Σε αυτά τα δεκαπέντε χρόνια που πέρασαν από τον θάνατό του Πάνου Τζαβέλλα έχουν γραφτεί πολλές σελίδες για αυτόν τον κομμουνιστή αντάρτη που συντάραξε βαθιά την ελληνική μουσική στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ίσως, μάλιστα, να έχουν γραφτεί πολλά περισσότερα πράγματα για αυτόν τον σπουδαίο καλλιτέχνη και αγωνιστή της αριστεράς μετά θάνατον από όσα ειπώθηκαν στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα όσο ο ίδιος ήταν ακόμα εν ζωή. Αυτό, εν μέρει, μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι το φευγιό του προς το άπειρο συνέπεσε χρονικά με την αδυσώπητη πολιτική, οικονομική και κοινωνική ύφεση της χώρας, τον καιρό δηλαδή που είχαμε πάλι «ανάγκη» από πολιτικές φυσιογνωμίες σαν εκείνη του Τζαβέλλα. Χτυπημένος από την επάρατη νόσο, έφυγε στις 27 του Γενάρη του 2009, έναν μήνα μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη που έγινε με αφορμή τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τότε που ο θρυλικός «Κυρ-Παντελής» του ξαναμπήκε στα σπίτια πολλών ανθρώπων που κοιτάχτηκαν στον καθρέφτη και διαπίστωσαν πως το πρόσωπο του αρχετυπικά βολεμένου μικροαστού μπακάλη είχε λάβει τη δική τους μορφή.

«Αυτό το κόκκινο το τρένο

μάνα διαλέξαμε κι εμείς

ειν’ απ’ τη λευτεριά σταλμένο

για το ταξίδι της ζωής

 

Αυτό το κόκκινο το τρένο

είναι για μας τίτλος τιμής»

 

Πάνος Τζαβέλας, «Το Κόκκινο Τρένο»

 

Ο Πάνος Τζαβέλλας, ο «Μπανανής» όπως ήταν το παρατσούκλι του, είχε επιλέξει να ζήσει μια ζωή μακριά από τα φώτα της πνιγηρής δημοσιότητας, μακριά από το μεγάλο χάρτινο τσίρκο του επιβεβλημένου νεοφιλελεύθερου «εκσυγχρονισμού» που σάρωνε -και συνεχίζει να σαρώνει- πολιτικές συνειδήσεις και ψυχές από την πτώση της χούντας και έπειτα. Αλλά και τι ζωή ήταν αυτή που έζησε ο Πάνος Τζαβέλλας. Μια ζωή δοσμένη απλόχερα στον αγώνα που μέσα της χώρεσαν άλλες εκατό ζωές. Για αυτόν τον λόγο ο Τζαβέλλας δεν σταμάτησε ποτέ να επανανακαλύπτεται διαρκώς τόσο από τους σύγχρονούς του όσο και από τις μετέπειτα γενιές. Ο ανταρτοροκάς με το φλογισμένο βλέμμα και τη βροντερή φωνή που τραγουδούσε τα τραγούδια της λευτεριάς και του βασανισμένου λαού, δεν έπαψε ποτέ να γοητεύει και να εμπνέει, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ακόμα αρκετοί που επιθυμούν να μάθουν πως αυτός ο πάντα πρωτοπόρος άνθρωπος κατάφερε να σωρεύσει αυτές τις τόσες πολλές ζωές σε μία και μοναδική που την έκανε άξια να βιωθεί, άξια να τιμάται για πάντα μέσα στη δίνη του πανδαμάτορα χρόνου.

Ο ίδιος ο Πάνος Τζαβέλλας γράφει την «απολογία» του στο βιβλίο του «Ζιγκ-Ζαγκ στο δάσος του θανάτου»:

«Ήμουν ένα εύθραυστο και ευαίσθητο παιδί. Όμως η ζωή με οδήγησε σε δρόμους δύσβατους και σκληροτράχηλους. Εθνική Αντίσταση, Δημοκρατικός Στρατός, παρανομία, πέντε στρατοδικεία, δύο καταδίκες σε θάνατο, είκοσι χρόνια από τη χούντα, δεκάξι χρόνια στα κάτεργα, ένα ποδάρι κομμένο, βασανιστήρια. Τους εφιάλτες μου τις νύχτες τους παλεύω με τις λέξεις κι όταν τις συνταιριάζω σε ποίημα το επαναλαμβάνω άπειρες φορές ώσπου η μελωδία να αναβλύζει από μόνη της. Τα τραγούδια μου είναι παιχνίδια με τους εφιάλτες. Το μαρτύριο που δεν περιγράφεται είναι η αγωνία του μελλοθανάτου που περιμένει το εκτελεστικό απόσπασμα κάθε αυγή (…) Ήμασταν νέοι, γεμάτοι όνειρα και πάθος για ζωή. Θέλω πίσω τις καταδίκες μου σε θάνατο, την αγωνία μου πριν κάθε αυγή, να αφουγκράζομαι τα βήματα της φρίκης στο σκοτάδι μπροστά στον Άδη…».

Για την οικογένεια μου, που ανήκε στη γενιά του Πολυτεχνείου, ο Πάνος Τζαβέλλας ήταν ένας θρύλος. Η μητέρα μου, φοιτήτρια στη Νομική Σχολή Αθηνών τη δεκαετία του 1970, έλεγε ιστορίες για τις συγκλονιστικές συναυλίες του Τζαβέλλα στην αίθουσα «Ίριδα» της Νομικής, και δεν ξέχασε ποτέ πως ένιωσε όταν τον άκουσε για πρώτη φορά. Παιδί της επαρχίας που οι πρώτες αναμνήσεις της σχηματίστηκαν μέσα στον ασφυκτικό κλοιό της Χούντας, γνώριζε τα λίγα αντάρτικα που τραγουδούσε στα κρυφά ο παππούς μου ο οποίος υπήρξε Αετόπουλο της ΕΠΟΝ στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής.

Ο Πάνος Τζαβέλλας έγινε αφιέρωμα από τη Σουηδική τηλεόραση.

 

Η παθιασμένη φιγούρα του Τζαβέλλα, του αντάρτη που έφερε τις νέες γενιές σε επαφή με το πολιτιστικό κεφάλαιο της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, που πολλές φορές τραγουδούσε χωρίς μικρόφωνο και επέβαλλε την ησυχία χτυπώντας το ξύλινο πόδι του στο σανίδι, που στις μπουάτ όπου εμφανιζόταν δεν έπεφτε καρφίτσα και γινόταν πάντα το αδιαχώρητο, συντάραξε βαθιά τη μητέρα μου, όπως και εν γένει τη νεολαία εκείνης της εποχής. Μόνο οι αναμνήσεις από τις βραδιές στη μυθική μπουάτ «Λήδρα», ένα από τα θρυλικά «αντάρτικα λημέρια» του Τζαβέλλα θα μπορούσαν να αποτελέσουν το κεντρικό θέμα ενός ξεχωριστού βιβλίου.

Ήταν, άλλωστε, και η εποχή που η αριστερά συντηρούσε ακόμα ως βασικό κορμό των πολιτικών τακτικών και στρατηγικών της την κατασκευή μιας «λαϊκής κουλτούρας», μιας κουλτούρας βγαλμένης από τα σπλάχνα των λαϊκών αγώνων και διεκδικήσεων που θα συνταίριαζε τη λαϊκή παράδοση με τις νέες καλλιτεχνικές πρωτοπορίες, επανοικειοποιοώντας τα δημώδη έργα τέχνης από την εθνικιστική ιδεολογία και από το χουντικό κιτς και αποφλοιώνοντας τις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες από το αστικό τους περίβλημα, ώστε να δοθεί πίσω στο λαό μια κουλτούρα αντάξια τους ύψους των αγώνων και του πολιτικού και ηθικού αναστήματός του.

Ο Τζαβέλλας δεν υπήρξε μόνο άξιος εκπρόσωπος του μεταπολιτευτικού πολιτικού διακυβέυματος για μια γνήσια λαϊκή κουλτούρα, αλλά εργάστηκε σκληρά για αυτόν τον σκοπό, συλλέγοντας, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας συστηματικά τα αντάρτικα τραγούδια που γράφτηκαν την περίοδο της γερμανικής Κατοχής σχεδόν σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, φέρνοντας στο φως και τις διάφορες στιχουργικές και μουσικές παραλλαγές με τις οποίες εκφράστηκε κατά τόπους η αντάρτικη παράδοση. Τέλος, συνθέτοντας και ο ίδιος δεκάδες λαϊκά τραγούδια που ερμηνεύτηκαν από σπουδαίους καλλιτέχνες όπως ο Γιώργος Νταλάρας, η Χαρούλα Αλέξιου και η Καίτη Γκρέι.

Ο Πάνος Τζαβέλλας γεννήθηκε το 1925 στην Κοζάνη. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η γερμανική Κατοχή τον βρίσκουν στην εφηβική ηλικία να οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. Όπως και ο ίδιος γράφει στο βιβλίο του «Ανταρτο-rock», «παρατήσαμε τις κιθάρες και τα τραγούδια και αδράξαμε τα όπλα και τους τηλεβόες». Λίγο αργότερα ανηφόρισε για το βουνό ως αντάρτης του ΕΛΑΣ και μετέπειτα του Δημοκρατικού Στρατού την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

Στο βουνό τραυματίζεται και ακρωτηριάζεται το δεξί του πόδι, με τον ίδιο να αναφέρει πολλές φορές στη ζωή του πως ο ακρωτηριασμός του θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν οι εθνικόφρονες δεν έβγαζαν πάνω του το εκδικητικό μίσος τους. Έπειτα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, ενώ μετά από δίκες-παρωδίες καταδικάζεται τρεις φορές σε θάνατο.

Από το βιβλίο του Πάνου Τζαβέλλα «Ανταρτο-Rock», εκδόσεις «Ελεύθερος Διάλογος», 1992.

 

Η σύντροφος του Πάνου Τζαβέλλα, Νατάσα Παπαδοπούλου θυμάται εκείνη την περίοδο έτσι όπως τη διηγήθηκε ο ίδιος ο μουσικός: «Γίνεται ο Εμφύλιος και είναι αντάρτης με το Δημοκρατικό Στρατό. Στο βουνό ήταν μαζί με τους γονείς του Σπύρου του Χαλβατζή. Επειδή η μάνα του Σπύρου κουραζόταν, την αδερφή του, μωρό, την έδινε στον Πάνο να την κουβαλάει στις πεζοπορίες στο βουνό. Φανταστείτε, στις βουνοκορφές με τα τουφέκια στον ώμο να έχουν αγκαλιά το μωρό και να του κλείνουν και το στόμα για να μη φωνάζει…Ο Πάνος τραυματίζεται. Τον πιάνουν και τον πάνε στην Κοζάνη. Θα μπορούσαν απλά να του έβγαζαν τη σφαίρα και να μην του έκοβαν το πόδι, αλλά του το κόψανε! Να είσαι 23 ετών, να βράζει το αίμα σου και να σου κόβουν το πόδι, ενώ μπορούσαν να το σώσουν. Δεν ήταν να πεις ότι είχε πάθει γάγγραινα…».

Τα επόμενα χρόνια ο Πάνος Τζαβέλλας έχει τη μοίρα των περισσότερων κομμουνιστών και αριστερών της εποχής. Φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια και αυτή η βάναυση αναμονή για το εκτελεστικό απόσπασμα που σπάραζε την ψυχή των κρατουμένων και μακέλεψε μια ολόκληρη γενιά αγωνιστών. Στους μεγάλους σεισμούς της Κεφαλλονιάς το 1953 ο Τζαβέλλας βρισκόταν κρατούμενος στη φυλακή η οποία κατέρρεε. Οι κρατούμενοι ζητούσαν να βγουν από τη φυλακή, ο κόσμος απέξω φώναζε να βγουν οι κρατούμενοι κι ένας αρχιφύλακας τους απαντούσε «Θα το σκάσετε». Πήραν λοιπόν σύρμα οι κρατούμενοι κι έφτιαξαν ένα συρματόπλεγμα για να του δείξουν πως δεν έχουν πρόθεση να το σκάσουν. Ελάχιστα λεπτά μετά η φυλακή κατέρρευσε από μετασεισμό, σαν χάρτινος πύργος.

Καθώς οι φυλακές της χώρας είναι γεμάτες από πολιτικούς κρατούμενους, η πάλη μεταφέρεται, πλέον, πίσω από τα σίδερα. Οργανώνονται επιμορφωτικοί πυρήνες μέσα στις φυλακές, με σκοπό να συνεχίσουν τις σπουδές τους οι αγωνιστές που άφησαν την μόρφωση τους  στη μέση για να πιάσουν τα όπλα, να μάθουν γράμματα οι αναλφάβητοι που από το εργοστάσιο και το χωράφι βγήκαν απευθείας στο αντάρτικο χωρίς να ξέρουν να γράφουν ούτε το όνομά τους. Μαζί με τα εντατικά μαθήματα, οι κρατούμενοι διοργανώνουν θεατρικές παραστάσεις, χορωδίες, ποιητικές βραδιές, μέχρι και παράσταση μπαλέτου έλαβε χώρα, θυμάται ο Τζαβέλλας, στις φυλακές Ιντεζίν στα Χανιά της Κρήτης τα Χριστούγεννα του 1956, που την έστησε από το μηδέν ο ζωγράφος Ασαντούρ Μπαχαριάν για να κρατήσει ακμαίο το ηθικό των συγκρατούμενών του, μαζί με το δικό του. Ο Τζαβέλλας θα φτιάξει, μάλιστα, μια αυτοσχέδια κιθάρα, μουσικό όργανο που αγαπούσε από μικρός, και θα κρατήσει επαφή με τη μουσική σε όλη τη μακροχρόνια φυλάκισή του.

Το 1958, ο Τζαβέλλας αρρώστησε βαριά από τη νόσο του Buerger. Καθώς η υγεία του επιβαρυνόταν καθημερινά, το 1959 οι αρχές των φυλακών τον πέταξαν στην κυριολεξία έξω για να μην πεθάνει στα χέρια τους, παρατώντας τον κατάκοιτο και ετοιμοθάνατο Τζαβέλλα σε ένα πεζοδρόμιο έξω από το νοσοκομείο κρατουμένων, μέχρι που τον ανακάλυψαν οι κρατούμενες των φυλακών Αβέρωφ και ειδοποίησαν για βοήθεια. Το 1961 με τη βοήθεια του ΚΚΕ φεύγει στην Σοβιετική Ένωση για θεραπεία. Εκεί νοσηλεύεται τρία χρόνια και θεραπεύεται, ως ένα βαθμό, από την ασθένεια που υπέστη στις φυλακές. Παράλληλα εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να σπουδάσει μουσική, ενώ γνώρισε και τον σπουδαίο σοβιετικό συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς με τον οποίο είχαν ανταλλάξει και ορισμένες επιστολές.

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1965 και άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα στον καλλιτεχνικό χώρο σε μπουάτ της Πλάκας. Γνωρίζει στο «Καφενείο των μουσικών» τον Αντώνη Γιατράκο και αρχίζει να τραγουδά για πρώτη φορά με αμοιβή 20 δραχμές στα «Παγωνάκια». Δουλεύει σε καμπαρέ, ταβέρνες, σκυλάδικα και σε κάθε είδους στέκια, και εκείνη την περίοδο γνωρίζεται με τους συνθέτες του Νέου Κύματος και συνεργάζεται με τον Μάνο Λοΐζο και τον Χρήστο Λεοντή.

Μετά το πραξικόπημα και την κατάλυση της δημοκρατίας από τη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, οι μπουάτ κλείνουν και ο Τζαβέλλας συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ξανά, κατηγορούμενος για αγώνα και παράνομη δράση ενάντια στη Χούντα, όπου και πάλι βασανίζεται απάνθρωπα παρά την επιβαρυμένη υγεία του και την αναπηρία του. Το 1968 καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλάκισης στις φυλακές Αβέρωφ και ύστερα στον Κορυδαλλό.

Όπως θυμάται ο ίδιος στο «Ανταρτο-rock», ύστερα από αλλεπάλληλες αιτήσεις προς τη χούντα, κατόρθωσε να του δοθεί η άδεια για μία κιθάρα. Ωστόσο, ο όρος ήταν να παίζει στα πλυσταριά χωρίς ηχείο για να μην «ενοχλεί τους υπόλοιπους κρατούμενους». Εκεί μελέτησε τα ρεμπέτικα, το δημοτικό τραγούδι, την βυζαντινή μουσική. Στον Κορυδαλλό έφτιαξε χορωδία με τους συγκρατούμενούς του, κυρίως νεολαίους της εποχής, έστησε θεατρικές παραστάσεις και κυρίως κατέγραψε τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης, τα οποία θεωρούσε χρέος του να τα διαδώσει στη νέα γενιά. «Μνημειώδες», θα πει η σύντροφος του Νατάσα σε ένα πρόσφατο αφιέρωμα, «ήταν και το χιούμορ του Τζαβέλλα, με πολλούς συγκρατούμενους να πηγαίνουν συχνά στο κελί του για να τους πει αστεία και καλαμπούρια».

Το 1971 αποφυλακίζεται με το νόμο «Περί ανηκέστου βλάβης». Έχοντας μαζέψει το υλικό απ’ όλα τα Αντιστασιακά τραγούδια, αλλά και με δικές του συνθέσεις, στήνει στην Πλάκα το θρυλικό «Αντάρτικο Λημέρι». Ο Τζαβέλλας γράφει στο βιβλίο του: «Τι είναι τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944; Είναι η καλλιτεχνική έκφραση του Έπους της Εθνικής Αντίστασης. Είναι η φωνή, του λαού μας σε μια κρίσιμη και δραματική ώρα της πατρίδας μας. Είναι ο καθρέφτης της λαϊκής ψυχής, είναι οι πόθοι και τα όνειρά του, είναι η κλαγγή των όπλων, βροντή κι αστροπελέκι, είναι κάλεσμα για μάχη, είναι η ψυχή του αγώνα».

Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε και με τη μετέπειτα σύντροφο της ζωής του, Νατάσα Παπαδοπούλου, με την οποία και θα συνεργαστούν τόσο στις συναυλίες όσο και στους περισσότερους δίσκους που εξέδωσε μετά την πτώση της χούντας.

Το 1973 έγραψε δυο λαϊκά τραγούδια με τα οποία ο Τζαβέλλας καθιερώθηκε και ως λαϊκός καλλιτέχνης, τα «Πάρε με φεγγάρι μου» και «Ροδακινιά ξανθή», που κυκλοφόρησαν με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα το 1974.

«Στα χοντρά τα σύρματα πεθαίνει το φεγγάρι
Κι εγώ ένα λυχνάρι που σβήνει στη νυχτιά
Βουβό στη σκοτεινιά μου με πόνο στην καρδιά

Βασίλεψαν τα όνειρα μας, χαμένα πήγαν τα παιδιά
Και κλαίνε τα ποτάμια, τα δάση κι η νυχτιά

Πάρε με φεγγάρι μου στην άσημη αγκαλιά σου
Άνοιξε τα φτερά σου να φύγουμε από δω
Για να βρω τη χαρά μου και να σου τραγουδώ

Ν’ αναστηθούν τα όνειρά μας να ξαναγίνουμε παιδιά
Ξανά να σεργιανίσουμε σε κάμπους σε βουνά»

Η πτώση της Χούντας το 1974 βρίσκει τον Τζαβέλλα στη μπουάτ «Λήδρα», που ελεύθερος πια μαζί με τη σύντροφο στη ζωή και το τραγούδι και την ορχήστρα του συνεχίζει την καλλιτεχνική του πορεία, ενώ ο ίδιος ήταν οργανωμένος πια στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Εκτός από τον δίσκο με τα «Τραγούδια από το Αντάρτικο Λημέρι» που εκδόθηκε το 1975 από τη MINOS και μπήκε στα περισσότερα σπίτια των αριστερών της εποχής, εξέδωσε άλλους οκτώ δίσκους, με τους περισσότερους να αποτελούν ανεκτίμητα ιστορικά τεκμήρια τόσο για την διάσωση του αντάρτικου τραγουδιού όσο και για την κουλτούρα της πρώιμης Μεταπολίτευσης.

Μια από τις πιο ιδιαίτερες συνεργασίες του αποτελεί εκείνη με την Καίτη Γκρέι στον δίσκο «Θρήνοι και Αναστάσιμα» που εκδόθηκε το 1983. Ο Τζαβέλλας συνέχισε την παράδοση των μεγάλων συνθετών που επέλεγαν να συνεργαστούν με λαϊκούς τραγουδιστές, αγαπητούς στον κόσμο της εποχής, για να μεταφέρουν στις λαϊκές τάξεις ένα είδος μουσικής κουλτούρας που θα απομακρυνόταν από την ακραία κατανάλωση του ελαφρολαϊκού ή του -περιθωριακού ακόμα- χαμηλής ποιότητας σκυλάδικου.

Επίσης, δεν σταμάτησε ποτέ να εμπνέεται και να γοητεύεται από τους αγώνες των λαών για ελευθερία και για δικαιοσύνη, αφιερώνοντας πλήθος τραγουδιών του στις επαναστατικές προσωπικότητες του καιρού του, όπως στον Τσε Γκεβάρα, στον Χιλιανό σοσιαλιστή πρόεδρο Σαλβαντόρ Αλιέντε, στον Νέλσον Μαντέλα, αλλά και στους Σαντινίστας της Νικαράγουας και στον ηγέτη τους Ντανιέλ Ορτέγκα. Αν παρακολουθήσει κάποιος το έργο του, θα παρατηρήσει πως, ορισμένες φορές, στα τραγούδια τα οποία αναφέρονται σε άλλους λαούς, ο Πάνος Τζαβέλλας με συγκινητικό τρόπο προσπαθεί να παντρέψει τη μουσική του με τις μουσικές παραδόσεις των λαών στους οποίους αναφέρεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το τραγούδι «Αλιέντε», στο οποίο είναι σχεδόν εμφανή τα ηχοχρώματα του σπουδαίου Χιλιανού τροβαδούρου Βίκτορ Χάρα.

 

«Βίβα Αλιέντε, βίβα Ελ Κομπανέρο

Μάρτυρα του λαού σου κι οδηγητή

Η νύχτα δεν θα νικήσει ποτέ τη μέρα

Κι αύριο θα λάμψει ο ήλιος πιο κοντινός…»

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ένα σημαντικό τμήμα της μεταπολιτευτικής γενιάς συγκλονίστηκε βαθιά από τον Πάνο Τζαβέλλα, καθώς με το έργο του έδωσε ξανά ζωντανή πνοή στην ματωμένη εθνική αντίσταση και στο αντάρτικο, εκείνα τα ιστορικά γεγονότα που οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις της δεξιάς μαζί με τη Χούντα προσπάθησαν να θάψουν, να λοιδορήσουν και να διαστρεβλώσουν με συστηματικό τρόπο. Υπήρξε, επίσης, βασικός παράγοντας στην προσπάθεια αντιμετώπισης όλων εκείνων των ανοιχτών τραυμάτων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που δεν σταμάτησαν ποτέ να αιμορραγούν ακατάπαυστα, αλλά κακοφόρμισαν και γαγγραίνιασαν από τις ακατάπαυστες διώξεις, τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις αλλά και την μετέπειτα επιβεβλημένη ιστορική Λήθη.

Ο Τζαβέλλας δεν κράτησε το προσωπικό και συλλογικό τραύμα για τον εαυτό του, αλλά επέμεινε να το τραγουδάει αδιάλειπτα, να το μεταφέρει και να το επικοινωνεί με τον λαό του, με όλους εκείνους που έψαχναν και αυτοί έναν τρόπο να διαχειριστούν την ματωμένη ιστορία τους.

Στις μπουάτ που τραγούδαγε σύχναζαν παλιοί αντάρτες, καπετάνιοι του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, Μακρονησιώτες, αντιστασιακοί της χούντας, αλλά και η αφρόκρεμα του προοδευτικού καλλιτεχνικού κόσμου της εποχής. Και φυσικά, πλήθος νεολαίας, κάποιοι παιδιά αγωνιστών που έζησαν από πρώτο χέρι το δράμα της Κατοχής και του Εμφυλίου, και άλλοι που διψούσαν να έρθουν σε επαφή με την ιστορία, να την κατανοήσουν, να γίνουν και αυτοί κομμάτι της. Ο Τζαβέλλας δεν έφερε τη νέα γενιά σε επαφή μόνο με τα αντάρτικα, αλλά και με τα δημοτικά τραγούδια, με τα ρεμπέτικα, με παραγνωρισμένους κομμουνιστές ποιητές που χάθηκαν στη δίνη των φυλακίσεων και των εξοριών, όπως ο Χιώτης ποιητής Φώτης Αγγουλές.

Το 1986 κυκλοφόρησε ο τελευταίος δίσκος του Πάνου Τζαβέλλα, με τίτλο «Επαναστατικός Ρομαντισμός», με μουσική αρκετά διαφορετική από τις προηγούμενες δουλειές του, με στίχους που μιλούσαν για τη μετανάστευση και την Αθήνα του νέφους και της αντιπαροχής, ένα προμήνυμα για τους καιρούς που επρόκειτο να έρθουν.

Στο συγκεκριμένο δίσκο βρίσκεται και το τραγούδι που προσωπικά με έχει συγκινήσει περισσότερο από όλα στο έργο του Τζαβέλλα. Είναι η «Γιούλατσκα», η μικρή Γιούλα που έγινε αντάρτισσα και συνελήφθη από τους Γερμανούς στα 17 της χρόνια, που πολύ θα ήθελα να μάθω την πραγματική ιστορία της.

«Η Γιούλατσκα, η Γιούλατσκα από το Βελβεντό

τον Μπανανή αγάπησε παιδάκι διαλεχτό

έλα Γιούλα να βγούμε στο χορό

στεφάνι να σου πλέξω τραγούδια να σου πω

Η Γιούλατσκα, η Γιούλατσκα από το Βελβεντό

το μονοπάτι τράβηξε που πάει για το βουνό

τώρα η Γιούλα σε κάμπους σε βουνά

με τ’ όπλο πολεμάει για την ελευθεριά

Τη Γιούλατσκα, τη Γιούλατσκα από το Βελβεντό

οι Γερμανοί τη πιάσανε τη δέσαν στο σταυρό

Γιούλα, Γιούλα της μάνας φυλαχτό,

 ιτιά στ’ ακροποτάμι δεκαεφτά χρονώ

Η Γιούλατσκα, η Γιούλατσκα από το Βελβεντό

νυφούλα εστολίστηκε κι έσυρε το χορό

Γιούλα, Γιούλα οι κάμποι τα βουνά

σου λέει γλυκά τραγούδια για την ελευθεριά»

 

Όταν λάμβανε χώρα το «μεγάλο φαγοπότι» των προηγούμενων δεκαετιών, ο Πάνος Τζαβέλλας αποστασιοποιήθηκε από την κοινωνία του θεάματος, αρνούμενος να λάβει μέρος ως ακόμα ένας διασκεδαστής στο χάρτινο τσίρκο που κατέληξε να μετατρέπεται η Μεταπολίτευση από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα. Οι εμφανίσεις του στην τηλεόραση ήταν σπάνιες έως ανύπαρκτες, όπως και πολλών άλλων καλλιτεχνών της εποχής του, που το σύστημα πέταξε εσκεμμένα στο περιθώριο, καθώς «έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσανε». Συνέχισε, όμως, να γράφει τα τραγούδια του, ταξίδεψε πολύ για να γνωρίσει όλους εκείνους τους τόπους που στερήθηκε όσο ήταν κρατούμενος και δεν έλλειψε ποτέ από τους αγώνες, όσο του το επέτρεπε η υγεία του.

Ο Πάνος Τζαβέλλας γνώριζε από πρώτο χέρι πως ο «Κυρ-Παντελής», αυτός ο βολεμένος, υποτίθεται φιλήσυχος μικροαστός που κοιτούσε πάντα τη δουλειά του και έδινε εφαλτήρια συνειδήσεως στους σφαγείς αυτού του κόσμου, ενόσω ο ίδιος έμενε ασφυκτικά κλεισμένος προστατευτικά στη δική του ιδιότυπη «ζώνη ενδιαφέροντος» είναι ο δεύτερος χειρότερος εχθρός των ανθρώπων που αγωνίζονται, πολλές φορές ίσως και ο πρώτος.

«Κυρ-Παντελήδες» ήταν οι βασανιστές της χούντας, όπως και εκείνοι οι γείτονες που έβαζαν δυνατά τη μουσική για να μην ακούγονται οι κραυγές των βασανισμένων στα κολαστήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ. Εκείνοι που έλεγαν ότι αν «δεν ενοχλείς, η Χούντα δεν σε ενοχλεί». «Κυρ-Παντελήδες» και εκείνοι που δικαιολόγησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου γιατί ήταν, υποτίθεται, «αναρχικός», τέτοιου φυράματος είναι και οι δολοφόνοι του Ζακ Κωστόπουλου, όπως και όσοι θεωρούν πως οι μετανάστες και οι Ρομά είναι δεύτερης διαλογής άνθρωποι, όσοι τους βουλιάζουν τις βάρκες, τους κυνηγούν με τα όπλα, δικαιολογούν τις δολοφονίες τους. «Κυρ-Παντελήδες» είναι και αυτοί που τα βάζουν πάλι με τους φοιτητές που αγωνίζονται για δωρεάν και δημόσια Παιδεία, ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. «Κυρ-Παντελήδες» και εκείνοι που κλείνουν τα μάτια στη σφαγή της Λωρίδας της Γάζας και στο αιματοκύλισμα της Παλαιστίνης, εκείνοι που θεωρούν πως αξίζουν να πεθάνουν τόσες χιλιάδες άνθρωποι.

Έχουμε πολλή δουλειά ακόμα μπροστά μας για να απαλλαχθούμε από τους «Κυρ-Παντελήδες» αυτού του κόσμου.

 

«Έντιμε άνθρωπε κυρ παντελή
Σκεύρωσεσ σάπισεσ στο μαγαζί
Τη νιότη ξόδεψεσ και την ορμή
Για τη δραχμή για το πετσί
Δίπλα σου τ’ όνειρο η ζωή και το φως
Μα εσύ στο κουφάρι σου κλεισμένος εντός

Ξέρεις πως δώσανε κυρ παντελή
Άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή
Να γίνει τ’ όνειρο φέτα ψωμί
Να φας και ‘ συ κυρ παντελή

Κι εσύ τι έδωσες κυρ παντελή
Πες μας τι έκανες σ’ αυτή τη γη
Πες μας τι άφησες κληρονομιά
Που να εμπνέει τη νέα γενιά

Έντιμε άνθρωπε κυρ παντελή
Έντρομε άβουλε συ φασουλή
Βρώμισες τ’ όνειρο και την ψυχή
Άδειο πετσί χωρίς πνοή

Έντιμοι άνθρωποι νέα γενιά
Θάψτε τους έντιμους μες στα σκατά
Κι αυτούς που φτιάξανε τον παντελή
Σκουλήκι άχρηστο σ’ αυτή τη γη»

 

Βιβλιογραφικές αναφορές:

Πάνος Τζαβέλλας, «Ζιγκ-Ζαγκ στο δάσος του θανάτου», 2002, εκδόσεις Παπαζήση

Πάνος Τζαβέλλας, «Ανταρτο-rock», 1992, εκδόσεις Ελεύθερος Διάλογος

Πάνος Τζαβέλλας, «Σφαίρες από ποίηση, Λόγια από μουσική», αυτοέκδοση

https://www.alt.gr/afieroma-ston-pano-tzavella-syzitisi/

http://www.panostzavellas.gr/index.html