της Δανάης Καρυδάκη
Πριν από περίπου έναν χρόνο, όταν εντάθηκε το προσφυγικό ρεύμα εξαιτίας της κλιμάκωσης των συρράξεων στη Μέση Ανατολή αλλά και της δήλωσης της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ προς τους Σύριους ότι είναι ευπρόσδεκτοι να έρθουν στη Γερμανία, και ξανά πάλι πριν από έξι μήνες, όταν η μία ευρωπαϊκή χώρα μετά την άλλη έκλειναν τα σύνορά τους, υπογράφηκε η συμφωνία Τουρκίας-ΕΕ και μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας συμμετείχε σε πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, το προσφυγικό πρωτοστατούσε στα πρωτοσέλιδα και τον δημόσιο διάλογο. Τώρα πια,τα άρθρα και οι συζητήσεις όλο και αραιώνουν, ενώ σε μερικές περιπτώσεις απουσιάζουν ολότελα.
Πρώτον, όμως, ο πόλεμος συνεχίζεται με τους εναέριους βομβαρδισμούς στο Χαλέπι της βορειοδυτικής Συρίας να στέλνουν την προσωρινή εκεχειρία Ομπάμα – Πούτιν στο καλάθι των αχρήστων. Μάλιστα, η δημοσιογραφική γλώσσα που χρησιμοποιείται συνήθως -πάντα σε παθητική φωνή και χωρίς ποιητικό αίτιο- του στυλ «το νοσοκομείο βομβαρδίστηκε», «ο στόχος χτυπήθηκε», «η πόλη ισοπεδώθηκε», «η συγκέντρωση ανατινάχτηκε» φανερώνει και την απροθυμία απόδοσης μιας ευθύνης και ενοχής σε αυτούς που βομβαρδίζουν, χτυπάνε, ισοπεδώνουν και ανατινάζουν, δηλαδή τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, τη Συριακή κυβέρνηση, τους αντικυβερνητικούς και το Ισλαμικό Κράτος.
Δεύτερον, η συμφωνία του Μαρτίου για το προσφυγικό εξακολουθεί να είναι σε ισχύ, αφήνοντας ανοιχτές πολλές τρύπες καταπάτησης ανθρώπινων δικαιωμάτων, ειδικά μετά την πρόσφατη μεταμόρφωση του καθεστώτος Ερντογάν σε μεταμφιεσμένη απολυταρχία.
Τρίτον, η πλειονότητα των προσφύγων, είτε έφτασαν στον τελικό προορισμό τους – που σε πολλές περιπτώσεις ήταν η Γερμανία – είτε σκάλωσαν κάπου στη μέση της διαδρομής, εξακολουθούν να ζουν σε μια εκκρεμότητα για το τι θα τους ξημερώσει η επόμενη μέρα. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, ένας 29χρονος Ιρακινός άνδρας που ζούσε σε προσφυγικό καταυλισμό στο Moabit στο Βερολίνο έπεσε νεκρός από πυρά Γερμανών αστυνομικών επειδή επιτέθηκε σε έναν άλλο πρόσφυγα που φέρεται ότι κακοποίησε σεξουαλικά την ανήλικη κόρη του.
Με αφορμή, λοιπόν, μια μικρή διαδήλωση διαμαρτυρίας την Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου σε έναν ανδρικό προσφυγικό χώρο στέγασης στο Prenzlauer Bergτου πρώην ανατολικού Βερολίνου με αίτημα τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, ακολουθήσαμε τις ιστορίες μερικών από τους Σύριους πρόσφυγες που έχουν φτάσει στον (γεωγραφικό) προορισμό τους.
«χρειαζόμαστε μια καλύτερη ζωή»
Όταν φτάνω στον χώρο, οι πρόσφυγες έχουν βγει στον δρόμο κρατώντας αυτοσχέδια πανό από χαρτόκουτα και φωνάζοντας συνθήματαστα γερμανικά. «Χρειαζόμαστε μια καλύτερη ζωή» λένε εν χορώ. «Απεργία» γράφει το ένα πανό, «Ζούμε στο γήπεδο έναν χρόνο, ζητάμε ένα ξενοδοχείο ή ένα καλό σπίτι» το άλλο. Όταν τους ρωτάω αν μπορώ να πάρω φωτογραφίες και αν θέλουν να μιλήσουμε για να κάνω ρεπορτάζ, παρατηρώ έναν διάχυτο ενθουσιασμό στα πρόσωπά τους. Δέχονται, λοιπόν, με προθυμία. Όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα όμως, οι δημοσιογράφοι δεν επιτρέπεται να μπουν στον χώρο του καταφυγίου, αλλά και οι ίδιοι οι πρόσφυγες προτιμούν να μην καταγράψει ο επιστάτης του χώρου την επικοινωνία μας, καθώς ήδη φαινόταν κάπως ενοχλημένος με την κίνηση διαμαρτυρίας. Έτσι, καθόμαστε στην πίσω πλευρά του γηπέδου για να συζητήσουμε τα αιτήματά τους.
Ο 21χρονος Basil από το Ντειρ-Αλ-Ζορ στα ανατολικά της Συρίας, που μιλάει εξαιρετικά Αγγλικά και πολύ καλά Γερμανικά, μοιάζει να είναι ο κύριος οργανωτής της διαμαρτυρίας και ο αυτόκλητος διερμηνέας μας. Η πόλη του, το Ντειρ-Αλ-Ζορ, είναι μία από τις ελάχιστες πόλεις της ανατολικής Συρίας που εξακολουθούν να είναι υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης Άσαντ. Από τον Μάιο του 2015, όταν το Ισλαμικό Κράτος κατέκτησε την Παλμύρα, διακόπηκε και η διανομή προμηθειών προς το Ντειρ-Αλ-Ζορ, με αποτέλεσμα να βρίσκεται υπό κατάσταση πολιορκίας. Πριν από δυο εβδομάδες, στις 17 Σεπτεμβρίου 2016, Αμερικανικά αεροσκάφη βομβάρδισαν «κατά λάθος» μια περιοχή κοντά στο αεροδρόμιο της πόλης που προκάλεσε τον θάνατο δεκάδων Σύριων στρατιωτών, γεγονός που έλαβε ελάχιστη δημοσιότητα στα δυτικά ειδησεογραφικά πρακτορεία. Ο Basil έφυγε από το Ντειρ-Αλ-Ζορ στις αρχές Οκτωβρίου του 2015 και, όπως και οι περισσότεροι Σύριοι πρόσφυγες που συναντήσαμε, πέρασε στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στη Λέσβο, με βάρκα μέσω της Τουρκίας. Έμεινε μόνο μία μέρα στην Αθήνα και από εκεί πέρασε με λεωφορείο, με τρένο ή ακόμα και με τα πόδια στην Π.Γ.Δ.Μ., τη Σερβία, την Κροατία, τη Σλοβενία, την Αυστρία για να φτάσει τελικά στη Γερμανία πριν από περίπου έναν χρόνο. Στη Συρία σπούδαζε μηχανικός στο πανεπιστήμιο και θέλει να συνεχίσει τις σπουδές του στη Γερμανία. «Οι συνθήκες κράτησης στο γήπεδο δεν είναι ανθρώπινες» μου λέει. «Είμαστε εδώ σχεδόν ένα χρόνο, ενώ μας είπαν ότι θα μείνουμε τρεις με έξι μήνες. Θέλουμε να βρούμε δουλειά ή να συνεχίσουμε τις σπουδές μας. Πρέπει να μάθουμε Γερμανικά αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να διαβάσουμε στις συνθήκες που ζούμε».
«Αν έστω κι ένας από τους 200 πει μια λέξη τη νύχτα,» προσθέτει ο 38χρονος Wassim επίσης από το Ντειρ-Αλ-Ζορ, «γίνεται σαν ντίσκο το γήπεδο». «Ήρθαμε γιατί η Γερμανία μας ζήτησε να έρθουμε», συνεχίζει αναφερόμενος στην περσινή ανοιχτή πρόσκληση της Μέρκελ στους Σύριους, «και πιστέψαμε ότι θα βρούμε μια δουλειά κι ένα αξιοπρεπές μέρος να μείνουμε. Αυτό δεν συνέβη. Όταν ήρθαμε είχαμε κίνητρο, τώρα, έναν χρόνο μετά, δεν έχουμε τίποτα. Δεν κάνουμε τίποτα, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, δεν μπορούμε να προσφέρουμε τίποτα στη Γερμανία».
Ο 19χρονος Bashir από το Χαλέπι μου διηγείται την εγχείρηση που έκανε σε γερμανικό νοσοκομείο. Σε μια ειρωνεία της τύχης, ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της πόλης από την οποία κατάγεται, το Μ10 στο ανατολικό Χαλέπι που ελέγχεται από αντικυβερνητικούς αντάρτες, βομβαρδίστηκε από Ρωσικά αεροσκάφη το Σάββατο 1 Οκτωβρίου, για δεύτερη φορά μέσα σε τέσσερεις μέρες. Σύμφωνα μάλιστα με το Al Jazeera, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Ban Ki-moon χαρακτήρισε την επίθεση ως «έγκλημα πολέμου». Η οικογένεια του Bashir βρίσκεται πίσω στο Χαλέπι και για την ώρα είναι ασφαλής αλλά ανησυχεί συνεχώς μήπως λάβει άσχημα νέα. Ο Bashar πάλι, 19 χρονών από τη Συριακή πρωτεύουσα Δαμασκό, ζητάει να κάνει μια εγχείρηση στα μάτια του επειδή δεν βλέπει και δεν μπορεί ούτε να διαβάσει ούτε να βρει δουλειά.
Ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των προσφύγων στο καταφύγιο είναι η έλλειψη επίσημης ενημέρωσης. Εκτός από τον επιστάτη του καταφυγίου που τους ενημερώνει ενίοτε για ζητήματα σχετικά με την καθημερινότητά τους, δεν υπάρχει κανένας αρμόδιος να τους ενημερώσει για το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον. «Όλοι μας λένε ψέματα», θα επαναλάβουν συχνά στις ιστορίες τους πολλοί από τους Σύριους πρόσφυγες που συναντήσαμε. Για παράδειγμα, ο 24χρονος Mohammad, από τη Δαμασκό, περιμένει να πάρει την άδεια παραμονής του στη Γερμανία. Έχει κάνει την αίτηση, έχει περάσει την ακρόαση στο δικαστήριο αλλά οι μήνες περνούν και δεν έχει λάβει καμία ενημέρωση από τις αρχές. «Όταν ήρθαμε σε αυτό τον χώρο, μας είπαν ότι θα μείνουμε έξι μήνες γιατί τόσο επιτρέπει η γερμανική νομοθεσία», μου λέει ο 21χρονος Mjbas από τη Χασάκα, μια πόλη στα βορειοανατολικά της Συρίας, όπου έλαβε χώρα μια από τις πρώτες αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες του Συριακού Εμφυλίου, η αυτοπυρπόληση του Hasan Ali Akleh το 2011, και που μετά τον περασμένο Αύγουστο βρίσκεται σχεδόν υπό τον πλήρη έλεγχο Κουρδικών δυνάμεων. «Μετά μας είπαν θα μείνετε για οχτώ μήνες, μετά για εννιά, και τώρα είμαστε εδώ σχεδόν έναν χρόνο. Δεν είναι ζωή αυτό που ζούμε, εγώ δεν ξέρω καν να γράφω το όνομά μου, πώς θα βρω δουλειά;» προσθέτει ο Mjbas που στη Συρία δούλευε σαν σεφ σε εστιατόριο. Κι ενώ στην ερώτηση αν έχουν βιώσει ρατσισμό, ο Basil απαντά εκ μέρους όλων ότι έχουν μάθει για κάποια ρατσιστικά περιστατικά σε άλλους πρόσφυγες αλλά οι ίδιοι δεν έχουν τέτοια άσχημη εμπειρία, στη διευκρίνιση αν έμαθαν ότι το ακροδεξιό και αντι-μεταναστευτικό κόμμα AfD κέρδισε 14,2% των ψήφων στις εκλογές του Σεπτεμβρίου στο κρατίδιο του Βερολίνου, απαντά ότι δεν έχει απολύτως καμία ιδέα.
Ο 19χρονος Misse από το Ντειρ-Αλ-Ζορ φοράει τη φανέλα της ποδοσφαιρικής ομάδας του, της Al-Fotuwa, και μου μιλάει για την αγάπη του στο ποδόσφαιρο. Ο ίδιος παίζει ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο με άλλους πρόσφυγες αλλά και Γερμανούς τα απογεύματα με αποτέλεσμα να χάνει το βραδινό φαγητό στο καταφύγιο. «Αν είχα δουλειά και έμενα σε ένα σπίτι,» προσθέτει, «θα μπορούσα να φάω όποτε θέλω και να παίζω και ποδόσφαιρο». Για την ώρα, κάθε πρόσφυγας δικαιούται 135 ευρώ τον μήνα από το γερμανικό κράτος, από τα οποία πρέπει να καλύψει τα εισιτήρια των μέσων συγκοινωνίας (81ευρώ η μηνιαία κάρτα ή 2,70 ευρώ το ένα), τα βιβλία για το μάθημα των γερμανικών (περίπου 15 ευρώ), και τα τσιγάρα του (5,60 ευρώ το πακέτο).
«Μια λυπητερή ιστορία»
«Θα σου πω μια λυπητερή ιστορία» λέει ο 37χρονος Mohammadπου με πλησιάζει προσφέροντάς μου μια κούπα αραβικού καφέ. «Η οικογένεια μου είναι στη Συρία. Τα παιδιά μου είναι 1,5 και 7 ετών. Ήρθα εδώ πριν έναν χρόνο αφού εξασφάλισα ότι θα έρθει και η οικογένειά μου λίγο αργότερα. Και τώρα δεν μας αφήνουν να κάνουμε την οικογενειακή επανένωση γιατί τα σύνορα είναι κλειστά», λέει αναφερόμενος στη συμφωνία Τουρκίας-ΕΕ. «Έχω κάνει μια εγχείρηση στη μέση μου», προσθέτει «αλλά απέτυχε επειδή κοιμάμαι σε κακό στρώμα. Πριν λίγο καιρό, μάλιστα, πήγα στον γιατρό για εξετάσεις αίματος και μου βρήκε υψηλή χοληστερίνη εξαιτίας της κακής διατροφής που κάνω εδώ. Δεν έχω λεφτά να φάω κάτι άλλο, όμως. Η Συρία, παρόλο που έχει πόλεμο, είναι καλύτερη από τη Γερμανία που αντιμετωπίσαμε από όταν ήρθαμε. Θέλω να γυρίσω πίσω.»
Ο Mohammad ήταν ο μόνος από όσους ρώτησα που θέλει να γυρίσει στη Συρία. Όλοι οι υπόλοιποι θέλουν να μείνουν στη Γερμανία, παρόλο που οι οικογένειες τους, με εξαίρεση τον αδερφό του Bashar που δουλεύει στη Στουτγκάρδη, είναι πίσω στην πατρίδα τους. Αλλά, παρόλο που οι συνθήκες διαβίωσης μοιάζουν να είναι πολύ καλύτερες από την Ελλάδα, αυτό που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες στη Γερμανία είναι επίσης πολύ δύσκολο και ψυχοφθόρο. Δεν έχουν καμία δηκτικότητα, στον ύπνο, στο μπάνιο, στο διάβασμα, στο τι θα φάνε εδώ και έναν ολόκληρο χρόνο. Δεν έχουν καμία επίσημη ενημέρωση και το ότι δεν μιλάνε τη γλώσσα κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη συναλλαγή τους με την έτσι κι αλλιώς άκαμπτη και χρονοβόρα γερμανική γραφειοκρατία. Αυτό που επιδεινώνει μάλιστα την κατάσταση είναι ότι, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ελλάδα που αντιμετωπίζονται σαν στάδια μετάβασης, η Γερμανία ήταν ο τελικός προορισμός του ταξιδιού τους. Το Βερολίνο, μάλιστα, ως (σχετικά) πολυπολιτισμική πρωτεύουσα μπορεί, θεωρητικά, να προσφέρει τις πιο ευνοϊκές συνθήκες εγκλιματισμού στη νέα τους ζωή (αν και τα υψηλά ποσοστά του AfD στην πόλη μας κάνει να αμφιβάλλουμε).
Έτσι, εκτός των άλλων, δεν έχουν πια και κίνητρο και ελπίδα ότι κάτι θα φτιάξει προς το καλύτερο.
Υπάρχει, όμως, κι ένα πολιτισμικό ή, αν το θέλετε ακόμα και ψυχικό, περίβλημα αυτής της απόφασης. Οι Γερμανοί κυβερνώντες που κουβαλάνε το βαρύ ιστορικό φορτίο του Ναζισμού στις πλάτες τους θα έκαναν τα πάντα για να αποποιηθούν αυτή τη ρετσινιά. Οι ιστορίες, όμως, που μου διηγήθηκαν ο Basil, o Wassim, o Bashir, o Bashar, o Mohammad, o Misse, o Mjbas και ο Khalil δείχνουν πως, όπως συνέβη και με τους Εβραίους ή με τους Ρομά στο αφήγημα της Ναζιστικής ιδεολογίας και στις πρακτικές της Ναζιστικής γραφειοκρατίας, έχουν χάσει εν πολλοίς και την ίδια την ανθρώπινή τους ιδιότητα. Δεν ισχυρίζομαι, φυσικά, ότι η Γερμανία αυτή τη στιγμή ταυτίζεται με το Ναζιστικό καθεστώς, μονάχα ότι όλες οι ταυτότητες αυτών που μου μίλησαν, π.χ. το ότι είναι άντρες, νέοι, Σύριοι, με κλίση στη μαγειρική ή στους υπολογιστές, με αγάπη για μια ποδοσφαιρική ομάδα, με καταγωγή από πόλεις που ελέγχει ο Άσαντ ή οι αντικυβερνητικοί ή οι Κούρδοι ή το Ισλαμικό Κράτος, το ότι ανήκουν στην εργατική ή μέση τάξη, το ότι είναι μουσουλμάνοι ή χριστιανοί ή άθεοι, καταπίνονται από την υπερ-ταυτότητα του πρόσφυγα, με αποτέλεσμα να απανθρωποποιούνται.
Το γεγονός δε ότι οι πρόσφυγες δεν έχουν άδεια μόνιμης παραμονής και πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή θεσμική υπόσταση στο κράτος στο οποίο θέλουν να ζήσουν και στην κοινωνία στην οποία θέλουν να συμμετάσχουν, τους καθιστά εκτός από μη-ανθρώπους και μη-πολίτες. Και όσο η έννοια του πολίτη ενός κράτους (με την έννοια του πολιτικού όντος με δικαιώματα) ταυτίζεται με την έννοια αυτού που φέρει την εθνικότητα του έθνους-κράτους (με εξαίρεση αλλοεθνείς που προσδίδουν οικονομικό όφελος σε αυτό το κράτος), τόσο είναι οι πρόσφυγες καταδικασμένοι να ζουν στην άκρη του κοινωνικού.
Και είναι αυτές οι ιδιότητες του μη-ανθρώπου και του μη-πολίτη που μπορούν να νομιμοποιήσουν και τη μη ανθρώπινη ή μη κοινωνική συμπεριφορά απέναντι στους πρόσφυγες εκ μέρους των αρχών (π.χ. μόνο τα ζώα ή τους φυλακισμένους και τους φαντάρους υποχρεώνει κανείς να κάνουν μπάνιο δημόσια για μεγάλο χρονικό διάστημα ακριβώς για να σπάσει την όποια αίσθηση ατομικών ή συλλογικών δικαιωμάτων).
Έτσι λοιπόν, ακόμα κι αν το προσφυγικό δεν πουλάει πια ή έχουμε εξοικειωθεί τόσο με αυτή τη μορφή βίας στην καθημερινότητά μας που παύει να μας κάνει εντύπωση, έχουμε ευθύνη σαν άνθρωποι προς άλλους ανθρώπους και σαν πολιτικά όντα προς άλλα πολιτικά όντα να σπάμε τη συνένοχη σιωπή και να στεκόμαστε αλληλέγγυοι δίπλα τους. Και πού ξέρετε, ίσως έτσι να ξαναβρούμε και την προ πολλού χαμένη ελπίδα μας