Η πολιτική αναταραχή έχει γίνει η νέα κανονικότητα στη Βραζιλία. Μετά την αποπομπή της Ντίλμα Ρούσεφ, η καταδίκη του Λούλα ντα Σίλβα αποτελεί μια ακόμη δοκιμασία για την εύθραυστη δημοκρατία της χώρας.
Δημοσιεύτηκε στο OpenDemocracy.
Και εσύ, φίλε, υπέθεσες ότι η δημοκρατία ήταν μόνο για τις εκλογές, την πολιτική και για το όνομα ενός κόμματος; Εγώ λέω ότι η δημοκρατία είναι χρήσιμη εκεί μόνο που μπορεί να μεταβιβαστεί και να ανθίσει έτσι ώστε να φτάσει στις υψηλότερες μορφές αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων και των πεποιθήσεών τους: στη θρησκεία, τη λογοτεχνία, τα κολέγια και τα σχολεία- μια δημοκρατία σε όλους τους τομείς της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής.
-Ουώλτ Ουίτμαν
Ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, πρόεδρος της Βραζιλίας από τον Ιανουάριο του 2003 έως τον Ιανουάριο του 2011, κρίθηκε ένοχος στις 12 Ιουλίου για διαφθορά και ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Αυτό είναι ένα ακόμα επεισόδιο της πολιτικής αναταραχής που υπάρχει στη Βραζιλία, που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2014, συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων και κορυφώθηκε με την αποπομπή της Ντίλμα Ρούσεφ.
Οι Βραζιλιάνοι έχουν συνηθίσει να βλέπουν τους προέδρους τους να έρχονται αντιμέτωποι με νομικά προβλήματα. Ο Μισέλ Τέμερ, ο σημερινός πρόεδρος, κατηγορήθηκε επισήμως τον περασμένο μήνα για αποδοχή δωροδοκιών, και έτσι έγινε ο πρώτος αρχηγός της Βραζιλίας που κατηγορείται για διαφθορά. Αλλά δεν είναι ο μόνος. Ο πρώην πρόεδρος της Βουλής, Εντουάρντο Κούνα, ο οποίος είναι μέλος του κόμματος του Τέμερ, εκτίει ποινή δεκαπέντε ετών, ενώ ερευνώνται οκτώ υπουργοί του υπουργικού συμβουλίου και τριάντα εννέα νομοθέτες της Κάτω Βουλής- συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού του επιτελείου του προέδρου και υπουργού Εξωτερικών, Αλοΐζιο Νούνες Φερρέιρα και του προέδρου της Γερουσίας, Εουνίσιο Ολιβέιρα.
Σε αυτό το έντονα ποινικοποιημένο πολιτικό περιβάλλον- σχεδόν το ένα τρίτο του υπουργικού συμβουλίου του Τέμερ και το ένα τρίτο της Γερουσίας βρίσκονται αυτήν τη στιγμή υπό έρευνα- ο Σέρτζιο Μόρο, ομοσπονδιακός δικαστής, με απόφαση του Πρωτοδικείου καταδίκασε τον Λούλα ντα Σίλβα σε εννιάμιση χρόνια φυλάκισης, συνεχίζοντας έτσι τη διεξοδική έρευνα διαφθοράς της Petrobras, της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας. Το σχέδιο για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, γνωστό ως σκάνδαλο Lava-Jato (Επιχείρηση Πλύσιμο Αυτοκινήτου), αποκαλύφθηκε τυχαία τον Μάρτιο του 2014, όταν η ομοσπονδιακή αστυνομία έκανε έλεγχο σε ένα βενζινάδικο. Αυτό που ξεκίνησε ως μια μεμονωμένη περίπτωση κατέληξε να περιλαμβάνει πολιτικούς, αρχές και επιχειρηματίες σε αυτό που έκτοτε αποδείχτηκε το μεγαλύτερο σκάνδαλο διαφθοράς στην ιστορία της χώρας. Σύμφωνα με τους εισαγγελείς, κατασκευαστικές εταιρείες όπως οι Odebrecht και Camargo Correa έκαναν μια συμφωνία για να μοιραστούν μεταξύ τους το ένα και το τρία τοις εκατό της αξίας συμβολαίων ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων που αποκτήθηκαν από την Petrobras, δηλώνοντάς τα ως πληρωμές συμβούλων για εταιρείες- βιτρίνες.
Ο πρώην πρόεδρος Λούλα ντα Σίλβα- ένας από τους πιο δημοφιλείς πολιτικούς της Βραζιλίας, ο οποίος είχε ποσοστό δημοτικότητας 90% όταν έληξε η θητεία του– είναι ιδρυτικό μέλος του Εργατικού Κόμματος (PT) και κατηγορείται για αποδοχή δωροδοκίας από μια κατασκευαστική εταιρεία με την επωνυμία OAS. Σύμφωνα με τον δικαστή Μόρο, η OAS δωροδόκησε τον Λούλα για να τη βοηθήσει να υπογράψει συμβάσεις με την Petrobras. Το ποσό της δωροδοκίας- που εκτιμάται ότι ανέρχεται στο 1,1 εκατ. δολάρια– υποτίθεται ότι θα χρησιμοποιούνταν για την ανακαίνιση ενός τριώροφου διαμερίσματος στα παράλια της πόλης Γκουαρουζά, κοντά στο Σάο Πάολο. Ο Λούλα κατηγορείται επίσης για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, διαφθορά και παρακώλυση της δικαιοσύνης σε τέσσερις ακόμη δικαστικές υποθέσεις, αλλά ο δικαστής Μόρο δεν διέταξε την άμεση σύλληψή του. Σύμφωνα με τον ίδιο, η σύλληψη ενός πρώην προέδρου είναι μια «σοβαρή υπόθεση» και ο Λούλα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση.
Αυτή η καταδίκη είναι σίγουρα ιστορική: είναι η πρώτη φορά που ένας πρόεδρος της Βραζιλίας καταδικάζεται για διαφθορά από τότε που αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στη Βραζιλία. Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ: Ο Λούλα ντα Σίλβα προπορεύεται στις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές του επόμενου χρόνου (30%), μπροστά από τον ακροδεξιό υποψήφιο, Ζαΐρ Μπολσονάρο (16%), και τη Μαρίνα Σίλβα (15%), την υποψήφια του Δικτύου Βιωσιμότητας. Ωστόσο, αν το εφετείο- το περιφερειακό ομοσπονδιακό δικαστήριο- υποστηρίξει την καταδίκη, ο Λούλα θα αποκλειστεί από τις εκλογές για την προεδρία. Το δικαστήριο, που αποτελείται από τρεις δικαστές, αναμένεται να αποφασίσει για την υπόθεση πριν από τις 15 Αυγούστου 2018, την ημέρα που λήγει η προθεσμία για την υποβολή υποψηφιότητας.
Μια πολιτική δίκη;
Ο Λούλα ντα Σίλβα δεν έμεινε σιωπηλός μπροστά στα νέα της καταδίκης του. Μπροστά σε ένα πλήθος υποστηρικτών του μία ημέρα μετά τη δημοσίευση της ποινής, ισχυρίστηκε ότι ήταν θύμα μιας πολιτικής δίκης. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι ο αγώνας κατά της διαφθοράς στη Βραζιλία- ο οποίος έχει επηρεάσει κάθε σημαντική πολιτική δύναμη στη χώρα- καταρρίπτει μια καθιερωμένη πολιτική κουλτούρα θεσμοθετημένων πρακτικών και αμφισβητεί το στάτους του ανεξέλεγκτου των εκλεγμένων αξιωματούχων.
Με αυτόν τον τρόπο, οι πολιτικοί από όλες τις πλευρές προσπαθούν να δυσφημίσουν τους δικαστές και να απονομιμοποιήσουν τους εισαγγελείς, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σωθούν οι ίδιοι και η μελλοντική πολιτική τους σταδιοδρομία. Από τον Μισέλ Τέμερ έως τον Λούλα ντα Σίλβα- οι οποίοι, φυσικά, είναι απόλυτοι αντίπαλοι- το επιχείρημα είναι το ίδιο: το δικαστικό σώμα έχει πολιτικά κίνητρα και λειτουργεί πέρα από τις συνταγματικές του αρμοδιότητες.
Το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, έχει αναδιαμορφωθεί μέσα σε ένα νέο πλαίσιο. Καθώς η εμπιστοσύνη προς τους πολιτικούς φτάνει στο χαμηλότερο επίπεδο στην ιστορία της Βραζιλίας, οι εισαγγελείς και οι δικαστές προάγουν τη διαφάνεια και την καταπολέμηση της διαφθοράς και, με τον τρόπο αυτό, έλαβαν την υποστήριξη των Βραζιλιάνων πολιτών: το 96% θέλουν η έρευνα Lava-Jato «να ολοκληρωθεί, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα». Οι Βραζιλιάνοι κουράστηκαν με το έντονα κατακερματισμένο κομματικό σύστημα, όπου οι παρασκηνιακές συμμαχίες και οι μυστικές συμφωνίες είναι ο κανόνας και η διαφθορά είναι διευρυμένη. Πολλοί δείχνουν εμπιστοσύνη στους δικαστές και τους εισαγγελείς, οι οποίοι έχουν τώρα βάσεις υποστήριξης και σελίδες στο Facebook.
Ένας από αυτούς τους δικαστές που «αρέσει» είναι ο Σέρτζιο Μόρο, μια αμφιλεγόμενη φιγούρα, που θεωρείται ο καλύτερος αγωνιστής κατά της διαφθοράς από το 50% περίπου του λαού. Το άλλο 50% πιστεύει ότι κατανέμει εξουσίες που δεν του ανήκουν και ότι έχει βάλει ως στόχο τον Λούλα ώστε να τον εμποδίσει να ξανακατέβει για πρόεδρος το 2018. Πράγματι, ενώ οι εναγόμενοι που διώκονται προέρχονται από κάθε σημαντικό πολιτικό κόμμα, η χρονική συγκυρία και οι συνέπειες της ποινής για τον Λούλα είναι αναμφίβολα η σημαντικότερη περίπτωση. Ο Τέμερ είναι ένας μη εκλεγμένος πρόεδρος- με ποσοστό δημοτικότητας 7%- ο οποίος αναμένεται σύντομα να αφήσει το αξίωμά του. Έχει ακολουθήσει ένα πρόγραμμα αντιμεταρρύθμισης, με στόχο να αναιρέσει τα περισσότερα από όσα είχαν κάνει οι προηγούμενες κυβερνήσεις του Εργατικού Κόμματος και τώρα απλά περιμένει να δώσει τη σκυτάλη στον επόμενο ομοϊδεάτη υποψήφιο που θα αναλάβει, ώστε να προωθήσει περαιτέρω αυτό το πρόγραμμα. Η εμφάνιση του Λούλα θα έθετε σε κίνδυνο αυτό το σχέδιο, που ισχυρίζεται ότι έχει, και υπό αυτές τις συνθήκες είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί πολλοί συνδέουν αυτά τα στοιχεία.
Εν πάση περιπτώσει, ο Σέρτζιο Μόρο είναι ήρωας για πολλούς Βραζιλιάνους, ειδικά για τους Συντηρητικούς και όλους εκείνους που αντιτίθενται στην Ντίλμα και τον Λούλα. Και αυτό μπορεί να είναι πρόβλημα, επειδή ο Σέρτζιο Μόρο είναι δικαστής, όχι πολιτικός, αλλά έχει δείξει ότι μερικές φορές δεν μπορεί να δει τη διαφορά και έχει καταλήξει σε αμφιλεγόμενες «νομικές αποφάσεις», που υπερέβαιναν τη δικαιοδοσία του. Για παράδειγμα, αποχαρακτήρισε μια ηχητική καταγραφή μιας συνομιλίας μεταξύ της πρώην προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ και του Λούλα ντα Σίλβα, η οποία αναμφισβήτητα συνέβαλε στην εκδίκαση της κας Ρούσεφ και πυροδότησε μαζικές διαμαρτυρίες.
Η καταδίκη του Λούλα ντα Σίλβα είναι ένα άλλο παράδειγμα του τρόπου που λειτουργεί και πρόκειται για μια σοβαρότερη περίπτωση. Η καταδίκη είναι κάθε άλλο παρά καταδίκη. Πρόκειται περισσότερο για μια άποψη που συνενώνει υποθετικά γεγονότα και καταλήγει στην απόφαση να καταδικαστεί ο φερόμενος ως ένοχος για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Υπάρχουν νομικά αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι ο Λούλα στην πραγματικότητα δεν έχει, ούτε είχε στο παρελθόν- άμεσα ή έμμεσα- το συγκεκριμένο τριώροφο διαμέρισμα και ούτε η σύζυγός του είναι ή ήταν η ιδιοκτήτρια του. Ότι η ΟAS ήταν και παραμένει η νόμιμη ιδιοκτήτριά του. Ότι ο Λούλα δεν έχει ζήσει εκεί ούτε επωφελήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από αυτό. Και όμως, ο Λούλα ντα Σίλβα καταδικάστηκε γιατί βοήθησε μια εταιρεία- χωρίς καμία απόδειξη επί αυτού- με αντάλλαγμα ένα διαμέρισμα που δεν είναι- επίσημα ή ανεπίσημα- δικό του και για ξέπλυμα μαύρου χρήματος που δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι υπήρξε ποτέ.
Έτσι αρχίζουμε να αμφισβητούμε τις προθέσεις του δικαστή Μόρο και την αποκλειστική αφοσίωσή του στη δικαιοσύνη. Ένας δικαστής με πολιτική σκοπιμότητα είναι ένας επικίνδυνος συνδυασμός και η υποστήριξη εικασιών απλώς υποσκάπτει τον νόμο που υποτίθεται ότι υποστηρίζει. Επιπλέον, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση περισσότερη διαφάνεια- στην πραγματικότητα την εμποδίζει.
Δύο Βραζιλίες, μία Δημοκρατία
Η πολιτική αναταραχή έχει γίνει η νέα κανονικότητα στη Βραζιλία. Μετά την παραπομπή σε δίκη της Ντίλμα Ρούσεφ, και τις καταγγελίες ενάντια στον Τέμερ για διαφθορά, η καταδίκη του Λούλα ντα Σίλβα αποτελεί μια ακόμη δοκιμασία για την εύθραυστη δημοκρατία της χώρας. Κάποτε αποτελούσε παράδειγμα για τον κόσμο και για τη Λατινική Αμερική και τώρα η Βραζιλία αντιμετωπίζει μια σοβαρή οικονομική κρίση και μια ακόμη πιο σοβαρή κρίση των θεσμών. Πρόκειται για μια κρίση που ξεπερνά την πολιτική και τις επιχειρήσεις και έχει διεισδύσει σε όλα τα επίπεδα εξουσίας.
Για να γίνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης δεν είναι ούτε αμερόληπτα ούτε ανεξάρτητα. Εξυπηρετούν μια συγκεκριμένη ατζέντα και έχουν σταματήσει να προσποιούνται το αντίθετο. Η Globo, το κύριο τηλεοπτικό δίκτυο της Βραζιλίας, είναι ένα τέλειο παράδειγμα, όπως δείχνει π.χ. η εκστρατεία της ενάντια στη Ντίλμα Ρούσεφ. Για τα μέσα ενημέρωσης της Βραζιλίας, η αλήθεια δεν έχει σημασία και η κάλυψη των Μέσων ευνοεί σαφώς αυτούς που προωθούν μια πιο άνιση και άδικη Βραζιλία, όπου τα συμφέροντα των πολύ λίγων υπερνικούν τα συμφέροντα των πολλών.
Ο Λούλα ντα Σίλβα δήλωσε το 1988 ότι στη Βραζιλία «ένας φτωχός πηγαίνει στη φυλακή όταν κλέβει, αλλά όταν ένας πλούσιος άνθρωπος κλέβει, γίνεται υπουργός». Αυτή η φράση ίσως να έχει έρθει να τον στοιχειώσει. Μπορεί να είναι αθώος ή ένοχος- δεν ξέρουμε. Όμως, ο άνθρωπος που έβγαλε 20 εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια, ο οποίος δημιούργησε τη σύγχρονη Βραζιλία και υπηρέτησε ως πρόεδρός της για δύο θητείες, δεν μπορεί να περιφρονεί το δικαστικό σώμα και να λέει, όπως το κάνει, ότι «αν πιστεύουν πως με αυτήν την καταδίκη θα με βγάλουν έξω από το παιχνίδι, θα τους δείξω ότι είμαι μέσα στο παιχνίδι». Γιατί διακυβεύεται το μέλλον της πέμπτης πολυπληθέστερης δημοκρατίας στον κόσμο.
Ο Σέρτζιο Μόρο επικαλέστηκε, αφού καταδίκασε τον Λούλα, το γνωστό απόφθεγμα του Τόμας Φούλερ: «Δεν θα είσαι ποτέ αρκετά ψηλά, ο νόμος είναι πάντα πιο πάνω». Και έχει δίκιο: Ο Λούλα δεν πρέπει να έχει ειδική μεταχείριση επειδή είναι πρώην πρόεδρος. Αλλά πρέπει να έχει την ίδια αντιμετώπιση με κάθε πολίτη και να κριθεί σύμφωνα με τον νόμο, όχι σύμφωνα με τα πολιτικά συμφέροντα. Και ο Σέρτζιο Μόρο θα πρέπει να το έχει αυτό κατά νου.
Δεν πρόκειται για διαγωνισμό ανάμεσα σε ιδεολογικές κατηγορίες, ούτε για μια επιλογή στρατοπέδου. Έχει να κάνει με το τι θα προκύψει από αυτήν την κρίση. Αν ο Λούλα είναι ένοχος, θα πρέπει φυσικά να καταδικαστεί. Αν ο Σέρτζιο Μόρο κάνει λάθος, το εφετείο θα πρέπει να κλείσει την υπόθεση υπέρ του Λούλα. Ο αγώνας κατά της ατιμωρησίας δεν πρέπει να επηρεάζει τη δίκαιη και αμερόληπτη δίκη με αποδείξεις, όπως και η φήμη του κατηγορούμενου δεν πρέπει να επηρεάζει την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Το μέλλον της δημοκρατίας στη Βραζιλία κινδυνεύει, επειδή το κράτος δικαίου κινδυνεύει. Τα Μέσα είναι προκατειλημμένα. Οι κρατικές εταιρείες και οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι μολυσμένες από τον ιό της διαφθοράς όπως και οι δύο Βουλές. Ένας απονομιμοποιημένος πρόεδρος κυβερνά τη χώρα. Και η πόλωση του λαού αυξάνεται, ενώ ο Ζαΐρ Μπολσονάρο, ο ακροδεξιός πιθανός υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους, αποτελεί μια πολύ σοβαρή απειλή για τα πολιτικά δικαιώματα και την ελευθερία.
Η κρίση της Βραζιλίας απαιτεί την επανεξέταση του τρόπου άσκησης της πολιτικής της. Η διαφθορά είναι ένα σοβαρό ζήτημα, αλλά τα προβλήματα δεν τελειώνουν με τις ελίτ, τα κυρίαρχα κόμματα και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Μια ανεξάρτητη δικαιοσύνη είναι εξίσου σημαντική. Όσο πιο ανώνυμοι είναι οι δικαστές, τόσο καλύτερα για τη χώρα. Οι εκλογές του επόμενου χρόνου είναι μια ευκαιρία για μια νέα αρχή. Αλλά για να συμβεί αυτό, οι Βραζιλιάνοι πρέπει να είναι σε θέση να κοιτάξουν πέρα από τις διαφορές τους, πέρα από το καλό και το κακό, πέρα από τους πολιτικούς και τους δικαστές και να ρίξουν μια ματιά στον εαυτό τους.