Της Νάντης Χατζηγεωργίου
Στα δρόμους, στις παρόδους, στις γωνιές, στα στενά, στις στοές της Αθήνας, έψαχνε κανείς “για το ‘να και για τ’ άλλο”, και συνήθως το έβρισκε. Κι όταν ακόμη δεν το έβρισκε, μπορούσε έστω να ζητήσει καταφύγιο στον μεγάλο παραμυθά της μηχανοκίνητης εποχής, στο σινεμά. Κι όμως ο αναπτυξιακός οδοστρωτήρας σε συνδυασμό με την πανδημία ήταν αρκετά για να οδηγήσουν μια σειρά από κινηματογραφικές αίθουσες, όπως το Πτι Παλαί, το Έμπασσυ και το Όσκαρ, στο οριστικό λουκέτο.
Όπως έχει γίνει ήδη γνωστό μέσα από δημοσιεύσεις των τελευταίων ημερών, τρεις ακόμη ιστορικοί κινηματογράφοι που στεγάζονται σε κτίρια ιδιοκτησίας του ΕΦΚΑ, απειλούνται με αφανισμό. Συγκεκριμένα ο ΕΦΚΑ, ως ιδιοκτήτης του ακινήτου όπου στεγάζεται το σινεμά ΆΣΤΟΡ στην οδό Σταδίου, αλλά και των ακινήτων όπου βρίσκονται τα έτερα εμβληματικά σινεμά του κέντρου, Αελλώ και Ιντεάλ, επιδιώκει την αξιοποίησή τους, χωρίς καμία δέσμευση πως οι κινηματογράφοι θα παραμείνουν στη θέση τους. Σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε με τον διαχειριστή του ΑΣΤΟΡ κ. Κονταράκη, ο εκπρόσωπος του ΕΦΚΑ ενημέρωσε πως η πρόθεση είναι να δοθεί όλο το ακίνητο για γραφεία ή ξενοδοχείο. Στην παρατήρηση πως το κτίριο είναι διατηρητέο έργο τέχνης, απάντησε ότι η διατήρηση του κινηματογράφου μπορεί να γίνει μόνο αν το επιθυμεί ο νέος εκμισθωτής, και πάλι όμως χωρίς καμία δέσμευση. Σχετικά με το Ιντεάλ, από την άλλη μεριά, όπως ενημέρωσε, είναι πολύ πιθανό να γκρεμιστεί! [1]
Μοιάζει ασύλληπτο με πόσο γρήγορους ρυθμούς η πόλη, σε πραγματικό και συμβολικό επίπεδο, παίρνεται μέσα απ’ τα χέρια μας. Την τελευταία δεκαετία των διαδοχικών κρίσεων, η στέγαση, η εργασία, η εκπαίδευση, το εμπόριο σε όλες του τις κλίμακες, το φαγητό, ο καφές ή το ποτό στην πόλη, η κοινωνική ζωή στο δημόσιο χώρο, η ψυχαγωγία, η δημιουργική δραστηριότητα σε τεχνικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, διαρκώς υπονομεύονται, οδηγώντας μας όλο και εντονότερα σε ένα πεδίο αναμέτρησης με τον εκτοπισμό, την ακρίβεια, τον ψηφιακό εγκλεισμό και εν τέλει τον ακρωτηριασμό μας. Αυτό που οδήγησε μια σειρά από Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες στην ερήμωση μέσω του μαζικού τουρισμού είναι σημαντικό να βρίσκει αντίσταση σε όλους όσους ζούμε και αγαπάμε την πόλη, διαφορετικά πολύ σύντομα θα βρεθούμε ασκεπείς κάθε εστίας συνάντησης και χαράς.
Αν αληθεύει πως κινηματογράφος είναι αυτό που μεγεθύνει το σημαντικό για να δώσει τη σωστή ώθηση στα πράγματα, μπορεί κανείς να ξεκινήσει απ’ το σινεμά. Με άλλα λόγια, βασικό αίτημα είναι η διατήρηση των χώρων καθ’ αυτών, ως χώρων κινηματογραφικού πολιτισμού και κοινωνικής συνάντησης, ώστε οι κινηματογράφοι του κέντρου, αυτοί που στηρίζουν διαχρονικά το ελληνικό και το ανεξάρτητο σινεμά να συνεχίσουν να ανάβουν τα φώτα τους στην πόλη. Όπως έχει γραφτεί παλαιότερα, [2] “Τα σινεμά είναι ίσως από τα λίγα μέρη όπου μπορεί κανείς να βρίσκεται ταυτόχρονα σε ένα δημόσιο αλλά και απολύτως ιδιωτικό χώρο (…) Εκεί (οι θεατές) συλλογίζονται, κλαίνε, γελούν, δίχως άλλο τίμημα από το εισιτήριο στην τσέπη τους. Όταν η ιστορία πει την τελευταία λέξη, αποχωρούν. Τώρα μοιράζονται μια κοινή αλήθεια που μαρτυρά πως ο φυσικός χώρος των ταινιών είναι ο κινηματογράφος, ακριβώς όπως ο φυσικός χώρος των εραστών είναι το κρεβάτι.”
[1] https://www.athinorama.gr/cinema/3010328/sima-uparxiakou-kindunou-apo-to-sinema-astor/
[2] CINEMATEK (Τ.016), «Όνειρο σε ξένο έδαφος», σελ.7.