Τις τελευταίες ημέρες, μία πληροφορία διακινείται στην δημόσια, ηλεκτρονική σφαίρα, που καταλήγει σε ένα ερώτημα: Τι δουλειά έχει η ελληνική κυβέρνηση με την Palantir; Πρώτα με αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα μίας ανακοίνωσης της 7ης Δεκεμβρίου της ίδιας της εταιρείας σε ξένο οικονομικό μέσο, όπως ξεκινούν οι περισσότερες αποκαλυπτικές ιστορίες τον τελευταίο ενάμιση χρόνο στη χώρα μας. Όταν, δε, αφορά μία εταιρεία της οποίας η πρώτη αναζήτηση στο διαδίκτυο δίνει αποτελέσματα όπως «κατασκευάζουμε το κορυφαίο λογισμικό στον κόσμο για αποφάσεις και επιχειρήσεις βάσει δεδομένων. Η Palantir είναι μία αμερικανική εταιρεία λογισμικού που ειδικεύεται στην ανάλυση μεγάλων δεδομένων (big data)» και οι επόμενες περιγράφουν σκάνδαλα παραβίασης προσωπικών δεδομένων διαφόρων ειδών, γίνεται σαφές πως δύσκολα θα ενημερωθείς γι’ αυτή την ιστορία από κάποιο τηλεοπτικό κανάλι ή κάποιοι συστημικό ηλεκτρονικό ή έντυπο μέσο ενημέρωσης.
«Η συνεργασία μας με την ελληνική κυβέρνηση εκδηλώθηκε αναγκαία μόλις ξεκίνησε η πανδημία» αποκαλύπτει στην ανακοίνωση ο συνιδρυτής της εταιρείας, Άλεξ Καρπ. Πιο κάτω σημειώνεται πως «η κυβέρνηση αξιοποιεί την πλατφόρμα λογισμικού της Palantir “Foundry”, στην κορυφή της υποδομής Amazon Web Services, για να προσφέρει ροές εργασίας απόκρισης COVID-19 σε κυβερνητικούς αξιωματούχους που ασχολούνται με την πανδημία», και πως παράσχει στον Κυριάκο Μητσοτάκη ένα «κέντρο ελέγχου κρίσεων» για μία «ολιστική επισκόπηση της κατάστασης της πανδημίας COVID-19 στην Ελλάδα σε πραγματικό χρόνο».
«Έχουμε διαδραματίσει άμεσα βασικό ρόλο στην προσπάθεια αντίδρασης COVID-19, η οποία από την εμπειρία μας ήταν μία από τις καλύτερες στον κόσμο και ανυπομονούμε να διευρύνουμε αυτήν τη συνεργασία για τα επόμενα χρόνια» φέρεται κατά την ανακοίνωση να δηλώνει το διευθυντικό στέλεχος της Palantir, ενώ δείχνει και το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής της χώρας μας για τον «καθοριστικό ρόλο στη διευκόλυνση της συνεργασίας γρήγορα». Το εν λόγω υπουργείο ήταν άλλωστε ήταν ένας από τους ηλεκτρονικούς συνδαιτημόνες της τηλεδιάσκεψης που τέσσερις ημέρες πριν την ανακοίνωση έλαβε χώρα, με τη συμμετοχή του Πρωθυπουργού, του Καρπ και ενός ακόμα στελέχους της εταιρείας, με αντικείμενο τη «διαρκώς διευρυνόμενη συνεργασία με την κυβέρνηση της Ελλάδας, για να υποστηρίξουμε τις προσπάθειές της για απόκριση έναντι του Covid 19».
Ακολούθησε μία αίτηση κατάθεσης εγγράφων του ΜέΡΑ25 στις 10 Δεκεμβρίου, προς τον έτερο Κυριάκο της κυβέρνησης, τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Πιερρακάκη, ζητώντας «τη σύμβαση ή τις συμβάσεις της εταιρείας» με το ελληνικό κράτος, στοιχεία για τα οποία δεν υπάρχει καμία δημοσίευση από την κυβέρνηση. Λίγες ημέρες αργότερα, την Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου, μία ακόμα ερώτηση-αίτημα κατάθεσης εγγράφων της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που καταγγέλλει την εν κρυπτώ συνεργασία της κυβέρνησης με μία εταιρεία που δραστηριοποιείται στην παροχή εργαλείων επεξεργασίας και εξόρυξης δεδομένων (datamining) σε εταιρίες και κυβερνήσεις, υπογραμμίζοντας πως «στο ενεργητικό της έχει πολλές συνεργασίες που έχουν ξεσηκώσει πληθώρα αντιδράσεων για παραβίαση προσωπικών δεδομένων και εγκαθίδρυση ενός ψηφιακού ολοκληρωτισμού».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ των ερωτημάτων που θέτει, ζητάει εξηγήσεις για το είδος της σύμβασης και τον λόγο που δεν έχει αναρτηθεί σε Διαύγεια και ΕΣΗΔΗΣ, ποιο το αντικείμενό της, τι συνεργασία έχει με την εταιρεία η αρμόδια για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του «Εθνικού Μητρώου Ασθενών από τον κορονοϊό» ΗΔΙΚΑ, τι όφελος έχει η εταιρεία από την χρήση δεδομένων των Ελλήνων πολιτών, εάν τηρείται ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικών ∆εδομένων (GDPR) και o ν.4624/2019, ποιο το περιεχόμενο της επέκτασης της συμφωνίας και μέχρι πότε προβλέπεται, ποιες εγγυήσεις έχει λάβει το ελληνικό κράτος έναντι κακόβουλης χρήσης των προσωπικών δεδομένων των πολιτών, τι λέει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, και άλλα ερωτήματα.
Πολλά ερωτήματα. Πάρα πολλά ερωτήματα για μία σύμβαση με μία εταιρεία που δεν έχει καν ανακοινωθεί από την κυβέρνηση.
Στο ενδιάμεσο, μερικά εξαιρετικά αποκαλυπτικά δημοσιεύματα, τα οποία εισαγωγικά θα πρέπει να διαβάσει κάθε αναγνώστης που σέβεται την ενημέρωσή του. Αρχικά, μερικά πρωτόλεια ερωτήματα και βασικές πληροφορίες για την εταιρεία από την εφημερίδα «Αυγή». Έπειτα, ένα συγκλονιστικό στο Inside Story που παραθέτει την ακτινογραφία της εταιρείας «γνωστής εδώ και χρόνια για τις στενές σχέσεις της με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, τις ένοπλες δυνάμεις και άλλες αρχές επιβολής του νόμου», των… suis generis προσωπικοτήτων των ιδιοκτητών της και του βρώμικου παρελθόντος – παρόντος της. Ένα δημοσίευμα από το vouliwatch που καταγράφει γλαφυρά την σοκαριστική αδιαφάνεια που καλύπτει μία συνεργασία με μία τόσο σκοτεινή εταιρεία «Big Data» και θέτει με καθαρό και απόλυτο τρόπο τα πρώτης τάξεως θεσμικά και συνταγματικά, εκκωφαντικά ερωτήματα που γεννιόνται από την συνεργασία αυτή. Και ένα της Εφημερίδας των Συντακτών που συνοψίζει τα παραπάνω και μεταφέρει κατά κάποιον τρόπο μία θέση «πηγών» του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, που επιβεβαιώνει πλέον πως η ιστορία είναι όσο επικίνδυνη φαίνεται, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως ερωτήματα για την εν λόγω σύμβαση είχε θέσει με δημοσίευμά της και η εφημερίδα «Αυγή», επικαλούμενη την ερώτηση του ΜέΡΑ25.
Το πρώτο ρεπορτάζ, της Ελίζας Τριανταφύλλου στο Inside Story, σκιαγραφεί το προφίλ της εταιρείας που πήρε το όνομά της από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, και μάλιστα από τις άφθαρτες κρυστάλλινες σφαίρες του Τόλκιν που έδιναν τη δυνατότητα στους ήρωες του βιβλίου να βλέπουν τι γίνεται σε άλλα μέρη του κόσμου. Ποια είναι η Palantir, τι δουλειές έχει στο παλμαρέ της, τι δεσμούς έχει χτίσει από την ίδρυσή της με την CIA και τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ εντός και εκτός συνόρων, τα πολλά γκρίζα σημεία της πορείας της, και η εμπλοκή της σε ιστορίες που χτύπησαν μανιασμένα την διεθνή επικαιρότητα κατά το πρόσφατο παρελθόν, όπως αυτή της Cambridge Analytica, που έριξε βαριά σκιά επάνω από τις αμερικανικές εκλογές, στην οποία έδωσε πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα 87 εκατομμυρίων χρηστών του Facebook.
Η παράθεση μερικών εκ των πελατών της εταιρείας ανά τον κόσμο είναι αρκετή για να οξύνει την περιέργεια και να ασχοληθεί κανείς περαιτέρω με την υπόθεση: η CIA, το FBI, το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας και η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, oι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις και στρατιωτικές υπηρεσίες (Marine Corps, Air Force, Special Operations Command), η στρατιωτική ακαδημία West Point, το Πεντάγωνο (Joint Improvised-Threat Defeat Organization and Allies), άλλοι φορείς της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ (Recovery Accountability and Transparency Board), τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC), τα αστυνομικά τμήματα της Νέας Υόρκης, του Λος Άντζελες και της Νέας Ορλεάνης, το Εθνικό Κέντρο Αγνοουμένων και Εκμεταλλευόμενων Παιδιών και το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ, μεταξύ αρκετών άλλων. Στο ThePressProject πάντως, κατά το παρελθόν έχουμε δημοσιεύσει για την εν λόγω εταιρεία, τόσο για το σχέδιο των Palantir, HB Gary και Berico με την της Bank of America για να επιτεθούν στα Wikileaks, και για τα όσα προέκυψαν από την έρευνα του Intercept «Blueleaks» με το χακάρισμα ιστοσελίδων 251 αστυνομικών τμημάτων και τη διαρροή προσωπικών δεδομένων τουλάχιστον 700.00 αστυνομικών των ΗΠΑ, όσο και στις αρχές του ξεσπάσματος της πανδημίας στη χώρα μας, αναφορικά με τις «τεχνολύσεις» που επιστρατεύονται διεθνώς για την αντιμετώπισή της.
Την ίδια ημέρα, το report του vouliwatch πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω, αφού παραθέσει και αυτό λεπτομέρειες για τη δραστηριότητα της εταιρείας ανά τον κόσμο, αλλά και για τον «τρόπο» με τον οποίο προσεγγίζει τα πράγματα το ντουέτο των ιδρυτών της. «Η δημοκρατία και η οικονομική ελευθερία είναι ασύμβατες ενώ υπονόησε ότι το δικαίωμα ψήφου των γυναικών υπονόμευσε την οικονομική ελευθερία» του συνιδρυτή, Πίτερ Τιλ, αυξάνει την ήδη έντονη δυσοσμία που αναδύεται από την υπόθεση. Το vouliwatch ενημέρωσε πως έχει ήδη υποβάλλει το δικό του αίτημα κατάθεσης εγγράφων προς τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ζητώντας και αυτό «τη σύμβαση ή τις συμβάσεις» που έχουν υπογραφεί μεταξύ ελληνικού κράτους και Palantir, ζητώντας και από την εταιρεία να παράσχει αναλυτικά στοιχεία για το περιεχόμενο αυτής της σκοτεινής συνεργασίας, αναφορικά με τη διάρκεια, το κόστος, το αντικείμενο, και τον τρόπο συλλογής, επεξεργασίας, αποθήκευσης και χρήσης των δεδομένων των ασθενών. Αντίστοιχο αίτημα έχει πλέον υποβάλλει και η Μη Κερδοσκοπική Οργάνωση για τη υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο διαδίκτυο, Homo Digitalis, προς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), ζητώντας να ασκήσει τις εξουσίες που διαθέτει και να ρίξει φως στη σύμβαση της εταιρείας με την ελληνική κυβέρνηση.
Τα υπόλοιπα ερωτήματα της ανεξάρτητης, μη κερδοσκοπικής πρωτοβουλίας ανοιχτής διακυβέρνησης του vouliwatch μπορούν να τινάξουν στον αέρα κάθε μυαλό που θα αντιληφθεί με τι εταιρεία έχουμε να κάνουμε:
- Από πότε ακριβώς έχει αρχίσει η συνεργασία Ελληνικού Δημοσίου και Palantir.
- Ποιο είναι αναλυτικά το αντικείμενό της.
- Αν υπάρχει αμοιβή και ποια είναι αυτή.
- Τι ισχύει με τα δεδομένα; Ποια ακριβώς (ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα) και πώς συλλέγονται, αποθηκεύονται, επεξεργάζονται και χρησιμοποιούνται. Από ποιον συμβαλλόμενο γίνεται η παραπάνω διαχείρισή τους και για πόσο. Έχει ελεύθερη και απεριόριστη πρόσβαση σε αυτά η Palantir και υπό ποιες συνθήκες;
- Σε τι αφορά η επέκταση της συνεργασίας που ανακοίνωσε η Palantir;
- Υπάρχει συμφωνία με την εταιρία για συνεργασία και σε άλλους τομείς (πχ. Μεταναστευτικό – Ασφάλεια – Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη – Άμυνα κ.ο.κ.);
Παρά την -από μία εβδομάδα νωρίτερα- ερώτηση και αίτημα κατάθεσης εγγράφων από ένα κοινοβουλευτικό κόμμα, αλλά και τα διογκούμενα ερωτήματα χρηστών των κοινωνικών δικτύων που ανακαλύπτουν τη συνεργασία της κυβέρνησης με μία τόσο σκιώδη εταιρεία, επίσημη αντίδραση της κυβέρνησης δεν καταγράφηκε. Η πιο «επίσημη», αυτή που συνοδεύει το δημοσίευμα της Εφημερίδας των Συντακτών και του Κώστα Ζαφειρόπουλου, που θυμίζει τις απαντήσεις της Νίκης Κεραμέως για τις συμβάσεις με τη Cisco. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την πλατφόρμα τηλεκπαίδευσης, αλλά με μία εταιρεία που μπορεί να παράσχει σε κυβερνήσεις ως εργαλείο το μπενθαμικό Πανοπτικόν, σε ηλεκτρονική μορφή και με ανεξέλεγκτες προεκτάσεις.
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, «πηγές» του υπουργείου απαντούν στις αντιδράσεις πως «αν υπήρχε κάποια πρόθεση απόκρυψης της συνεργασίας, δεν θα υπήρχε η ανακοίνωση της ίδιας της εταιρείας. Ο υπουργός έχει πει εδώ και καιρό ότι υπάρχει μια εφαρμογή στη διάθεση του πρωθυπουργού με την οποία επιτυγχάνεται η καλύτερη οπτικοποίηση δεδομένων της πανδημίας την οποία παρέχουμε στην Επιτροπή Λοιμωξιολόγων ώστε να έχει μια βέλτιστη απεικόνιση της κατάστασης. Πρόκειται για ανωνυμοποιημένα στοιχεία. Δεν δίνουμε επιδημιολογικά δεδομένα και δεν κρατάμε προσωπικά στοιχεία». Επίσης, οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν πως «δεν έχουμε καμία πρόθεση να κρύψουμε κάτι. Είμαστε διατεθειμένοι να δείξουμε τη σύμβαση στους εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων του Κοινοβουλίου», αλλά τονίζουν και την ύπαρξη «ρήτρας εμπιστευτικότητας» που κατ’ αυτούς «είναι μια συνηθισμένη πρακτική των πολυεθνικών κολοσσών για εταιρικούς λόγους προστασίας από τον ανταγωνισμό».
Επιβεβαιώνοντας τον προβληματικό χαρακτήρα όλης αυτής της ιστορίας, πηγές του ίδιου υπουργείου στο δημοσίευμα του Inside Story υποστηρίζουν πως η κυβέρνηση δεν έχει δημοσιοποιήσει την ή τις συμβάσεις «επειδή ήταν δωρεάν και δεν υπήρχε κάποιο οικονομικό αντάλλαγμα, δεν υπήρχε λόγος να δημοσιευθεί. Η συμφωνία έχει προσδιοριστεί ως δωρεά». Το ίδιο δημοσίευμα δίνει την απάντηση, με βάση σχετικό άρθρο της Διαύγειας (ν. 3861/2010ΦΕΚ Α’/112/13-07-2010 – Α’112), πως «στο διαδίκτυο αναρτώνται: […] πράξεις αποδοχής δωρεών στο Ελληνικό Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ., σε φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή σε φορείς των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού, καθώς και συμβάσεων πολιτιστικών χορηγιών».
Τσάμπα τυρί, μόνο στη φάκα
Ξεκινώντας αντίστροφα, από τα τελευταία που αναφέρθηκαν, αξίζει κανείς να δει τι σημαίνει για μία εταιρεία σαν την Palantir το επιχείρημα πως «επειδή ήταν δωρεάν και δεν υπήρχε κάποιο οικονομικό αντάλλαγμα, δεν υπήρχε λόγος να δημοσιευθεί. Η συμφωνία έχει προσδιοριστεί ως δωρεά» που επικαλείται το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Δανείζομαι και πάλι από το Inside Story την μετάφραση του επιχειρηματικού μοντέλου της εταιρείας, όπως την περιγράφει η ίδια στις οικονομικές της καταστάσεις:
«Οι πελάτες μας, μάς πληρώνουν για να χρησιμοποιούν τις πλατφόρμες λογισμικού που φτιάχνουμε. Ξεκινάμε πιλοτικά με πελάτες, σε γενικές γραμμές με δικά μας έξοδα και χωρίς εγγύηση μελλοντικών αποδόσεων, προκειμένου να αποκτήσουμε πρόσβαση σε ένα μοναδικό σύνολο ευκαιριών που άλλοι μπορεί να προσπεράσουν λόγω έλλειψης πόρων και βραχύτερου επενδυτικού ορίζοντα […] Επιδιώκουμε ενεργά συζητήσεις με υπάρχοντες και μελλοντικούς πελάτες προκειμένου να εντοπίσουμε τρόπους με τους οποίους οι πλατφόρμες λογισμικού μας μπορούν να προσφέρουν μακροπρόθεσμη αξία. Στην πρώτη φάση, συνήθως αποκτούμε νέες ευκαιρίες με ελάχιστο ρίσκο για τους πελάτες μας μέσω βραχυχρόνιων πιλοτικών υλοποιήσεων των πλατφορμών λογισμικού μας με καθόλου ή με χαμηλό κόστος γι αυτούς. Πιστεύουμε στην απόδειξη της αξίας των πλατφορμών μας στους πελάτες μας. Κατά τη διάρκεια αυτών των βραχυπρόθεσμων πιλότων, λειτουργούμε τους λογαριασμούς με ζημία. Πιστεύουμε ότι οι επενδύσεις μας κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης θα οδηγήσουν στη μελλοντική αύξηση των εσόδων μας».
Αποκαλυπτική για το προφίλ της εταιρείας είναι η υπόθεση της μυστικής συνεργασίας της εταιρείας με την αστυνομία της Νέας Ορλεάνης, η οποία κράτησε για έξι χρόνια και σταμάτησε μόλις δύο εβδομάδες μετά από την αποκάλυψή της από το The Verge. Πληροφορία που από μόνη της είναι αποκαλυπτική για τον χαρακτήρα τέτοιων κρυφών προγραμμάτων, που σε αυτή την περίπτωση ήταν ντυμένα και με «φιλανθρωπικό χαρακτήρα». Το εν λόγω πρόγραμμα αφορούσε στον εντοπισμό πιθανών εγκλημάτων πριν αυτά λάβουν χώρα, με τη χρήση ενός συστήματος «προγνωστικής αστυνόμευσης», που για έξι χρόνια χρησιμοποιούσε η αστυνομία της Νέας Ορλεάνης, κρυφά από το αρμόδιο δημοτικό συμβούλιο της πόλης και κάθε άλλου φορέα. Το αποκαλυπτικό δημοσίευμα του The Verge περιέγραψε ένα λογισμικό που παρείχε η Palantir στην αστυνομία της Ν. Ορλεάνης ως «ένα μυστικό πρόγραμμα που εντοπίζει δεσμούς ανθρώπων με μέλη συμμορίας, περιγράφει το εγκληματικό τους ιστορικό, αναλύει τα κοινωνικά δίκτυα και προβλέπει την πιθανότητα τα άτομα αυτά να διαπράξουν βία ή να γίνουν θύματα».
Ακόμα πιο αποκαλυπτικοί οι όροι με τους οποίους η Νέα Ορλεάνη σύναψε την επίμαχη συμφωνία με την εταιρεία. Όπως αναφέρεται, η συνεργασία της Palantir με την Νέα Ορλεάνη ήρθε μέσα από ένα «φιλανθρωπικό πρόγραμμα» μεταξύ των δύο, το «NOLA For Life program», ένα πρόγραμμα για τον περιορισμό της εκτροχιασμένης εγκληματικότητας της πόλης. «Χάρη στον φιλανθρωπικό του χαρακτήρα και στο μοντέλου “ισχυρού δημάρχου” της Νέας Ορλεάνης, η συμφωνία δεν πέρασε ποτέ από μία διαδικασία δημοσίων συμβάσεων» περιγράφεται τι συνέβη πίσω από τις κλειστές -δημαρχειακές, εν προκειμένω- πόρτες. Δημοτικοί σύμβουλοι και εισαγγελείς της πόλης δεν είχαν ιδέα για το τι εργαλεία χρησιμοποιεί η αστυνομία της πόλης, την οποία είναι επιφορτισμένοι να ελέγχουν, «ούτε γνώριζαν ότι η Palantir χρησιμοποίησε το πρόγραμμά της στη Νέα Ορλεάνη για να εμπορευτεί τις υπηρεσίες ης σε άλλη υπηρεσία επιβολής του νόμου, με αντάλλαγμα σύμβαση πολλών εκατομμυρίων δολαρίων».
Και τι χρήση του λογισμικού έκανε η αστυνομία της Νέας Ορλεάνης; «Κανένας στη Νέα Ορλεάνη δεν γνωρίζει γι’ αυτό, εξ όσων γνωρίζω» περιλαμβάνεται η φράση ενός από τους ανθρώπους που αποκάλυψε την ιστορία στην πολύπαθη περιοχή των ΗΠΑ. Από τη στιγμή που ουσιαστικά το πρόγραμμα τελείωσε με τη δημοσιοποίησή του, οι πληροφορίες για το περιεχόμενό του παραμένουν ελάχιστες και τα ερωτήματα αναπάντητα. Όμως διδακτική για το πως μία αστυνομία μπορεί να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες της Palantir είναι η ιστορία μίας κοινωνιολόγου από το Τέξας, που είχε την τύχη να της επιτραπεί να ερευνήσει μία άλλη αστυνομία που έκανε χρήση αυτών των υπηρεσιών, εκείνης του Λος Άντζελες.
Χαρακτηριστική η φράση του αρχηγού της αστυνομίας του Λος Άντζελες που μεταφέρει κατά λέξη η κοινωνιολόγος Σάρα Μπρέιν, η οποία το 2013 έλαβε άδεια ως υποψήφια διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Τέξας, τόσο για πρόσβαση στα αρχεία του αστυνομικού τμήματος, όσο και για συνεντεύξεις. Όπως αναφέρουν οι New York Times, στο βιβλίο της «Predict and Surveil», το οποίο διαφημίζεται πως αποκαλύπτει «τη συνεργασία μεταξύ των δημοσίων αρχών επιβολής του νόμου, ιδιωτικών μεσιτών δεδομένων και εταιρειών τεχνολογίας», περιλαμβάνοντας μη δημοσιευμένα στοιχεία για το πως μια τεράστια υπηρεσία επιβολής του νόμου αξιοποιεί τις μεγάλες τεχνολογίες δεδομένων για να επεκτείνει την επιτήρηση στο όνομα της αντικειμενικής, «προγνωστικής» αστυνόμευσης.
«Ας πούμε πως συμβαίνει κάτι με ιατρικές κλινικές φαρμακευτικής μαριχουάνας που βρίσκονται στο στόχαστρο ληστών» εξηγεί ο αρχηγός της αστυνομίας του Λος Άτζελες στην Μπρέιν, όπως μεταφέρει το διάλογο ένα εκτενέστατο δημοσίευμα των New York Times, με τίτλο «Μήπως η Palantir βλέπει πάρα πολλά;». «Μπορώ να βάλω μία ειδοποίηση στο Palantir που έχει να κάνει με την ιατρική μαριχουάνα, να προσθέσω το λήμμα ληστεία, συν “αρσενικό”, συν “μαύρος”, συν “ύψος 1,80”. Ξέρεις, μου αρέσει να πετάω το δίχτυ εκεί έξω» περιγράφει κυνικά την χρήση του δικτύου ο ίδιος ο αρχηγός της αστυνομίας του Λος Άντζελες. Όπως αναφέρει το ίδιο δημοσίευμα για τη χρήση του συστήματος από την αστυνομία, μεταξύ των πολλών ροών δεδομένων που διατίθενται μέσω Palantir ήταν αυτόματες συσκευές ανάγνωσης πινακίδων, γεγονός που οδηγεί σε αρκετά εφιαλτικά σενάρια. «Ένας αστυνομικός θα μπορούσε να πιέσει κάποιον απρόθυμο μάρτυρα -ας πούμε- ανακαλύπτοντας ότι έχει εξωσυζυγική σχέση. Κάποιος από το αστυνομικό τμήμα θα μπορούσε να παρακολουθεί τις επαφές της πρώην συζύγου του, και πάει κάπως έτσι». Όπως τονίζει η Μπρέιν, το κυρίως πρόβλημα είναι η αδιαφάνεια, ενώ διδακτικό είναι και το παράδειγμα της διακοπής της συνεργασίας της αστυνομίας της Νέας Υόρκης με την εταιρεία του 2017, με τη δεύτερη να αρνείται να απελευθερώσει τα δεδομένα που ο πελάτης της καταχώρησε στην πλατφόρμα της, στάση που χαρακτηρίστηκε ως «ομηρεία».
«Η ψηφιακή παρακολούθηση είναι αόρατη» υπογραμμίζει η κοινωνιολόγος, καθώς αναρωτιέται «πως θα μπορούσε να θεωρείται υπόλογο ένα όργανο, όταν δεν ξέρεις τι κάνει;», περιγράφοντας γλαφυρά το πρόβλημα. Αλήθεια, τι θαύματα μπορεί να κάνει ένα τέτοιο σύστημα στα χέρια της ελληνικής αστυνομίας, για την οποία ακόμα και η κυβερνητική επιτροπή Αλιβιζάτου διαπιστώνει πως δεν την αγγίζει καμία λογοδοσία;
«Αποτυγχάνοντας να κάνουν το σωστό: Η επείγουσα ανάγκη για την Palantir να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα»
Ο παραπάνω μεσότιτλος αποτελεί τον τίτλο μιας πολυσέλιδης έκθεσης που εξέδωσε στις 28 του περασμένου Σεπτεμβρίου η Διεθνής Αμνηστία για την Palantir, ημέρα που η εταιρεία έκανε το ντεμπούτο της στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, καταφέρνοντας να εξασφαλίσει αποτίμηση σχεδόν 22 δισ. δολάρια, με το BBC να σημειώνει έκπληκτο πως «πρόκειται για εντυπωσιακό επίτευγμα για μία εταιρεία, η οποία δεν έχει εμφανίσει μέχρι στιγμής ποτέ κέρδη, ενώ έχει να αντιμετωπίσει ανησυχίες για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικότητας και στηρίζεται σε κρατικές υπηρεσίες για το ήμισυ σχεδόν των εσόδων της». Αξίζει κάπου εδώ πάντως να σημειωθεί πως από τις αναζητήσεις στο διαδίκτυο για την εταιρεία και τη δραστηριότητά της, προκύπτουν δύο ομάδες «ενδιαφέροντος». Η μία με την οποία ασχολούμαστε και στο παρόν κείμενο για το σκοτεινό της έργο και τις προεκτάσεις του στη δημόσια ζωή, και η δεύτερη που αφορά «επενδυτές» μεγάλου ή μικρού πορτοφολίου, που παρακολουθούν μανιασμένα το ράλι που κάνει στις αγορές η μετοχή της εταιρείας, και ως «επενδυτές» που σέβονται τον εαυτό τους, αδιαφορούν για τις όποιες ηθικές και άλλες προεκτάσεις μπορεί να έχει η δραστηριότητα της εταιρείας. Μια καλή αφορμή για προβληματισμό προσφέρει το παρακάτω ποστ στο Reddit, στο οποία αναρτάται από κάποιον χρήστη η ανακοίνωση της συνεργασίας με την ελληνική κυβέρνηση (εδώ), ή το αποτέλεσμα της αναζήτησης «palantir» στο Youtube.
Η Διεθνής Αμνηστία αφιέρωσε όλες τις σελίδες της έκθεσης στην αμερικανική εταιρεία με την όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή σε κυβερνητικά προγράμματα και κρατικές υπηρεσίες ανά τον κόσμο, καταγράφοντας την εντεινόμενη ανησυχία για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη δράση της.
Η Διεθνής Αμνηστία, αφού παραθέτει αναλυτικά στοιχεία για το παράδειγμα της εμπλοκής της εταιρείας στην αντιμεταναστευτική πολιτική των ΗΠΑ, παραθέτει σχολιασμένη την απάντηση της Palantir σε αίτημά της για λογοδοσία αναφορικά με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία χαρακτηρίζεται ως επιεικώς πλημμελής και έωλη. Αναλυτικά την έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας, την επιστολή – απάντηση της Palantir και τον σχολιασμό της μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Ωστόσο, οι συστάσεις προς την εταιρεία με τις οποίες καταλήγει το κείμενο είναι αποκαλυπτικές για το περιεχόμενο της «συζήτησης», παρότι αυτή αφορά την πολιτική απελάσεων του Τραμπ:
«Δείξτε άμεσα την δέουσα επιμέλεια έναντι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και λάβετε αποτελεσματικά μέτρα για να διασφαλίσετε ότι η τεχνολογία σας δεν συμβάλλει σε καταχρήσεις εναντίον μεταναστών και αιτούντων άσυλο από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ως μέρος αυτής της δέουσας επιμέλειας, η Palantir πρέπει να δημοσιεύσει λεπτομέρειες για την τεχνολογία που έχει παράσχει στο ICE μέσω των συμβάσεων της, και των διασφαλίσων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχει θέσει σε εφαρμογή. Έως ότου η Palantir μπορέσει να αποδείξει ότι η τεχνολογία της δεν συμβάλλει σε καταχρήσεις κατά μεταναστών και αιτούντων άσυλο, και να μπορέσει να διασφαλίσει ότι η τεχνολογία της δεν θα χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς αυτούς, πρέπει επειγόντως να εξετάσει το ενδεχόμενο αναστολής όλων των δραστηριοτήτων που παρέχονται σε στο υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας (DHS) και της Υπηρεσία Επιβολής της Νομοθεσίας περί Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) με προϊόντα και υπηρεσίες που διευκολύνουν τις επιχειρήσεις πολιτικής μετανάστευσης».
Στις δε αμερικανικές αρχές, η Διεθνής Αμνηστία συνέστησε τη «διεξαγωγή εποπτείας σε όλες τις πτυχές της σύμβασης της Palantir με υπηρεσίες ομοσπονδιακής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων με DHS και ICE, για τεχνολογίες που κινδυνεύουν να διευκολύνουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Για να γίνει ακόμα πιο κατανοητό το εύρος των υπηρεσιών της εταιρείας, και ο τρόπος που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, η Διεθνής Αμνηστία συνοψίζει στην επόμενη παράγραφο τα αποτελέσματα της δικής της έρευνας για την χρήση των εργαλείων της στο πεδίο του μεταναστευτικού των ΗΠΑ:
«Η έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας έχει τεκμηριώσει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά μεταναστών και αιτούντων άσυλο στο πλαίσιο δράσης του DHS και του ICE μέσω τιμωρητικών περιορισμών στην πρόσβαση στο άσυλο, των παράνομων οικογενειακών χωρισμών, της υποχρεωτικής και κράτησης επ’ αόριστον, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, και της επιστροφής ανθρώπων σε χώρες όπου αντιμετωπίζουν σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και παράνομες πολιτικές που επιτρέπουν τις απελάσεις. Η χρήση της τεχνολογίας Palantir από την ICE στις δραστηριότητές της, με επιχειρήσεις επιβλαβών πολιτικών κατά μεταναστών και αιτούντων άσυλο, προκάλεσε τις αντιδράσεις οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εξέφρασαν τις ανησυχίες τους στην εταιρεία. Η χρήση της τεχνολογίας ICM και FALCON της Palantir διευκολυνε αυτές τις επιχειρήσεις, επιτρέποντας στην DHS και την ICE να εντοπίσει, να διερευνήσει, να παρακολουθήσει και να μοιραστεί πληροφορίες σχετικά με μετανάστες και αιτούντες άσυλο, ώστε να προχωρήσει σε συλλήψεις και επιδρομές σε χώρους εργασίας, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε χωρισμούς οικογενειών, κρατήσεις και απελάσεις».
«Ναι, αλλά η ελληνική κυβέρνηση συνεργάζεται για τον Covid. Τι σχέση έχουν όλα αυτά;»
Μήπως με τα παραπάνω «το πήγαμε μακριά»; Εύλογη απορία, ακόμα πιο εύλογη «άμυνα» από υπερασπιστές της συμφωνίας, ή απλώς, ανθρώπους που επιμένουν να βλέπουν καλοπροαίρετα μία τέτοια συμφωνία «για την αντιμετώπιση της πανδημίας». Θα πρέπει να σημειωθεί πως τα παραπάνω αναφέρονται τόσο για να γίνει σαφές το πεδίο δυνατοτήτων μίας τέτοιας εταιρείας, όσο και το βρώμικο παρελθόν που την ακολουθεί, την ώρα που στη χώρα μας απλώνεται ένα μονίμως πυκνότερο πέπλο αδιαφάνειας και κατευθυνόμενης ενημέρωσης, με απόκρυψη πλήθους σημαντικών ειδήσεων και γεγονότων. Ας επιστρέψουμε για λίγο στο προφίλ της εταιρείας.
Όπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα μεγάλων διεθνών μέσων ενημέρωσης, η εταιρεία συνεργάζεται με αρκετές κυβερνήσεις, μεταξύ των οποίων εκτός της ελληνικής, με αυτήν της Αυστρίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας και του Καναδά. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Bloomberg, η εταιρεία αρχικά παραχωρεί στις κυβερνήσεις μία έκδοση του λογισμικού της με την ονομασία «Foundry», η οποία διατίθεται δωρεάν, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας. Στη συνέχεια, έπειτα από περίπου ένα εξάμηνο, η εταιρεία επεκτείνει τις συμφωνίες της, πλέον με αντίτιμο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το βρετανικό. Μία υπόθεση που αφορά μία εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης που υποδεχόταν δεδομένα που συνέλλεγε η Palantir για το βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας, με εμπλοκή και υποστηρικτών του Brexit. Η εν λόγω εταιρεία «Faculty» είχε καταφέρει να συνάψει μέσα σε διάστημα ενάμιση χρόνου συμφωνίες που ξεπερνούσαν το 1 εκατ. λίρες, με τις έντονες αντιδράσεις και τα αιτήματα κατάθεσης εγγράφων της δικηγορικής εταιρείας τεχνολογικής δικαιοσύνης Foxglove και της πρωτοβουλίας Οpendemocracy να αναγκάζουν το βρετανικό ΕΣΥ να δημοσιοποιήσει τη σύμβαση. Μία σύμβαση που τελικά είχε ως συμβολικό αντίτιμο τη μία λίρα, και αποκάλυπτε τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων εκατομμυρίων πολιτών, από τα ονοματεπώνυμα και τα στοιχεία κατοικίας και επικοινωνίας τους, μέχρι τις θρησκευτικές και πολιτικές τους πεποιθήσεις, τα ποινικά μητρώα και φυσικά την κατάσταση της υγείας τους. Μετά τις σκανδαλώδεις προεκτάσεις της δημοσιοποίησης, ακολούθησε σύμβαση με την κυβέρνηση ύψους 1 εκατ. λίρες για τέσσερις μήνες.
«Οποιαδήποτε εταιρική σχέση δημοσίου – ιδιωτικού τομέα στον τομέα της υγείας μπορεί να έχει άμεσο και μεταβαλλόμενο αντίκτυπο στη ζωή του κοινού – γι’ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη η βρετανική κυβέρνηση να διασφαλίσει τη διαφάνεια και τη δέουσα διαδικασία» σχολίασε η Ήλια Σιατίτσα, Διευθύντρια προγράμματος Privacy International, στους Financial Times την είδηση των συζητήσεων της βρετανικής κυβέρνησης με την Palantir για το λογισμικό «Foundry» τον περασμένο Νοέμβριο, χαρακτηρίζοντας τη διαφάνεια των συμβάσεων «φτωχή», και υπογραμμίζοντας πως «έχουμε ήδη ανησυχίες για το υπάρχον συμβόλαιο της Palantir με την κυβέρνηση στο πεδία δεδομένων Covid, επειδή οι λεπτομέρειες είναι τόσο ασαφής», αλλά και διατρανώνοντας πως «η εταιρεία είναι πολύ αδιαφανής, και υπάρχουν πολύ λίγες πληροφορίες για το πως χρησιμοποιεί τα δεδομένα που χειρίζεται».
Υπό το πρίσμα των παραπάνω, αρχίζει να αποκτά άλλο νόημα η αναφορά πως «η κυβέρνηση αξιοποιεί την πλατφόρμα λογισμικού της Palantir “Foundry”, στην κορυφή της υποδομής Amazon Web Services, για να προσφέρει ροές εργασίας απόκρισης COVID-19 σε κυβερνητικούς αξιωματούχους που ασχολούνται με την πανδημία», αλλά και το «καθώς η πανδημία συνεχίζει να εξελίσσεται, η Palantir θα προσφέρει προηγμένη ολοκλήρωση και αναλυτικές δυνατότητες σε μια σειρά κυβερνητικών πρωτοβουλιών, ώστε να καταστεί δυνατή η λήψη αποφάσεων βάσει δεδομένων» που κλείνει την ανακοίνωση της εταιρείας που αφορά τη συνεργασία της με την ελληνική κυβέρνηση.
Η επικεφαλής του Privacy International σχολίασε στο Inside Story και την ελληνική περίπτωση, επιβεβαιώνοντας τον συλλογισμό που βλέπει τον παραλληλισμό της συνεργασίας της Palantir με το βρετανικό ΕΣΥ με αυτή που αφορά την ελληνική κυβέρνηση. «Οποιαδήποτε συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, ιδίως στον τομέα της υγείας, μπορεί να έχει άμεσο και ζωτικό αντίκτυπο στους πολίτες – στην πράξη αφήνει μία δημόσια ευθύνη, για την οποίαν η κυβέρνηση πρέπει να είναι υπόλογη, στα χέρια αδιαφανών ιδιωτικών συμφερόντων. Γι’ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη η ελληνική κυβέρνηση να εγγυηθεί τη διαφάνεια και τη δέουσα διαδικασία. Είναι απίστευτα απογοητευτικό να ανακαλύπτουμε την ύπαρξη τέτοιων συνεργασιών, για τις οποίες οι πολίτες έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν εξ αρχής, από τυχαίες πληροφορίες ή μετά από επαναλαμβανόμενα αιτήματα» δηλώνει, μεταξύ άλλων, η Σιατίτσα.
Και η Ευρώπη, κύριε;
Το παραπάνω παράδειγμα, ακόμα και εάν όπως σημειώθηκε διαπιστώνεται μια κάποια ομοιότητα μεταξύ βρετανικής και ελληνικής υπόθεσης, δεν παύει να αφορά μία χώρα που βρίσκεται και με τα δύο πόδια εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έτσι και αλλιώς διατηρεί για τον πληθυσμό και τον δημόσιο βίο της άλλα μέτρα και σταθμά σε σχέση με το κοινό μας σπίτι. Έτσι δεν είναι; Έτσι θα έπρεπε να είναι. Όμως η αλήθεια είναι πως κοιτάζοντας στην ευρωπαϊκή επικράτεια, η κατάσταση αναφορικά με τη διαφάνεια και την δραστηριότητα της Palantir δεν προκύπτει λιγότερο ερεβώδης.
Είναι γεγονός πως στο εσωτερικό της Ευρώπης υπάρχουν φωνές που προειδοποιούν για το ποιόν και τις στοχεύσεις μίας εταιρείας σαν την Palantir, συνιδρυτής της οποίας είναι ιδρυτής του Paypal, πρώτος επενδυτής του Facebook και από τους πιο θερμούς υποστηρικτές του Τραμπ στις εκλογές του 2016 (στήριξη τουλάχιστον 1 εκατ. δολαρίων στην καμπάνια «Make America Number One» στον επίσημο ιστότοπο του αμερικανικού κράτους), που το αποτύπωμά της υπάρχει στο σκάνδαλο προσωπικών δεδομένων της Cambridge Analytica, στον μηχανισμό απελάσεων του απερχόμενου Αμερικανού προέδρου και του απεχθούς ICE, συνεργαζόμενη για χρόνια με την CIA, η οποία τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης Palantir ήταν ο μόνος πελάτης της, και με την NSA, βοηθώντας την να στήσει το δίκτυο κατασκοπίας όλου του κόσμου, όπως περιέγραψε ο Έντουαρντ Σνόουντεν.
Γεγονός είναι όμως και πως παρά τις όποιες φωνές διαμαρτυρίας και επαγρύπνησης, η εταιρεία έχει εισχωρήσει στην καρδιά της Ευρώπης. Πέρα από τις συνεργασίας με ευρωπαϊκά κράτη, η Ευρωπαϊκή Αστυνομία (Europol) χρησιμοποιεί ήδη ένα άλλο εργαλείο της Palantir, με την μάλλον ειρωνική ονομασία εμπνευσμένη αυτή τη φορά από τον Μπάτμαν, «Gotham». Ένα λογισμικό που αναλύει μεγάλα δεδομένα (Big Data) στο πεδίο της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, τουλάχιστον από το 2016, και φέρονται να χρησιμοποιούν και άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Μάλιστα, η Europol φέρεται να συνεργάζεται μαζί της νωρίτερα, από το 2012, μέσω υπεργολαβίας μίας ολλανδικής συμβουλευτικής εταιρείας (Capgemini). Παράλληλα, ο ευρωπαϊκός αεροπορικός οργανισμός EASA φέρεται να χρησιμοποιεί λογισμικό της Palantir, το οποίο αγόρασε με 15 εκατ. ευρώ από βρετανική θυγατρική της εταιρείας. Ενδεικτική του σφικταγκαλιασμού Palantir και Europol, η αποκάλυψη της ευρωβουλεύτριας των Φιλελευθέρων, Σόφι ιντ Βελντ, πως υψηλόβαθμο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Αστυνομίας εγκατέλειψε την υπηρεσία για ενάμιση χρόνο εργαζόμενος για την Palantir, και στη συνέχεια επέστρεψε στη Europol, ως ειδικός για τη διαχείριση δεδομένων.
Τον περασμένο Ιούνιο, το Euractiv αποκάλυψε πως τον Ιανουάριο του 2020, η επικεφαλής της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν συναντήθηκε με τον Πίτερ Τιλ της Palantir στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός. Το δε αίτημα κατάθεσης εγγράφων για τη συνάντηση που κατέθεσε το ευρωπαϊκό μέσο αποκάλυψε πως κατά τη συνάντηση δεν τηρήθηκαν ποτέ πρακτικά, γεγονός που εκθέτει έτη περαιτέρω την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πηγές της Κομισιόν επιχείρησαν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις δηλώνοντας πως «οι συζητήσεις στο Νταβός είναι ως επί το πλείστον άτυπες συζητήσεις» και πως «η πρόεδρος και ο CEO της Palantir γνωρίζονται από παλιά», χωρίς αποτέλεσμα.
«Η πρόσβαση υψηλού επιπέδου που απολαμβάνει αυτή η αμερικανική εταιρεία και η συμμετοχή της σε ευαίσθητους τομείς όπως η αστυνόμευση και η αεροπορία, βρίσκονται τώρα υπό εξονυχιστικό έλεγχο. Ο έλεγχος αυτός είναι δικαιολογημένος, αλλά παραμένει άνευ σημασίας εάν δεν προκαλεί μεγαλύτερη συζήτηση για τη διατλαντική διασύνδεση» σχολιάζει σε κείμενό της η Ολλανδή Βελντ, παραπέμποντας στις σκιώδεις μεθοδεύσεις των ΗΠΑ έναντι των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μία σειρά πεδίων ευρωαμερικανικών σχέσεων, από την μετακίνηση μέχρι τη χρήση των κοινωνικών δικτύων.
«Οι οικονομικοί δεσμοί δεν χωρίζονται ποτέ από τους κυβερνητικούς και πολιτικούς δεσμούς, και θα υπάρχουν πάντα γκρίζες περιοχές. Όμως, όσον αφορά τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ, τα όρια μεταξύ άσπρου και μαύρου πρέπει να είναι πιο απόλυτα. Λαμβάνοντας υπόψη τους δεσμούς της Palantir με τις αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας, αυτή η εταιρεία ξεφεύγει από την γκρίζα περιοχή» συμπληρώνει η ευρωβουλεύτρια, η οποία καταλήγει σε μια ακόμα πιο καθαρή περιγραφή του τι εστί Palantir.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται υπερβολικά σε ξένες εταιρείας για ψηφιακές υπηρεσίες, τόσο σε επίπεδο κυβέρνησης, όσο και σε επίπεδο καταναλωτών. Αυτή η εξάρτηση δεν μπορεί να διορθωθεί εν μία νυκτί. Είναι ωστόσο καιρός να κάνουμε επιλογές που θα κατευθύνουν τουλάχιστον την ΕΕ προς μια πιο στρατηγική ανεξαρτησία. Οι εταιρείες που δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της ΕΕ δεν μπορούν να εμπλακούν σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας. Αυτό πρέπει να ισχύει ιδιαίτερα για εταιρείες που έχουν ισχυρούς δεσμούς με τις αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας, όπως συμβαίνει με την Palantir. Εάν η ΕΕ ή τα κράτη μέλη της αισθάνονται ότι εξαρτώνται από μια προβληματική εταιρεία όπως η Palantir, τότε αυτό είναι ένα ενδεικτικό σημάδι εθισμού στις εταιρείες τεχνολογίας των ΗΠΑ και της θέσης τους στην ιδιωτική ζωή» αναφέρει ευθαρσώς η ίδια ευρωβουλεύτρια. Εξάλλου, κατόπιν παρεμβάσεων της Ολλανδής ήρθαν στο φως έγγραφα που προετοίμαζαν συνάντηση της Επιτρόπου Ψηφιακής Πολιτικής, Μάργκρετ Βεστάγκερ με τον Πίτερ Τιλ στη Γερμανία, τον περασμένο Φεβρουάριο, χωρίς να έχουν γίνει γνωστές άλλες λεπτομέρειες.
Σημειώνεται δε πως ευρεία διερεύνηση των δραστηριοτήτων της «αμφιλεγόμενης εταιρείας ανάλυσης δεδομένων» σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση ζήτησε μόλις στα μέσα του περασμένου Νοεμβρίου το ολλανδικό Ίδρυμα Έρευνας Πληροφοριών Αγορά (SOMI), που υποστηρίζει την προστασία των δεδομένων της ιδιωτικής ζωής πολιτικών και καταναλωτών σε όλη την Ευρώπη. Συγκεκριμένα, η SOMI υποστηρίζει πως οι προγνωστικές μέθοδοι αστυνόμευσης που παρέχει το λογισμικό της Palantir παραβιάζουν σαφώς το τεκμήριο της αθωότητας, καθώς και αρκετούς κανονισμούς του GDPR, το οποίο υποτίθεται πως παρέχει διασφαλίσεις έναντι της εφαρμογής πρακτικών όπως η δημιουργία προφίλ και η αυτοματοποιημένη λήψη αποφάσεων. «Ο σκοπός της δημόσιας δράσης της SOMI είναι να διασφαλίσει ότι όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες προστατεύονται καλά από τυχαίες ή ανεξέλεγκτες πρακτικές και ότι η ακεραιότητα των επιχειρήσεων επιτήρησης της ΕΕ δεν θα διακυβευθεί από μη γνωστές μη ευρωπαϊκές οντότητες» αναφέρει συγκεκριμένα, καλώντας τις εθνικές κυβερνήσεις να λάβουν δράση (ακόμα περισσότερα εδώ). Λίγες ημέρες αργότερα, ο μέχρι πρότινος επενδυτής στην αμερικανική εταιρεία, Τζορτζ Σόρος και το Soros Fund Management, θα ανακοίνωναν πως πουλάνε το διόλου ευκαταφρόνητο μερίδιό τους, καθώς ο δισεκατομμυριούχος δεν εγκρίνει πλέον τις πρακτικές της, υποστηρίζοντας πως η από το 2012 επένδυσή της είχε γίνει από στέλεχος που δεν βρίσκεται πλέον στο fund.
Σύμφωνα με τα όσα είναι δημοσιευμένα στον διεθνή Τύπο, οι υπηρεσίες της δεν περιορίζονται μόνο σε κυβερνήσεις, καθώς μεταξύ των περίπου 130 πελατών της, περιλαμβάνονται η Airbus, η BP, η Credit Suisse, η αστυνομία της Δανίας και η αστυνομία του Έσεν της Γερμανίας, τη Fiat Chrysler, τη Henkel, τη Merck, την Scuderia Ferrari και την Swiss Re.
Τι δουλειά έχει η αλεπού στο ελληνικό παζάρι (των δεδομένων των πολιτών);
Η είδηση της συνεργασίας της ελληνικής κυβέρνησης με μία τόσο σκοτεινή εταιρεία εξόρυξης προσωπικών δεδομένων γεννά από μόνη της πλήθος ερωτημάτων, αρκετά από τα οποία έχουν ήδη παρατεθεί στο παρόν άρθρο, ειπωμένα από τους παράγοντες που έχουν ήδη σηκώσει το θέμα εντός και εκτός των τειχών. Ερωτήματα που σε κάθε περίπτωση πλαισιώνονται και με ένα ακόμα που αφορά την «επιτυχή διαχείριση» της αντιμετώπισης της πανδημίας. Με απλά λόγια, τι ακριβώς προσέφεραν οι «ροές απόκρισης Covi 19 σε κυβερνητικούς αξιωματούχους που ασχολούνται με την πανδημία» και το «κέντρο ελέγχου κρίσεων για τον Πρωθυπουργό», που να επιβεβαιώνει την επιτυχία της συνεργασίας αυτής, ακόμα και εάν κάποιος παραβλέψει το ζοφερό σκοτάδι που την καλύπτει; Πως δηλαδή συνδυάζεται το γεγονός της χρήσης ενός τόσο στοχευμένου εργαλείου από την κυβέρνηση και τους λοιμωξιολόγους, και ταυτόχρονα, επί σχεδόν δύο συναπτούς μήνες να ζούμε στη χώρα τον φονικό αντίκτυπο της αργής και πλημμελούς αντίδρασης στην εξάπλωση του ιού σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας;
Παράλληλα, η αναφορά της εταιρείας σε «προηγμένη ολοκλήρωση και αναλυτικές δυνατότητες σε μια σειρά κυβερνητικών πρωτοβουλιών, ώστε να καταστεί δυνατή η λήψη αποφάσεων βάσει δεδομένων», δίνει άλλη πνοή στο τελευταίο ερώτημα του vouliwatch, «Υπάρχει συμφωνία με την εταιρία για συνεργασία και σε άλλους τομείς (πχ. Μεταναστευτικό – Ασφάλεια – Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη – Άμυνα κ.ο.κ.)». Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης σε θαλάσσια και χερσαία σύνορα της χώρας μας καταγράφεται εδώ και πολλούς μήνες για το κόστος της σε ανθρώπινες ζωές από πλήθος ανθρωπιστικών οργανώσεων, ενώ η ταχεία και επιθετική στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας παράλληλα με τον συνεχώς ανατροφοδοτούμενο αυταρχισμό της έναντι κάθε πιθανού «αντιπάλου» αποκαλύπτεται τους τελευταίους μήνες ακόμα και στα μάτια μετριοπαθών δημοκρατών. Σε επίπεδο παρακολούθησης που αφορά και τους δύο παραπάνω βραχίονες της εξουσίας, η δυστοπική είδηση του περασμένου Οκτωβρίου πως ΕΥΠ – ΕΛΑΣ «καινοτομούν» παρακολουθώντας Viber, WhatsApp, Signal και εφαρμογές επικοινωνίας, που παρά τα στοιχεία υπερβολής, φαίνεται να έχει κάποια βάση, αν και παραμένει δύσκολο εγχείρημα.
Τα παραπάνω συμβαίνουν την ώρα που ένα νομοσχέδιο για τα ΜΜΕ επιχειρεί να «βάλει τάξη» και στο πεδίο των κοινωνικών δικτύων, και ενώ σε χώρες όπως η Γαλλία, η οποία επίσης χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της Palantir, προωθούνται νομοσχέδια που στοχεύουν να ποινικοποιήσουν την δημοσιογραφία των πολιτών και τον διαμοιρασμό κρίσιμων πληροφοριών μέσω των κοινωνικών δικτύων. Θυμίζοντας μερικές φορές ανατριχιαστικό αντίλαλο, το ελληνικό υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και ο πολιτικός του προϊστάμενος, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, έχει ουκ ολίγες φορές εκφραστεί αρνητικά για τη δημοσιογραφία των πολιτών. Ή αλλιώς για τα «τάρταρα του διαδικτύου» και άλλες παρόμοιες νοσηρές μεγαλοστομίες.
Εάν σε όλα τα παραπάνω, και πολλά που δεν αναφέρονται και συνθέτουν μία συνεχιζόμενη διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου σε κομβικούς τομείς της δημόσιας ζωής, προσθέσει κανείς τη συνεργασία με μία εταιρεία που για πολλούς θεωρείται ως το απόλυτο κακό, το αποτέλεσμα προκύπτει επιεικώς δυστοπικό.
Παρότι σε άλλες περιπτώσεις ακολουθείται άλλη τακτική «ενημέρωσης», το γεγονός πως η πληροφόρηση από πλευράς κυβέρνησης για την συνεργασία με μία εταιρεία όπως η Palantir δεν έρχεται ούτε ως κάποια κατευθυνόμενη πληροφορία από φιλοκυβερνητικά μέσα, αλλά από την σχεδόν αναγκαία για διαφημιστικούς λόγους ανακοίνωση της εταιρείας, ρίχνει βαριά σκιά στη δημόσια σφαίρα της χώρας. Σκιά που εύκολα μπορεί να απλωθεί και μέχρι το διαδίκτυο. Ως προπομπός της ανακοίνωσης της εταιρείας, η περιβόητη ανάρτηση του Αμερικανού πρέσβη Πάιατ, που από τις 25 Νοεμβρίου χαιρέτιζε τη συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης με αμερικανικές επιχειρήσεις, σημειώνοντας πως «Χαίρομαι που βλέπω τον Β. Κικίλια και πάλι για να συζητήσουμε τη συνεχιζόμενη συνεργασία ΗΠΑ-Ελλάδας στον αγώνα κατά του Covid-19. Η φαρμακευτική και τεχνολογική καινοτομία των ΗΠΑ @pfizer, @LillyPad, @AbbottNews, @PalantirTech και άλλων θα βοηθήσουν στη μείωση της πίεσης στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα και τελικά θα τερματίσουν την πανδημία».
Ακόμα ένα ίχνος της σκοτεινής αυτής συμφωνίας στο διαδίκτυο έχει αφήσει και πάλι η αμερικανική πρεσβεία, στην ανακοίνωση που εξέδωσε για την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών του Τραμπ στη Θεσσαλονίκη τον περασμένο Σεπτέμβριο, την οποία κοσμούν οι ακουμπισμένοι αγκώνες του Μάικ Πομπέο και του Άδωνι Γεωργιάδη. Η ανακοίνωση αναφέρει πως υπεγράφη μεταξύ των δύο ανδρών η ελληνοαμερικανική «Συμφωνία Επιστήμης και Τεχνολογίας», με τελευταίο της σημείο την αναφορά σε «τεχνολογικές εταιρείες όπως η Google, η Cisco, η Microsoft, η Apple, η Abbott και η Palantir» που «βοήθησαν στην αύξηση της απόκρισης στον Covid 19 της Ελλάδας». Η σύμπτωση, δε, της υπογραφής της παραπάνω συμφωνίας στις 28 Σεπτεμβρίου, ημέρα που όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η εταιρεία έμπαινε στα ταμπλό του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, ενδεχομένως να λέει ακόμα περισσότερα για τη σπουδή της ελληνικής κυβέρνησης να σταθεί δίπλα της.
Όπως αναφέρθηκε και εισαγωγικά, τα ερωτήματα για μία σύμβαση της κυβέρνησης με μία εταιρεία η οποία στοχεύει στην αντιμετώπιση της πανδημίας, και μάλιστα με οδυνηρά πλέον αποτελέσματα, είναι πάρα πολλά. Όπως και ο όγκος των πληροφοριών που υπάρχουν στο διαδίκτυο για τη δράση της, με ρεπορτάζ σε μεγάλα, αξιόπιστα μέσα ενημέρωσης, καθώς και φορείς που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα, φυσικά και ψηφιακά. Οι αναφορές του παρόντος, αλλά και των υπολοίπων άρθρων που έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα μπορούν με ασφάλεια να θεωρηθούν απλώς ενδεικτικές για το έργο της εν λόγω εταιρείας. Εάν κάποιος επιθυμεί να περιηγηθεί σε αυτόν τον ιστό της αράχνης που εκτείνεται στο διαδίκτυο για τη δράση της, μπορεί να συνεχίσει με την έρευνα του διεθνώς αναγνωρισμένου δημοσιογράφου Stefan Simanowitz, ή με το ενδιαφέρον δημοσίευμα του Privacy International.
Οι σκιές και τα σκοτεινά σημεία είναι αδύνατον να ξεπεραστούν χωρίς λογοδοσία της κυβέρνησης και του ίδιου του Πρωθυπουργού. Αρχικά, δίνοντας στη δημοσιότητα τις ίδιες τις συμφωνίες με την εταιρεία και το περιεχόμενό τους. Έπειτα, απαντώντας ένα προς ένα τα ερωτήματα που η αντιπολίτευση και οι δημόσιοι φορείς που ασκούν έλεγχο στο κυβερνητικό έργο απευθύνουν. Η συνέχεια πάντως αναμένεται εξόχως αποκαλυπτική.