Καθώς δεν είμαι ειδικός στα μουσικά είδη της ραπ, τραπ, ρεγκετόν ή όπως αλλιώς μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ένα παρόμοιο τραγούδι, θα ήθελα να κάνω ορισμένες γενικότερες σημειολογικές και οιονεί κοινωνιολογικές παρατηρήσεις για την επιτυχία του φαινομένου Sin Boy και την αντανάκλασή της στην κοινωνία μας σε σχέση, όμως, με στοιχεία που βρίσκουμε στους στίχους του. Ένας από τους βασικούς λόγους της επιτυχίας αυτής είναι ότι το βασικό δίστιχο έχει μια κλασική αξία, εκφράζει μια ολόκληρη εποχή. Βρισκόμαστε στην εποχή του «πειραγμένου», του «φτιαγμένου», όπου τίποτα δεν είναι αδιαμεσολάβητο, παρθενικό, «όπως βγήκε από τη μάνα του», καθαρό, αλλά κάθε κατόρθωμα οφείλεται και σε κάποιου είδους «ντοπάρισμα» ή σε κάποια μορφή υβριδικότητας. Το χαρακτηριστικό του Sin Boy είναι ότι κάνει ευθύς εξαρχής μία περήφανη ανάληψη (assumption) του μη-μαμίσιου χαρακτήρα του επιτεύγματός του. Δεν κάθεται να μπει σε μια λογική απολογίας ή εξύμνησης του απωλεσθέντος «μαμά» και να δικαιολογηθεί γιατί προέβη στο «πείραγμα», αλλά ξεμπερδεύει στα γρήγορα με μια λακωνική διευκρίνιση, προκειμένου να περάσει μετά στον ιδιότυπο αυτοδοξασμό του.
 
            Αυτή η περήφανη ανάληψη (assumption) ή πανηγυρισμός (celebration) είναι ένα συνεπές στοιχείο του ήθους του Sin Boy για όσους τον παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι «Θα πεθάνουμε νέοι»[1], όπου βγαίνει να πει ευθαρσώς στον έρωτά του (babe) ότι με τον τρόπο ζωής του είναι πιθανόν να πεθάνει νέος. Οπότε δεν επαγγέλλεται μακροζωία και ευτυχία, υπόσχεται, όμως, μια γνήσια σύντομη ζωή κλέους, που αξίζει κανείς να τη ζήσει μαζί του. Πάλι δεν μπαίνει σε μία λογική εξωραϊσμού να διεκδικήσει ότι ναι μεν ζει μια ορισμένη ζωή καταχρήσεων, αλλά το παλεύει και τελικά θα καταφέρει να επιζήσει. Παραδέχεται ευθύς εξαρχής για να τελειώνουμε με τα διαδικαστικά ότι ο ορίζοντάς του είναι ένας πρόωρος θάνατος και προσπαθεί να βρει χαϊντεγγεριανά την υπαρκτική του αυθεντικότητα εντός του.
 
 
Αλβανός- Έλληνας, gang– αγόρι, μαμά- πουτάνα: Τα τρία δίπολα που (δια)πραγματεύεται ο Sin Boy
 
 
            Τις τελευταίες εβδομάδες στις αναφορές στον Sin Boy γίνεται κατά κόρον λόγος για το ότι προωθεί ένα (είτε αυθεντικό είτε επιτηδευμένο και δήθεν) lifestyle όπου κυριαρχούν το χρήμα, τα ναρκωτικά, η μαφία και οι σεξιστικές αναφορές. Αν και αυτό μπορεί να ισχύει και ο Sin Boy να μην είναι ακριβώς και το καλύτερο πρότυπο για τα παιδιά και εφήβους που αποτελούν το φανατικό κοινό του, ούτε ακριβώς η επιτομή του φεμινισμού, θα ήθελα να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις για το τι κομίζει ως χαρακτήρας ο Sin Boy μέσα από ορισμένα σημαντικά δίπολα:
 
α) Αλβανός- Έλληνας. Ο Sin Boy είναι το παιδί μεταναστών από την Αλβανία, οπότε δεν είναι ο Έλληνας, αλλά κάποιος που έρχεται οιονεί έξωθεν στην ελληνική ραπ σκηνή, αν και ταυτοχρόνως έχει γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ σε συνοικίες της Δυτικής Αθήνας, όπως η Νέα Ιωνία και ο Περισσός. Σε τραγούδι του θα αναφερθεί σε «φίλους απ’ το Κόσοβο, όλοι με σημάδια μες στο πρόσωπο» ή στο ότι «Λονδίνο έχω τον θείο μου τον Bledi, βρωμοδουλειές για τα φράγκα στην τσέπη»[2]. Ακόμη κι αν έχει οικειοποιηθεί την Ελλάδα και δη τα όμορφα τοπία των νησιών με τα πολυτελή ξενοδοχεία και την πρόσβαση με γιωτ σε ερημικές παραλίες, ο ορίζοντάς του παραμένει η ευρύτερη Αλβανική διασπορά. Εντός της ελληνικής κοινωνίας ο Sin Boy αναλαμβάνει τον ρόλο του «μολυσματικού». Στις συνεντεύξεις που παραχωρεί, λ.χ. στον Γρηγόρη Αρναούτογλου, αλλά και αλλού[3], εμφανίζεται καλυμμένος με ιατρική μάσκα ή με μάσκα αντλημένη από ήρωες της pop κουλτούρας, και, όταν αποσπά την εύλογη ερώτηση γιατί το κάνει αυτό, απαντά «γιατί είμαι αρρώστια και θα σας κολλήσω». Όταν εκβιάζεται από τον παρουσιαστή εμμέσως το να βγάλει τη μάσκα, λ.χ. για να στερεωθεί το μικρόφωνο ή για να πιει νερό, ο Sin Boy με συνέπεια ήθους δεν αρνείται αλλά καταφεύγει σε κάποιο μπεκετικό gag (και με τις δύο σημασίες της λέξης gag στα αγγλικά, ήτοι του καλύμματος του στόματος και του τσιρκολάνικου αστείου), όπως να δοκιμάζει το μικρόφωνο πάνω από τη μάσκα ή ακόμα χειρότερα να προσπαθεί να πιει νερό πάνω από τη μάσκα. Το προφίλ του Sin Boy δεν είναι ακριβώς ο «κακός», αλλά ο «μολυσματικός», αυτός που λερώνει την ελληνική κοινωνία και τη νεολαία της.
 
β) Gang- αγόρι. Είναι βασική ως εκ τούτου η αναφορά του σε ένα ευρύτερο gang[4], συμμορία, όπου ανήκει, το οποίο ο ακροατής αφήνεται να φανταστεί ότι είναι κάποιο είδος αλβανικής μαφίας. Σε αυτό το gang, ωστόσο, δεν είναι ο κυρίως νταής, αλλά ένα νέο αγόρι. Γενικά, στα περισσότερα τραγούδια του οικειοποιείται τον χαρακτήρα του ως «αγοριού», μια ορισμένη «αγορικότητα». Στη συνέντευξή του στον Γρηγόρη Αρναούτογλου[5] δήλωσε ότι ήθελε το καλλιτεχνικό του όνομα να περιέχει οπωσδήποτε το boy και κάτι ακόμα, και μετά από κάποιες σκέψεις κατέληξε στο Sin boy. Μπορούμε να φανταστούμε τον Sin Boy σε έναν ομηρικό κόσμο να μην είναι ο κατ’ εξοχήν αριστοκράτης πολεμιστής, αλλά ο αοιδός που θα υμνήσει τα κλέη της πολεμικής κοινότητας, μετέχοντας αναλογικά σε αυτήν. Και εδώ πάλι υπάρχει ένα στοιχείο περήφανης ανάληψης: Στοιχεία όπως η παιδικότητα, η νεαρή ηλικία, ακόμη και το χαμηλό ύψος αναλαμβάνονται ως ένας εναλλακτικός πλην γνήσιος τρόπος να μετέχει κανείς στα μαχητικά ανδραγαθήματα του gang.
 
γ) Μαμά- πουτάνα. Η αίσθηση «αγορικότητας» του Sin Boy επιτείνεται από τις συχνές αναφορές στα τραγούδια στη μητέρα του. Το πλέον χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι «Μάνα (Ένα καλύτερο μέλλον)»[6], όπου ως ανερχόμενος γκάνγκστερ απευθύνεται με τρυφερότητα στη μητέρα του. Η συνάφεια είναι ότι γιος και μάνα αντιμετωπίζουν ένα ξένο, εχθρικό και χαιρέκακο περιβάλλον που αγάλλεται με τον πόνο τους. Στο περιβάλλον αυτό ο αφηγητής ανδρώνεται ακριβώς μέσα από την αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων και έχει ως ορίζοντά του ένα «καλύτερο μέλλον», στο οποίο, όταν έρθει, η μητέρα του θα συμμετάσχει ως προνομιακή σύντροφος. Κατά αντίστιξη, οι συνομήλικες γυναίκες αναφέρονται συχνά ως «πουτάνες». Λ.χ. η συνέχεια της επωδού στο «Mama?» είναι «πουτάνα δεν παίρνω ποτέ σοβαρά, έτσι μου ‘πε η μαμά». Ο θεατής μπορεί να φανταστεί τη μητέρα ενός νεαρού Αλβανού μετανάστη, η οποία ανήκει σε μία άλλη γενιά, καθώς έζησε τον υπαρκτό σοσιαλισμό, ένα άλλο ανήκειν σε μια διαφορετικού τύπου παλαιά κοινωνία, τις δυσκολίες της μετανάστευσης σε έναν διαφορετικό κόσμο κ.ο.κ. Η «μαμά» αυτή είναι μια πολύ βασική σταθερότητα για τον γιο τον ανήκοντα στον κόσμο του «φτιαγμένου» του ύστερου νεωτερικού καπιταλισμού και προφανώς διαφέρει από τις ομήλικες γυναίκες του boy. Εντέλει, η «μαμά» δεν μπορεί παρά να είναι ένας σταθερός ορίζοντας και αναφορά στο Bildungsroman που είναι η ζωή του νέου ράπερ. Βεβαίως πρόκειται και για ένα σύνηθες κλισέ είτε ψυχολογικού τύπου ότι ο νεαρός άντρας που πανηγυρίζει την πολυγαμία του είναι κατά βάθος μονογαμικός στην καθήλωσή του προς τη μητέρα, την οποία ακριβώς εξυπηρετεί η ελευθέρια αυτή πολυγαμία. Είτε και για ένα κοινωνικό κλισέ του μουσικού genre ότι ο ράπερ που απαξιώνει σεξιστικώς τις ομήλικες γυναίκες μοιραία θα έχει ως αναφορά τη μητέρα του, ενίοτε στο πλαίσιο ενός ναρκισισμού της οικογένειας ή της φάρας. Παρομοίως, η «αμαρτωλότητα» του Sin Boy θα μπορούσε να ερμηνευτεί λακανικά ως η εκκρεμότητα έναντι του Νόμου, που θέτει ο συμβολικός Πατέρας, και η παλινδρόμηση σε ένα σύμπαν ηθικής αδιαφορίας. Περισσότερο, όμως, πρέπει να δούμε την αναφορά σε μία Αλβανίδα μητέρα αγωνίστρια, η οποία κατόρθωσε να αλλάξει περιβάλλοντα, και έχει σμιλεύσει ένα ήθος από τις δυσκολίες και τις ανάγκες μετασχηματισμού, που αυτές έχουν φέρει, στην οποία ο Sin Boy αναγνωρίζει ένα πρότυπο για τον σχηματισμό του δικού του χαρακτήρα μέσα από μεταλλάξεις του. Ορισμένες σπάνιες φορές, πάντως, αναδεικνύεται στα τραγούδια του και μια ομήλικη με την οποία είναι ερωτευμένος, όπως στο λυρικό «Θα πεθάνουμε νέοι babe».    
 
 
Η εμμονή με τα χρήματα ως αποστασιοποιητικό mantra
 
Παρόμοια δίπολα ενέχουν και έναν βαθμό κλισέ, ωστόσο ο Sin Boy τα διαπραγματεύεται και με πρωτότυπο τρόπο. Ας πάρουμε λ.χ. την εμμονή του Sin Boy με τα χρήματα, τα οποία κυριαρχούν ως θέμα τόσο στους στίχους του, όσο και στις συνεντεύξεις του. Ο συνήθης σκανδαλισμός είναι ότι τα χρήματα αποτελούν τη μοναδική αξία του Sin Boy. Ή σε μια ψυχολογική ανάγνωση θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μια υπεραναπλήρωση λόγω της φτώχειας των παιδικών χρόνων ενός Αλβανού μετανάστη, που συχνά, όπως λέει στη συνέντευξή του, τρεφόταν μόνο με ψωμί και λάδι. Τα λεφτά βεβαίως επέχουν και τη θέση της κοινωνικής επιτυχίας και αναγνώρισης. Θα ήθελα, όμως, να υποστηρίξω ότι η εμμονή του Sin Boy με τα λεφτά λειτουργεί και ως ένα Verfremdungseffekt κατά τον όρο του Bertolt Brecht, ήτοι ως μια μέθοδος αποστασιοποίησης. Η συνεχής οιονεί μηχανική επανάληψη από τον Sin Boy ότι τα κάνει όλα για τα λεφτά, ότι δεν σκέφτεται τίποτε άλλο κ.ο.κ., ομοιάζει με mantra Ινδουιστή ή Βουδιστή μοναχού ή με επαναλαμβανόμενη προσευχή που αποσκοπεί να μας αναγάγει από το οντικό στο οντολογικό.
 
Ας σκεφτούμε λίγο σε τι διαφέρει ο Αλβανός Sin Boy από έναν Έλληνα ράπερ. Ο Έλληνας ράπερ έχει συνήθως δύο επιλογές ενώπιόν του. Ή θα κάνει μία ραπ «κοινωνικής κριτικής» (διάσημος της δικής μου γενιάς ήταν εν προκειμένω ο λοουμπαπάς B.D. Foxmoor), όπου η έμφαση θα είναι στην κοινωνική καταδίωξη που υφίσταται και στην αλληλεγγύη του για άλλους καταπιεσμένους. Ή θα αναφερθεί σε κοινωνικά θέματα, κάνοντας χαβαλέ με μανιερίστικη πλακίτσα (όπως στη δική μου γενιά τα Ημισκούμπρια). Ο Sin Boy επιτυγχάνει να αποδομήσει αυτό το δίπολο στον δρόμο προς την αυθεντικότητα ενός πιο γνήσιου περιθωρίου. Ο πραγματικά περιθωριακός, όταν τραγουδά, δεν θα εξαντλείται στο πώς καταδιώκεται από την κοινωνία, αλλά ούτε και θα έχει όρεξη απλώς για πλακίτσα. Είναι πολύ πιθανότερο ο πραγματικά περιθωριακός να προσπαθήσει να αντλήσει αξιοπρέπεια από ένα μικρό του επίτευγμα ακριβώς εντός του χώρου του περιθωρίου στο οποίο ανήκει ή έχει ωθηθεί. Ο Sin Boy ως προς αυτό αναβιώνει έναν αιώνα μετά τα πρώτα ρεμπέτικα, τα οποία σε αντίθεση με τα αρχοντορεμπέτικα ή τα μετέπειτα λαϊκά, μιλούν συχνά για μικρά κατορθώματα του ρεμπέτη μέσα στην ευτέλεια του περιθωριακού κόσμου του. Ο πρωτορεμπέτης είναι λιγότερο αυτός που διαμαρτύρεται για την κοινωνία (όπως ο μετέπειτα λαϊκός Καζαντζίδης) και περισσότερο αυτός που θα περηφανευτεί για τη μικρομαγκιά του εντός της ευτελούς αφετηρίας του. Με αυτήν την έννοια περηφάνιες για μικροπράγματα που βλέπουμε στα τραγούδια του Sin Boy, όπως «ποτέ νερό από τη βρύση, σολομό και μόνο Fiji, βόλτες γύρω απ’ το Παρίσι, είμαι Κροίσος μες στην κρίση» στο Mama? ή για τη διαμονή σε πεντάστερα ξενοδοχεία αλλού παραπέμπουν στο ήθος του πρωτορεμπέτη που καμαρώνει για μικροχαρές της ζωής. Ίσως το πιο ρεμπέτικο δίστιχο είναι το «γεμάτες οι τσέπες και το παντελόνι πέφτει, δεν είχαμε φράγκα μα δε βγάζαμ’ ούτε λέξη, τώρα βγαίνω στον δρόμο, δίνω σε όποιον δεν έχει» που θυμίζει ρεμπέτες, που μπορεί να έβγαλαν λεφτά με κόπο ως κοντραμπατζήδες, αλλά τα μοιράζανε κάθε Χριστού και Παναγιά στους φτωχομαχαλάδες. Ο Sin Boy ανήκει σε μια κοινωνία ντροπής και όχι ενοχής. Περηφανεύεται ότι φοροδιαφεύγει (παρεμπιπτόντως είναι και λίγο ειρωνικό να το ακούει κανείς αυτό από υποστηρικτή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., όπως ο ράπερ Υποχθόνιος που συνεργάζεται στο Mama?), δεν νιώθει ενοχή για την απόκλισή του από παρόμοιες κοινωνικές νόρμες, έχει, όμως, έναν δικό του κώδικα τιμής με ύψιστη αρετή τη συνέπεια του ήθους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα ξαναβρίσκει στους Αλβανούς μετανάστες τις αξίες μιας κοινωνίας ντροπής που είχε στις αρχές του 20ου αιώνα και που τώρα τις είχε εν μέρει χάσει στο μετέωρο βήμα της προς τον εκδυτικισμό.
 
Για να επιστρέψω στο θέμα μου, με το να επαναλαμβάνει σχεδόν ψυχαναγκαστικά το ότι τα χρήματα είναι το μοναδικό κίνητρό του ο Sin Boy επιδιώκει να μας εξαγάγει από τη μελούρα μέρους της ραπ κοινωνικού προβληματισμού, όπως ο Brecht με τη μέθοδο της αποστασιοποίησης προσπαθούσε να εξαγάγει τον θεατή από την μπουρζουάδικη ψευδαίσθηση ότι παρακολουθεί μία αναπαράσταση του κοινωνικού και φυσικού κόσμου σε ένα ουδέτερο θέατρο. Ειδικά στη συζήτησή του με τον Αρναούτογλου είναι σαφές ότι ο Sin Boy προσπαθεί να αποποιηθεί μια σειρά από ταμπέλες και νόρμες στις οποίες η ελληνική κοινωνία (κυρίως μεγαλυτέρων σε ηλικία ατόμων) προσπαθεί να τον αναγάγει. Το περιθώριο στο οποίο ανήκει ασχολείται όχι τόσο με το να διαμαρτυρηθεί για την καταδίωξή του, -το ότι «να με βρουν οι μπάτσοι ψάχνουν ξανά» είναι το δεδομένο, όχι το ζητούμενο-, όσο με το να βγάλει λεφτά ως αυτοσκοπό για να φανεί η καταξίωσή του στο πλαίσιο μιας υπο-κοινωνίας τιμής και ντροπής (όχι ενοχής) και παρεμπιπτόντως να αντλήσει και κάποιες μικρο-απολαύσεις από αυτά στη σύντομη ζωή. Από την άλλη, ο Sin Boy αποφεύγει και τον δεύτερο κίνδυνο που καραδοκεί στην ελληνική ραπ, αυτό της μανιερίστικης πλακίτσας αλά Ημισκούμπρια. Το ιδιάζον του Sin Boy είναι ότι εμφανίζεται παγίως να παίρνει τον εαυτό του πολύ σοβαρά: Είναι ένα «βαθύ τρολ» που εξασκεί το «βαθύ τρολάρισμα» της κυριολεξίας. Αυτά που quoad nos, ως προς τον θεατή, φαίνονται αστεία, γελοία ή γκροτέσκα, ο Sin Boy τα επιτελεί με απόλυτη σοβαρότητα και κυριολεξία, συχνά επικουρούμενος από τη σπουδαιότητα του κακού και μολυσματικού. Με τον τρόπο αυτό αποδομεί το βασικό δίπολο της ελληνικής ραπ που είναι «σοβαρότητα ή χαβαλές».
 
Η ραπ είναι εκ φύσεως κοινωνιολογική, αλλά κάθε ράπερ έχει να διαλέξει το πρίσμα της κοινωνιολογικής του προσέγγισης, αν θα είναι η διαμαρτυρία για τους κυρίαρχους που έχουν απωθήσει τους περιγραφόμενους στα τραγούδια στο περιθώριο ή αν, αντιθέτως, θα είναι ένας συντονισμός με τη γελοιότητα και την ευτέλεια του περιθωρίου και μια ενδελεχής εξέτασή του υπό τον τρόπο του ψυχαναγκαστικού αστεϊσμού. Ο Sin Boy αποδομεί αυτό το δίπολο: Αφενός με το να αναφέρεται σε καταδιωγμένους και φτωχούς, πλην με τους όρους της δικής τους διεκδίκησης αξιοπρέπειας· και, αφετέρου, με το να υπαινίσσεται τη γελοιότητά τους σε ένα επίπεδο τόσο βαθύ, ώστε ο θεατής να μην μπορεί να τον ταξινομήσει, αλλά να έχει πάντα την απορία αν ο Sin Boy μας δουλεύει/ τρολάρει κανονικά, ή, μήπως είναι εντέλει τόσο βλαμμένο και λόγω του νεαρού της ηλικίας του, ώστε να πιστεύει όντως αυτά που λέει. Η διαπραγματευτική στρατηγική του Sin Boy ως προς τον κυρίαρχο λόγο ήταν τόσο επιτυχημένη στη συνέντευξη με τον Αρναούτογλου, ώστε τελικά από εκεί που τον είχαν θέσει αυτόν ως αξιοπερίεργο αντικείμενο, κατόρθωσε σταδιακά να αλλάξει ρόλο και να βάλει τον Αρναούτογλου σε ρόλο μαθητευόμενου και αυτός να τον βιντεοσκοπεί με το κινητό του, αλλάζοντας, δηλαδή, το ποιος έχει το κυρίαρχο βλέμμα. Υπό αυτή τη θεώρηση, λοιπόν, είναι που θα έλεγα ότι η εμμονή του Sin Boy με τα λεφτά είναι ένα εγχείρημα να φύγουμε από το μελόδραμα της αστικής κοινωνίας ενοχής και να επαναφέρουμε τις αρετές μιας κοινωνίας τιμής. Ταυτοχρόνως, τα λεφτά ως το προϊόν που μπορεί να αντιστοιχηθεί σε όλα τα προϊόντα σημαίνουν ένα πέρασμα από τον οντικό χώρο της αναπαράστασης συγκεκριμένων οντοτήτων στον οντολογικό χώρο της επέκεινα της ψυχολογίας καθολικότητας. Κομβικό ρόλο στο εφέ αυτό έχει βεβαίως και η μάσκα, τόσο η ιατρική, όσο και της εκτεταμένης δερματοστιξίας, που αποτελεί μια άλλη μορφή προσωπείου του σώματος.
 
«Όχι, δεν είναι μαμά»
 
Μίλησα για αντιστοιχίες του Sin Boy με τους πρωτορεμπέτες. Στις οποίες, παρεμπιπτόντως, θα μπορούσαν να ενταχθούν ακόμη και η απλοϊκότητα της μουσικής του ή οι όχι καλά επεξεργασμένες ρίμες του, που δίνουν μία αίσθηση επιτόπιου αυτοσχεδιασμού. Παραμένει, όμως, το γεγονός ότι ο Sin Boy δεν είναι «μαμά», όπως άλλωστε και οι ρεμπέτες στην εποχή τους δεν ήταν «μαμά», αλλά ήταν ένα καινοφανές υβριδικό φαινόμενο αστικού κόσμου και κοινότητας αγροτικού τύπου. Ο Sin Boy δεν είναι μια «μαμά» γνησιότητα, διεκδικεί περισσότερο την αυθεντικότητα της γενναίας ανάληψης του ήδη «πειραγμένου» και «φτιαγμένου». Ο κόσμος του είναι αυτός της αλβανικής μαφίας και της φτώχειας των μεταναστών, αλλά εξίσου ή περισσότερο αυτός των views στο youtube, του autotune, της ηλεκτρονικής επεξεργασίας της φωνής του, συχνά ώστε να παραπέμπει πιο εύγλωττα σε trance μαστούρας, αυτός της υβριδοποίησης των μουσικών genres, έτσι ώστε η αντιγραφή αμερικανικών προτύπων να ανατοποθετείται στην μεικτή πραγματικότητα του ελλαδικού άστεως. Αν υπάρχει κάποιος μεταμοντέρνος ηρωισμός στον Sin Boy, αυτός έγκειται περισσότερο στην έως εσχάτων ανάληψη με συνέπεια ήθους σοφόκλειου ήρωα και οικειοποίηση αυτού που δεν είναι «μαμά». Σε μια υβριδικότητα όπου το studium του αυτοδοξασμού για τα χρήματα συνυπάρχει ενίοτε με ένα απροσδόκητο punctum, όπως στο δίστιχο: «Όταν νιώθω αγάπη, πάντα ματώνω, tattoo μέσα στη μούρη για να νιώσω πόνο».