της Δανάης Καρυδάκη
Ο πατριωτισμός είναι μια εξευγενισμένη εκδοχή του φτου-κακά εθνικισμού μεν, ασίγαστο συναίσθημα συνομήλικο τουλάχιστον του Κρυφού Σχολειού δε. Στη γνωστή διαμάχη της με τον Λένιν, η Πολωνο-εβραία Μαρξίστρια Ρόζα Λούξεμπουργκ, πιστή στις αρχές του διεθνισμού, ήταν σθεναρά αντίθετη στον πατριωτισμό και την έννοια της εθνικής αυτοδιάθεσης. Ο πατριωτισμός, υποστήριζε η Λούξεμπουργκ, που όπως ήταν φυσικό γνώρισε έξαρση με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εκείνη την εποχή, ήταν ανάχωμα στον ταξικό αγώνα και διευκόλυνε το αφήγημα της μπουρζουαζίας περί εθνικού, δηλαδή ιμπεριαλιστικού, δηλαδή καπιταλιστικού συμφέροντος. Κι όμως, παρά τα όσα έλεγε η Ρόζα, ο πατριωτισμός είναι μια ώρα δύσκολη στο ημερήσιο πρόγραμμα του Έλληνα καλούντος εαυτόν αριστερό. Προς διευκόλυνσή του, διατίθεται εγχειρίδιο περιστάσεων στις οποίες επιτρέπεται το ξεδίπλωμα της γαλανόλευκης από το ντουλάπι και άλλων όπου καθίσταται άκρως απαγορευτική.
Όταν η Κορακάκη παίρνει χρυσό μετάλλιο στην σκοποβολή και η οικογένεια κάνει φιλελέ σχόλια περί ανυπαρξίας του κράτους δεν πανηγυρίζουμε, ενώ όταν η Στεφανίδη που έχει γονείς αριστερίζοντες δημόσιους υπαλλήλους βγαίνει πρώτη στο επί κοντώ μπορούμε να ανατριχιάσουμε σύγκορμοι με την ησυχία μας (οι περιπτώσεις Πετρούνια και Γιαννιώτη εμπίπτουν στην κατηγορία «λεοντόκαρδοι λεβέντες» και ως τέτοιοι δεν ετεροκαθορίζονται από τους γονείς τους σαν τις κορασίδες, οπότε το βούρκωμα στο άκουσμα του εθνικού ύμνου συστήνεται κατά βούληση).
Όταν εκπρόσωποι στην ευρωβουλή του βρετανικού εθνικιστικού κόμματος UKIP – που σημειωτέον βάσισε τη μισή του καμπάνια για το Brexit στον ισχυρισμό ότι η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου χτίστηκε με τα λεφτά των Άγγλων και την άλλη μισή στους βρωμομετανάστες-που-παίρνουν-τις-δουλειές-μας – ενθαρρύνουν τον ελληνικό λαό, που γέννησε τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και το χτυπητήρι του φραπέ, να αντισταθούν στην ΕΕ, επιβάλλεται η ενθουσιώδης κοινοποίηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πάραυτα. Όπως πράξατε αναλόγως και σε περίπτωση που ο Μεγάλος Έλλην Λάκης Λαζόπουλος αποδίδει τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία για τη λειτουργία της οικονομίας στην κινητική αναπηρία του Σόιμπλε ή όταν ταυτίζει όλους τους σημερινούς Γερμανούς, βιομήχανους, εργάτες ή ανέργους, με τον Φύρερ.
Όταν η Πρώτη Φορά Αριστερά κάνει συγκυβέρνηση με τον φουστανελοφόρο, Σαλαμινομάχο, Καμμένο όνομα και πράμα το καταπίνουμε με ολίγη ζάχαρη για την πίκρα και διαδηλώνουμε ακάθεκτοι στις Ανάσες Αξιοπρέπειας. Αμάσητο καταπίνουμε επίσης και τον ισχυρισμό του Μεσσία μας ότι το πατ-κιουτ δημοψήφισμα είναι η απάντηση των ανάδελφων περήφανων Ελλήνων, που μετρούν 2000 χρόνια (συνεχούς και αδιάλειπτης) δημοκρατίας, στον ξένο κατακτητή (ο Μέγας Αλέξανδρος και ο διάδοχοί του, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η Βυζαντινή αυτοκρατορία, η Οθωμανική αυτοκρατορία, οι Βαυαροί, τα πραξικοπήματα του Μεσοπολέμου συμπεριλαμβανομένης της Μεταξικής δικτατορίας, και η επταετής Χούντα των συνταγματαρχών ανήκουν φυσικά στα ψιλά γράμματα της ιστορίας).
Υπάρχει βέβαια ένα μείζον θέμα της πατριωτικής επικαιρότητας, εν όψει της σημερινής παρουσίας απεσταλμένου του ΟΗΕ στο Μαξίμου, στο οποίο ο Έλλην αριστερός έχει ξεκάθαρη και αδιαπραγμάτευτη θέση. Το Κυπριακό. Οι συνομιλίες ξανάνοιξαν, τα μυαλά όμως παραμένουν κλειστά, διότι όπως είπε και μια παλιά καραβάνα της δημοσιογραφίας, αν θέλεις να πουλήσεις 20% λιγότερα φύλλα στην εφημερίδα βάλε πρωτοσέλιδο για την Κύπρο. Είναι γνωστό τοις πάσι αριστεροίς ότι οι Τούρκοι είναι αδέρφια μας και οι Ελληνοκύπριοι κάτι μαυριδεροί, τριχωτοί, φυλάργυροι χαλουμοφάγοι που ακούν φανατικά Άννα Βίσση, μιλούν μια χαλασμένη, ξένη γλώσσα και κερδίζουν με δόλια μέσα όλα τα ελληνικά τάλεντ σόου, αφήνοντας τους γνήσιους Έλληνες σε δεύτερη μοίρα (το γεγονός δε ότι η Ανόρθωση Αμμοχώστου χάρισε την ήττα τόσο στον Ολυμπιακό όσο και στον Παναθηναϊκό είναι ασυγχώρητό τους παραστράτημα για ούλλους τους καλαμαράδες).
Τι κι αν το άγημα αριστερών εθελοντών που έστειλε η Κύπρος στο πλαίσιο των Διεθνών Ταξιαρχιών (συμπεριλαμβανομένου του Εζεκία Παπαϊωάνου) για να πολεμήσουν στον Ισπανικό Εμφύλιο ενάντια στον Φράνκο το 1936 είχε τη μεγαλύτερη συμμετοχή αγωνιστών αλλά και τις περισσότερες απώλειες σε σχέση με το μέγεθος της χώρας;
Τι κι αν ο αντιαποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ ενάντια στην Αγγλική Αυτοκρατορία, που ξεκίνησε το ’55 και διήρκεσε μέχρι το ’59, είχε, εκτός από το εθνικιστικό αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα στα πρότυπα του Βενιζέλου στην Κρήτη λίγα χρόνια νωρίτερα, και πλατύ λαϊκό έρεισμα στην εργατική τάξη και πολλούς αριστερούς αγωνιστές του νησιού που πάλευαν για τα εργατικά δικαιώματα; Τι κι αν πολλοί από αυτούς εκτελέστηκαν ως προδότες από τον στρατιωτικό και εν μέρει ιδεολογικό υποκινητή του αγώνα Γεώργιο Γρίβα, πρώην αρχηγό της αντικομμουνιστικής Οργάνωσης Χ στην Ελλάδα;
Τι κι αν ήταν ο δεξιός εθνάρχης μας Κωνσταντίνος Καραμανλής, τότε πρωθυπουργός με την ΕΡΕ, που συνυπέγραψε μαζί με τον Μακάριο τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου για την Κυπριακή Ανεξαρτησία το ‘59; Τι κι αν οι συνθήκες αυτές όχι μόνο καθιστούσαν εγγυήτριες δυνάμεις με δικαίωμα στρατιωτικής επέμβασης στην Κύπρο την Ελλάδα, την Τουρκία και την Αγγλία αλλά και προσέβλεπαν στην εγκατάσταση βάσεων του ΝΑΤΟ και στο να τεθεί εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα και η κομμουνιστική δράση εν μέσω Ψυχρού Πολέμου;
Τι κι αν ήταν η Χούντα των συνταγματαρχών που προετοίμασαν παρέα με τις ακροδεξιές μαριονέτες της ΕΟΚΑ Β’ το πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου το 1974 που οδήγησε στην Τουρκική εισβολή, τη διχοτόμηση του νησιού και τον ξεριζωμό χιλιάδων προσφύγων τόσο από την πλευρά των Ελληνοκύπριων όσο και των Τουρκοκύπριων; Τι κι αν ο Εθνάρχης που ή-ή-ήρθε εκ Παρισίων το ’74 σαν από μηχανής απελευθερωτής και φορέας της δημοκρατίας είπε ότι «η Κύπρος είναι μακριά»;
Τι κι αν οι πάντα γελαστοί και γελασμένοι Τάσος Ισαάκ και Σολωμός Σολωμού δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ το 1996 από τους Τούρκους εθνικιστές; Τι κι αν μια ιμπεριαλιστική νατοϊκή υπερδύναμη, σχεδόν αντίστοιχη του Ισραήλ, υπό τον πολυχρονεμένο σουλτάνο Ταγίπ Ερντογάν κατέχει παράνομα Ευρωπαϊκό έδαφος και καταπατά καθημερινά τα δικαιώματα κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά της Τουρκοκυπριακής κοινότητας; Τι κι αν η Αγγλική Αυτοκρατορία μοιάζει να μην τέλειωσε ποτέ στο νησί αφού η διπλωματική τακτική του «διαίρει και βασίλευε» καλά κρατεί και ο Βρετανικός στρατός αλωνίζει ανενόχλητος στις βάσεις που θεωρούνται βρετανικό έδαφος; Τι κι αν ο φάκελος Κύπρος παραμένει σφραγισμένος 42 χρόνια μετά και με πάσα κυβέρνηση καλύπτοντας τον βρώμικο ρόλο των ελληνικών αρχών;
Τι κι αν, με άλλα λόγια, την ευθύνη για όλο αυτό φέρουν η ελληνική και κυπριακή Δεξιά και Ακροδεξιά, οι επεκτατικές τάσεις της καπιταλιστικότατης Τουρκίας και η σταθερή επιθυμία των Άγγλων να ανήκουν στους μεγάλους παίκτες του παγκόσμιου χάρτη; Το Κυπριακό για τον Έλληνα αριστερό είναι μεγαλύτερο ταμπού κι από την παραδοχή ότι παρακολούθησε το επίμαχο βίντεο της Τζούλιας. Κάπως παραδοξολογικά, η Κύπρος έχει αμαχητί παραχωρηθεί στα λάβαρα της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς, των επιγόνων δηλαδή, κυριολεκτικά και μεταφορικά, εκείνων που ως συνήθως τα έκαναν αχταρμά. Και κάπως έτσι τα ματωμένα αυτοκόλλητα «Δεν Ξεχνώ» των Χρυσαυγιτών τείνουν να σημαίνουν «Ξέχασα Ανοιχτό τον Θερμοσίφωνα και τον Ρόλο της Δεξιάς και του Μεγάλου Κεφαλαίου στην Κύπρο».
Όσο ευρεία κι αν είναι η ερμηνεία της λέξης «αριστερός», και είτε συμφωνεί κανείς περισσότερο με τον Λένιν παρά με τη Λούξεμπουργκ στο ζήτημα του έθνους, αν χαθεί το ταξικό πρόσημο από την κριτική ανάλυση των ιστορικών και πολιτικών γεγονότων, αν δηλαδή αντιμετωπίσουμε τον λαό σαν μια ομοιογενή κατηγορία που διακρίνεται από τη γλώσσα ή τη διάλεκτο που μιλάει, τη βάψαμε ή, όπως λένε και στα Κυπριακά, εκάμαμέν τα μαύρα τζαιγέρημα. Κινδυνεύουμε να κοιμίσουμε τις συνειδήσεις μας και να γλιστρήσουμε σε ρατσιστικά στερεότυπα ίδια του εθνικιστικού αφηγήματος, που όπως αποδεικνύει και η καθιέρωση των φασιστών σε τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της βουλής, είναι πολύ πιο εύπεπτο και ανακουφιστικό από το ταξικό. Κυριότερο από όλα, ορμώμενοι και από το πώς χάψαμε το παραμύθι του 2015, κινδυνεύουμε να κολλήσουμε τη νόσο του ΠΑΣΟΚ, του Πανελλήνιου Αταξικού Κινήματος που έστειλε τον Σοσιαλισμό για βρούβες.
Για να ανακεφαλαιώσουμε, οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι ένα καπιταλιστικό πανηγύρι χτισμένο με τον ιδρώτα, και ενίοτε το αίμα, των εργατών που πληρώθηκαν ψίχουλα για να φτιάξουν τις αθλητικές εγκαταστάσεις με σκοπό να βγάλουν δισεκατομμύρια οι μεγάλες εταιρίες και να πάρουν και οι αθλητές το κατιτίς τους και ουχί μοναχά για το Ολυμπιακό ιδεώδες, το δάφνινο στεφάνι και την άρση της σημαίας της πατρίδας τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, σαν άλλο ΠΑΣΟΚ, χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί με μαεστρία τον (δεξιό) εθνικολαϊκισμό για να πάρει τον κόσμο με το μέρος του. Και το Κυπριακό είναι ένα πολύ περίπλοκο ζήτημα για να παραχωρηθεί με τόση ευκολία στις αξιώσεις της Δεξιάς. Η πατρίδα μας, λοιπόν, για την Αριστερά είναι μια πονεμένη ιστορία. Ή όπως λέει και ένας Κύπριος τραγουδιάρης κατ’ εξαίρεση αγαπητός στους Ελλαδίτες αριστερούς, με αμφίσημη αναφορά στον εθνικό μας ποιητή και το παιδί που με τσιγάρο έφυγε στα χείλη, «έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας, η καημένη, ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή.»
Θερμές ευχαριστίες στους Σίμο Ζένιο και Θοδωρή Ρακόπουλο για το υλικό, τις ιστορικές παρατηρήσεις και τις βιβλιογραφικές αναφορές.