του Αρκούδου (αναδημοσίευση από το arkoudos.com με την άδεια του συντάκτη)

Οι νεκροί μας έχουν φύγει πια. Η εικόνα τους κρατά μερικές μέρες μόνο – συνήθως μέχρι τον επόμενο. Ο,τι κλάψαμε, κλάψαμε, ό,τι διαμαρτυρηθήκαμε, διαμαρτυρηθήκαμε, ό,τι μας θύμωσε, μας θύμωσε. Ο πανδαμάτωρ χρόνος ακουμπά την λήθη επάνω μας, τα λειαίνει όλα, η ανάγκη για τιμωρία βρίσκει βράχια σκληρά και άκομψα, η λογική μας συνθλίβεται στο συμφέρον τους, το δίκαιό μας πεθαίνει στον κυνισμό τους.

Ό,τι μπορούσαμε κάναμε, τρομάξαμε, είπαμε, φωνάξαμε, κλάψαμε, τσακωθήκαμε, αγριέψαμε, είπαμε και μία κουβέντα παραπάνω – μα δεν γυρίζουν πίσω. Πόσο να παλέψεις; Να ξαναζήσουν δεν γίνεται, να τιμωρήσεις τους κακούς δεν τα καταφέρνεις, είναι ισχυρότεροι, έχουν τον έλεγχο της λογικής και της παράνοιάς μας, μας ξεκαθαρίζουν ότι δεν τους νοιάζει, πλακώνουν και τα άλλα, έρχεται και ο λογαριασμός της ΔΕΗ, έχεις να βρεις και για το γάλα, σκάνε και κάτι παρακολουθήσεις και κάτι οφσόρ και κάτι λαμογιές, με τι να πρωτοασχοληθείς, άσ’ το να πάει – μέχρι τον επόμενο.

Μέχρι τον επόμενο, που αν ακόμα έχεις καρδιά, θα πονέσεις – και εξίσου γρήγορα με τον προηγούμενο, θα ξεχάσεις.

Είναι όμως τα φαντάσματα.

~

Πάντα αυτό με απασχολούσε. Τα φαντάσματα. Αυτοί που μένουν πίσω, στο άδειο δωμάτιο.

Η ζωή της της μητέρας Φύσσα, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή της μητέρας του Γρηγορόπουλου, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή του πατέρα του Λουκμάν, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή της μητέρας του Ζακ, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή των γονιών του Σαμπάνη, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή του πατέρα του Μάγγου, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή της οικογένειας του Μιχαλόπουλου, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή του γιού του Μανιουδάκη, δεν είναι πια η ίδια. Του αδελφού του Βλάχου, της μάνας της Μάρθας, της οικογένειας του Φραγκούλη. Οι ζωές αυτών που μένουν πίσω, δεν είναι πια οι ίδιες.Όλων αυτών που ζωές μένουν πίσω.

Κάποιοι μένουν εκεί. Και κοιτάνε να μείνει το παιδί τους ζωντανό.

Αυτό τους κρατάει. Αυτό τους κάνει να ξυπνάνε το πρωι. Αυτό τους κάνει να μιλάνε και να διαμαρτύρονται. Αυτό τους κάνει να φωνάζουν. Κοιτάνε να κρατήσουν το παιδί τους ζωντανό.

Ζωντανό στην μνήμη μας.

Ενοχλητικοί και άβολοι.

Σαν τα φαντάσματα.

~

Παρακολούθησα την ομιλία της Καρυστιανού. Δεν ήταν εύκολο. Δεν ένιωσα καλά. Όλη η αδικία του κόσμου σε ένα μαύρο φόρεμα, σε ένα καθαρό, τίμιο βλέμμα, σε ένα κείμενο που δεν διαβάζεται καλά από τα δακρυσμένα μάτια. Απέναντί της, έβλεπε τους ανθρώπους που έκαναν και κάνουν ακόμα ό,τι μπορούν για να αποκρύψουν τις ευθύνες τους. Κρυβόμουν, άθελά μου, για να μην είμαι κι εγώ ανάμεσά τους. Ένιωθα λίγος. Οτι έκανα λίγα. Κοιτούσε δειλούς και πονηρούς. Που ξοδεύουν όλο τους το είναι, κάνουν ο,τι μπορούν για να μην αναλάβουν την ευθύνη. Που κουνάνε από πάνω και το δάκτυλο. Θρασείς. Άκαρδους. Τομάρια. «Δεν είμαι μόνη μου», είπε, με θάρρος απέναντί τους. «Πίσω μου είναι κι άλλοι». Μέτρησε τους νεκρούς. Μέτρησε τους τραυματίες. Μέτρησε τους συγγενείς. Μέτρησε όσους λείπουν.

(Δεν μέτρησε το δίκιο: Δεν ήταν μόνη της. Είχε δίπλα της το δίκιο).

Εκείνο που σε κάνει να στέκεσαι απέναντι σε οποιονδήποτε. Εκείνο που σε ταλανίζει, που σε τρελαίνει, που σε εξοργίζει.

Και με έκανε να αναρωτηθώ: σε ποιον τα λέει; Μόνο σ’ αυτούς; Άραγε, δεν τα λέει και σε μένα; Που ξέχασα το παιδί της και προχώρησα; Που την άφησα μόνη της απέναντι στα θηρία και στα καθάρματα να πολεμά;

Που την άφησα να έχει δίπλα της τους τραυματίες, τους συγγενείς και τους νεκρούς, όταν πολεμά τα θηρία που δεν τολμώ να τιμωρήσω – και όχι εμένα;

Να πει «δεν είμαι μόνη μου. Είναι και ο Γιάννης, που θυμάται. Ο Νίκος. Η Μαρία. Η Ελένη. Ο Κώστας. Η Βάνα». Να πει «είναι όλοι αυτοί δίπλα μου, είναι ζωντανοί, θυμούνται και θυμώνουν. Με προστατεύουν. Είναι μπροστά. Τον φόβο τους να ‘χετε».

~

Γιατί να είναι εκεί η Καρυστιανού; Γιατί να είναι εκεί η Μάγδα Φύσσα, γιατί να είναι εκεί ο Γιάννης Μάγγος, η Τζίνα Τσαλικιάν, ο Γιάννης Σαμπάνης – γιατί να είναι εκεί όλοι αυτοί; Σε κάθε διεκδίκηση, σε κάθε δρόμο, σε κάθε μάχη, να φωνάζουν για το δίκιο, γιατί να είναι εκείνοι μπροστά; Σαν τα φαντάσματα ανάμεσά μας, που τους κοιτάμε δύσκολα στα μάτια, που ντρεπόμαστε μπροστά τους, τι θέλουν να μας πουν;

Γιατί δεν ησυχάζουν πια;

Γιατί δεν αναπαύεται η ψυχή τους;

~

Γιατί χρωστάμε.

Γιατί χρωστάμε σε κάθε έναν από αυτούς, και σε άλλους τόσους που δεν αναφέρω εδώ, δικαιοσύνη. Υπάρχει ακόμα ένα κενό. Τους βλέπουμε ακόμα, τους αναγνωρίζουμε ακόμα, νιώθουμε ανατριχίλα στην ύπαρξή τους, γιατί τους χρωστάμε δικαιοσύνη.

Γιατί δεν μιλήσαμε αρκετά.

Γιατί δεν φωνάξαμε αρκετά.

Γιατί δεν θυμώσαμε αρκετά.

Γιατί δεν απαιτήσαμε αρκετά.

Που δεν ζητήσαμε, τουλάχιστον, μία συγγνώμη.

Αυτοί οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να θρηνήσουν θυμωμένοι, γιατί δεν είμαστε εμείς όσο χρειάζεται ώστε να καλύψουν τον θυμό τους. Γιατί ξέρουν τον πόνο της απώλειας, και βλέπουν πως δεν διορθώνουμε όσα πρέπει ώστε να μην θρηνήσουμε και τα δικά μας παιδιά, τα δικά μας αδέλφια, τους δικούς μας γονείς αύριο. Κοιτάνε στα μάτια μας, και φοβούνται πως αν ξεχάσουμε, θα ξαναγίνει. Κανείς σε θέση ευθύνης δεν έμαθε τίποτα. Γλύτωσαν με την ανοχή μας πάλι όλοι. Θα ξαναγίνει. Μοιραία, θα ξαναγίνει. Μέχρι να μάθουμε.

~

Λοιπόν, έχω ένα λάθος, που το καταλαβαίνω τώρα, γράφοντας το κείμενο: Υπάρχουν όντως φαντάσματα, αλλά δεν είναι αυτοί που νόμιζα.

Δεν είναι αυτοί τα φαντάσματα.

Εμείς, οι άτολμοι. Εμείς, οι φοβισμένοι. Εμείς, οι μουδιασμένοι. Εμείς οι βολεμένοι. Εμείς που δεν πάμε μπροστά. Εμείς που δεν μιλάμε αρκετά δυνατά. Εμείς που δεν αντιδρούμε. Αυτοί; Αυτοί είναι ζωντανοί. Πιο ζωντανοί από όλους μας. Αυτοί πολεμάνε. Αυτοί διεκδικούν. Αυτοί εκτίθενται. Αυτοί πάνε μπροστά. Αυτοί μας προστατεύουν.

…Εμείς είμαστε τελικά τα φαντάσματα.

Μέχρι την ημέρα που θα αποδώσουμε δικαιοσύνη.