Οι μοναδικές συγκεντρώσεις με αίτημα τη δικαιοσύνη για το έγκλημα των Τεμπών εγκαινιάζουν ένα νέο πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα.

Ενώ οι διαδηλώσεις των Αγανακτισμένων κυρίως από το 2011 είχαν ακόμη ως αίτημα μια εναλλακτική πολιτική συνύπαρξη, πριν εμπεδωθεί η μνημονιακή μονοτροπία, το αντικείμενο των τωρινών συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας είναι η γυμνή ύπαρξη· ελατήριο είναι η πλέον πρωταρχική ενσυναίσθηση ότι θα μπορούσε ο καθένας μας να έχει πεθάνει σε ένα τρένο ή σε οποιοδήποτε άλλο μέσο δεν τηρούνται οι κανόνες ασφαλείας, αφενός λόγω των ιδιωτικοποίησεων και των μνημονιακών περικοπών και αφετέρου λόγω της νέας αλαζονικής διαφθοράς της μονοκρατορίας της δεξιάς. Είναι αυτή η ρήση που είναι πλέον κοινός τόπος και όχι ηθικός πανικός: «από θαύμα ζούμε». Και οι δύο διαστάσεις της νέας αφύπνισης είναι από τη μια η κυριολεκτική, -και όχι πλέον απλώς μεταφορική-, θυσία μιας γενιάς νέων και από την άλλη μια πολιτική με τη μορφή της μητέρας στο προσκήνιο: Ως μητέρας της αποκαθήλωσης, αλλά και των άταφων νεκρών, που στοιχειώνουν το πολιτικό σκηνικό μιας χώρας.

Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια παλινδρόμηση από το πολιτικό επίπεδο στο οικιακό- οικογενειακό. Συμβολοποιεί, ωστόσο, τη συνθήκη της Ελλάδας. Η συζήτηση για την πολιτική συγκρότηση έχει καταστεί πλέον πολυτέλεια. Προκαλεί σε εγρήγορση πλέον μόνο η απλή επιβίωση και η ανάγκη υπεράσπισης της οικογένειας ως του μέχρι τώρα και μέχρι αποδείξεως του εναντίου πλέον ανθεκτικού θεσμού. Το καίριο, ωστόσο, είναι ότι το οικογενειακό συναρμόζεται με το πολιτικό στο πλέον κομβικό σημείο της σύνδεσής τους που είναι η τιμή προς τους νεκρούς. Αυτό που κατ’ εξοχήν τονίστηκε στις ομιλίες για τα Τέμπη είναι ότι μια κυβέρνηση, η οποία αδιαφόρησε επί χρόνια για ο,τιδήποτε άλλο, έδειξε μια φοβερή σπουδή να μπαζώσει και να εξαφανίσει τα ίχνη των νεκρών που πετάχτηκαν, πιθανόν για να μην αποκαλυφθούν ένοχα μυστικά. Στο συμβολικό η Αντιγόνη γίνεται και Παναγία της Αποκαθήλωσης, ενώ ο Κρέων του κράτους είναι όχι μόνο Πιλάτος, που νίπτει τας χείρας του, αλλά και διαφαινόμενος αυτουργός του εγκλήματος.

Το δυστύχημα των Τεμπών συνθέτει με σπάνιο τρόπο πολλά ετερόκλητα στοιχεία της ελληνικής κακοδαιμονίας: α) Την αποψίλωση των εργασιακών θέσεων λόγω των μνημονιακών πολιτικών. β) Έναν χείριστο συνδυασμό ιδιωτικοποίησης των σιδηροδρόμων ως προς τα κέρδη ή, μάλλον, κρατικοποίησης από άλλο κράτος, δεδομένου ότι πρόκειται για ιταλική δημόσια εταιρεία, αλλά και διατήρησης των υποχρεώσεων του ελληνικού δημοσίου ως προς την ασφάλεια, δηλαδή ένα είδος νεοφιλελευθερισμού των κερδών και «κρατικισμού» των υποχρεώσεων. γ) Μια άνευ προηγουμένου αδιαφορία για τη λειτουργία της τηλεδιοίκησης, δείγμα του ποιες είναι οι προτεραιότητες της κυβέρνησης. δ) Μια επίσης άνευ προηγουμένου αλαζονική διαφθορά ως «κεκτημένο» της έκλειψης της αριστεράς από το πολιτικό σκηνικό. ε) Και, βεβαίως, η σπουδή της συγκάλυψης τόσο με το «μπάζωμα» όσο και με τη συνολική διαχείριση, συμπεριλαμβανομένης της κυβερνητικής επιρροής στη δικαιοσύνη και στον ως τώρα κυρίαρχο μιντιακό λόγο σε μια Ελλάδα, όπου δεν είναι εξασφαλισμένη η διάκριση των εξουσιών, έχει οδηγήσει στο ότι η μεγάλη πλειοψηφία του λαού θεωρεί εύλογα ότι υπάρχει ζήτημα με το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας. Τα όσα ακούγονται σχετικά συνοψίζουν, θα έλεγε κανείς, το σύνολο των εντόπιων αλλά και διεθνών παθολογιών. Όμως, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς από τη στιγμή που υπήρξε φροντίδα να αλλοιωθεί ο χώρος του δυστυχήματος κατά τις κρίσιμες πρώτες μέρες.

Τα χαρακτηριστικά αυτά του δυστυχήματος έφεραν στους δρόμους ένα πρωτοφανές στη μεταπολίτευση πλήθος, σε μία περίσταση όπου δεν υπάρχει ένα αντίπαλο δέος στην αντιπολίτευση που θα μπορούσε να οδηγήσει άμεσα σε μια αλλαγή στην εξουσία. Πρόκειται για μια μοναδική σε όγκο συγκέντρωση πολιτών, η οποία φαίνεται να έχει ως αυτοσκοπό τη μνήμη και την εγρήγορση. Το παρήγορο είναι ότι ο ελληνικός λαός δείχνει αποφασισμένος να μην επιτρέψει τη δημιουργία ενός προσωποπαγούς καθεστώτος, σαν αυτό που λ.χ. έχει σχηματιστεί στην κοντινή Σερβία, όπου τις ίδιες αυτές μέρες παλλαϊκές συγκεντρώσεις αγωνίζονται να ανατρέψουν ένα καθεστώς που έχει μονοπωλήσει την εξουσία ήδη επί 13 χρόνια, τώρα όμως μετράει πλέον στις απώλειές του πρωθυπουργό και υπουργούς. Αν το 2011 το κινητοποιούν συναίσθημα ήταν η αγανάκτηση, τώρα είναι περισσότερο η συνθήκη της μνήμης, της εγρήγορσης και της εξόδου από την πολιτική απόγνωση, καθώς και από την υπαρξιακή πλέον ασφυξία, όπως δείχνει η παλλαϊκή κραυγή «οξυγόνο». Το σύνθημα «δεν έχω οξυγόνο» έμελλε βεβαίως και αυτό να καταστεί ξανά κυριολεξία -αν και όχι τόσο δραματικά, ευτυχώς-, όταν από τις 12.55 περίπου έπεσαν τα πρώτα δακρυγόνα.

Συμβαίνει τώρα μία πολιτική κινητικότητα η οποία αρθρώνεται γύρω από τη θυματοποίηση της νιότης. Με το σύνθημα «δικαιοσύνη», το οποίο αντλήθηκε από την κοινωνική μειονότητα των Ρομά, πλέον όμως ορθογραφήθηκε, καταδεικνύοντας την επίγνωση πλέον της αναγκαιότητας αλληλεγγύης ανάμεσα σε μειοψηφίες και την πλειοψηφία, όταν η γυμνή ζωή δεν είναι αυτονόητη. Το πολιτικό σώμα δήλωσε ότι υπάρχει ακόμη, δύο χρόνια μετά το μπάζωμα, αλλά και μετά το θάψιμο του εκλογικού αποτελέσματος του 2023. Ζητά οξυγόνο και δικαιοσύνη, διατηρεί, όμως, τη σπίθα, για να ζητήσει σύντομα και πολιτική.