Ο Αλεξάντρ Κοζέφ όταν διατύπωνε στη Λατινική Αυτοκρατορία (1945), μια πρόταση για την ηγεμονική ανασυγκρότηση της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, επισήμανε δύο μεγάλους κινδύνους: ο πρώτος και πιο ορατός ήταν η Γερμανία, κίνδυνο που έπρεπε να διαχειριστεί βραχυπρόθεσμα. Ο δεύτερος όμως και πιο μακροπρόθεσμος ήταν να αποφύγει η Γαλλία να διεξαχθεί ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος στο έδαφός της…
Προφανώς ο Κοζέφ διέβλεπε το στρατηγικό πλεονέκτημα των Αμερικανών έναντι των άλλων νικητών του πολέμου που όλοι τους (ΕΣΣΔ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία) είχαν υποστεί τεράστιες καταστροφές στις υποδομές και τον πληθυσμό τους. Επειδή ακριβώς η μοίρα του κόσμου τούτου είναι τη διαδοχή ηγεμόνων και σφαιρών επιρροής να τη συνοδεύουν πόλεμοι «περιφερειακοί», που κάποια στιγμή η έντασή τους μπορεί να προκαλέσει έναν παγκόσμιο, είναι πολύ σημαντικό να αποφύγει κάποιος να διεξαχθεί αυτός στο έδαφός του.
Από την άποψη αυτή η Συρία υπήρξε ιδιαίτερα άτυχη. Παρότι προσπάθησε πολύ να μην την αγγίξει ο πόλεμος της Μέσης Ανατολής (γιατί οι ιστορικοί του μέλλοντος μάλλον θα πρέπει να δουν ως ενιαίο τους δύο πολέμους του Κόλπου, τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και τις τουρκικές επεμβάσεις σε Συρία και Ιράκ), τελικά δεν τα κατάφερε. Και όχι μόνο αυτό: η Συρία έγινε το πεδίο όχι απλά μιας πολεμικής αντιπαράθεσης, αλλά της πύκνωσης διαφορετικών ειδών πολέμων. Η εμφύλια σύγκρουση που ξεκίνησε ενάντια στο καθεστώς Άσαντ είχε τις ρίζες της στην αποτυχία των ιδεωδών του αραβικού εθνικισμού, μετά τους αραβοϊσραηλινούς πολέμους του 1967 και 1973. Η ανάδυση του ριζοσπαστικού ισλάμ αναζωπύρωσε τις εθνικές (Σύριοι-Κούρδοι) και θρησκευτικές διαφοροποιήσεις (Σουνίτες-Αλαουϊτες), δημιούργησε μια πολύμορφη πολιτικά αντιπολίτευση που πίστεψε ότι γρήγορα με τη βοήθεια των Αμερικανών θα πετύχαινε ότι πέτυχαν στη Λιβύη με τον Καντάφι, και κυρίως ενεργοποίησε μια μεγάλη μάζα άνεργων στρατιωτικών: είτε αυτών που προήλθαν από τα συριακά στρατεύματα που στρατοπέδευαν στον Λίβανο μέχρι το 2005, είτε αυτών που διείσδυαν από τα ανατολικά σύνορα με το Ιράκ, τα απομεινάρια του σανταμικού στρατού και του ιρακινού Μπάαθ. Γενικά είναι επικίνδυνο σε ασταθείς κοινωνίες να έχει κανείς μεγάλη διασπορά όπλων και μεγάλο αριθμό πρώην στρατιωτικών που μπορούν να τα χειριστούν…
Το ίδιο πίστεψαν και οι Αμερικανοί: ότι η Συρία θα ακολουθούσε το δρόμο του Ιράκ και της Λιβύης, των μεγάλων ερεισμάτων δηλαδή της Σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής στον Ψυχρό Πόλεμο. Πρακτικά αυτό συνέβη: η Συρία τριχοτομήθηκε όπως το Ιράκ (σιϊτικό νότος, σουνιτικό κέντρο και κουρδικός βορράς) και η Λιβύη (Τριπολίτιδα, Κυρηναϊκή και Σαχἀρα). Ο πόλεμος ουσιαστικά δημιούργησε προϋποθέσεις για αυτονόμηση του κουρδικού βορρά, διέχυσε τα ανατολικά σύνορά της με το Ιράκ δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ένα νέο Σάικς-Πικώ κατά δήλωση της κ. Χίλαρι Κλίντον (η μυστική συμφωνία που διαίρεσε τη Μέση Ανατολή για λογαριασμό των αγγλογάλλων το 1916), , ενώ συσπείρωσε τους σιϊτικούς και χριστιανικούς πληθυσμούς των παραλίων γύρω από τον Άσαντ.
Εδώ όμως υπήρξε μια διαφορά: ο Άσαντ γνωρίζοντας ότι ήταν θέμα χρόνου η επέμβαση των Αμερικανών είχε προλάβει να βάλει στο παιχνίδι τους Ρώσους, δίνοντάς τους τη ναυτική βάση στην Ταρτούς (και αργότερα αεροπορική στη Λαττάκεια). Και οι Ρώσοι δέχθηκαν με μεγάλη χαρά την εμπλοκή βλέποντας το Συριακό σαν μια καλή ευκαιρία να ανατρέψουν την περιοριστική πολιτική των Αμερικανών όσον αφορά στις ρωσικές ενεργειακές ροές προς την Ευρώπη. Το Συριακό δεν μπορεί να γίνει κατανοητό παρά μόνο ως ένα κομμάτι του παζλ μιας παγκόσμιας σύγκρουσης που ξεκινά από την διαίρεση της Ουκρανίας (και την αχρήστευση πρακτικά του σπουδαιότερου αγωγού ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη), συνέχισε με την υπονόμευση των ρωσικών σχεδίων για τους αγωγούς Μπουργκάς –Αλεξανδρούπολη, Southern Stream και Turkish Stream (στην πρώτη του μορφή) και κορυφώθηκε στη Μέση Ανατολή με τις Ηνωμένες Πολιτείες να προσπαθούν να αναδιατάξουν το χάρτη έχοντας στο στόχαστρο κατά κύριο λόγο τα πρώην ερείσματα της Ρωσίας στην περιοχή.
Η Ρωσία για πρώτη φορά στη Συρία κατάφερε να ανατρέψει σχεδιασμό της αμερικανικής πολιτικής. Και όχι μόνο: αντί η πτώση του ρωσικού μαχητικού τον Νοέμβριο του 2015 να οδηγήσει σε όξυνση τις ρωσοτουρκικές σχέσεις υπήρξε η αφετηρία μίας σύγκλισης Πούτιν-Ερντογάν που ίσως ήταν και η αιτία που ο τελευταίος κατάφερε να αντιμετωπίσει το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2017 επιτυχώς…. Η σοβαρή πιθανότητα η Τουρκία να αποκτήσει ρωσικά οπλικά συστήματα και πυρηνικό σταθμό με ρωσικό εξοπλισμό θα σημάνει το πιο μεγάλο πλήγμα που γνώρισε ποτέ η Νατοϊκή συμμαχία.
Οι εξελίξεις αυτές βρήκαν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ένα στρατηγικό κενό: η αποτυχία των Ομπάμα –Κλίντον να ολοκληρώσουν στη Συρία το σχέδιο αναδιάταξης της Μέσης Ανατολής και οι προεκλογικές εξαγγελίες του Τραμπ για σύγκλιση με τη Ρωσία με στόχο την κήρυξη εμπορικού πολέμου εναντίον της Κίνας, οδήγησαν στην εγκατάλειψη της αρχικής στρατηγικής.
Αυτό όμως που σήμερα παρακολουθούμε είναι στην πραγματικότητα η μεταφορά του «παγκόσμιου» αυτού πολέμου στην ίδια την Ουάσινγκτον: η διχασμένη πολιτική ελίτ οδηγεί σε απομόνωση τον Τραμπ, και όσο αυτός απομονώνεται τόσο αναγκάζεται να επιστρέψει σε στοιχεία της επιθετικής στρατηγικής των προκατόχων του. Αυτό όμως που φαίνεται ότι ο ίδιος δεν καταλαβαίνει (ή προφασίζεται ότι δεν καταλαβαίνει) είναι ότι επιθετική ρητορική δεν σημαίνει απαραίτητα επιθετική στρατηγική. Η ήπια ρητορική του Ομπάμα δεν σήμανε άρση των αντιθέσεων με τον ρωσικό παράγοντα: το αντίθετο. Και η άρση των αρνητικών εξελίξεων για τις Ηνωμένες Πολιτείες σε Συρία και Τουρκία δεν είναι πιθανό να λυθούν ούτε καν με μια νίκη σε πόλεμο με συμβατικά όπλα (μέχρι στιγμής δεν συζητάμε για χρήση πυρηνικών). Η σημερινή επίθεση της τριπλής συμμαχίας στη Δαμασκό δείχνει πολύ χαρακτηριστικά αυτή την αδυναμία: πέραν του γεγονότος της αποτροπής μεγάλου αριθμού πυραύλων, η επιλογή των στόχων (άδεια στρατόπεδα και επιστημονικά εργαστήρια!) δεν μπορούν παρά να κατατάξουν το χτύπημα αυτό στην κατηγορία των συμβολικών στρατιωτικών κινήσεων, παρά σε μια στρατηγική επιλογή επιβολής της θέλησης της Δύσης με τον τρόπο που έγινε στο Ιράκ ή στη Λιβύη. Μέχρι στιγμής καμία Μεγάλη Δύναμη δεν κέρδισε πόλεμο απλά με τη ρίψη πυραύλων και ειδικά εάν έχει να αντιμετωπίσει μια ισχυρή αντιαεροπορική –αντιπυραυλική ασπίδα όπως η ρωσική. Το μοντέλο των χειρουργικών αεροπορικών βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας επίσης φαίνεται απίθανο να μπορεί να λειτουργήσει: οι Αμερικανοί θα το εφάρμοζαν από την αρχή του πολέμου εάν το μπορούσαν. Για χερσαίες επιχειρήσεις στο μοντέλο του Ιράκ επίσης δεν μιλάει κανείς…
Ίσως οι πόλεμοι στο μέλλον να είναι απλά ζήτημα ρητορικής. Ωστόσο κανείς δεν πρέπει να ξεχνάει τη ρήση του Κλαούζεβιτς ότι ο «πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Αυτό σημαίνει ότι όταν ειδικά μια Μεγάλη Δύναμη τον επιλέξει πρέπει να είναι τμήμα μιας ευρύτερης στρατηγικής και όχι αυτοσκοπός. Η στρατηγική των προκατόχων του Τραμπ ήταν συνέχεια της ψυχροπολεμικής περιόδου: η περικύκλωση και η πιθανή διάσπαση της Ρωσίας. Τη στρατηγική αυτή δεν φαίνεται να την ενστερνίζεται ο Τραμπ και εκείνο το τμήμα της οικονομικής ελίτ που τον στήριξε. Το γεγονός ότι ήδη κήρυξε εμπορικό πόλεμο δασμών εναντίον της Κίνας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα καθιστούσε αυτοκτονικό να εμπλακεί πολεμικά και με τη Ρωσία. Η αποχή της Γερμανίας και των στενών συμμάχων της από τη συνασπισμό των «προθύμων» μπορεί να είναι μια σοβαρή ένδειξη της κίνησής της και πάλι προς τον ευρασιατικό άξονα, πολιτική που είχε πάρει σάρκα και οστά επί καγκελαρίας Σρέντερ και σύσφιξη των σχέσεων με τη Μόσχα (η Γερμανία εδώ και χρόνια είναι η πρώτη εξαγωγός χώρα κεφαλαιουχικών αγαθών προς τη Ρωσία και την Κίνα).
Και επειδή η πιθανότητα μίας στρατιωτικής σύγκρουσης είναι πάντα υπαρκτή είναι σημαντικό να θυμίσουμε ότι εάν κάποια Μεγάλη Δύναμη παρασυρθεί σε πόλεμο εμπλεκόμενη σε μια τυχαία συρροή συγκρούσεων απλώς για να επιβεβαιώσει το γόητρό της, είναι πιθανό να βγει από τον πόλεμο μικρή… Τότε το στρατηγικό κενό της πολιτικής των ΗΠΑ μπορεί να εξελιχθεί σε στρατηγικό αδιέξοδο και κρίση όχι απλώς του κράτους των ΗΠΑ αλλά συνολικά του Ατλαντισμού ως στρατηγικής σύλληψης της ενότητας της Δύσης. Ο πόλεμος που διεξάγεται στη Συρία θυμίζει πολύ αυτό που συνέβη στην Ισπανία το 1936-40: ένας εμφύλιος που πυκνώνει παγκόσμιες αντιπαραθέσεις μείον την ιδεολογία. Ας μη βιαστούμε όμως να δικαιώσουμε τον Χάντινγκτον για αυτό: ο πόλεμος στη Συρία δεν έχει σύμφωνα με τις προβλέψεις του πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Η Τουρκία και το Ιράν έχουν στραφεί στη Ρωσία περισσότερο για λόγους υπαρξιακούς (πχ. Πιθανός διαμελισμός από τη δημιουργία Κουρδικού Κράτους για την Τουρκία, ενεργειακή αυτονομία για το Ιράν) παρά πολιτισμικούς. Από την άλλη η Δύση χρησιμοποιεί στο νεοαποικιακό ιδεολογικό της οπλοστάσιο τόσο πολύ τον θρησκευτικό παράγοντα (πολύ χρήσιμο ακριβώς για να ακυρώσει ή να υπονομεύσει εθνικές στρατηγικές επικίνδυνες για αυτήν) που πρακτικά ακυρώνει την αντιῑσλαμική της ρητορική των προηγούμενων δεκαετιών. Μάλλον επιβεβαιώνει όσους από εμάς υποστηρίζαμε ότι θεωρητικά σχήματα σαν του Χάντινγκτον δεν φτιάχτηκαν απλώς για να δημιουργήσουν έναν νέο εχθρό για να διασφαλιστεί η ενότητα της δυτικής συμμαχίας υπό ψυχροπολεμικές συνθήκες αλλά το αντίθετο, για να μετατρέψει το πολιτικό Ισλάμ ως βασικό μοχλό επεμβάσεων και κυριαρχίας στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία.
Ο Δημήτρης Σταματόπουλος είναι καθηγητής στο τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας