του Αλέξανδρου Γαστεράτου
Τα Εξάρχεια ήταν από παλιά γνωστά κυρίως στους νεολαιίστικους χώρους ως μια περιοχή αντισυμβατική, μια περιοχή πιο «ροκ» από τις άλλες. Τα πανεπιστήμια που πλαισίωναν την περιοχή, της έδιναν άλλο χρώμα. Έτσι από παλιά άρχισαν να συρρέουν επιστήμονες, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, ποιητές και άνθρωποι εν γένει «των γραμμάτων και των τεχνών» που μαζί με τους φοιτητές έφτιαχναν ένα κλίμα δημιουργίας και παραγωγής ιδεών, κατά βάσει ριζοσπαστικών. Η γειτονιά των Εξαρχείων ήταν χαρακτηρισμένη ως γειτονιά των μορφωμένων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που κομμάτι της ιστορίας των κινημάτων στην Ελλάδα, από την απαρχή κιόλας του ελληνικού κράτους, έχει τη σφραγίδα των Εξαρχείων.
Τα ωραία Εξάρχεια
Το όνομα της περιοχής στο μυαλό του περισσότερου κόσμου είναι αποτυπωμένο με την ωμή βία, την καταστροφή, τις ληστείες και το εμπόριο ναρκωτικών. Έχει δημιουργηθεί δηλαδή μια εντύπωση ότι τα Εξάρχεια δεν είναι μια φυσιολογική γειτονιά αλλά η πηγή του κακού, η καρδιά του κτήνους, μια περιοχή που καταφερνει και συσπειρώνει όλες τις παθογένειες της ελληνικης κοινωνίας και μια εμπόλεμη ζώνη. Η πραγματικότητα είναι ότι η συγκεκριμένη αντίληψη για την περιοχή έχει πατήσει πάνω σε ενεργές αντιφάσεις που αποτελούν καθημερινότητα για αυτή τη συνοικία της Αθήνας.
Ωστόσο τα Εξάρχεια λόγω της διαφορετικότητάς τους από άλλες γειτονιές, έχουν περάσει από ένα καλά οργανωμένο σχέδιο κατασυκοφάντησης. Αυτή η διαδικασία είχε σκοπό όπως λένε οι κάτοικοι να πλήξει τον έντονο χαρακτήρα της «γειτονιάς», της αλληλεγγύης, της πολιτικής και πολιτιστικής έκφρασης της περιοχης που ξέφευγαν από την κυρίαρχη κουλτούρα.
«Μένω στα Εξάρχεια το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου. Αυτό που μου αρέσει περισσότερο στην περιοχή είναι ότι είναι γειτονιά, μου αρεσει που γνωρίζομαι με τους γείτονές μου, με τον Μανάβη, τον Φαρμακοποιό κλπ. πράγμα το οποίο μου δημιουργεί ασφάλεια», λέει η κ. Δέσποινα, κάτοικος της περιοχής εδώ και 37 χρόνια.
Όπως αναφέρουν οι κάτοικοι, τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί αυτοοργανωμένες δομές που ψάχνουν νέους τρόπους έκφρασης της κοινωνιας και των ατομων, του πολιτισμου. Όλα αυτά συνθέτουν μια γειτονιά με όλα τα όμορφα στοιχεία της και συνθέτουν μια όμορφη καθημερινότητα. Άλλωστε οι περισσότεροι δεν επέλεξαν τυχαία τα Εξάρχεια αλλά και όσοι το έκαναν δεν το μετάνιωσαν ποτέ.
Η κ. Ιωάννα, κατοικεί στην περιοχή τα τελευταία 35 χρόνια και θυμάται, «Εδώ παλιά ήταν φοιτητογειτονιά. Γύρω γύρω ήταν όλα τα πανεπιστήμια. Έμεναν στην περιοχή και πάρα πολλοί γνωστοί διανοούμενοι. Ήταν μια γειτονιά με πολλά θέατρα, με πολλά βιβλιοπωλεία και τυπογραφεία. Για αυτό μάζευε και καλό κόσμο, πνευματικό. Ήταν οι φοιτητές οι οποίοι δίνουν παντού μια άλλη χροιά και επίσης το φοιτητικό κίνημα τότε ήταν και πολύ ισχυρό.Στην πλατεία Εξαρχείων γίνονταν συζητήσεις μέχρι το πρωί. Δεν είχε καφετέριες δεν είχε τίποτα. Όλό το βράδυ όρθιοι στη μέση της πλατείας και κάναμε πολιτικές συζητήσεις».
Η δημοσιογράφος Άννα Νίνη μένει στα Εξάρχεια μόνιμα τα τελευταία 2 χρόνια ωστόσο όπως λέει δεν σταμάτησε να έρχεται στην περιοχή ακόμα και όταν δεν έμενε σε αυτή. «Είναι μια περιοχή γεμάτη με εκδοτικούς οίκους και στην οποία μπορείς να βρεις βιβλιοπωλεία κάθε δύο μέτρα». Όπως υπογραμμίζει, βασικό στοιχείο είναι ότι οι κάτοικοι γνωριζονται και συζητούν καθημερινά μεταξύ τους παντού, από τα καφενεία μέχρι τις καταλήψεις. «Η γειτονιά, παρά τις δυσκολίες που προκαλούνται από διάφορα πράγματα, παραμένει ένα μεγάλο εντευκτήριο και ένα φυτώριο ιδεών και σκέψεων».
Τα Εξάρχεια όπως τονίζει «είναι μια γειτονιά στην οποία πρόσφυγες, μετανάστες, μειονότητες και λοατκι άτομα, μπορούν να συνυπάρχουν με μεγαλύτερη ευκολία κι αυτό με κάνει να νιώθω πιο άνετα ακόμη κι αν δεν κουβαλάω όλες αυτές τις ταυτότητες η ίδια. Η περιοχή, όπως κάθε περιοχή, έχει προβλήματα, και προφανώς δεν είναι όλα τέλεια, αλλά υπάρχει συμπεριληπτικότητα και αυτό είναι αρκετά ελπιδοφόρο όταν το βιώνεις καθημερινά και πρακτικά».
Η γειτονιά σήμερα αλλάζει για μια σειρά από λόγους. Ένας από αυτούς ο οποίος και εντείνεται τελευταία είναι η αλλαγή της κοινωνικής σύστασης της περιοχής. Όπως εξηγούν οι κάτοικοι, η κρίση έφερε και πρακτικές όπως η βραχυχρόνια μίσθωση κατοικιών. Η πρακτική αυτή εδραιώθηκε στα Εξάρχεια και παράλληλα εκτίναξε τα ενοίκια στα εναπομείναντα προς ενοικίαση σπίτια.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα κάτοικοι που για χρόνια διέμεναν στην περιοχή να μην μπορούν να πληρώσουν πλέον τα υπέρογκα ποσά των ενοικίων και να εγκαταλείπουν την περιοχή εγκαθιστάμενοι κυρίως σε κοντινές περιοχές όπως η Κυψέλη. Για αυτή τη διαδικασία δόθηκαν πολλοί ορισμοί όπως «gentrification» ή τουριστικοποίηση.
Gentrification, Touristification ή τίποτα από τα δύο;
Συχνά αυτό που συντελείται σήμερα στα Εξάρχεια πολλοί το ονομάζουν «gentrification» ή «τουριστικοποίηση». Η αλήθεια είναι ότι η τεράστια αύξηση των τουριστών και των καταλυμάτων σε πλατφόρμες όπως το AirBnB και η Booking είναι πραγματικότητα. Ακόμα στοιχεία όπως το κλείσιμο επιχειρήσεων που απευθύνονται κυρίως σε μόνιμους κατοίκους και οι μαζικές αγορές κατοικιών με συχνά την ταυτόχρονη τοποθέτησή τους σε πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης, είναι στοιχεία που συντελούν στην αλλαγή συνολικά του κέντρου της Αθήνας και δεν αφηνουν φυσικά ανεπηρέαστα και τα Εξάρχεια.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της κτηματομεσιτικής εταιρείας RE/MAX σχετικά με τις αγορές ακινήτων το 2018, το 92% επί των συνολικών αγορών ακινήτων στην περιοχή της Αττικής αφορούσε κατοικίες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το 2017 ανερχόταν σε 83%. Τα ενοίκια κινήθηκαν εξίσου ανοδικά με το ποσοστό της αύξησης των τιμών να ανέρχεται στο 6,9% σε σχέση με την αντίστοιχη αύξηση του 2017 που δεν ξεπερνούσε το 2%. Στα Εξάρχεια οι αυξήσεις στις τιμές των ενοικίων το 2018 έφτασαν τα 5,5€/τ.μ. σε σχέση με το 4,1€/τ.μ. που ίσχυε για το 2017.
Ωστόσο σύμφωνα με τον ερευνητή και συγγραφέα Δημήτρη Πέττα που τυγχάνει να μένει και στην περιοχή από το 2009, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ώστε να μπορούμε με ευκολία να καταλήξουμε με ασφάλεια στο ότι η περιοχή υφίσταται gentrification ή τουριστικοποίηση αν και υπάρχουν κάποια δείγματα αλλά και οι προϋποθέσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Όπως εξηγεί ο ίδιος, «τα τελευταία 4-5 χρόνια βλέπεις τουρίστες όλη τη χρονιά. Ένα πράγμα το οποίο παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι ότι τα Εξάρχεια είναι τουριστικά για συγκεκριμένους λόγους, που δεν είναι άλλοι από τα ιδιαίτερα στοιχεία της περιοχής, δηλαδή η δημιουργικότητα και η ριζοσπαστική δράση με τη μεγάλη πυκνοτητα κινηματων στην περιοχη».
Επίσης όπως σημειώνει τα ιδιαίτερα αυτά στοιχεία της περιοχής που προσελκύουν έναν ιδιότυπο τουρισμό, φτάνουν να αλλοιώνονται από αυτή την παρουσία. Όπως αναφέρει ο Δ. Πέττας, ακριβώς λόγω της αύξησης των ενοικίων, εξαιτίας της τουριστικής χρήσης των ακινήτων, οι συλλογικότητες και οι πολιτικοί χώροι της περιοχής που παρήγαγαν ριζοσπαστική δράση, έχουν χάσει σήμερα μεγάλο μέρος του δυναμικού τους. Για τον ίδιο λόγο φεύγουν από τα Εξάρχεια και άλλες κοινωνικές ομάδες που ευθυνονται για τη δημιουργική έκφραση στην περιοχή όπως είναι οι μουσικοί, οι κάθε είδους καλλιτέχνες και οι φοιτητές, ομάδες δηλαδή με χαμηλά κατά κύριο λόγο εισοδήματα.
Όπως εξηγεί ο Δ. Πέττας υπάρχει διαφορά μεταξύ gentrification και touristification ή αλλιώς τουριστικοποίησης. Η διαφορά όπως υπογραμμίζει είναι ότι για παράδειγμα σε περιοχές όπως το Λονδίνο, ολόκληρα κτίρια ή οικοδομικά τετράγωνα ανήκουν σε έναν ιδιώτη. Επίσης όπως σημειώνει «όταν λέμε gentrification υπάρχει από πίσω ένας πολύ καλά οργανωμένος σχεδιασμός δεν είναι κάτι ανοργάνωτο και αυθόρμητο. Είναι πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα και της τοπικής αυτοδιοίκησης που επεμβαίνουν φτιάχνοντας ένα σχέδιο για μια περιοχή και συμβαίνει αυτό κάπως πιο οργανωμένα.
»Αυτό που ακριβώς θα ήταν πρόβλημα στα Εξάρχεια για το gentrification, δηλαδή η πολυδιάσπαση της ιδιοκτησίας, είναι ακριβώς αυτό που επέτρεψε το touristification. Αυτό γιατί μπορούσε αυθόρμητα κάπως ο καθένας να διαθέσει ένα σπίτι στο AirBnB. Οπότε δεν προϋπέθετε όπως το gentrification καποια οργανωμένη δράση. Απλά πολύς κόσμος που είχε σπίτια στην περιοχή – που οι περισσότεροι δεν μένουν κιόλας στην περιοχή – είδε ότι υπάρχει ένα περιθώριο κέρδους στη βραχυχρόνια μίσθωση και στράφηκε σε αυτή».
Τελικά ποιά είναι όμως η διαδικασία που συντελείται στην περιοχή των Εξαρχείων; Ο Δημήτρης Πέττας απαντά. «Οι περισσότεροι βάζουν το gentrification και το touristification μαζί. Εγώ θα έλεγα ότι έχουμε στοιχεία κυρίως του δεύτερου. Μια επίσης διαφορά ως επίπτωση είναι ότι στο gentrification φεύγουν οι κάτοικοι που έμεναν και έρχονται ανώτερα εισοδηματικές ομάδες. Παρόλα αυτά η γειτονιά εξακολουθεί να είναι γειτονιά κατοικίας. Παραμένουν δηλαδή οι ίδιες υπηρεσίες πολύ πιο αναβαθμισμένες. Ακόμα και αν αυτοί που έρθουν είναι ανώτερες εισοδηματικά ομάδες πάλι θα χρειάζονται συνεργεία για παράδειγμα ή κοινωνικές υποδομές όπως σχολεία. Με το touristification αλλάζει ο χαρακτήρας της περιοχής από περιοχή κατοικίας, σε τουριστικό κατάλυμα. Ο τουρίστας δεν έχει τις ίδιες ανάγκες που έχει ακόμα και ένας πιο πλούσιος κάτοικος». Τέλος όπως σημειώνει, η διαδικασία της τουριστικοποίησης υπονομεύει την επιχειρηματικότητα που απευθύνεται στους ντόπιους αλλά και τις δημόσιες υπηρεσίες.
Στα Εξάρχεια δεν υπάρχουν επαρκή δείγματα για να καταλήξει κανείς με ασφάλεια όσον αφορά το αν συμβαίνει η μία ή η άλλη διαδικασία αν και τα στοιχεία δείχνουν ότι ίσως η τουριστικοποίηση της περιοχής διεξάγεται αυτή τη στιγμή. Σίγουρα όμως οι προϋποθέσεις για αυτες τις διαδικασίες υπάρχουν. Ειδικότερα το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι της περιοχής μένουν ακόμα στο ενοίκιο αλλά και το ότι υπάρχουν πάρα πολλά διαμερίσματα τοποθετημένα σε πλατφόρμες τύπου AirBnB, αποτελούν ευνοϊκές συνθήκες για τις διαδικασίες «εξευγενισμού» και αλλαγής χαρακτήρα της περιοχής.
Λάθος αφηγήματα σε σωστές γειτονιές
Τί γίνεται όμως όταν κάποια από τις παραπάνω διαδικασίες αναφέρεται σε περιοχές με διαφορετικό κοινωνικό αφήγημα; Η διαδικασία είναι παρόμοια στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι περιοχές που υφίστανται τέτοιες αλλαγές είναι κατά κύριο λόγο περιοχές που προτήτερα θεωρούνταν υποβαθμισμένες. Για αυτό το λόγο αλλά και εξαιτίας συχνά της εγκατάλειψής τους από το κράτος, χρειάζεται να μπουν σε μια διαδικασία αναμόρφωσης. Το πρώτο βήμα αφορά την εγκληματικοποίηση της περιοχής.
Η αστυνομική παρουσία αυξάνεται ραγδαία για να αντιμετωπίσει κάποια έκτακτη ανάγκη. Η κατάσταση των περιοχών αυτών που μέχρι πρόσφατα ήταν για δεκαετίες απολύτως φυσιολογική, πλέον θεωρείται άκρως αποκλίνουσα και προβληματική ακόμα και εγκληματική. Έτσι δικαιολογούνται ενέργειες όπως η αστυνομική βία και αυθαιρεσία, η έντονη παρεμβατικότητα της αστυνομίας, οι εκκενώσεις καταλήψεων, η αύξηση του αριθμού των ελέγχων, των προσαγωγών και των συλλήψεων.
Η περίπτωση του Μπρούκλιν
Το Μπρούκλιν αποτελούσε τη «σκληρή» πλευρά της Νέας Υόρκης. Στην περιοχή διέμεναν κυρίως φτωχά εργατικά στρώματα ενώ αποτελούσε και γκέτο της Αφροαμερικανικής κοινότητας. Το Μπρούκλιν όμως είχε διαμορφώσει και μια δική του κουλτούρα. Οι άνθρωποι ήταν πιο ελεύθεροι και τα πράγματα κυλούσαν πιο χαλαρά σε σχέση με άλλες περιοχές της Νέας Υόρκης. Η αστική κουλτούρα που διαμόρφωσε η περιοχή γέννησε κάποια από τα μεγάλα καλλιτεχνικά κινήματα όπως ήταν η rap μουσική που ξεπήδησε μέσα από τους δρόμους και από τα προβλήματα των ανθρώπων του Μπρούκλιν. Η παλιά αστική, φθηνή σε γενικές γραμμές γειτονιά έμελλε να αποτελέσει πόλο έλξης κατασκευαστικών και κτηματομεσιτικών επιχειρήσεων που ξεκίνησαν να αγοράζουν μαζικά ακίνητα, κατεδαφίζοντας ή ανακαινίζοντας τα με σκοπό η περιοχή να αναβαθμιστεί. Σιγά σιγά στο πάλαι ποτέ γκέτο άρχισαν να συρρέουν λευκοί εύποροι κάτοικοι καταλαμβάνοντας τα νέα σπίτια και εκτοπίζοντας τους παλαιούς χαμηλοεισοδηματίες κατοίκους σε μικρότερες περιοχές στα περίχωρα του Μπρούκλιν.
Οι νέοι έποικοι του Μπρούκλιν έφεραν μαζί τους και της παθογένειες των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις ΗΠΑ στατιστικώς οι λευκοί κάτοικοι καλούν πιο συχνά την αστυνομία σε σχέση με τους μαύρους. Μάλιστα ο καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Ρόμπερτ Σάμπσον, υπογραμμίζει ότι παρατηρείται αύξηση των κλήσεων στην αστυνομία στις περιοχές που υφίστανται gentrification. Έτσι το 2017 με την αύξηση της αστυνομικής παρουσίας στην περιοχή, επιχειρήθηκε και η εγκληματοποίηση της με σκοπό να επιταχυνθούν και οι διαδικασίες της «κανονικοποίησης» της. Η αστυνομία άρχισε να παρεμβαίνει πολύ περισσότερο και σε πράγματα τα οποία παλαιότερα θεωρούνταν εντελώς φυσιολογικά στο Μπρούκλιν. Για παράδειγμα οι νέοι λευκοί κάτοικοι καλούσαν την αστυνομία για τον θόρυβο τη νύχτα, για ομάδες νεαρών που απλά κάθονταν στον δρόμο και για άλλες δραστηριότητες που ενώ σε άλλες «καλές» περιοχές δεν λαμβάνουν χώρα, στο Μπρούκλιν, θεωρούνταν εντελώς φυσιολογικές.
Σε πολλές περιπτώσεις η αστυνομία είχε ασκήσει υπέρμετρη βία με αποκορύφωμα την επίθεση στον Έρικ Γκάρνερ, έναν Αφροαμερικανό, που οι αστυνομικοί σκότωσαν κατά τη διάρκεια της προσαγωγής του προκαλώντας του ασφυξία. Ο Γκάρνερ είχε μπει στο στόχαστρο των αρχών καθώς πωλούσε «χύμα» τσιγάρα, μια κοινή πρακτική στο Μπρούκλιν μετά την αύξηση του φόρου στα καπνικά είδη. Σε άλλη περίπτωση η αστυνομία πυροβόλησε 10 φορές έναν άντρα με διπολική διαταραχή επειδή κρατούσε έναν σωλήνα τον οποίο κάποιος που κάλεσε την αστυνομία να παρέμβει νόμιζε πως πρόκειται για πιστόλι. Πολλοί κάτοικοι θεωρούσαν ότι η αστυνομία εκλήθη από κάποιον λευκό νέο έποικο ωστόσο αυτό δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.
Οι «επικίνδυνες περιοχές» του Αμβούργου
Το Γενάρη του 2014, στο Αμβούργο υπήρξαν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ ομάδων που αντιτίθονταν στο gentrification και την αστυνομία. Οι περιοχές που επρόκειτο να «εξευγενιστούν» αφορούσαν κυρίως τις παλιές γειτονιές του Αμβούργου και τις πιο υποβαθμισμένες. Εκεί αγοράστηκαν από επενδυτές πολλές ιδιοκτησίες με σκοπό να ανεγερθούν πολυτελή κτίρια και κατοικίες, καταστρέφοντας τα παλιά γραφικά κτίρια. Οι διαμαρτυρίες ξεκίνησαν μετά από τον αστυνομικό αποκλεισμό συγκεκριμένων περιοχών, στις οποίες εκτός από την έντονη αστυνομική παρουσία, υπήρξε και έντονος έλεγχος από πλευράς της ασφάλειας σε όλους τους διερχόμενους στις περιοχές που υφίστανται gentrification, αφού πριν από τη συγκεκριμένη διαδικασία είχαν χαρακτηριστεί επίσημα ως «επικίνδυνες περιοχές». Οι συγκρούσεις που ακολούθησαν ήταν εξαιρετικά βίαιες και χαρακτηρίστηκαν από έντονη καταστολή, χημικά, ξύλο στους διαδηλωτές, σπρέι πιπεριού και οδομαχίες. Τελικώς η ένταση εκτονώθηκε αφού οι επικίνδυνες περιοχές περιορίστηκαν σε τρεις «επικίνδυνες νησίδες». Ωστόσο απαγορεύτηκε η κυκλοφορία σε αυτές 190 «ύποπτων» ανθρώπων, ενώ κατά τις συγκρούσεις του Δεκεμβρίου 65 άνθρωποι προσήχθησαν και 5 συνελήφθησαν.
Ως αφορμή για τις επεμβάσεις της αστυνομίας υπήρξε μια επίθεση στο ιστορικό αστυνομικό τμήμα του Νταφιντβάτσε, καθώς ομάδα νεαρών επιτέθηκε σε αστυνομικούς έξω από το τμήμα σπάζοντας το σαγόνι του ενός. Οι αστυνομικοί επέμεναν ότι πρόκειται για αναρχικούς της περιοχής, οι οποίοι έχουν έντονη δραστηριότητα, ενώ αριστερές και αναρχικές οργανώσεις ισχυρίζονταν ότι επρόκειτο για μεθυσμένους οπαδούς ομάδων που επιτέθηκαν στους αστυνομικούς. Μάλιστα όπως σημείωναν η αστυνομία διασπείρει ψέματα έχοντας πολιτικό κίνητρο. Πράγματι λίγες μέρες μετά οι έλεγχοι στην περιοχή έγιναν τόσο ασφυκτικοί που ακόμα και κάτοικοι της περιοχής που δεν εμπλέκονται με τις συλλογικότητες, δυσανασχετούσαν έντονα για τις πιέσεις της αστυνομίας. Οι κύριοι συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις ήταν πολιτικές ομάδες ιδιαίτερα ενεργές όσον αφορά την αντίθεση στην «αναβάθμιση» των περιοχών του Αμβούργου.
Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν μετά από τους φόβους των ντόπιων ότι εξαιτίας των εξώσεων και των υψηλών ενοικίων που δεν θα μπορούσαν να πληρώσουν, θα σπρώχνονταν στα άκρα της πόλης, αφήνοντας το κέντρο όπου ζούσαν για χρόνια στους προνομιούχους που θα καταλάμβαναν τις νέες πολυτελείς κατοικίες που θα αναγείρονταν. Αφορμή για τις διαδηλώσεις ήταν η προσταγή των αρχών για εκκένωση μια εργατικής κατοικίας όπου διαβιούσαν κυρίως φτωχοί ηλικιωμένοι. Ο ιδιοκτήτης της κατοικίας αποφαινόταν ότι το κτίριο πρόκειται να καταρρεύσει οπότε θα γκρεμιζόταν. Οι ακτιβιστές που ασχολούνται με το gentrification υποστήριζαν ότι αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί μια κλασσική δικαιολογία των ιδιοκτητών για να προβούν σε εξώσεις.
The Rote Flora lit up with signs saying “No G20”. Photo: DPA
To Ανατολικό Βερολίνο «ενάντια στην πόλη των πλουσίων»
Το ανατολικό Βερολίνο έχει και αυτό τη δική του ιστορία με το gentrification. Μετά την πτώση του τείχους, αναρχικές συλλογικότητες προχώρησαν σε καταλήψεις κτιρίων. Μερικές από τις καταλήψεις αυτές που υπάρχουν ακόμα και σήμερα είναι για δεκαετίες αναπόσπαστα κομμάτια της κουλτούρας της περιοχής. Μάλιστα οι κάτοικοι του Αμβούργου τις θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της πόλης. Όταν όμως αποφασίστηκε η «αναβάθμιση» της περιοχής, οι καταλήψεις έπρεπε να φύγουν. Η αστυνομία μέρα και νύχτα περιπολούσε και πραγματοποιούσε ελέγχους στους διερχόμενους από την οδό Ρίγκαρ όπου φιλοξενεί κάποιες από τις τελευταίες καταλήψεις του Βερολίνου. Το 2014 η περιοχή είχε κηρυχθεί – όπως και στην περίπτωση του Αμβούργου – ως «επικίνδυνη» από τις αρχές. Οι κάτοικοι παραπονιούνταν ότι υπήρχαν αστυνομικοί που τους παρακολουθούσαν ακόμα και μέχρι να μπουν στα σπίτια τους, παρατηρώντας ακόμα και αν τα κλειδιά τους ταίριαζαν στις εξώπορτές τους.
Οι καταλήψεις θα εκκενώνονταν με σκοπό να υπάρξει χώρος για τις κατασκευαστικές εταιρείες καθώς και για ένα σχέδιο κατασκευής πολυτελών κατοικιών, πράγμα το οποίο αποτέλεσε και το αγκάθι για όσους διαμαρτύρονταν για την αύξηση των ενοικίων στο Βερολίνο, καθώς άνθρωποι που ζουν χρόνια στην περιοχή αναγκάζονται σε έξωση από τους «αναβαθμιστές» των ιδιοκτησιών.
Στις διαδηλώσεις που ξέσπασαν τον Ιούλιο του 2016, με κεντρικό σύνθημα, «Ενάντια στην πόλη των πλουσίων», συμμετείχαν 3.500 χιλιάδες άνθρωποι. Για την καταστολή των κινητοποιήσεων αναπτύχθηκαν 1.800 αστυνομικοί εκ των οποίων οι 123 τραυματίστηκαν στις βίαιες συγκρούσεις που ακολούθησαν. Ο αριθμός των συλληφθέντων διαδηλωτών έφτασε τους 86, ενώ σύμφωνα με την αστυνομία οι συγκρούσεις ήταν οι πιο βίαιες των τελευταίων 5 ετών.
«Στα Εξάρχεια έχουμε χούντα ρε το κατάλαβες;»
Τα Εξάρχεια δεν αποτελούν εξαίρεση σε σχέση με τις περιπτώσεις του εξωτερικού. Για χρόνια χαρακτηρίζονται από τα αστικά κόμματα και τα ελεγχόμενα από αυτά ΜΜΕ ως «κράτος εν κράτει», ως «κέντρο ανομίας», «ορμητήριο μπαχαλάκηδων», «άβατο» και εν γένει η περιοχή κατασυκοφαντείται, ενώ συχνά αποφεύγεται και αυτή όπως και στις άλλες περιπτώσεις ως «επικίνδυνη ζώνη».
Για αυτό το «φιλέτο» των Εξαρχείων έπρεπε να γίνει μια «κανονική» περιοχή. Ολόκληρες εκστρατείες δημιουργήθηκαν για να πλήξουν τη φήμη της, ενώ κάθε αναφορά των κυρίαρχων ΜΜΕ στα Εξάρχεια συνοδευόταν και από έναν αρνητικό χαρακτηρισμό ή συνδεόταν με κάποιο αρνητικά φορτισμένο γεγονός ακόμα και αν η είδηση αφορούσε κάθε φορά άσχετο θέμα. Ειδικότερα μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου το 2008 και τα όσα ακολούθησαν στον εξεγερσιακό κύκλο εκείνου του Δεκέμβρη, η περιοχή εγκληματικοποιήθηκε πλήρως. Κλούβες των ΜΑΤ περικύκλωσαν τα Εξάρχεια, πραγματοποιώντας ελέγχους στους περαστικούς και σε όποιον φαινόταν για τους ίδιους ύποπτος, πολιτικοί και άλλες προσωπικότητες ζητούσαν από τις κυβερνήσεις να επέμβουν στα Εξάρχεια και να τα «καθαρίσουν» από τους ταραξίες ενώ παράλληλα πιάτσες εμπόρων ναρκωτικών σπρώχτηκαν από την αστυνομία εντός της περιοχής, πράγμα το οποίο έμελλε να αποτελέσει μάστιγα αλλά και το μεγαλύτερο πρόβλημα των Εξαρχείων.
Παρόλα αυτά ο μεγάλος αριθμός καταγγελιών σχετικά με την αυθαιρεσία αλλά και την απαράδεκτη συμπεριφορά της αστυνομίας σε διερχόμενους και κατοίκους της περιοχής συντελεί σε μια προσπάθεια κατατρομοκράτησης των κατοίκων. «Υπάρχουν σεξιστικές και ομοφοβικές επιθέσεις και συμπεριφορές. Αυτά τα έχω δει πολλές φορές να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μου. Έχω ακούσει και μαρτυρίες από γυναίκες που λένε ότι το βράδυ φοβούνται να περάσουν μπροστά από τις διμοιρίες των ΜΑΤ γιατί ακούνε ανεπίτρεπτα σεξιστικότατα σχόλια. Σίγουρα η όλη όξυνση της καταστολής στη γύρω περιοχή δε συμβάλλει σε κάποιο σχέδιο για κοινωνική ειρήνη ή όπως αυτό μπορεί να παρουσιάζεται» λέει ο φοιτητής και κάτοικος της περιοχής Νίκος Τζήμας.
Η κυρία Μαρία, κάτοικος στην περιοχή εδώ και 13 χρόνια, αναφέρει ότι η αστυνομοκρατία είναι ένα από τα βασικότερα ζητήματα της περιοχής. «Η αστυνομία τις προάλλες μας είπε ότι δεν μπορούμε να κάτσουμε να μιλήσουμε στην είσοδο της πολυκατοικίας και ότι πρέπει να κλειστούμε στα διαμερίσματά μας. Μάλιστα μας απείλησαν ότι αν δεν συμμορφωθούμε θα μας ζητούσαν τα στοιχεία μας και θα μας πήγαιναν μέσα. Νιώθω ένα τρομερό φόβο όταν περνάω μπροστά από τις διμοιρίες των αστυνομικών», μας λέει.
Οι κάτοικοι δεν βλέπουν τους αστυνομικούς ως φορείς ασφάλειας αλλά ως δυνάμεις κατοχής. «Η αστυνομία δέρνει, γδύνει και εξευτελίζει διαδηλωτές μες τα αίματα με πρακτικές χούντας», αναφερουν. Υποστηρίζουν ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν καταγγελίες από τους κατοίκους στο Συνήγορο του Πολίτη τόσο σε σχέση με τα περιστατικά όσο και με τα όσα έχουν καταγγελθεί για «το πάρκινγκ των βασανιστηρίων» στην οδό Μπουμπουλίνας, όπου επί Χούντας βρίσκονταν οι χώροι βασανιστηρίων αντιφρονούντων της ΕΑΤ-ΕΣΑ. Η τόσο έντονη και μαζική επανεμφάνιση της αστυνομίας μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης, θεωρούν ότι είναι μια επίδειξη δύναμης που θα δημιουργήσει αντίθετα μεγαλύτερη βία από αυτή που έρχεται – τουλάχιστον στο επίπεδο των εξαγγελιών – να καταπολεμήσει.
Ωστόσο από την επανεμφάνιση της αστυνομίας, το μόνο που άλλαξε είναι οι επιθέσεις σε πολιτικούς χώρους, καταλήψεις, κοινωνικά κέντρα και εν γένει σε ο,τι έχει να κάνει με τον κινηματικο χαρακτήρα της περιοχής, «για να σπάσουν τον τσαμπουκά» όπως λένε οι κάτοικοι.
Τα «ορμητήρια μπαχαλάκηδων»
Οι εκκενώσεις των καταλήψεων των Εξαρχείων αποτελούσαν μια από τις προεκλογικές υποσχέσεις τόσο της κυβέρνησης όσο και της δημοτικής αρχής. Η κυβέρνηση για να δικαιολογήσει τις εκκενώσεις αυτές προσπάθησε να επιτεθεί επικοινωνιακά στις καταλήψεις, στοχοποιώντας τες ως «ορμητήρια» ταραχοποιών στοιχείων και «αποθήκες» ναρκωτικών. Η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Οι καταλήψεις που εκκενώθηκαν στέγαζαν πρόσφυγες και μετανάστες που επιθυμούσαν να ξεφύγουν από τις άθλιες συνθήκες των κέντρων κράτησης. Σε κάποιες από αυτές έμεναν και μικρά παιδιά που είχαν ξεκινήσει ήδη να φοιτούν στα σχολεία της περιοχής.
Οι «αποθήκες» των ναρκωτικών δεν βρέθηκαν και έτσι αποκαλύφθηκε πλήρως ένας από τους οφθαλμοφανείς στόχους της κυβέρνησης σε σχέση με την επίθεση στον χαρακτήρα των Εξαρχείων. Μάλιστα υπήρξαν και μεγάλες αντιδράσεις από την περιοχή με Συλλόγους Γονέων να ζητούν να έρθουν πίσω στα σχολεία τα μικρά παιδιά που μεταφέρθηκαν στα κέντρα κράτησης και τους κατοίκους να διαδηλώνουν κατά της αστυνομοκρατίας στα Εξάρχεια. Η κυρία Μαρία υποστηρίζει ότι «στην κατάληψη του 5ου, οι άνθρωποι είχαν βρει πράγματι μια στέγη».
Παρόλα αυτά οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούν ότι τα τελευταία χρόνια οι καταλήψεις που εκκενώθηκαν είχαν πράγματι διάφορα προβληματικά στοιχεία. Συχνά αναφέρεται ότι μέσα στους κατειλημμένους χώρους είχαν παρεισφρήσει διάφορα παραβατικά στοιχεία τα οποία λειτούργησαν και σαν δικαιολογία για τις εκκενώσεις. Επιπλέον οι καταλήψεις είχαν αποκοπεί σε έναν βαθμό από τη γειτονιά και είχαν χάσει τη γείωσή τους στην τοπική κοινωνία.
«Για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους δεν έχουν όλες οι καταλήψεις στα Εξάρχεια έντονη κοινωνική απεύθυνση, άρα δεν υπάρχει και η αντίστοιχη ανταπόκριση από τους κατοίκους. Για παράδειγμα και εγώ μπορεί να στηρίζω τις καταλήψεις ωστόσο δεν έχω και κάποια ιδιαίτερη επαφή με πολλές από αυτές» λέει η Δανάη Λαζάρου, κάτοικος Εξαρχείων εδώ και δυόμισι χρόνια που επέλεξε τα Εξάρχεια ως περιοχή κατοικίας και με βάσει την πολιτική κουλτούρα τους.
Υπάρχει μια διαφοροποίηση από κατάληψη σε κατάληψη όπως σημειώνουν οι κάτοικοι των Εξαρχείων. Για αυτό το λόγο δεν έχουν και όλες στήριξη όπως υπογραμμίζουν. Καταλήψεις ωστόσο όπως αυτή της Νοταρά, βεβαιώνουν ότι αποτελούν όχι απλά διαφορετικά παραδείγματα οργάνωσης και κοινωνικης ένταξης προσφύγων και μεταναστών αλλά πρότυπα για όλη την κοινωνία. Η Άννα Νίνη παραθέτει τη δική της εμπειρία. «Προσωπικά νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια όταν περνάω για παράδειγμα από το δρόμο της Νοταρά επειδή γνωρίζω πως αν μου συμβεί οτιδήποτε υπάρχουν άνθρωποι που θα με βοηθήσουν. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που θέλουν να καταστείλουν αυτά τα εγχειρήματα. Επειδή είναι μια αντιπρόταση στην εξαθλίωση των camp, επειδή δείχνουν έναν άλλο δρόμο, αυτόν της συνύπαρξης και όχι της θανατοπολιτικής».
«Μπάχαλα» και «μπαχαλάκηδες»
Αυτές είναι δύο λέξεις που ακούγονται συχνά στα μέσα ενημέρωσης σχετικά με την περιοχή των Εξαρχείων. Ο έντονα πολιτικός χαρακτήρας της περιοχής χτυπιέται εδώ και δεκαετίες με τις αναφορές στα «μπάχαλα» και τους «μπαχαλάκηδες». Ίσως τα περιστατικά με τις πέτρες, τις μολότοφ και το κυνηγητό με την αστυνομία να είναι περιστατικά που κανονικοποιήθηκαν πριν κάποια χρόνια αλλά αυτό δε σημαίνει ότι οι κάτοικοι της περιοχής τα συνήθισαν απόλυτα ποτέ. Οι εν λόγω συγκρούσεις που γίνονται εθιμοτυπικά τα τελευταία χρόνια σχεδόν κάθε Παρασκευή και Σάββατο, αποτελούν μια από τις αντιφάσεις αλλά και ένα από τα προβλήματα των Εξαρχείων. Παρόλα αυτά οι συγκεκριμένες ενέργειες δεν πραγματοποιούνται από ανθρώπους με πολιτικοϊδεολογικά κριτήρια, ούτε από ανθρώπους που ανήκουν σε πολιτικούς χώρους όπως υποστηρίζουν οι κάτοικοι.
«Οι ‘’μπάχαλοι’’ δεν θεωρώ ότι είναι αναρχικοί, καμία σχέση δεν έχουν με ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση. Έχω έρθει σε επαφή μαζί τους μέσα στα μπάχαλα. Είναι εντελώς λούμπεν στοιχεία, είναι διχασμένοι σε χούλιγκανς διαφορετικών ομάδων και δεν έχουν και κανένα ιδεολογικοπολιτικό αποτύπωμα». Η αστυνομια δεν τους συλλαμβανει, μάλλον τους χρησιμοποιεί. Πολλές φορές έχει αποδειχτεί βέβαια και από τις φωτογραφίες ότι είναι αστυνομικοί. Φέτος ας πούμε δε θέλησε να τους χρησιμοποιήσει και δεν έγινε τίποτα στις 17 Νοέμβρη ούτε στις 6 Δεκέμβρη», λέει η κ. Ιωάννα.
Αυτή η σύνδεση των ταραξιών με την αστυνομία καταγγέλεται συχνά και όσον αφορά τους κατοίκους μάλιστα φαίνεται ότι υπάρχει μεγάλη συμφωνία ως προς αυτό. «Θεωρώ ότι οι μπαχαλάκηδες, οι ναρκομαφίες και η αστυνομία έχουν σχέσεις» μας λέει η κ. Μαρία και εξηγεί, «Δεν μπορώ να πω ότι αυτό συμβαίνει στο σύνολό τους. Δεν μπορώ δηλαδή να πω ότι όλοι οι ‘’μπαχαλάκηδες’’ έχουν σχέσεις με την αστυνομία και με τις μαφίες. Αλλά την αστυνομία τη βλέπω κάθε μέρα εδώ και 13 χρόνια μπροστά μου, δεν είναι δυνατόν πριν έρθουν οι μολότοφ, οι αστυνομικοί να προετοιμάζονται και αφού γίνει αυτό το ‘’ερωτικό’’ παιχνίδι μεταξύ τους μετά να περνάνε και να χαιρετιούνται και να μιλάνε. Πιστεύω ότι εκτός από μια ωραία εκτόνωση για όλους, αυτή η κατάσταση υπάρχει, συντηρείται και χρησιμοποιείται κατά περίπτωση. Όποτε υπάρχει ζήτημα βάζουμε μπροστά τα Εξάρχεια, όποτε υπάρχει ζήτημα ασφάλειας βάζουμε μπροστά τα Εξάρχεια, όποτε θέλουμε να υπερασπιστούμε το σύστημα βάζουμε μπροστά τα Εξάρχεια, όποτε θέλουμε να δείξουμε ότι κάνουμε έργο πάλι μπροστά τα Εξάρχεια».
Οι κάτοικοι αναφέρουν ότι τα «μπάχαλα» είναι ένα σοβαρό ζήτημα των Εξαρχείων. Ακόμα και όσοι συμμετέχουν στα κινήματα τονίζουν ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει τα τελευταία χρόνια. Ο Νίκος όντας και φοιτητής που έχει έντονη πολιτική δράση συμμετέχοντας στο δίκτυο σχημάτων της ΕΑΑΚ, χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ότι «δεν μπορεις να πεις κάτι σε κάποιον που θα σου πει ότι κάηκε το αμάξι μου στα μπάχαλα. Αυτό είναι πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα έκανε κάποιο μέρος του κόσμου της περιοχής να αναθαρέψει, να πιστέψει ότι με την αστυνομία θα είναι πιο ασφαλής, ότι θα αναβαθμιστεί η περιοχή και η ίδια του η καθημερινότητα. Αυτό πιστευω οτι πολυ γρηγορα φανηκε οτι δε θα γινει».
Η «αγορά» της πλατείας
Οι κάτοικοι πιστεύουν ότι η ανοχή που υπάρχει από την αστυνομία στους «μπαχαλάκηδες» η ίδια ανοχή υπάρχει και στο οργανωμένο έγκλημα της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών. Μάλιστα κάποιοι θεωρούν ότι η αστυνομία συνδέεται και με τα δύο αυτά στοιχεία της περιοχής, χωρίς όμως να μπορεί κάποιος να αποδείξει αυτή τη σύνδεση.
Ο κοινωνικός ερευνητής Δημήτρης Πέττας αναφέρει ότι το εμπόριο ηρωίνης που υπήρχε μέχρι το 2012 πολύ ανοργάνωτα και σποραδικά στην περιοχή, με πρωτοβουλία των κατοίκων, των συλλογικοτήτων και ορισμένων καταστηματαρχών της περιοχής εκδιώχθηκε. Τα τελευταία 3-4 χρόνια όμως έχει εδραιωθεί το εμπόριο της κάνναβης. Η πλατεία Εξαρχείων έχει καταληφθεί από τους εμπόρους ναρκωτικών και έχει καταστεί πλέον απροσπέλαστη. Το να παραμείνεις για ώρα στην πλατεία πολλές φορές μπορεί να αποδειχθεί και επικίνδυνο καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που διαφορετικές ομάδες εμπόρων ναρκωτικών έχουν πιαστεί στα χέρια, έχουν ανταλλάξει μαχαιριές ή και σφαίρες.
«Αυτή τη στιγμή και τα τελευταία 4-5 χρόνια το μεγαλύτερο πρόβλημα της περιοχής είναι το οργανωμένο έγκλημα, οι μαφίες. Μιλάμε για μαφίες πριν το 2012 πολύ πιο ανοργάνωτες. Μέχρι τότε υπάρχουν έτσι κάπως συγκεντρωμενες στην πλατεία που κυρίως έχουν το εμπόριο ηρωίνης. Το 2010 έγιναν κάποιες κινήσεις στην περιοχή από κατοίκους, καταστηματάρχες και πολιτικές συλλογικότητες και σε ένα βαθμό εκδιώχθηκαν. Αυτό που συνέβη πιο μετά είναι ότι ήρθε το εμπόριο κάνναβης. Αρχικά πάνω στην πλατεία, πιο ανοργάνωτα και από το 2012 και μετά έχει γίνει πολύ πιο οργανωμένο, πολύ πιο στρατιωτικοποιημένο. Ενώ μέχρι πριν λίγα χρόνια κάποιος μπορούσε να κάτσει στην πλατεία ειδικά το καλοκαίρι, τα βράδια κλπ πλέον η πλατεία είναι απροσπέλαστη. Μιλάμε για άλλο επίπεδο εκφοβισμού, άλλο επίπεδο οπλισμού, επιθέσεις σε πολιτικούς χώρους κλπ, το οποίο βέβαια συμβαίνει με την αστυνομία δίπλα», μας λέει ο Δ. Πέττας.
Οι μαφίες των ναρκωτικών προσέρχοντας στα Εξάρχεια εκτός από χώρο βρήκαν και προσωπικό. Σε μια γειτονιά όπου έμεναν μετανάστες που ζούσαν σε μεγάλη ανέχεια, πολλοί από αυτούς βρήκαν διέξοδο στην πώληση ναρκωτικών. Η Δανάη Λαζάρου μας εξηγεί ότι «πολλές φορές εμπλέκεται και το κομμάτι το προσφυγικο και μεταναστευτικό, πράγμα εντελώς λογικό γιατί όταν έχεις ανέχεια θα έχεις και κοινωνικό κανιβαλισμό. Βέβαια εννοείται ότι αυτοί δεν αποτελούν τα ‘’κεφάλια’’ σε όλη αυτή την ιστορία αλλά να βλέπεις να βγαίνουν όπλα έξω από το ΒΟΞ, να κυνηγιούνται στην πλατεία κλπ είναι λίγο περίεργο. Εγώ ας πούμε βράδυ από την πλατεία δεν περνάω. Έχω φόβο να περάσω από εκεί».
Οι κάτοικοι αναφέρουν το εμπόριο ναρκωτικών ως το νούμερο ένα πρόβλημα της περιοχής. Έχουν πραγματοποιηθεί επιθέσεις από τις ναρκομαφίες ακόμα και σε απλούς περαστικούς αλλά και σε πολιτικούς χώρους οι οποίοι πολλές φορές έχουν προβεί σε δράσεις απομάκρυνσης των ναρκεμπόρων από την πλατεία σε μια προσπάθεια επανοικιοποίησης της πλατείας Εξαρχείων, ώστε να επιστρέψει σταδιακά στους κατοίκους της περιοχής. Δυστυχώς αυτές οι προσπάθειες δεν ευοδώθηκαν και μετά από λίγο οι έμποροι ναρκωτικών επέστρεψαν στην πλατεία.
Ωστόσο εκτός από τους ναρκέμπορους όσες προσπάθειες γίνονται για απομάκρυνση των ναρκωτικων από την πλατεία βρίσκουν απέναντί τους και την αστυνομία. Για παράδειγμα το περασμένο καλοκαίρι το φεστιβάλ «Αναψυκτήριον τα ωραία Εξάρχεια» το οποίο ήταν ένα πολιτιστικό κατά κύριο λόγο φεστιβάλ με πολιτικό όμως χαρακτήρα, στο οποίο συμμετείχε πλήθος μουσικών και εκδοτικών οίκων με πάγκους με βιβλία πάνω στην πλατεία Εξαρχείων και πολύ κόσμο, χτυπήθηκε από την αστυνομία με επέμβαση των δυνάμεων των ΜΑΤ.
Δεν είναι λίγες οι φορές που το εμπόριο ναρκωτικών διεξάγεται με την παρουσία της αστυνομίας όπως καταγγέλλουν οι κάτοικοι. «Βλέπεις τους αστυνομικούς και δίπλα ακριβώς βλέπεις τις μαφίες να αλωνίζουν. Ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν υπάρχει εμπόριο αν δε συνηγορεί το κράτος σε αυτά τα πράγματα. Ξέρουν πολύ καλά ποιό είναι το πρόβλημα αλλά δεν είναι αυτός ο στόχος έτσι κι αλλιώς», λέει η Δανάη Λαζάρου.
Η κ. Ιωάννα καταγγέλλει ότι «έχουν όπλα στην πλατεία. Τον ξέρουν τον κύριο που έχει όπλο στην πλατεία, δεν τον πειράζει κανένας. Τον ξέρουμε εμείς, τον ξέρει και η αστυνομία αλλά δεν κάνει τίποτα». Επίσης ο Νίκος Τζήμας αναφέρει ότι το ναρκεμπόριο δεν έχει περιοριστεί καθόλου από την άφιξη των έντονων αστυνομικών δυνάμεων στην περιοχή, ενώ για παράδειγμα κάποιες μικροκλοπές μπορεί να έχουν περιοριστεί.
«Για τα πραγματικά προβλήματα της γειτονιάς, πράγματα τα οποία εμπίπτουν στα καθήκοντα της αστυνομίας όπως το εμποριο ναρκωτικών δειχνει μια τεραστια ανοχη. Έχουμε για παράδειγμα ΜΑΤ στο κάτω μέρος της πλατείας και πάνω στην πλατεία να πουλάνε ναρκωτικά κανονικότατα», λέει ο Δημήτρης Πέττας.
Τα ΜΑΤ δημιούργησαν αίσθημα ασφάλειας σε κάποιους
Παρόλα αυτά δεν ήταν λιγοι οι πολίτες των Εξαρχείων που ανακουφίστηκαν από την ένταση της αστυνομικης παρουσίας. Δεν ήταν και λίγοι αυτοί που είδαν τις περιουσίες τους τα προηγούμενα χρόνια να καταστρέφονται στις συμπλοκές με την αστυνομία και δεν ήταν και λίγοι αυτοί που δεν μπόρεσαν ποτέ να συνηθίσουν την κατάσταση. Ωστόσο οι κάτοικοι λένε ότι όσοι εμφανίζονται ανακουφισμένοι από την έντονη παρουσία της αστυνομίας είναι κυρίως άνθρωποι που μένουν μακριά από την πλατεία και δεν βλέπουν την αστυνομική αγριότητα. Επίσης αναφέρουν ότι ακόμα και οι προσδοκίες αυτών των ανθρώπων διαψευστηκαν πολύ σύντομα.
«Υπάρχει πάρα πολύς κόσμος που ανακουφίστηκε από την παρουσία της αστυνομίας στην περιοχή, γιατί δεν τους ενδιαφέρει η πραγματικότητα. Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων ηλικίας από 50 και πάνω οι οποίοι δεν συχνάζουν στην πλατεία και δε βλέπουν τι γίνεται στην πλατεία Εξαρχείων. Θεωρούν ότι οι καταλήψεις είναι πάρα πολύ κακό πράγμα, τους ενοχλούσαν με μια μικροαστική ιδιοκτησιακή λογική τύπου ‘’γιατί το κατέλαβες είναι ιδιοκτησία μου’’. Ωστόσο και από την άλλη πλευρά έγιναν υπερβολές. Για αυτό και πολύς κόσμος συμφωνεί με την αστυνομία και με την αστυνόμευση και δεν τους ενδιαφέρει αν οι τελευταίοι κάνουν αυτά που βλέπουμε», μας λέει η κ. Ιωάννα.
Ο Νίκος Τζήμας αναφέρει ότι σίγουρα θα υπήρξε κάποιος κόσμος που θα αισθάνθηκε καλύτερα με την αστυνομική παρουσία και κυριως μεγαλυτερης ηλικιας και οικογενειες «που μπορεί να μενουν χρόνια στα Εξάρχεια και βλέπουν σε ένα βαθμό τι γίνεται στην περιοχή αλλά βλέπουν και το τι δείχνουν τα μέσα ενημέρωσης». Αυτοί όπως μας λέει «θα ένιωσαν ότι διάφορα άσχημα πράγματα που βιώνουν όπως το ότι τρομάζει ο κόσμος τις ημέρες που υπάρχουν συγκρούσεις, τα χημικά κλπ θα λήξουν».
Μπορεί τα επεισόδια στα Εξάρχεια να περιορίστηκαν μετα την εκλογή της νέας κυβέρνησης αλλά αυτό συνέβη με εξαιρετικά βίαιο από την πλευρά των αστυνομικών δυνάμεων τρόπο και σίγουρα αυτό δεν ήταν το βασικότερο πρόβλημα της περιοχής. Όπως μας λέει η κ. Κατερίνα «δε μπορεί ο δήμος να τσαμπουκαλεύεται τους πολίτες, όποιοι και να είναι αυτοί ακόμα και αν είναι μπάχαλοι. Ας διώξει πρώτα τις ναρκομαφίες και ας μιλήσουμε μετά».
Εξάρχεια: H γειτονιά των αντιφάσεων
Ένα βασικο στοιχείο της περιοχής που συχνά αναφέρεται στο δημόσιο λόγο και χρησιμοποιείται εναντίον της κουλτούρας των Εξαρχείων, είναι και τα exit polls. Τα Εξάρχεια αν και είναι χαρακτηρισμένα για την κυριαρχία της αναρχικης και αριστερής τους σκέψης, ψήφιζαν επί το πλείστον δεξιούς υποψηφίους. Αυτό όπως μας εξηγούν οι κάτοικοι γίνεται εξαιτίας δύο βασικών παραμέτρων. Από τη μία οι κάτοικοι που ψηφίζουν στην περιοχή είτε έχουν νοικιάσει τις ιδιοκτησίες τους και ζουν στα προάστια άρα δεν εμπλέκονται και με την κουλτούρα της περιοχής, είτε ένας πολύ μεγάλος αριθμός κατοίκων, δεν έχει μεταφέρει τα εκλογικά του δικαιώματα και δεν ψηφίζει στα Εξάρχεια.
Επιπλέον βασικό στοιχείο είναι ότι στην περιοχή κατοικούν και πολλές παλιές αστικές οικογένειες με κατά βάσει συντηρητικά αντανακλαστικά. «Από τη μια υπάρχει η δημιουργία, ο πολιτισμός, η τέχνη και η φιλοσοφία και από την άλλη υπάρχει φοβερή συντήρηση», μας λέει η κ. Μαρία. «Τα Εξάρχεια έχουν αστικές οικογένειες και πολύ εκκλησία. Στα Εξάρχεια υπάρχουν πάρα πολλά κτίρια της εκκλησίας με πάρα πολύ κόσμο. Όλοι αυτοί κάπου εδώ γύρω μένουν». Στα Εξάρχεια πάντοτε υπήρχε αυτή η αντίφαση. Από τη μια ο ριζοσπαστικός λόγος και η αντίστοιχη πρακτική και από την άλλη η έντονη συντήρηση.
Τι είναι εν τέλει σήμερα τα Εξάρχεια;
Σήμερα τα Εξάρχεια σίγουρα έχουν χάσει πολλά από τα παλιά τους στοιχεία και έχουν αποκτήσει και πλήθος προβλημάτων που δεν φαίνονται να λύνονται ούτε εύκολα ούτε σύντομα. Το κράτος και η δημοτική αρχή έχουν εγκαταλείψει σε μεγάλο βαθμό την περιοχή ενώ πολλές υπηρεσίες όπως το ταχυδρομείο και τα ΑΤΜ έφυγαν από τους κεντρικούς δρόμους των Εξαρχείων και οι κάτοικοι αναγκάζονται για να εξυπηρετηθούν να πάνε στις διπλανές περιοχές. Ακόμα και οι συγκοινωνίες σταματούν μετά τις έξι το απόγευμα. Από την άλλη το εμπόριο ναρκωτικών διανθίζεται και τρώει ολοένα και περισσότερο και σε καθημερινή βάση την περιοχή.
Το κράτος από πλευράς του σε καμία περίπτωση δεν επιχειρεί ώστε να καλυτερεύσει τις ζωές των κατοίκων. Η αστυνομία που έχει στρατοπεδεύσει πλέον σε όλους τους κεντρικους δρόμους των Εξαρχείων όχι απλά δε λύνει τα προβλήματα αλλά εκφοβίζει και τους κατοίκους. Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτό συμβαίνει για να επιταχυνθεί η διαδικασία τουριστικοποίησης της περιοχής και να ανοίξει ο χώρος στις επιχειρήσεις του τουρισμού.
Ο ερευνητής Δημήτρης Πέττας υποστηρίζει ότι «Η αστυνομική παρουσια οπωσδήποτε συντελεί στην αλλαγή που επιχειρείται για τα Εξάρχεια. Η αλλοίωση αυτού του πολύ έντονου χαρακτήρα της γειτονιάς είναι επιδίωξη των κυβερνήσεων εδώ και δεκαετίες. Προφανώς αν υποθέσουμε ότι διευκολύνεται αυτό που συμβαίνει σε όλη την Αθήνα που πάει χέρι χέρι με το AirBnb, golden visa κλπ για να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον επενδυτικά πιο ελκυστικό, σίγουρα πρέπει να περιοριστεί και η πολιτική δράση στην περιοχή. Δηλαδή να κρατήσουμε το «folklore» χωρίς την ουσία.
Παρόλα αυτά οι κάτοικοι της περιοχής δηλώνουν έτοιμοι να υπερασπιστούν τη γειτονιά τους. Ο Νίκος υπογραμμίζει ότι «είναι πάρα πολύ σημαντικό να υπερασπιστούμε τα Εξάρχεια αλλά και όλες τις γειτονιές μας, ώστε να είναι πράγματι μικρές τοπικές κοινωνίες που ζουν ελεύθερα και μπορούν να αντιστέκονται και μπορούν να ζουν δημοκρατικά και χωρίς φόβο».
Εν τέλει σήμερα τα Εξάρχεια είναι μια περιοχή με ιδιαιτερότητες όπως και πολλές άλλες γειτονιές αλλά έχουν ακόμα έντονα το στοιχείο της γειτονιάς το οποίο είναι και το βασικό στοιχείο που φοβούνται οι κάτοικοι ότι θα χαθεί από την τουριστικοποίηση.
«Θα φεύγατε από τα Εξάρχεια;»
Σε μια εποχή που όλες οι περιοχές αλλάζουν και οι κάτοικοι ζούν τη βία της οικονομικής κρίσης, τα Εξάρχεια δεν έμειναν ανεπηρέαστα αλλά αυτό που τα έκανε πάντα ξεχωριστά άρα και στόχο της συντήρησης ήταν αυτός ο διαφορετικός, έντονα πολιτικοποιημένος και πολιτικός τους χαρακτήρας. Αυτό, μαζί και με τον έντονο κινηματικό και ανυπότακτο χαρακτήρα της γειτονιάς, ήταν κάτι που το κράτος δεν το συγχώρεσε ποτέ στην περιοχή.
Οι κάτοικοι παρά τα όσα δεινά περνούν σήμερα τα Εξάρχεια, σε ερώτησή μας κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων σχετικά με το αν θα άλλαζαν περιοχή, δηλώνουν ρητά και κατηγορηματικά ότι δεν φεύγουν από τα Εξάρχεια. Ο Νίκος λέει ότι υπάρχουν φορές που φοβάται στα Εξάρχεια αλλά είναι και άλλες που θεωρεί ότι μένει στην καλύτερη γειτονιά του πλανήτη. Η κυρία Ιωάννα μας λέει «Εγώ θέλω να ζω εδώ και να ζω με όλη μου την ενέργεια. Μεγάλωσα δύο παιδιά εδώ πέρα». Η Δανάη που δε θα ήθελε να βρει σπίτι πάνω στην πλατεία Εξαρχείων λέει ότι η περιοχή πάντοτε την τραβούσε και όπως λέει «είχα στο μυαλό μου ότι το να μένεις στα Εξάρχεια συγκροτεί και κάποια στοιχεία ταυτότητας». Η κ. Κατερίνα μας λέει ότι «έχουμε αυτή τη φαντασίωση ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα».
Η δυστοπική κανονικότητα του «νόμου και της τάξης» που επιχειρείται να εγκατασταθεί στα Εξαρχεια ήδη προσκρουει σε αντιδράσεις. Παράλληλα η δήθεν προσπάθεια του δήμου να αναβαθμίσει την περιοχή περιορίζεται στο να φυτέψει μερικά δέντρα στην πλατεία και να την πλύνει. Κατά τα άλλα η εγκατάλειψη είναι προφανής.
Το μέλλον των Εξαρχείων είναι αβέβαιο. Η περιοχή δέχεται μια τεράστια και πολυεπίπεδη επίθεση. Σε κάθε περίπτωση μπορεί πλέον να μην είναι πια απαραίτητα η «γειτονιά των μορφωμένων» που μπορεί να ήταν κάποτε και να έχει μετατραπεί στη γειτονιά του AirBnB αλλά ακόμα και έτσι οι άνθρωποι όπως λέει η Άννα ακόμα λένε «καλημέρα», συναντιούνται και συζητούν καθημερινά στα καφενεία και αυτό τελικά είναι μάλλον το στοιχείο της ταυτότητας που τόσο πολύ θέλουν να καταστείλουν.