του Κωνσταντίνου Πουλή

Σήμερα Τρίτη στο δικαστήριο συνεχίστηκε η δίκη των δολοφόνων του Ζακ. Είναι λογικό ότι θα έχουμε πάλι την ίδια αντίφαση, να διαπερνά ολόκληρη τη διαδικασία: ερωτάται αυτόπτης μάρτυρας και ο Ζακ θεωρείται σούπερμαν κατά την επίθεση, και μετά εξετάζεται γιατρός και ο Ζακ θεωρείται ράκος που κατέρρευσε τυχαία και ανεξάρτητα από τα χτυπήματα.

Όταν λοιπόν εξετάστηκε ο αυτόπτης μάρτυρας που εργαζόταν ως security, ερωτήθηκε για την επίθεση με το γυαλί:

Βαρελά: Πώς θα χαρακτηρίζατε την επίθεση από γυαλί; Πώς επιτίθεται ένας άνθρωπος με γυαλί; 

Ο μάρτυρας δείχνει το χέρι του. Δείχνει ένα σημάδι, από αυτά που γίνονται όταν κοπείς όντως με γυαλί, δείχνοντας μαζί κάτι που όλοι καταλαβαίνουμε: όλοι όσοι φόνευσαν τον Ζακ, δεν γρατζουνίστηκαν. Η Βαρελά εμφάνισε πάλι το φοβερό πλεξιγκλάς. Και όχι μόνο το εμφάνισε πάλι στο δικαστήριο, αυτή τη φορά χωρίς να είναι παρόντες οι γονείς του Ζακ, αλλά παραπονέθηκε και για το αν κατεγράφη στα πρακτικά η υβριστική συμπεριφορά απέναντι στο πρόσωπό της…

Σε αυτή τη φάση, λοιπόν, που περιγράφεται το μίσος με το οποίο τον χτυπούσαν, ξανά καλούμαστε να φανταστούμε τον Ζακ ως φονιά – σούπερμαν. Τραυμάτισε κανέναν; Πίστεψε κάνεις ότι απειλείται; Όχι, όλη η διαδικασία έχει ως στόχο να αρνηθεί το προφανές.

Όταν μετά εξετάστηκε ο ιατρός που υπέγραψε την ιστολογική εξέταση, τον πίεζαν για να παραδεχτεί ότι έφταιγε η καρδιά του Ζακ. Σε κάποια στιγμή αθροίζει όλα τα στοιχεία της εικόνας της καρδιάς ο ιατροδικαστής και λέει ότι:

Δεν φαίνεται να έχει κανένα πρόβλημα με την καρδιά του. Δεν μπορούμε να πούμε ότι έπασχε η καρδιά του. Ήταν μια φυσιολογική καρδιά και χωρίς παθολογία στεφανιαία.

Όχι μόνο ως προς κάποια νόσο, ήταν καλές οι βαλβίδες. 

Δεν είχε στεφανιαία νόσο, δεν είχε στένωση βαλβίδων, δεν είχε υποπλασία, ήταν απόλυτα υγιής η καρδιά του.

Φίλος: εμφάνισε όμως τα συμπτώματα που τον οδήγησαν στον θάνατο. 

Έχω μια ιδέα για το πώς να συμπληρώσουμε λίγο την εικόνα και να βοηθήσουμε τον δικηγόρο στην απορία του: Μεσολάβησε ο βάρβαρος ξυλοδαρμός του Ζακ. Να μια παράμετρος που μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας και να του λυθεί η απορία. 

Στη συνέχεια πήγε τον λόγο η Α. Παπαρρούσου για να πει ότι ο ιατροδικαστής επιβεβαιώνει τις απόψεις που έχει εκφράσει και συνέχισε λέγοντας: Όλη αυτή η προσπάθεια για ιατρικοποίηση της υπόθεσης παραπέμπει σε δίκη για ιατρικό σφάλμα. Θα πρέπει, λέει, στο τέλος, να ευχαριστήσουμε την υπεράσπιση που επέσπευσε τον θάνατο. Ούτε λέξη για τα τραύματα. 

Ομοίως και η Κλ. Παπαπαντολέων, είπε ότι στο τέλος από την τόση εξέταση που κάνουμε, σαν να είναι φοιτητές ιατρικής, θα χάσουμε αυτό που εξετάζουμε.

Εγώ οριακά μπορώ να παρακολουθήσω αυτές τις ερωτήσεις. Με αποσπάσματα από βιβλιογραφία ρωτάμε για το υψόμετρο, μήπως έχει πάει στα ιμαλάια, κατά την εργαστηριακή εξέταση μήπως έγινε κάποιο λάθος, μήπως φταίει ο κ. Καλόγρηας, οπότε έχουμε έναν άνθρωπο που έχει πεθάνει από χτυπήματα, και ανοίγουμε την παλέτα και εξετάζουμε από τι μπορεί να πεθάνει κάποιος. Από τα πάντα, αλλά πρέπει κάπως να οριοθετήσουμε το αντικείμενο της δίκης. 

Και εδώ είναι το κρίσιμο ιατρικό επιχείρημα που επανέρχεται:

Είπε ένας εκ των συνηγόρων υπεράσπισης ότι “Καθίσταται σαφές ότι πέθανε από ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις οι οποίες με βάση τα δύο ευρήματα, με βάση τα μακροφάγα έχουν εγκατασταθεί τουλάχιστον 12-24 ώρες πριν τη νεκροψία”. Ξαφνικά “κατέστη σαφές” αυτό που ο γιατρός απαντά ότι “δεν μπορεί να αποκλειστεί”. Οπότε από τις ερωτήσεις του τύπου “θεωρείτε αδύνατο να…” περνάμε σε συμπεράσματα του τύπου “καθίσταται σαφές πως” και συζητάμε για την κατάχρηση αλκοόλ και τα καρδιακά προβλήματα σαν να είναι δεδομένα στη δίκη.

Όταν στη συνέχεια κατέθεσε ο εμπειρογνώμονας της πλευράς του κοσμηματοπώλη, είχαμε αρκετή ένταση, παρατηρήσεις από τον εισαγγελέα να σέβεται το δικαστήριο, διότι ήταν αδύνατο να διατυπωθεί ολόκληρη ερώτηση χωρίς να παρέμβει για να εξηγήσει ότι εφόσον κανένα χτύπημα δεν περιγράφεται ως θανάσιμο, τα άλλα αφορούν σε ένα στρες το οποίο δεν ποσοτικοποιείται, άρα δεν μπορεί να αποδοθεί εκεί ο θάνατος.  

Δεν ήταν δική μου εντύπωση ότι επρόκειτο για μία παρουσία που χαρακτηρίστηκε πολύ ισχυρά από αναίδεια. Δημιουργήθηκε ένταση, και μάλιστα επανειλημμένα. Το πιο κρίσιμο ερώτημα βεβαίως το έθεσε μία ένορκος.

Ένορκος: Εάν ο θανών δεν είχε φύγει από το σπίτι του και δεν είχε βγει έξω, θα είχε πεθάνει; 

Ποιος είμαι ο μάντης Κάλχας; Ρωτάτε έναν ιατροδικαστή αν το πρόσωπο αυτό θα πέθαινε; 

Να μια ερώτηση όμως στην οποία επανήλθε η Κλειώ Παπαπαντολέων κατά τον σχολιασμό, η οποία θέτει το κρισιμότερο ερώτημα: ποια ακριβώς ήταν η βλάβη που καθιστούσε τον Ζακ Κωστόπουλο μη υγιή; Από πού προκύπτει ότι δεν ήταν υγιής; Ο ιατροδικαστής που είχε μόλις καταθέσει εξηγούσε ότι οι βλάβες που είχε ο Ζακ στο συκώτι του θα μπορούσαν προοδευτικά να οδηγήσουν σε θάνατο, αλλά δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αιφνίδιο θάνατο. Ο ιατροδικαστής που κατέθεσε πριν τον εμπειρογνώμονα του κοσμηματοπώλη είχε πει ότι η καρδιά του δεν εμφάνιζε κανένα απολύτως πρόβλημα. Γιατί λοιπόν γινόταν όλη αυτή η συζήτηση που μετέτρεπε συνεχώς στην αίθουσα του δικαστηρίου σε ιατρικό συνέδριο; Για να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η υγεία του Ζακ ήταν τόσο εύθραυστη, ώστε οι άνθρωποι αυτοί που έτυχε να τον ξυλοφορτώσουν δεν έχουν καμία ευθύνη – ήταν ράκος.

Επανέρχεται πάλι και πάλι η συζήτηση σε βιβλιογραφικές αναφορές που απαιτούν πολύωρη χρονική απόσταση για την εμφάνιση του ισχαιμικού επεισοδίου και εμφανίζεται σαν πρόδηλο συμπέρασμα ότι το ισχαιμικό επεισόδιο ο Ζακ το είχε πάθει πριν τον ξυλοδαρμό. 

Για να το πούμε δηλαδή με τους όρους της ερώτησης της ενόρκου, ο Ζακ έτυχε να πεθάνει στα χέρια αυτών των ανθρώπων που τον έλιωσαν στο ξύλο, μόνο διότι έτυχε αυτό να συμπέσει χρονικά με το ισχαιμικό επεισόδιο που είχε ξεκινήσει από νωρίτερα.

Είναι, κατά τη διατύπωση της Παπαρρούσου, σαν να έχουμε να κάνουμε με δίκη για ιατρική αμέλεια. Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι υπάρχει μια απόπειρα “ιατρικοποίησης” της δίκης, που συνίσταται στο ότι παρά τα ιατροδικαστικά ευρήματα, επανέρχεται το αλκοόλ, η καρδιά, ώστε να πούμε ότι κατά βάθος ο Ζακ θα πέθαινε από μόνος του!

Η εμπειρία που έχουμε από το πώς αντιμετωπίζει η δικαιοσύνη τους αστυνομικούς ως κατηγορουμένους δημιουργεί την εύλογη ανησυχία ότι όσο εξωφρενικά και αν ακούγονται όλα αυτά σήμερα, τίποτα δεν αποκλείει αυτά τα επιχειρήματα να τα ξαναβρούμε μπροστά μας ως σκεπτικό αθώωσης ή ήπιας τιμωρίας κάποιων από τους κατηγορούμενους.