκρατίες μπορούν να ενισχύσουν την απόδοση τους με το να εκχωρήσουν κάποιες πλευρές της λήψης αποφάσεων σε ανεξάρτητους φορείς.
Μια κανονική περίπτωση δημοκρατικής ανάθεσης προκύπτει όταν υπάρχει κάποια μεγάλη ανάγκη για αξιόπιστη δέσμευση σε έναν συγκεκριμένο τρόπο δράσης. Η νομισματική πολιτική είναι μάλλον το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα. Πολλοί οικονομολόγοι υιοθετούν την άποψη πως οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να παράγουν αποτέλεσμα και εργασιακές αυξήσεις μέσα από επεκτατικές νομισματικές πολιτικές μόνο αν μπορούν να παρουσιάσουν απρόσμενη πληθωριστική αύξηση βραχυπρόθεσμα. Αλλά επειδή οι προσδοκίες προσαρμόζονται στη συμπεριφορά της κεντρικής τράπεζας, η διακριτική νομισματική πολιτική είναι μάταιη: αποφέρει υψηλότερο πληθωρισμό αλλά κανένα αποτέλεσμα ή αυξήσεις στην απασχόληση. Αντίστοιχα, είναι πολύ καλύτερο να απομονωθεί η νομισματική πολιτική από πολιτικές πιέσεις με το να ανατεθεί σε τεχνοκρατικές, ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες που είναι επιφορτισμένες με τον μοναδικό στόχο της σταθερότητας των τιμών.
Εκ πρώτης όψεως, το ευρώ και η ΕΚΤ μπορούν να θεωρηθούν ως μια λύση σε αυτό το πληθωριστικό πρόβλημα στην Ευρώπη. Και τα δύο προστατεύουν τους Ιταλούς ψηφοφόρους από τις αντιπαραγωγικές πληθωριστικές τάσεις των πολιτικών τους. Υπάρχουν όμως ιδιαιτερότητες στη κατάσταση της Ευρώπης που κάνουν το επιχείρημα της δημοκρατικής ανάθεσης πιο ύποπτο.
Κατά κύριο λόγο, η ΕΚΤ είναι ένας διεθνής θεσμός που φέρει την ευθύνη της νομισματικής πολιτικής σε όλη την ευρωζώνη και όχι μόνο στην Ιταλία. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ θα αντιδρά γενικά λιγότερο στις οικονομικές συνθήκες της Ιταλίας σε σχέση με αυτά που θα έκανε μια καθαρά Ιταλική, αλλα εξίσου ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα. Το πρόβλημα οξύνεται και λόγω του ότι η ΕΚΤ θέτει τον δικό της στόχο για τον πληθωρισμό, ο οποίος καθορίστηκε το 2003 σε «λιγότερο αλλά κοντά στο 2% μεσοπρόθεσμα».
Είναι δύσκολη η δικαιολόγηση της ανάθεσης του πληθωριστικού στόχου σε μη εκλεγμένους τεχνοκράτες. Όταν μερικές χώρες της Ευρωζώνης εμφανίζουν αρνητική διαταραχή της ζήτησης (adverse demand shock), ο στόχος καθορίζει την έκταση του οδυνηρού αποπληθωρισμού μισθών και τιμών που πρέπει να υποστούν οι χώρες αυτές για να αναπροσαρμοστούν με αυτόν. Όσο μικρότερος είναι ο στόχος, τόσο μεγαλύτερος πρέπει να είναι ο αποπληθωρισμός που πρέπει να υποστούν. Υπήρξε ένα καλό οικονομικό επιχείρημα για την ΕΚΤ να έχει αυξήσει τον πληθωριστικό της στόχο ακολουθώντας την κρίση στην Ευρωζώνη ώστε να διευκολύνει τις προσαρμογές ανταγωνιστικότητας στη Νότια Ευρώπη. Το γεγονός ότι είχε να λογοδοτήσει πολιτικά ήταν μάλλον αρνητικό σε αυτή την περίπτωση.
Όπως αναφέρει ο Paul Tucker, πρώην αναπληρωτής διευθυντής της Τράπεζας της Αγγλίας στο πρόσφατο εξαιρετικό βιβλίο του Unelected Power: The Quest for Legitimacy in Central Banking and the Administrative State το επιχείρημα για τη δημοκρατική ανάθεση είναι πολύ λεπτό. Ο διαχωρισμός μεταξύ πολιτικών στόχων και ο τρόπος με τον οποίο αυτοί υλοποιούνται πρέπει να είναι ξεκάθαρος. Εφόσον εμπεριέχουν επιμεριστικές συνέπειες ή αντισταθμίσματα μεταξύ αντιτιθέμενων στόχων, (εργασία έναντι της σταθερότητας τιμών για παράδειγμα) οι πολιτικοί στόχοι πρέπει να καθορίζονται μέσω της πολιτικής. Η ανάθεση δικαιολογείται στην καλύτερη περίπτωση στην άσκηση πολιτικής που εξυπηρετεί πολιτικά καθορισμένους στόχους. Ο Tucker σωστά υποστηρίζει ότι λίγοι ανεξάρτητοι οργανισμοί βασίζονται στην προσεκτική εφαρμογή αρχών που θα περνούσαν το τεστ της δημοκρατικής νομιμότητας.
Αυτό το μειονέκτημα γίνεται πολύ χειρότερο στην περίπτωση της ανάθεσης σε διεθνείς οργανισμούς ή συνθήκες. Πολύ συχνά, διεθνείς οικονομικές δεσμεύσεις δεν εξυπηρετούν στην επιδιόρθωση των εσωτερικών δημοκρατικών ανεπαρκειών, αλλά στην προαγωγή εταιρικών ή οικονομικών συμφερόντων και στην υπονόμευση εγχώριων κοινωνικών διαπραγματεύσεων. Η έλλειψη νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέρχεται από την υποψία του κόσμου ότι οι θεσμικοί κανονισμοί της είναι πιο κοντά στο δεύτερο από ότι στο πρώτο. Όταν ο Ματαρέλλα ανέφερε τις αντιδράσεις των οικονομικών αγορών σαν δικαιολογία του βέτο του στο Σαβόνα, ενίσχυσε αυτές τις υποψίες.
Αν το Ευρώ – και ακόμη η ίδια η ΕΕ – πρόκειται να παραμείνουν βιώσιμοι και ταυτόχρονα δημοκρατικοί, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί με τις προϋποθέσεις της ανάθεσης της λήψης αποφάσεων σε μη εκλεγμένα όργανα. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αντισταθούν με κάθε κόστος στην παράδοση κυριαρχίας σε υπερεθνικούς οργανισμούς. Αλλά θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι οι προτιμήσεις οικονομολόγων και άλλων τεχνοκρατών σπάνια παράγουν από μόνοι τους πολιτικές με αρκετή δημοκρατική νομιμοποίηση. Θα πρέπει να παροτρύνουν μια τέτοια παραχώρηση κυριαρχίας μόνο όταν ενισχύει πραγματικά την μακροπρόθεσμη επίδοση των δημοκρατιών τους, όχι όταν απλά προάγει τα συμφέροντα των παγκόσμιων ελίτ.
Η μετάφραση έγινε από μέλη της πλατφόρμας των 1101
Ο Dani Rodrik είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στη John F. Kennedy School of Government. Είναι συγγραφέας των The Globalization Paradox: Democracy and the Future of the World Economy,Economics Rules: The Rights and Wrongs of the Dismal Science, και πιο πρόσφατα, του Straight Talk on Trade: Ideas for a Sane World Economy.