Οι αστυνομικοί που τον Μάιο του 2007 συνέλαβαν και βασάνισαν, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, έναν ψυχικά πάσχοντα στο Α.Τ. Καλλιθέας μπορεί να έχουν καταδικαστεί από το 2015, όμως ο Χρήστος Χρονόπουλος παραμένει καταδικασμένος από την ελληνική Δικαιοσύνη να ζει και να ξαναζεί τις εφιαλτικές αυτές στιγμές, που μεταξύ άλλων, είχαν ως αποτέλεσμα να είναι σήμερα ανάπηρος σε ποσοστό άνω του 67%, παρότι μέχρι τότε δεν είχε καμία σωματική βλάβη.

Το περιστατικό συνέβη πριν από 13 χρόνια, και για να φτάσει στη Δικαιοσύνη και να δικαιωθεί το θύμα χρειάστηκε να περάσουν οκτώ χρόνια, αλλά και σειρά μεθοδεύσεων των δικαστικών αρχών για την απαλλαγή των αστυνομικών, με επιχείρημα πως ο ψυχικά νοσούντας Χρ. Χρονόπουλος αυτοτραυματίστηκε. Το ίδιο είχαν υποστηρίξει και οι αστυνομικοί οι οποίοι είχαν πει πως ο προσαχθέντας τραυμάτισε το κεφάλι του χτυπώντας το πάνω στον πάγκο του μπαρ αντιστεκόμενος της προσαγωγής του.

Ωστόσο οι ασάφειες και οι αντιφάσεις που περιέρχονταν στην έρευνα, οι προτάσεις των εισαγγελέων αλλά και οι πιέσεις του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Θ. Μαντά, οδήγησαν την υπόθεση στην αναίρεση του απαλλακτικού βουλεύματος και στην απόφαση του Αρείου Πάγου να παραπέμψει τη δικογραφία στο Συμβούλιο Εφετών. Ο ισχυρισμός των αστυνομικών αλλά και των απαλλακτικών βουλευμάτων που κάνουν λόγο για αυτοτραυματισμό του Χρονόπουλου, προσκρούει στην αντίφαση ότι στο βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων στις 23 Μαΐου δεν έχει γίνει ουδεμία αναφορά περί χτυπήματος ή αντίστασης στη προσαγωγή. Το μόνο που καταγράφεται είναι ότι ο Χρ. Χρονόπουλος βρισκόταν υπό την επήρεια «ουσιών και μέθης».

Πρώτη φορά γίνεται λόγος για χτύπημα με συμπληρωματική εγγραφή 6 μέρες αργότερα, στις 29 Μαΐου, όταν η υπόθεση είχε ήδη πάρει μεγάλη δημοσιότητα. Ακόμα όμως και ο ισχυρισμός περί μέθης ή λήψης ουσιών καταρριπτόταν από τον τραυματιοφορέα του ΕΚΑΒ ο οποίος και παρέλαβε από το Α.Τ. Καλλιθέας τον Χρ. Χρονόπουλο. Ο τραυματιοφορέας είχε εξετάσει εξωτερικά τον παθόντα για πιθανά τρυπήματα και την αναπνοή του για αλκοόλ αλλά δεν είχε παρατηρήσει το παραμικρό.

Τελικά, το 2015 το Μεικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο καταδίκασε σε οκτώ χρόνια κάθειρξης με αναστολή και χωρίς αναγνώριση ελαφρυντικών τους αστυνομικούς Αριστείδη Κόκκινο και Νίκο Σουτόγλου για τον άγριο ξυλοδαρμό του Χρήστου Χρονόπουλου. Στην ίδια δίκη δικάστηκαν και οι Ξενοφών Ντόντος και Αναστάσιος Βαρκάδος, για τους οποίους όμως το δικαστήριο έκρινε ότι υπέπεσαν σε πλημμελήματα, που στο μεταξύ είχαν παραγραφεί.

Ωστόσο, την περασμένη Τετάρτη επρόκειτο να εκδικαστεί η έφεση που άσκησαν οι αστυνομικοί, μετά από μία ακόμα αναβολή του περασμένου Φεβρουαρίου, που προήλθε από το «κώλυμα» του συνηγόρου υπεράσπισης των κατηγορούμενων, Γιώργο Μιχαλόλια, ο οποίος επιθυμούσε να παραστεί στη Δίκη των ναζί της Χρυσής Αυγής, καθώς τυγχάνει να είναι ανιψιός του αρχηγού του μορφώματος και συνήγορος της ναζιστικής οργάνωσης. Η έφεση ωστόσο πήρε ακόμα μία αναβολή, αυτή τη φορά με πρόφαση την πιθανότητα ένας εκ των δύο καταδικασθέντων αστυνομικών να νοσεί από κορονοϊό.

Σε ανακοίνωσή της, η Πρωτοβουλία για ένα Πολύμορφο Κίνημα για την Ψυχική Υγεία καταγγέλλει τις μεθοδεύσεις που, μεταξύ άλλων, έχουν ως αποτέλεσμα τις συνεχείς μετακινήσεις του Χρ. Χρονόπουλου στην Αθήνα από την επαρχία όπου ζει, απαιτώντας την άμεση δικαίωσή του με την παράλληλα καταδίκη των αστυνομικών. Κλείνουν μάλιστα με μια φράση του θύματος της αστυνομικής αυθαιρεσίας, «Να ξέρεις, αν σου πούνε ότι τους πείραξα, μην τους πιστέψεις».

Διαβάστε αναλυτικά την ανακοίνωση της Πρωτοβουλίας:

Στις 30/9/20, παρευρεθήκαμε στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της δίκης των αστυνομικών που βασάνισαν το Χρήστο Χρονόπουλο, άτομο με ψυχιατρική εμπειρία. Υπενθυμίζοντας τα βασικά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν το 2007, οι αστυνομικοί κακοποίησαν το Χρήστο Χρονόπουλο κατά την προσαγωγή του στο Α.Τ Καλλιθέας και μετά το ξυλοδαρμό του, ο ίδιος βρέθηκε με βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις στην Εντατική. Έκτοτε, ζει με τα προβλήματα υγείας που έχουν προκληθεί από τον βασανισμό και με 67% αναπηρία.

Τη δολοφονική αυτή επίθεση ακολουθούν εδώ και χρόνια δικαστικές αναβολές και ατιμωρησία των δραστών. Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση εκδικάστηκε σε πρώτο βαθμό το 2015, όταν οι δύο εκ των τεσσάρων αστυνομικών που κατηγορούνταν, καταδικάστηκαν σε 8 χρόνια φυλάκιση με αναστολή για «βαριά σωματική βλάβη» και «βασανισμό κατά την κράτηση». Οι δύο κατηγορούμενοι, Α. Κόκκινος και Ν. Σούτογλου, άσκησαν έφεση, η εκδίκαση της οποίας παίρνει συνεχείς αναβολές εδώ και πέντε χρόνια. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι άλλοι δύο αστυνομικοί που συμμετείχαν απαλλάχτηκαν λόγω παραγραφής, καθώς η κατηγορία γι΄ αυτούς μετατράπηκε σε πλημμέλημα.

Βρισκόμαστε λοιπόν, δεκατρία χρόνια μετά τον εν λόγω βασανισμό, στην αίθουσα της Λουκάρεως και η έφεση που έχουν ασκήσει οι κατηγορούμενοι παίρνει άλλη μια αναβολή, έπειτα από το αίτημα του συνηγόρου του Α. Κόκκινου. Πρόκειται για την έβδομη αναβολή στο εφετείο. Η έκτη αναβολή είχε δοθεί, όπως είχαμε αναδείξει και σε προηγούμενη ενημέρωση ως Πρωτοβουλία «Ψ», διότι ο συνήγορος υπεράσπισης του Ν. Σούτογλου, Τάκης Μιχαλόλιας, αδερφός του Ν. Μιχαλολιάκου και συνήγορος υπεράσπισης της Χρυσής Αυγής, έπρεπε να παρευρεθεί την ημέρα της εκδίκασης (10/02/2020) στη δίκη της ναζιστικής οργάνωσης.

Επιστρέφοντας, όμως, στην τωρινή απόφαση της έδρας:
Εχθές, 30/9/2020, παρέστη στο δικαστήριο μόνο ο ένας εκ των δύο κατηγορουμένων, ο Ν. Σούτογλου (ο οποίος και, όπως πληροφορηθήκαμε, παραμένει εν ενεργεία). Ο δεύτερος αστυνομικός, Α. Κόκκινος δεν παρευρέθη στη δίκη. Ο συνήγορος του εμφανίστηκε φέροντας μια ιατρική γνωμάτευση από ιδιώτη γιατρό που βεβαιώνει ότι ο πελάτης του Αριστείδης Κόκκινος «πάσχει από οξεία γαστρίτιδα». Παρά την ύπαρξη της ιατρικής αυτής γνωμάτευσης, ο συνήγορος δε δίστασε να επικαλεστεί έμμεσα και επανειλημμένα την πιθανότητα ο πελάτης του να έχει προσβληθεί από κορωνοϊό, καθώς τέσσερις μέρες πριν από τη δίκη “εκτέθηκε σε συνωστισμό” κατά την ορκωμοσία του γιου του στον Αυλώνα, όπως ανέφερε ο πρώτος. Μην αφήνοντας ανεκμετάλλευτη τη συνθήκη της πανδημίας, μέσω έμμεσων υπαινιγμών, κατάφερε να ισχυροποιήσει το αίτημα για διακοπή της δίκης. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, βέβαια, η αίτηση για “διακοπή” σήμαινε την αναβολή της δίκης, μιας και προκύπτει δικονομικά αδυναμία διακοπής της, λόγω “λήξεως της συνόδου” χθες 30/09.

Όσο κωμικά ή/και γελοία μπορούν να μοιάζουν τα επιχειρήματα μέσω των οποίων έγινε εφικτή άλλη μια αναβολή, δυστυχώς δε μας εκπλήσσει η εξέλιξη της δίκης. Μας επιβεβαιώνει ότι ζούμε και υποφέρουμε σε έναν κόσμο που θέτει συνεχώς «σε αναβολή» τις ανάγκες των ψυχικά πασχόντων και των δικαιωμάτων τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η έφεση αναβλήθηκε για τις 24/02/2020, ημέρα κατά την οποία ο Χρήστος Χρονόπουλος και η οικογένειά του καλούνται πέντε μήνες μετά, για μία ακόμη φορά, να μεταβούν στην Αθήνα, ενώ διαμένουν εκτός Αττικής.

Το κλίμα που επικρατούσε την ώρα της διαδικασίας είναι αντιπροσωπευτικό της κατάστασης που περιγράφεται παραπάνω. Στην αίθουσα του Εφετείου υπήρχαν δύο μεριές: Από τη μία, οι μπάτσοι και οι συνήγοροί τους εκδήλωναν αντιδράσεις που έβριθαν μιας «άνετης ειρωνείας», γνωρίζοντας ακριβώς τη στήριξη που τους παρέχουν οι δικαστικοί μηχανισμοί. Από την άλλη, στέκονταν ο Χρήστος με την οικογένειά του στο πίσω μέρος της αίθουσας, διατηρώντας αξιοπρεπή στάση παρά το χρονοβόρο και το άδικο της διαδικασίας.

Για άλλη μια φορά, γίνεται ξεκάθαρο πως η αστική δικαιοσύνη έχει λειτουργήσει καθ’ όλη την πορεία της υπόθεσης τουλάχιστον μεροληπτικά, παίρνοντας αποφάσεις προς όφελος των αστυνομικών και εις βάρος ενός ανθρώπου με ψυχιατρική εμπειρία που δέχτηκε τη βία τους.

Η απόφαση της αναβολής, παρά τα σαθρά επιχειρήματα των συνηγόρων, κάνει από μόνη της ξεκάθαρο ποιος ορίζει το το δίκαιο και το άδικο σε αυτή την κοινωνία, το «φυσιολογικό», το «κανονικό» και αυτό που πρέπει να γίνει.

Εν προκειμένω, εδώ και δεκατρία χρόνια θεωρείται ότι «αυτό που πρέπει να γίνει» είναι να αφήνονται ατιμώρητοι οι αστυνομικοί που κακοποίησαν έναν άνθρωπο, αφήνοντάς τον με 67% αναπηρία. Σε αυτή την περίπτωση, το φυσιολογικό δεν ταυτίζεται με το δίκαιο αλλά ορίζεται από τους ιατρικο-δικαστικούς θεσμούς και το σύμπλεγμα εξουσιών με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωπες/οι κάθε μέρα.

Για τους λόγους αυτούς η υπόθεση του Χρήστου Χρονόπουλου καθίσταται μια υπόθεση που αφορά όλες/όλους όσες/όσους αντιτασσόμαστε στην κοινωνική αδικία και την καταπάτηση των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων είτε σχετιζόμαστε με το χώρο της ψυχικής υγείας είτε όχι. Η υπόθεση αναδεικνύει το τραγικό της καθημερινής πρακτικής της αστυνομίας απέναντι στους ψυχικά πάσχοντες, στην οποία ανατίθεται η διαχείριση και εκτέλεση των εισαγγελικών εντολών για ακούσια νοσηλεία. Καθιστά εμφανή τον εξουσιαστικό ρόλο των κρατικών οργάνων έναντι ανθρώπων που αναγνωρίζονται ως «κατώτεροι», «αδύναμοι» ή ως άξιοι μιας λιγότερο αξιοπρεπούς αντιμετώπισης – ρόλος, που, όπως φαίνεται, μπορεί να γίνει και συχνά είναι άκρως κακοποιητικός, χωρίς να υπάρξουν κυρώσεις.

Οι δικές μας απαντήσεις στους κυρίαρχους διαχωρισμούς, την ατιμωρησία και την αδικία, δεν μπορούν παρά να είναι η αλληλεγγύη μας, οι σχέσεις φροντίδας και στήριξης. Η αμφισβήτηση των πρακτικών της κυρίαρχης ψυχιατρικής και ψυχολογίας και της εξουσίας των αστυνομικο-δικαστικών μηχανισμών, δεν μπορεί παρά να προχωρά μαζί με το χτίσιμο αυτών των σχέσεων ανάμεσά μας και με λήπτριες-λήπτες υπηρεσιών ψυχικής υγείας.

Δηλώνουμε τη συμπαράστασή μας στο Χρήστο Χρονόπουλο και την οικογένειά του.

Απαιτούμε :

  • Άμεση δικαίωση του Χρήστου Χρονόπουλου και καταδίκη των μπάτσων βασανιστών του
  • Δεν δεχόμαστε άλλες αναβολές στη δίκη – Κάθε επιπλέον δικαιολογία λειτουργεί μόνο υπέρ των κατηγορουμένων-βασανιστών και ξεκάθαρα εις βάρος του ανθρώπου που κακοποιήθηκε και καθηλώθηκε σε αμαξίδιο. Ο Χρήστος και οι δικοί του έχουν ανάγκη από δικαίωση και υποστήριξη στις όποιες πλέον ανάγκες τους.

Θεωρούμε σκόπιμο, κλείνοντας, να δώσουμε-γραπτή έστω- φωνή σε μια φράση του Χρήστου: «Να ξέρεις, αν σου πούνε ότι τους πείραξα, μην τους πιστέψεις»