Μάρτιος, 2020. Μέσα σε μία δεκαετία οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα έχει αναλάβει πολύ συγκεκριμένες και δυσβάστακτες δεσμεύσεις απέναντι στους διεθνείς πιστωτές της. Οι στόχοι της λιτότητας εκτείνονται μέχρι το 2060. Η δημόσια περιουσία βρίσκεται υπό συνεχές καθεστώς εκποίησης, υποθηκευμένη πρακτικά για έναν αιώνα και καμία αλλαγή, ακόμα και σε περιπτώσεις πανδημίας, όπως αυτήν του κορονοϊου, δεν μπορεί να συμβεί «αναίμακτα», χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Eurogroup, του άτυπου οργάνου, όπου συμμετέχουν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης. Υπήρχε μία εποχή όμως που όλα αυτά και πολλά παραπάνω έμοιαζαν ρευστά. Καλωσήρθατε στο 2015.
«Ο ελληνικός λαός έγραψε ιστορία. Η Ελλάδα γυρίζει σελίδα, η Ελλάδα αφήνει πίσω της τον φόβο και τον αυταρχισμό, αφήνει πίσω της μια πενταετία ταπείνωσης και οδύνης. Ο λαός μας είναι χαρακτηριστικό δείγμα της Ευρώπης που αλλάζει. Σήμερα έχουμε ένα πανηγύρι, μια γιορτή. Από αύριο ξεκινάμε μια σκληρή δουλειά». Ο Αλέξης Τσίπρας, στις 25 Ιανουαρίου 2015, βρίσκεται στα Προπύλαια, θριαμβευτής των εκλογών. Η αλλαγή είναι ιστορικής σημασίας. Για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, την εξουσία αναλαμβάνει ένα κόμμα εκτός της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, των παρατάξεων δηλαδή που διαχειρίστηκαν τόσο την περίοδο προ κρίσης, όσο και τα πρώτα δύο Μνημόνια. Κατά την εφαρμογή των δύο «προγραμμάτων», η Ελλάδα έχασε το 25% του ΑΕΠ της, πτώση πρωτόγνωρη για χώρα σε καιρό ειρήνης, με κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, των κόκκινων δανείων και σειρά βίαιων περικοπών σε μισθούς, συντάξεις και κράτος Πρόνοιας. Σε μία πενταετία, η ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων έχει αλλάξει δραματικά προς το χειρότερο και ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται στην εξουσία με μία βασική εντολή: «Αλλαγή» την οποία υπόσχεται ότι θα πετύχει εντός της Ευρωζώνης, αλλά χωρίς μνημόνια.
Η σύγκρουση με τους δανειστές, την τρόικα, είναι προ των πυλών και μάλιστα πολύ κοντά. Ένα σημείο που ξεχνιέται πολύ βολικά από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας στη συζήτηση για το 2015 είναι ότι η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την εφαρμογή του δευτέρου μνημονίου. Η δανειακή σύμβαση λοιπόν, λήγει στις 28 Φεβρουαρίου και ο νέος πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, έχει μόλις έναν μήνα για να βρει κάποια λύση. Στις 26 Ιανουαρίου ο Γιάνης Βαρουφάκης αναλαμβάνει το υπουργείο Οικονομικών. H διαπραγμάτευση ξεκινά.
Οι ηχογραφήσεις που έχουμε στη διάθεσή μας ξεκινούν στις 24 Φεβρουαρίου, επομένως είναι απαραίτητο να υπάρξει ένας «πρόλογος», με γεγονότα ουσιώδους σημασίας. Στις 30 Ιανουαρίου ο Βαρουφάκης συναντιέται, στο υπουργείο Οικονομικών, με τον Γερούν Ντάισελμπλουμ, τότε πρόεδρο του Eurogroup. Η συνέντευξη Τύπου των δύο ανδρών έχει μείνει στην ιστορία, λόγω του «Ουάου», που λέει ο Βαρουφάκης μετά από ένα σχόλιο που του ψιθυρίζει ο Ντάισελμπλουμ κατά την αποχώρησή του. Περά από τις επίσημες αβρότητες, συγκεκριμένες αναφορές κάνουν σαφές το χάσμα: «Η αγνόηση των προηγούμενων συμφωνιών [βλ. Δεύτερο Μνημόνιο] δεν είναι ο τρόπος για να προχωρήσουμε» τονίζει σε ένα σημείο ο Ντάισελμπλουμ, προσθέτοντας ότι «είμαστε σε ένα πρόγραμμα το οποίο δεν έχει παραταθεί».
«Δεν θα συνεργαστούμε με την τρόικα. Με μια επιτροπή που στόχο έχει την εφαρμογή ενός προγράμματος με το οποίο διαφωνούμε δεν στοχεύουμε να συνεργαστούμε» τονίζει από την πλευρά του ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, χαρακτηρίζοντας την τρόικα μάλιστα «αντιευρωπαϊκή και σαθρά δομημένη επιτροπή». Ο Ντάισελμπλουμ φεύγει, εμφανώς θυμωμένος και οι δύο πολιτικοί συμφωνούν στο τι ειπώθηκε ψιθυριστά: «Μόλις σκότωσες την τροίκα» λέει ο πρόεδρος του Eurogroup, προκαλώντας το επιφώνημα Βαρουφάκη.
Σε αυτή τη συνάντηση αλλά και σε πολλές επόμενες συγκρούονται δύο λογικές, δύο ιδεολογίες. Για τους δανειστές, οι εκλογές σε μια χώρα της Ευρωζώνης δεν αλλάζουν τίποτα σχετικά με τις δεσμεύσεις, επομένως η Ελλάδα, είτε με κυβέρνηση ΝΔ είτε ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να ολοκληρώσει το δεύτερο Μνημόνιο και να συνεχίσει στην ίδια λογική της λιτότητας. Η όποια κυβέρνηση πρέπει, είτε να κάνει άμεσα στροφή 180 μοιρών (βλ. Αντώνης Σαμαράς, 2012), είτε να υποκύψει σταδιακά. Για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ όμως, ένα τέτοιο σενάριο φαντάζει τότε αδιανόητο.
Ένα από τα ερωτήματα λοιπόν είναι: Ποιος, πίσω από τις κλειστές πόρτες, θέλει να οδηγήσει την κατάσταση στα άκρα; Οι «μετριοπαθείς θεσμοί», της «λογικής» και της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», ή ο «ακραίος» και «ιδεοληπτικός», «αριστερός λαϊκιστής» ΣΥΡΙΖΑ;
Βρετανοί νεοφιλελεύθεροι μαζί με Έλληνες μαρξιστές και το πρώτο χτύπημα από την ΕΚΤ στις τράπεζες
H ελληνική κυβέρνηση ξεκινάει άμεσα μία σειρά επαφών με ξένους ηγέτες, διεθνή think tanks και τραπεζικά κέντρα στο εξωτερικό. Μετά από μια συνάντησή του, στις 2 Φεβρουαρίου, με τον τότε υπουργό Οικονομικών της Βρετανίας, Τζορτζ Όζμπορν, ο Βαρουφάκης παρουσιάζει το σχέδιο του για αναδιάρθρωση χρέους. Όπως τονίζει στους Financial Times, η κυβέρνηση δεν επιθυμεί τη διαγραφή του χρέους, αλλά την έκδοση ομολόγων που θα συνδεθούν με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ο Βαρουφάκης υποστηρίζει ότι αυτό το σχέδιο θα αποφύγει την αναφορά της λέξης «κούρεμα» που προκαλεί πολιτικές αντιδράσεις σε χώρες όπως η Γερμανία και στο βιβλίο του επιχειρηματολογεί για το πώς, πρακτικά, μία τέτοια αναδιάρθρωση θα ήταν εξίσου σημαντική με κούρεμα σημαντικού μέρους του χρέους και παράλληλη σύνδεση των αποπληρωμών με τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας και στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ. Ζητάει επίσης μία συμφωνία – γέφυρα, τεσσάρων μηνών, με διασφαλισμένη ρευστότητα των τραπεζών, μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
H πρόταση της Ελλάδας βρίσκει έναν απρόσμενο σύμμαχο. Το Ινστιτούτο Άνταμ Σμιθ, ένα από τα κορυφαία νεοφιλελεύθερα think tanks της Βρετανίας, στήριγμα του Θατσερισμού, υποστηρίζει ενθουσιωδώς την ελληνική πρόταση. «Ζούμε σε έναν παράξενο κόσμο», σχολιάζει ο Βαρουφάκης στο twitter, για να δεχθεί την απάντηση του επικεφαλής ερευνητή του Ινστιτούτου, Μπεν Σάουθγουντ:
«Είναι πραγματικά περίεργες εποχές όταν οι Έλληνες μαρξιστές συμφωνούν με τους Βρετανούς υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς, αλλά η τρελή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει κάνει ακριβώς αυτό. Αν και δεν υποστηρίζουμε το ριζοσπαστικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, η ιδέα του Βαρουφάκη για σύνδεση χρέους με την πορεία της οικονομίας είναι καλή»
Στην Ελλάδα βέβαια και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ήδη έχουν αρχίσει οι πρώτες επιθέσεις από την αριστερή πλευρά για υποχωρήσεις. Η ιδέα άλλωστε για διαγραφή του χρέους έχει πολλούς υποστηρικτές, με κορυφαία τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, αλλά και την Αριστερή Πλατφόρμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη. Με πρωτοβουλία της κ. Κωνσταντοπούλου, τότε Προέδρου της Βουλής, ξεκινάει τις εργασίες της η Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου του ελληνικού χρέους, επομένως μία τέτοια κίνηση αποδοχής του χρέους από την κυβέρνηση εύκολα φαίνεται «μνημονιακή». Την ίδια περίοδο μάλιστα, ο Βαρουφάκης κάνει και τη δήλωσή του στη Βουλή περί «αποδοχής του 70% του μνημονίου», των μεταρρυθμίσεων, και απόρριψης του 30% του «τοξικού κομματιού», των μέτρων σκληρής λιτότητας.
Στις 3 Φεβρουαρίου, έχει έρθει η ώρα να μιλήσουν οι αγορές. Οι προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης προκαλούν αισιοδοξία ότι το χάσμα δεν είναι μεγάλο και μία συμφωνία είναι δυνατή. Το ελληνικό χρηματιστήριο εκτοξεύεται, ανεβαίνοντας κατά 11,27%. Μία θετική εξέλιξη, καθώς η οικονομία ήδη αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εκροής καταθέσεων και βρίσκεται υπό τον φόβο μεγάλου «bank run», δηλαδή μαζικής απόσυρσης χρημάτων πολιτών από τις τράπεζες, υπό την απειλή του Grexit. Ένα πρόβλημα που έχει φροντίσει να κλιμακώσει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος, τον Δεκέμβρη του 2014 και ενόψει της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, σε δήλωσή του εκφράζει φόβους για πρόβλημα ρευστότητας. Καταλαβαίνει εύκολα κανείς ότι μια τέτοια δήλωση, από τον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας, εύκολα γίνεται αυτοεκπληρούμενη προφητεία…
Στις 4 Φεβρουαρίου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιτίθεται στην Ελλάδα, σε μία κίνηση που προοιωνίζει το κλείσιμο των τραπεζών, 5 μήνες μετά. Σε μια αιφνιδιαστική κίνηση, η ΕΚΤ ανακοινώνει ότι από τις 11 Φεβρουαρίου αποσύρει το waiver δηλαδή τη δυνατότητα που έδινε στις ελληνικές τράπεζες να δίνουν ως ενέχυρο κρατικά ομόλογα για να δανείζονται φθηνά από την ΕΚΤ, διατηρώντας τη ρευστότητά τους. Αναλυτές αντιμετωπίζουν αυτήν την κίνηση ως «τιμωρία» της Ελλάδας από την ΕΚΤ.
Η κίνηση της, υποτίθεται, ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι καθαρά πολιτική, για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι αποφασίζει να πιέζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα 17 μέρες πριν λήξει το δεύτερο μνημόνιο και με μόνη δικαιολογία ότι «επειδή σε αυτή τη συγκυρία δεν είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι θα υπάρξει επιτυχής ολοκλήρωση και αναθεώρηση του προγράμματος». Παράλληλα, η εφαρμογή της απόφασής της ξεκινάει την ίδια μέρα, που ήταν ήδη προγραμματισμένο ένα έκτακτο Eurogroup για την Ελλάδα. Πλέον και πριν η ελληνική κυβέρνηση καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, το τραπεζικό σύστημα χρηματοδοτείται μόνο από τον ELA, τον μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης της ΕΚΤ. Το πώς καταλήγει αυτό, το γνωρίσαμε λίγους μήνες μετά, με την διακοπή του ELA, με νέα απόφαση Ντράγκι, μία εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα.
Η ασφυξία όμως είναι όχι μόνο οικονομική, αλλά και… πολιτική. Οι δανειστές πιέζουν, την ώρα που η νέα ελληνική Βουλή δεν έχει καν ορκιστεί. Η ορκωμοσία γίνεται στις 6 Φεβρουαρίου, το πρώτο υπουργικό Συμβούλιο στις 7 του μήνα, οι προγραμματικές δηλώσεις του νέου Πρωθυπουργού στις 8. Στις 11, το πρώτο Eurogroup, όπου το ναυάγιο είναι σαφές και οι συζητήσεις δεν καταλήγουν καν σε κοινό ανακοινωθέν. Ο Βαρουφάκης εξιστορεί στο βιβλίο του ότι εξαρχής, ο εκβιασμός από την πλευρά των δανειστών, που εκφράστηκε μέσω του Προέδρου, Ντάισελμπλουμ. Ακολουθεί νέο Eurogroup, τρεις μέρες μετά και νέο ναυάγιο, που όμως, δεν παραδέχονται σε επίσημες δηλώσεις τους ούτε οι δανειστές, αλλά ούτε και η ελληνική κυβέρνηση μέσω του υπουργού Οικονομικών.
«Δημιουργική ασάφεια» και ένα ελληνικό έγγραφο με μητέρα την τρόικα
Φτάνουμε λοιπόν σε μία ημερομηνία ορόσημο για τη συνέχεια, την 20η Φεβρουαρίου. Η ελληνική κυβέρνηση ζητάει και παίρνει παράταση της δανειακής σύμβασης, για 4 μήνες, ενώ καταφέρνει να αποσυνδέσει την ολοκλήρωση της από τα μέτρα λιτότητας του δευτέρου μνημονίου, υποσχόμενη να παρουσιάσει τις δικές της, συγκεκριμένες και ολοκληρωμένες προτάσεις. Αναγνωρίζει, από την άλλη πλευρά, ολόκληρο το χρέος, επενδύοντας πολλά σε αυτό που ονομάστηκε στη συνέχεια «δημιουργική ασάφεια» από τον Γιάνη Βαρουφάκη. Ωστόσο, από την αποκρυπτογράφηση της τεχνικής γλώσσας που χρησιμοποιείται στο ανακοινωθέν, είναι σαφές ότι οι δανειστές αναγνωρίζουν, για πρώτη και μόνη φορά όπως θα δούμε, ότι τα μέτρα λιτότητας δεν είναι πανάκεια και μπορεί η Ελλάδα να ορίσει μόνη της, έστω ένα μέρος των μεταρρυθμίσεων.
Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να παρουσιάσει μία λίστα από μεταρρυθμίσεις, μέχρι τις 23 Φεβρουαρίου και οι «θεσμοί» οφείλουν «να προσφέρουν μια πρώτη εκτίμηση για το αν αυτή θα είναι επαρκώς συνεκτική ώστε να αποτελέσει ένα έγκυρο σημείο εκκίνησης για μια επιτυχημένη ολοκλήρωση της αξιολόγησης». Πράγματι, στις 23 Φεβρουαρίου, το υπουργείο Οικονομικών καταθέτει μία σειρά από δέσμες προτάσεων, που εκτείνονται από την φορολογική πολιτική, την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τη δημόσιας διοίκηση, αλλά και την καταπολέμηση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Συμβαίνει όμως κάτι περίεργο. Το αρχείο pdf με τον Κατάλογο Μεταρρυθμίσεων που αποστέλλει το υπουργείο Οικονομικών στην τρόικα έχει ως συγγραφέα το μέλος της τροίκας, Ντέκλαν Κοστέλο, στοιχείο που αποκαλύπτεται με τον πιο απλό τρόπο, από τις «ιδιότητες» μ’ ένα ένα δεξί κλικ στο έγγραφο που διαρρέει η τρόικα σε ξένα ΜΜΕ. Το ThePressProject αναδεικνύει το ζήτημα, σε ένα ρεπορτάζ του Κώστα Εφήμερου και το δημοσίευμα προκαλεί σάλο, ακόμα και εντός του υπουργικού συμβουλίου, όπως παραδέχεται συνεχώς αργότερα ο Βαρουφάκης. Το υπουργείο Οικονομικών μας απαντάει τότε, υποστηρίζοντας ότι απλώς το αρχείο εστάλη στην τρόικα από τους Βαρουφάκη – Χουλιαράκη σε μορφή Word και ο Κοστέλο το μετέτρεψε σε pdf, εμφανιζόμενος ως συγγραφέας.
Μετά το τέλος της διαπραγμάτευσης ωστόσο, ο Γιάνης Βαρουφάκης, τόσο στο βιβλίο του όσο και σε συνεντεύξεις, καταγγέλλει ότι δεν επρόκειτο για «λεπτομέρεια». Αυτό που υποστηρίζει ότι συνέβη, είναι ότι ο Γιώργος Χουλιαράκης, εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Euroworking Group και μετέπειτα, αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών στο τρίτο Μνημόνιο, παρουσίασε στον προϊστάμενό του, σε ένα στικάκι ως δική του, μία πρόταση για λίστα μεταρρυθμίσεων, μετά από τις επαφές του με εκπροσώπους της τρόικας. Σύμφωνα πάντα με την αφήγηση Βαρουφάκη, ο Χουλιαράκης του παρουσίασε τη λίστα ως κάτι που «δούλευε επί δύο ώρες στο γραφείο του», ενώ στην πραγματικότητα, είχε λάβει απλά τις εντολές των δανειστών. Πρόκειται για την πρώτη ένδειξη ότι «κάτι δεν πάει καλά» στη διαπραγματευτική ομάδα της ελληνικής κυβέρνησης, γεγονός που θα γίνει περισσότερο σαφές στη συνέχεια και θα κορυφωθεί με την παραίτηση του υπουργού Οικονομικών. Τις ίδιες μέρες μάλιστα, ο Βαρουφάκης καταγγέλλει ότι ένα email από τον Πρόεδρο του Euroworking Group, Τόμας Βίζερ, σχετικά με τη μορφή που θα έπρεπε να έχει η ελληνική αίτηση, αποστέλλεται στους Χουλιαράκη και Δραγασάκη, τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, αλλά διαφεύγει της προσοχής και των δύο…
«Δεν αλλάζει τίποτα»
Στις 24 Φεβρουαρίου διεξάγεται μία τηλεδιάσκεψη του Eurogroup. Θεωρητικά, μόνο αντικείμενο στην ατζέντα της συνεδρίασης είναι οι επικεφαλής των «θεσμών» (ΔΝΤ, ΕΚΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή) να αποδεχθούν ή να απορρίψουν επί της αρχής τις ελληνικές προτάσεις. Ωστόσο, η συνεδρίαση εξελίσσεται σε ενέδρα: Πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων τη «δημιουργική ασάφεια» του προηγούμενου Eurogroup και τη μη αναφορά σε Μνημόνιο, οι δανειστές λένε ξανά ότι οι ελληνικές προτάσεις είναι απλώς συμπληρωματικές στο Μνημόνιο:
Ντομπρόφσκις (αντιπρόεδρος Κομισιόν): Θεωρούμε αυτή τη λίστα ως μία βάση. Είναι επομένως λυπηρό ότι η επιστολή του Υπουργού δεν περιλαμβάνει δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα που εγγυώνται τη βιωσιμότητα του χρέους, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Eurogroup τον Νοέμβριο του 2012. Είναι σημαντικό να πούμε ότι αυτή η λίστα δεν αντικαθιστά το Μνημόνιο, που αποτελεί την επίσημη νομική βάση του προγράμματος
Ντράγκι: Καταλαβαίνουμε, σύμφωνα και με την απόφαση του Eurogroup της Παρασκευής, οτι αυτή η λίστα δεν αμφισβητεί τις συμφωνίας και επομένως τις υπάρχουσες δεσμεύσεις του Μνημονίου, που είναι η βάση της αξιολόγησης. Στις περιπτώσεις που ο κατάλογος αποκλίνει από το Μνημόνιο, θα αποδεχθούμε κατά την επανεξέταση τα μέτρα που προστίθενται από τις αρχές, που είναι της ίδιας ή καλύτερης ποιότητας από τους αντικατασταθέντες / στόχους του προγράμματος. Θα εκτιμούσαμε εάν οι ελληνικές αρχές καταστήσουν σαφές δημοσίως ότι δεν θα υπάρξει καμία οπισθοχώρηση από τις υφιστάμενες μεταρρυθμίσεων ή δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις, σε κανέναν από τους τομείς που αναφέρονται στον κατάλογό τους.
Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφκανγκ Σόιμπλε, παίρνει τον λόγο και είναι πιο ξεκάθαρος και επιθετικός:
Σόιμπλε: Πρέπει να είναι απολύτως σαφές, διότι θα δημιουργήσει τρομερά προβλήματα στο κοινοβούλιο μου, ότι δεν έχουμε δημιουργήσει καμία τροποποίηση της συμφωνίας. […] Δεν πρέπει να δημιουργούμε καμιά παρανόηση ότι θα υπάρξουν οποιεσδήποτε τροποποιήσεις στην υπάρχουσα συμφωνία.
Ντάισελμπλουμ: Μην ανησυχείς για αυτό Βόλφγκανγκ. Δεν θα υπάρξει καμία τροποποίηση στην δήλωση της Παρασκευής. Η αποδέσμευση των κεφαλαίων θα γίνει μόνο κατόπιν αιτήματος της SSM και του ESM. Οποιαδήποτε διευκρίνιση μπορεί να συμβεί στο EWG.
Ο Βαρουφάκης, αφού απαντάει σε επιμέρους ερωτήματα των δανειστών, για τη φορολογική πολιτική, την ανεξαρτησία της ΕΛΣΤΑΤ κ.α. απαντάει για το θέμα του Μνημονίου:
Άκουσα από τα τρία θεσμικά όργανα ότι ο κατάλογος αυτός δεν αντικαθιστά το Μνημόνιο και ότι ο κατάλογος αυτός θα προστεθεί απλώς στο μνημόνιο συμφωνίας ή θα πρέπει να διαπραγματευτούμε τρόπους με τους οποίους τροποποιείται το ισχύον μνημόνιο συμφωνίας. Τώρα, όπως γνωρίζετε, ξοδέψαμε τρία Eurogroup που συζητούσαν την επιτακτική ανάγκη συνδυασμού του προγράμματος με τις επιταγές της νέας κυβέρνησης. Και ήμουν,η κυβέρνησή μου ήταν,, με την εντύπωση ότι κάνουμε ένα νέο ξεκίνημα χωρίς να αμφισβητήσουμε τη νομική ύπαρξη του Μνημονίου.
Η συνέχεια συμπυκνώνεται σε μία φράση του Σόιμπλε: «Not change anything», δεν αλλάζει τίποτα.
Βρισκόμαστε μόνο στην αρχή του δράματος, αλλά ήδη το σαμποτάζ των δανειστών σε μία κυβέρνηση που δεν έχει συμπληρώσει ούτε έναν μήνα «ζωής» έχει ξεκινήσει. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει βιαστεί να μειώσει τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών. Ο «λευκός καπνός» της συμφωνίας μετά από διαδοχικά αδιέξοδα στο Eurogroup εξανεμίζεται τέσσερις μέρες μετά, με τους δανειστές να επαναφέρουν το «Μνημόνιο ή τίποτα» και την ελληνική κυβέρνηση να μένει απλά με τέσσερις μήνες «διαπραγμάτευσης». Παράλληλα, στο εσωτερικό της, εμφανίζονται οι πρώτες αστοχίες και ρήγματα, ενώ οι προτάσεις που όντως βάζει στο τραπέζι η Ελλάδα, αντιμετωπίζονται με το κλασικό «συνεχίστε τις μεταρρυθμίσεις» και με το «τίποτα δεν αλλάζει» των δανειστών. Η «δημιουργική ασάφεια» που για λίγο πανηγύρισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει πεθάνει και το μόνο που μένει για τους υπέρμαχους της λιτότητας, είναι να ροκανίσουν, βολικά και προπαγανδιστικά, τον χρόνο, μέχρι το χείλος του «γκρεμού».