Αναλυτικά, στην αποτυχία της στρατηγικής οικονομικής προσαρμογής και ειδικά στην αστοχία τόνωσης της κατανάλωσης και της οικονομικής μεγέθυνσης εστιάζει η ετήσια έκθεση για την οικονομία και την απασχόληση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Η έκθεση αναδεικνύει ότι η αποτυχία της δημοσιονομικής λιτότητας ως μέσο επίτευξης δημοσιονομικής προσαρμογής δεν συνέβαλε στην ανάκτηση της φερεγγυότητας και της αξιοπιστίας του ελληνικού δημόσιου τομέα και αποσταθεροποίησε το μακροοικονομικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της οικονομίας.
Επιπλέον, δεν δημιούργησε συνθήκες διατηρήσιμης δημοσιονομικής σταθερότητας, και πρόσβασης της χώρας στις αγορές κεφαλαίων. Η ανάκτηση της φερεγγυότητας της χώρας είναι απολύτως εξαρτημένη από τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και την εξέλιξη των δανειακών υποχρεώσεων, κυρίως των τόκων.
Οι συνέπειες της εσωτερικής υποτίμησης
Κατά την ΓΣΕΕ, η αγορά εργασίας συνεχίζει να επηρεάζεται αρνητικά από την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, την ύφεση και την αβεβαιότητα ως προς τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Το ποσοστό δε ανεργίας εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην ΕΕ, εξέλιξη που απεικονίζει την κατάρρευση του πραγματικού και του δυνητικού προϊόντος.
Η ποιότητα των θέσεων εργασίας συνεχίζει να χειροτερεύει. Οι άτυπες και μη ηθελημένες μορφές απασχόλησης αυξάνονται με σημαντικές αρνητικές συνέπειες στο εισόδημα των εργαζομένων, στο ανθρώπινο κεφάλαιο της οικονομίας, στην παραγωγικότητα.
Τα εμπειρικά ευρήματα της έκθεσης δείχνουν επίσης ότι υπάρχει υψηλή συσχέτιση μεταξύ των επισφαλών θέσεων εργασίας και της φτώχειας, ενώ η μείωση των κατά κεφαλήν κοινωνικών δαπανών έχει συμβάλει στην περαιτέρω υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των συνταξιούχων.
«Η οικονομική κρίση, η λιτότητα και η δραματική αύξηση της ανεργίας έχουν επιδεινώσει περαιτέρω τις δομικές αδυναμίες του Συστήματος Κοινωνικής Προστασίας συμβάλλοντας στην πρωτοφανή για τα κοινωνικά δεδομένα της χώρας αύξηση των φαινόμενων απόλυτης ένδειας και αποστέρησης», αναφέρει η ΓΣΕΕ.