της Αναστασίας Σταυροπούλου
Υποψήφιας Βουλεύτριας Α’ Αθήνας με το ΜέΡΑ25- Συμμαχία για τη Ρήξη

Αυτήν την στιγμή στην Ελλάδα διεξάγουμε εκλογές με το σύστημα αυτό παρακολουθήσεων σε λειτουργία. Η μεθοδολογία και οι στόχοι των παρακολουθήσεων, δημοσιογράφοι, πολιτικοί αντίπαλοι, μέχρι και υπουργοί της κυβέρνησης, δείχνουν ότι σκοπός ήταν να συγκροτηθεί ένας παρακρατικός μηχανισμός που θα μπορεί να ελέγχει μέσω των υποκλοπών τις πολιτικές εξελίξεις, να προλαβαίνει καταστάσεις, να βρίσκει «σκελετούς στη ντουλάπα» για αντιπάλους ή ανθρώπους που νέμονται στην κρατική εξουσία, να χρησιμοποιεί το δίκτυο αυτό για τη νομή της επιχειρηματικής πίτας. Ένας μηχανισμός – βόμβα στα θεμέλια της δημοκρατίας. Ακόμη και την αποκάλυψη αυτού του σκανδάλου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη την διαχειρίστηκε με τον ίδιο κυνισμό και θράσος με τα οποία τον δημιούργησε. Οι «διορθωτικές» κινήσεις της ήταν ο ν. 5002/2022 που ουσιαστικά περιφρουρεί τον μηχανισμό ανεξέλεγκτων παρακολουθήσεων.

Αυτό το μοτίβο κυνισμού είναι φαίνεται ίδιον της κυβερνητικής διαχείρισης. Ομοιάζει με την αδιανόητη επιλογή του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του Νίκου Σαμπάνη από αστυνομικούς να επισκεφθεί, όχι την οικογένεια του θύματος, αλλά τους αυτουργούς της δολοφονίας για συμπαράσταση. Ομοιάζει με την υψηλού πολιτικού συμβολισμού κίνηση να χορηγήσει επίδομα – «μπόνους παραγωγικότητας» 600 ευρώ σε ένστολους λίγες ημέρες μετά την εν ψυχρώ εκτέλεση ενός παιδιού, του Κώστα Φραγκούλη, από αστυνομικό για 20 ευρώ.

Η κυβέρνηση ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Η επιχείρηση κατάλυσης των ελευθεριών, ο παροξυσμός αστυνομοκρατίας, από την κυβέρνηση δεν είναι από κάποια δεξιά ιδεοληψία, τουλάχιστον όχι μόνο, μιας και σίγουρα βοηθά να έχεις στην κυβέρνηση νοσταλγούς της δικτατορίας και ορκισμένους αντικομμουνιστές. Είναι μέρος της αποστολής της κυβέρνησης αυτής, μιας κυβέρνησης που εκτελεί συμβόλαιο για την ολιγαρχία. Με τον ίδιο τρόπο που επιχειρεί να ξηλώσει τις τελευταίες κοινωνικές κατακτήσεις που έχουν απομείνει μετά από τρία μνημόνια, στην εργασία, την κοινωνική προστασία, τα δημόσια αγαθά (υγεία, νερό, πολιτική προστασία), έτσι έχει επιπλέον υποσχεθεί στα υψηλά κλιμάκια εξουσίας ότι θα «καθαρίσει» με το αγκάθι των δημοκρατικών ελευθεριών και τις κατακτήσεις εκείνες της Μεταπολίτευσης που καθιστούν το λαϊκό παράγοντα ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων, ικανό να ασκήσει πιέσεις και να επιδράσει στο πολιτικό σκηνικό. Η στρατηγική του «τέλους της Μεταπολίτευσης» είναι δημόσια διακηρυγμένη.

Όμως, η κυβέρνηση βρήκε εμπόδια. Τέσσερα χρόνια μετά, ακόμη διαδηλώνουμε χωρίς άδεια από την αστυνομία, η πανεπιστημιακή αστυνομία βρίσκεται μόνο στις μακέτες των κυρίων Κεραμέως, Θεοδωρικάκου, Παπανικολάου και Σία. Οι δρόμοι γεμίζουν πολίτες, ιδίως νέους και νέες, που παρά την καταστολή, έχουν καταφέρει να αναδείξουν την αστυνομική βία ως συστημικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Οι φοιτητικοί σύλλογοι υπάρχουν και διεξάγουν κάθε χρόνο τις δικές τους κανονικές, και όχι ηλεκτρονικές, εκλογές, στις οποίες χάνει η κυβερνητική παράταξη ΔΑΠ – ΝΔΦΚ, και στις οποίες σύρθηκαν να ξαναδώσουν βάρος οι παρατάξεις των συστημικών κομμάτων, αφού δεν πέτυχε η στρατηγική της απαξίωσης των συλλογικών φορέων και κινδύνεψε να ξεβράσει τους ίδιους τους φορείς της.
Τέσσερα χρόνια μετά, μπορούμε να μετρήσουμε πλήγματα, αλλά και κρίσιμες κατακτήσεις. Από τα ζητήματα εκείνα που τελικά η κυβέρνηση βγήκε στο ζύγι χαμένη είναι αυτό των δημοκρατικών ελευθεριών. Κι’ αυτό γιατί ξεκίνησε να εκμεταλλευτεί έναν λαό παγωμένο και απογοητευμένο από 3 μνημόνια -και το τελευταίο στο όνομα της «αριστεράς»-, που ήταν το πολιτικό έδαφος για να αναπτύξει τέτοια επιθετικότητα η εκδικητική δεξιά Μητσοτάκη. Αλλά δεν έκλεισε με τις ελευθερίες στο γύψο, ούτε τα πανεπιστήμια αστυνομοκρατούμενα, τις απεργίες αδύνατες. Έκλεισε με τους δρόμους πλημμυρισμένους στις διαδηλώσεις των Τεμπών, έκλεισε με σειρά απεργίες με ιστορική συμμετοχή.

Πρόκειται για τεράστια κατάκτηση του λαού, ιδιαίτερα της νεολαίας, της αγωνιζόμενης αριστεράς. Το χρωστάμε στα παιδιά που στέκονται τέσσερα χρόνια τώρα άφοβα μπροστά στο τέρας της αστυνομοκρατίας, ακόμη και όταν στοχεύει να σκοτώσει, όπως κόντεψε με το Γιάνη Ντουσάκη στο ΑΠΘ. Στα παιδιά που ανοίξανε τους δρόμους για να μπορούμε όλοι και όλες να διαδηλώνουμε για τα δίκαιά μας. Στους δημοκρατικούς πολίτες που μίλησαν για τον Ινδαρέ, για τον Ινδιάνο, για το Ζακ, για την αστυνομία που εκτέλεσε δύο νέους Ρομά σε μόλις ένα χρόνο. Στους δικηγόρους και τους νομικούς που κράτησαν ανοιχτό το πανό μπροστά στην αύρα. Στους καλλιτέχνες που έσπασαν με τα τραγούδια τους την εμπόλεμη ζώνη που έστησε η κυβέρνηση με πρόθυμους Πρυτάνεις στα πανεπιστήμια.
Ένα κοινωνικό και πολιτικό ακροατήριο που ανασυγκροτήθηκε, ενεργοποιήθηκε ξανά και ξανά και βρέθηκε αντιμέτωπο με τη στρατηγική της έντασης, και που υποτιμήθηκε εμφανώς από τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης. Έτσι σπάει η στρατηγική της έντασης, η στρατηγική της εκτροπής, με το λαό στου δρόμο, με το λαό ενεργοποιημένο. 1-1-4.

Δεν σπάει με την χλιαρή αντιπολίτευση, δεν αντιμετωπίζεται με τον τρόπο που επιχείρησε ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή με το να μπαίνουν στο τραπέζι του διαλόγου με κάθε παράλογο μέτρο της στρατηγικής αυταρχισμού της κυβέρνησης. Ακόμη και στο τεράστιο ζήτημα των υποκλοπών, κύριο μέλημα των δυνάμεων αυτών ήταν η έμφαση στη θεσμική διαδικασία και βασικά η αποφυγή προσφυγής σε λαϊκές κινητοποιήσεις. Κύριο μέλημα παραμένει, να μην τρομάξει η ολιγαρχία και τα κέντρα εξουσίας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φλερτάρει ξανά με τα «νταούλια και τις κατσαρόλες» του αντιμνημονιακού κινήματος. Και γι’ αυτό καταλήγει στον εξευτελισμό να διαγκωνίζεται με το Μητσοτάκη για το φράχτη του Έβρου και το ποιος έφερε πρώτος Ραφάλ.

Μόνο να ενισχύσει την στρατηγική του αυταρχισμού καταφέρνει αυτή η στάση. Και δυστυχώς, σε στιγμές, το πέτυχε. Το κατάφεραν ψηφίζοντας την κατάλυση του τεκμηρίου της αθωότητας με την αναγραφή της ποινικής δίωξης στα ποινικά μητρώα, και ακόμη χειρότερα, το έπραξαν ψηφίζοντας όλα τα κόμματα, πλην του ΜέΡΑ25, το επίδομα επιβράβευσης δολοφονιών παιδιών και επαναπροωθήσεων προσφύγων των 600 ευρώ σε ένστολους. Ακόμη και το ΚΚΕ, ένα κόμμα της αριστεράς, εισπράττοντας την χλεύη και την οργή της νεολαίας, που βιώνει τα αποτελέσματα αυτής της επιβράβευσης της αστυνομικής ασυδοσίας σε δρόμους, πλατείες, πανεπιστήμια και γήπεδα.
Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίσεις την στρατηγική της έντασης. Ο πρώτος, που εφάρμοσαν τα μνημονιακά κόμματα, είναι να την αποδεχτείς, και να διαπραγματευτείς τα νέα κουτσουρεμένα όρια των μισοφαγωμένων ελευθεριών και των μονοδρομημένων διαδηλώσεων στη νέα «μετά- μεταπολιτευτική» εποχή.

Ο άλλος, είναι αυτός που ακολούθησε το δημοκρατικό κίνημα και η νεολαία για να μπορούμε σήμερα να λέμε ότι στην Ελλάδα η αστυνομία δεν είναι πυλωρός των συνταγματικών ελευθεριών, ότι ο συνδικαλισμός και η συλλογική διεκδίκηση είναι ακόμη ελεύθερα, ότι δεν πεθαίνουν κρατούμενοι στις φυλακές από απεργίες πείνας. Ο δρόμος της ρήξης και της σύγκρουσης, ο δρόμος της αδιάστικτης υπεράσπισης των ελευθεριών, χωρίς τις οποίες δε νοείται δημοκρατία, αλλά μεταβαίνουμε σε συνθήκες καθεστώτος. Των ελευθεριών που διασφαλίζουν ότι μπορούν οι λαϊκές τάξεις να παρέμβουν με τα μαζικά τους αιτήματα στο προσκήνιο, ότι μπορεί η μειοψηφία να γίνει πλειοψηφία.

Ένα από τα στοιχήματα των επικείμενων εκλογών είναι να στηριχτεί και να εκφραστεί ενισχυμένο το ρεύμα της ρήξης με αυτές τις στρατηγικές. Το ΜέΡΑ25- Συμμαχία για τη ρήξη, μια σύναξη της αγωνιστικής αριστεράς, μια ενωτική συσπείρωση αγωνιστών και αγωνιστριών που δώσαμε στους δρόμους τη μάχη για τα εργασιακά, κοινωνικά, δημοκρατικά δικαιώματα, αξίζει να στηριχτεί με πολλούς/ες βουλευτές και βουλεύτριες, γιατί μπορεί να στηρίξει την επόμενη μέρα αυτούς τους κοινωνικούς αγώνες. Να ενισχύει τη φωνή τους, να σπάσει τη συστημική μονοφωνία, να ακουστεί ηχηρό το μήνυμα της ανυπακοής. Και φυσικά γι’ αυτό δέχεται πόλεμο συκοφαντίας από τα τρολς του συστήματος. Πολύ θα τους βόλευε μια βουλή που όλοι θα ψήφιζαν χειροκροτώντας το 600άρι επίδομα κρατικών δολοφονιών.

Δεν θα τους κάνουμε τη χάρη. Θα σταθούμε ξανά και ξανά μπροστά τους, άφοβα.