«Πρόκειται για μία διάχυτη κουλτούρα βιασμού – αν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την ορολογία – που διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία, που βλέπει τις γυναίκες ως σεξουαλικά αντικείμενα, που θεωρεί ότι η άσκηση βίας και σεξουαλικής βίας είναι κάτι φυσιολογικό από την πλευρά των ανδρών, ότι είναι κάτι που συχνά ακούμε ότι είναι στη φύση τους, που βλέπει την υποταγή ως χαρακτηριστικό των γυναικών.Όλα αυτά είναι στερεότυπα εξαιρετικά εμπεδωμένα στην κοινωνία, μια κουλτούρα που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων κατηγορεί τα ίδια τα θύματα, όταν δέχονται σεξουαλική βία ή βιασμό γιατί μπορεί να φορούσαν κοντή φούστα, μπορεί να γύριζαν αργά το βράδυ στο σπίτι τους και για χίλιους δυο άλλους λόγους. Οπότε αυτό που είδαμε, είναι κάτι το οποίο υπάρχει αρκετά παγιωμένο απ’ την ελληνική κοινωνία. Και μπορεί να μας το καλλιεργεί αλλά προσωπικά δεν μου προκαλεί έκπληξη» εξηγεί, στο ραδιόφωνο του TPP η Νατάσα Κεφαλληνού, υπεύθυνη επικοινωνίας του Κέντρου Γυναικείων Μελετών και Ερευνών, «Διοτίμα».
Το Κέντρο, πέρα από την προσπάθεια ανάδειξης των έμφυλων διακρίσεων, παρέχει ψυχοκοινωνική και νομική υποστήριξη σε γυναίκες επιζώσες έμφυλης βίας. Αυτήν την περίοδο, πραγματοποιεί μια καμπάνια χρηματοδότησης, μέσω crowdfunding, για την στήριξη της νομικής του υπηρεσίας.
Aκούστε τη συνέντευξη εδώ:
Προσθέτει ότι «υπάρχει ένα ολόκληρο υπόστρωμα και μάλλον εδώ βλέπουμε την κορυφή του παγόβουνου. Μ’ αυτήν δηλαδή την ακραία δήλωση, που εγώ να σας πω την αλήθεια, δεν ξέρω κατά πόσο είναι ακραία. Υπάρχουν αντρικές παρέες στις οποίες συζητιούνται αυτά τα ζητήματα και χασκογελάνε οι παρευρισκόμενοι με αυτά τα ζητήματα, μ’ αυτές τις εκφράσεις, είναι ότι υπάρχει ένα υπόστρωμα και πιθανόν ναι, αυτό να ήταν το πιο ακραίο, η κορυφή του παγόβουνου που προκάλεσε τέτοιες αντιδράσεις. Αναρωτιέμαι αν και οι παίκτες με αυτές τις αντιλήψεις καθαρά σεξιστικές, ομοφοβικές και ρατσιστικές αντιλήψεις αν έχουν επιλεγεί για να καταθέσουν αυτές τις αντιλήψεις στο παιχνίδι.»
Η βία όμως, δεν είναι μόνο η σωματική, ούτε μόνο οι ακραίες μορφές της. Η λεκτική βία στον δρόμο, με σχόλια και σεξουαλικά υπονοούμενα, η παρενόχληση με τρόπους που μία μεγάλη μεριδα της κοινωνίας θεωρεί ότι «δεν έγινε και τίποτα», ότι είναι αποδεκτό, ότι «άντρας είναι τι να κάνει» και άλλες στερεοτυπικές εκφράσεις, κατατάσσονται στο ίδιο φάσμα. «Η έμφυλη βία είναι μια ομπρέλα, ένας όρος ομπρέλας που περιλαμβάνει όλες τις μορφές βίας. Είτε πρόκειται για λεκτική βία είτε πρόκειται για σωματική βία, για βιασμό και διάφορες άλλες πολύ επώδυνες μορφές παραβίασης και ακύρωσης της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας του ατόμου. Οπότε στην κουλτούρα του βιασμού αυτό που βλέπουμε συνήθως, είναι η απενοχοποίηση αυτών των πρακτικών. Πολύ συχνά βλέπουμε ότι αυτές οι μορφές βίας απενοχοποιούνται. Aκόμη αυτή η φράση που ειπώθηκε μέσα στο τηλεπαιχνίδι θεωρήθηκε από την παραγωγή ότι «δεν είναι πλάκα». Δεν θα ‘πρεπε καν να λεχθεί αυτό. Σε καμία περίπτωση δεν είναι πλάκα.».
Μάλιστα, σχετικά με το περιστατικό, η κ.Κεφαλληνού τονίζει ότι θα έπρεπε να υπάρχει και παρέμβαση εισαγγελέα. «Νομίζω ότι θα έπρεπε να υπάρχει παρέμβαση της εισαγγελικής αρχής ξεκάθαρα. Φυσικά νομίζω ότι η ποινική δικαιοσύνη θα πρέπει να αποφασίσει για το ποιους λόγους, ποια πράξη θα πρέπει να διώξει, αλλά εδώ θα μπορούσαμε να δούμε διάφορα ζητήματα. Ας πούμε υπάρχει εγκωμιασμός μιας εγκληματικής πράξης; Γιατί ο βιασμός, πρέπει να το τονίσουμε ότι είναι εγκληματική πράξη, είναι κακούργημα. Υπάρχει εγκωμιασμός; Υπάρχει ρητορική μίσους; Δηλαδή θεωρώ ότι θα ‘πρεπε να υπάρχει, εκτός από την παρέμβαση του ΕΣΡ, που θα έπρεπε να είναι επιβεβλημένη και έχει καθυστερήσει, νομίζω ότι και η παρέμβαση των εισαγγελικών αρχών είναι επιβεβλημένη.»
Η ευθύνη των ΜΜΕ
Στη μάχη ενάντια στην έμφυλη βία, σε κάθε μορφής της, χωρίς καμία ανοχή, τα ΜΜΕ έχουν ευθύνη, που μάλιστα καταγράφεται και σε επίσημα κείμενα. Πέρα από τα ζητήματα της δεοντολογίας, των σεοβασμό των δικαιωμάτων και τους κανόνες του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, η «Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης», ένα άρτιο νομικό κείμενο του Συμβουλίου της Ευρώπης ενάντια στην έμφυλη βία, που ψηφίστηκε από τη Βουλή το 2018, προβλέπει, στο άρθρο 17, ότι τα ΜΜΕ οφείλουν, «με τον δέοντα σεβασμό προς την ελευθερία της έκφρασης και της ανεξαρτησίας τους, να συμμετέχουν στην κατάστρωση και την υλοποίηση πολιτικών και να θέτουν κατευθυντήριες γραμμές και αυτορρυθμιστικά πρότυπα πρόληψης της βίας κατά των γυναικών, καθώς και να ενισχύουν το σεβασμό προς την αξιοπρέπειά τους».
Το πώς η πλειοψηφία των ΜΜΕ δεν στέκονται στο ύψος των περιστάσεων καταγράφεται σχεδόν σε κάθε περιστατικό έμφυλης βίας που απασχολεί έντονα την επικαιρότητα. «Πέρα από το γεγονός ότι είναι πραγματικά εμπεδωμένη αυτή η κουλτούρα, έχει σημασία να δούμε και την ευθύνη των μέσων μαζικής ενημέρωσης απέναντι σ’ αυτά τα φαινόμενα. Αναφέρατε πριν την περίπτωση όπου η σεξουαλική παρενόχληση μιας φοιτήτριας έγινε αστείο, σ’ ένα τηλεοπτικό στούντιο. Εγώ θα ‘θελα να θυμίσω ότι πολλές άλλες περιπτώσεις όπου γυναικοκτονίες παρουσιάζονται σαν θύματα πάθους, ότι τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε, πολλές άλλες περιπτώσεις που οι κακοποιητές παρουσιάζονται τέρατα, δράκοι, ανώμαλοι, όλα αυτά σε εισαγωγικά, αλλά ποτέ ως άνθρωποι της διπλανής πόρτας που τέτοιοι είναι. Δηλαδή όπως δείχνουν και τα στατιστικά, πρόκειται κατά κύριο λόγο για ανθρώπους οι οποίοι είτε έχουν σχέσεις με τα θύματα, είτε είναι στο οικογενειακό περιβάλλον», σχολιάζει η Νατάσα Κεφαλληνού.
«Εκδικητική πορνογραφία»
Στις διάφορες μορφές κακοποίσης, τα τελευταία χρόνια έχει προστεθεί και μία ακόμα. Η σεξουαλική κακοποίηση μέσω εικόνας, μέσω δηλαδή της δημοσιοποίησης ιδιωτικών φωτογραφιών και βίντεο ή με απειλές για μία τέτοια πράξη. Πριν μερικούς μήνες, η υπόθεση της Ιωάννας Τούνη βρέθηκε στη δημοσιότητα, συγκεντρώνοντας ένα μείγμα αντιδράσεων. Από τη μία πλευρά το «τα θελε και τα έπαθε», από την άλλη ένα μαζικό κύμα συμπαράστασης. Δεν είναι η μόνη περίπτωση, αντίθετα, το έγκλημα της «εκδικτητικής πορνογραφίας» λαμβάνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις διεθνώς.
«Ναι, είναι το φαινόμενο σεξουαλικής κακοποίησης μέσω εικόνας, που περιλαμβάνει μια σειρά από μορφές βίας, μέσω των νέων τεχνολογιών. Είναι ένα φαινόμενο όπως δείχνουν οι έρευνες, ανερχόμενο όσο οι νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυο κυριαρχεί στη ζωή μας, με πραγματικά τραγικά αποτελέσματα, με αυτοκτονίες γυναικών κλπ. Στην περίπτωση της κας Τούνη, υπήρξε ένα μεγάλο κίνημα συμπαράστασης γυναικών. Αυτό που εγώ είδα και διέκρινα είναι ένα πολλές φορές “ναι μεν, αλλά..”. Μια συμπαράσταση υπό όρους με την οποία είμαι αντίθετη. Δηλαδή ότι…υπήρχε ένα φάσμα σε αυτό που σας μεταφέρω. Η συλλογιστική ξεκινούσε από το ότι η γυναικεία σεξουαλικότητα ούτως ή άλλως είναι ενοχοποιημένη και όταν μια γυναίκα προβάλει τη σεξουαλικότητά της, τα θέλει και τα παθαίνει. Νομίζω ότι αυτή είναι η μια πλευρά του φάσματος. Και η άλλη πλευρά αυτού του φάσματος, αυτής της συλλογιστικής ήταν ότι η υπερέκθεσή της ή το γεγονός ότι παίζει με τους όρους των media την έκανε λιγότερο ένα πρόσωπο που είχε την συμπαράστασή μας, αλλά όχι την αμέριστη συμπαράστασή μας. Νομίζω ότι αυτή η συλλογιστική είναι τελείως λάθος. Σε κάθε περίπτωση. Σίγουρα σε κάθε περίπτωση στεκόμαστε δίπλα, πλάι στις επιζώσες έμφυλης βίας κάθε μορφής» σχολιάζει η υπεύθυνη επικοινωνίας του Κέντρου «Διοτίμα».
Πρόοδος αλλά απαιτούνται περισσότερα
Σε νομικό επίπεδο, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα η μάχη ενάντια στην έμφυλη βία πέτυχε δύο σημαντικές νίκες. Η πρώτη ήταν η επικύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης το 2018, που προβλέπει το ενδεδειγμένο πλαίσιο που οφείλουν να ακολουθούν τα ευρωπαϊκά κράτη για την αντιμετωπίση του φαινομένου, μαζί με σειρά δράσεων και θεσμών. Το δεύτερο, είναι η εισαγωγή της έννοιας της συναίνεσης στον ορισμό του βιασμού στον Ποινικό Κώδικα, το 2019, εν μέσω έντονων πιέσεων στην τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από διεθνείς οργανώσεις και φεμινιστικές συλλογικότητες.
Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχουν και φαινόμενα που αποδεικνύουν την απόσταση που πρέπει να διανυθεί ακόμα. Εν μέσω της καραντίνας, η «Διοτίμα» δημοσιοποίησε μια καταγγελία θύματος ενδοοικογενειακής βίας, που κατέφυγε μαζί με τα παιδιά της και μάρτυρες σε Αστυνομικό Τμήμα, προκειμένου να καταγγέιλει τον δράστη. Οι αστυνομικοί όμως εκεί αρνήθηκαν να παραλάβουν τη μήνυση, επικαλούμενοι… τον κορονοϊό και συνοδεύοντας αυτήν τη δικαιολογία με τα συνήθη επιχειρήματα που αποθαρρύνουν τα θύματα να προχωρήσουν σε καταγγελίες σε τέτοιες υποθέσεις.
Μετά τις έντονες αντιδράσεις, η γυναίκα κατέθεσε κανονικά. σε μια «μια μικρή αλλά σημαντική νίκη». Αλλά δεν θα έπρεπε να χρειαστεί μια μαζική ανάδειξη του θέματος ώστε να γίνει το αυτονόητο. Η κ.Κεφαλληνού σχολιάζει:
«Τα νομικά κείμενα από μόνα τους δεν αρκούν. Χρειάζεται σίγουρα εκπαίδευση όλων των εμπλεκόμενων φορέων που συναπαρτίζουν το δίκτυο υποστήριξης των γυναικών που έχουν δεχτεί έμφυλη βία και όταν λέω όλων των εμπλεκομένων εννοώ και των αστυνομικών αρχών και των εισαγγελικών αρχών και των ιατροδικαστικών αρχών και σ’ αυτό το πλαίσιο ο φορέας μας πραγματοποιεί και συστηματικά εκπαιδεύσεις αυτών των επαγγελματιών.
Εγώ θα έλεγα ότι υπάρχει αλλαγή σ’ αυτούς τους φορείς, ότι είναι καλύτερα τα πράγματα, ότι υπάρχει μια καλύτερη εμπέδωση των νόμων αυτών, ωστόσο ακόμα και από την εμπειρία μας το βλέπουμε αυτό, υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα θύματα βίας δεν αντιμετωπίζονται με τον ενδεδειγμένο τρόπο. Και αυτό δείχνει ότι χρειάζεται δουλειά. Θεωρώ πολύ σημαντική παρέμβαση του τμήματος για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά το ζήτημα είναι να μην χρειάζεται οι γυναίκες να πρέπει να κάνουν όλοι αυτή τη διαδικασία για να εφαρμοστεί ο δρόμος. Μην ξεχνάμε ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι αυτεπάγγελτο αδίκημα. Δηλαδή και μια καταγγελία μόνο, χωρίς την κατάθεση μήνυσης θα πρέπει να κινηθούν διαδικασίες για τη διερεύνησή της.
Δηλαδή το περιστατικό που έγινε μες στην καραντίνα είναι ένα περιστατικό που δεν το έχουμε δει πρώτη φορά. Να πηγαίνει μια γυναίκα στις αστυνομικές αρχές και να προφασίζονται οι αστυνομικοί υπηρεσίας διάφορους λόγους για να την αποτρέψουν να κάνει καταγγελία. Το οποίο θεωρούμε πολύ σημαντικό ότι πρέπει να αναδεικνύεται και ότι πρέπει να αλλάξει. Σε αυτή την κατεύθυνση μάλιστα, μετά την καταγγελία μας, τότε μέσα στην καραντίνα, είχαμε και μια συνάντηση με το τμήμα ενδοοικογενειακής βίας της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών και είχαμε άμεση παρέμβαση ούτως ώστε η γυναίκα να πάει να καταθέσει τη μήνυση. Όμως εγώ διερωτώμαι ότι θα πρέπει κάθε γυναίκα να δημοσιοποιήσει, να βγάλει στα μανταλάκια την ιστορία της για να ζητήσει αυτό που ο νόμος προβλέπει;»