Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,

όχι μονάχα τα κρεβάτια όπου πλάγιασες,

αλλά κι εκείνες τες επιθυμίες που για σένα

γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,

κι ετρέμανε μες στην φωνή — και κάποιο

τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.

Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,

μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες

εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,

θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν ·

πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.

 

Κωνσταντίνος Καβάφης [1916, 1918]

 

Στις κρίσεις, τις κοινωνικές, τις πολιτικές, τις οικονομικές, μετά το αρχικό μούδιασμα, το ΣΟΚ που λένε συχνά και οι δημοσιογράφοι φλερτάροντας υπογείως με την ποπ ψυχολογία,  βγαίνουν πάντα τα μαχαίρια.

Τα μαχαίρια είναι προαιώνιος (τι αστεία λέξη, άραγε εννοεί ότι υπάρχει πριν την έναρξη καταγραφής του χρόνου;) μηχανισμός επιβίωσης. Λέγεται αλλιώς και αντίδραση fight-or-flight για να (νευρο)ψυχολογήσω κι εγώ: ο οργανισμός αντιδρά μπροστά σε ένα υπαρκτό απειλητικό ή προλαμβανόμενο ως τέτοιο ερέθισμα με την εντολή «πάλεψε για τη ζωή σου ή τρέχα να σωθείς». Στην «υγειονομική» κρίση που διανύουμε, η οποία φυσικά είναι και κοινωνική και πολιτική και οικονομική, μετά το αρχικό μούδιασμα που έδωσε τη θέση του σε μια αρκετά εκτεταμένη περίοδο αναμονής εξαιτίας της συνθήκης της καραντίνας, μπήκαμε και επισήμως στη φάση όπου βγήκαν τα μαχαίρια.

Όλοι έχουμε μαχαίρια. Κάποιοι από μας, έχουν μπαλτάδες για να σφάζουνε αμνούς. Άλλοι έχουν μικρά μαχαίρια, σαν το στιλέτο της Ιουλιέτας που αναφωνώντας «Oh happy dagger!» στην πέμπτη πράξη του διάσημου σαιξπηρικού έργου το στρέφει τελικά στον εαυτό της. Κάποιοι έχουν ξίφη και επιδίδονται σε τρόπον τινά ισοδύναμες χορευτικές ασκήσεις ξιφασκίας, προστατευμένοι, ενίοτε κρυμμένοι μέσα στις ολόλευκες στολές τους. Μερικοί έχουν κουζινομάχαιρα και διαλέγουν πότε θα τα χρησιμοποιήσουν για να τα μπήξουν στην καρδιά του συγκατοίκου τους και πότε θα ψιλοκόψουν μαϊντανό. Άλλοι πάλι έχουν ολόκληρο εργοστάσιο παραγωγής μαχαιριών, το μονοπώλιο στη νόμιμη χρήση τους και έναν ολόκληρο ιδεολογικό μηχανισμό που βαφτίζει τα μεν βαμβάκια και τα δε βόμβες ναπάλμ.

Όλα τα μαχαίρια, όμως, μπήγονται σε κορμιά. Από κορμιά σε κορμιά. Και ακούστε τώρα ένα παράδοξο. Αυτά τα κορμιά, από τη μία έγιναν το πρώτο μέλημα του ηγεμονικού λόγου τους τελευταίους μήνες: να μην χαθούν, να μην αρρωστήσουν, να μην κολλήσουν, να μη μεταδώσουν, να μην βήξουν, να μην αγγίξουν, να μην φιλήσουν, να μην αγκαλιάσουν. Να είναι καθαρά, αμόλυντα από τον ιό, παστωμένα στο αντισηπτικό.  Από την άλλη, αυτά τα κορμιά έγιναν πιο ασώματα από ποτέ. Οι σχέσεις, από τις εγγύτερες όπως οι ερωτικές, μέχρι τις πιο τυπικές, τις εργασιακές, που μετριούνται όμως με ιδρώτα, υγρό σωματικό, έγιναν σε μεγάλο βαθμό ασώματες. Ηλεκτρονικές, εξ αποστάσεως, 2 μέτρων ή και πολλών χιλιομέτρων. Μητέρες και νεογέννητα βρέφη με Covid στα μαιευτήρια έμειναν μακριά η μια από την άλλη ή παρεμβλήθηκαν στο άγγιγμά τους προστατευτικά καλύμματα. Τα σώματα πήραν αριθμό, Β6, σωματική άσκηση, και γέμιζαν, κάποια από αυτά πρωτόγνωρα και πρωτοεμφανιζόμενα, κατακτούσαν ίσως ακόμα, τους δημόσιους χώρους – τα πάρκα, τις πλατείες, τους δρόμους. Και επέστρεφαν στην ασώματη εμπειρία τους, στην ασώματη σχέση με τους αγαπημένους τους, στην ασώματη εργασία τους. Διότι τα σώματα, όπως λέει και η Judith Butler, δεν υπάρχουν πέρα και έξω από το πλέγμα σχέσεων εξουσίας, τις κοινωνικές πρακτικές, τις πολιτικές που τα συγκροτούν. Δεν είναι οικουμενικά ή σταθερά, όπως συχνά συναντώνται στον βιοϊατρικό λόγο. Η ύλη υπάρχει, φυσικά. Αλλά η εννοιολόγηση του σώματος, το τι είναι, γιατί είναι σημαντικό, γιατί και εάν θα πενθηθεί, πώς θα οχυρωθεί απέναντι στους κινδύνους – τον ιό για παράδειγμα αλλά και τον βιασμό επίσης – δεν μπορεί να λάβει χώρα έξω από το κοινωνικό, πολιτισμικό και γεωγραφικό πλαίσιο που το γεννάει.

Η καραντίνα ήταν μια συνθήκη όπου ο χρόνος δεν μετρούνταν με συμβάντα [events] όπως μας συνηθίζει η θετικιστική ιστοριογραφία ως «επιστήμη» χαρτογράφησης του παρελθόντος, αλλά με μακρές παύσεις που μοιάζουν με τον χρόνο αναμονής σε ένα ιατρείο. Όχι τυχαία, άλλωστε, στη βαθιά καραντίνα, οι ενημερώσεις των 6 μμ, οι γραφειοκρατικές και επαναληπτικές ενημερώσεις των 6 μμ, ήταν το event μας, αυτό που όριζε τη μέρα σε πριν και μετά, που έδινε ένα κάποιο νόημα σε έναν χρόνο που φάνταζε μονότονος, όχι απαραίτητα βαρετός, αλλά μάλλον αρκετά ίδιος. Στον χρόνο της καραντίνας, τα σώματά μας έγιναν υποκείμενα – υποτάχθηκαν δηλαδή και συγκροτήθηκαν – ως αναμένοντα, σε pause, πάλι εντός σχέσεων εξουσίας φυσικά, αλλά και, λίγο πιο αυτό-οριζόμενα, τουλάχιστον για τις πιο τυχερές και τους πιο τυχερούς. Πολλά από αυτά, μέσα σε αυτή τη δίμηνη αναμονή, παρά τον πέλεκυ της παραγωγικότητας κατέκτησαν το δικαίωμα στην τεμπελιά, παρά τη δικτατορία της θετικής ψυχολογίας το δικαίωμα στη θλίψη. Κάποια σώματα βέβαια απολύθηκαν, έχασαν το ψωμί τους. Άλλα κακοποιήθηκαν, ξυλοκοπήθηκαν, βιάστηκαν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Κάποια άλλα έμειναν φυλακισμένα σε προσφυγικά camp, σωφρονιστικά και άλλα ιδρύματα χάνοντας τα ελάχιστα ψήγματα κοινωνικού και πολιτισμικού βίου που τους είχε απομείνει. Αλλά και αυτά έπρεπε να περιμένουν σε αυτόν τον χωρίς συμβάντα χρόνο.

Τώρα που ξαναβγήκαμε «έξω», εκτός από όλα τα άλλα καλούμαστε να ξαναβρούμε τα σώματά μας. Αυτή η «επιστροφή» μπήγει και τα μαχαίρια στα κορμιά μας ακόμα πιο επιτακτικά.

Οι γιατροί και οι νοσηλευτές, οι κύριοι θεσμικοί φροντιστές των σωμάτων μας, περνούν, στον ηγεμονικό λόγο τουλάχιστον, στο παρασκήνιο. Τα χειροκροτήματα, άλλη μια ενσώματη πράξη, έπαυσαν, όπως έπαυσαν και τα επιδόματα.

Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να εκχωρήσουν το σώμα τους, την εικόνα, τη φωνή τους, την ενσώματη σχέση με τα παιδιά, σε ένα ψηφιακό μάτι που διαμεσολαβεί και δυνητικά ελέγχει την εκπαιδευτική διαδικασία.

Οι εργαζόμενοι στην εστίαση και τον τουρισμό, τη «βαριά» καθώς λένε, βιομηχανία της χώρας, καλούνται να απαντήσουν σε ένα «βαριά» σωματικό ερώτημα: από τι θέλουμε να πεθάνουμε, από τον ιό ή από την πείνα;

Οι πλατείες, της Κυψέλης, της Αγίας Παρασκευής, ήταν γεμάτες απ’ το νόημα που ‘χει κάτι απ’ τις φωτιές. Και το κράτος απάντησε με δακρυγόνα, που σε πνίγουν και σε καίνε, στον λαιμό και στα μάτια, και ξύλο στα χέρια, στα πόδια, στην κοιλιά, στα κεφάλια, στα σώματα.

Και το πρώτο πολύκροτο ποινικό δικαστήριο που παρακολουθήσαμε όλοι με κομμένη την ανάσα ήταν αυτό για τη δολοφονία και ομαδικό βιασμό της Ελένης Τοπαλούδη. Το σώμα σε πρώτο πλάνο.

Το σώμα της Ελένης Τοπαλούδη που βιάστηκε, ξυλοκοπήθηκε, σύρθηκε, πετάχτηκε στα βράχια και δολοφονήθηκε. Δολοφονήθηκε όχι γενικά και αόριστα, αλλά από τον Μανώλη Κούκουρα και τον Αλέξανδρο Λουτσάι, στη Λίνδο της Ρόδου, τον Νοέμβριο του 2018. Το έγκλημα αυτό έβαλε τον όρο «γυναικοκτονία», σε πείσμα πολλών εμμονικά εμμένοντων «οι-γυναίκες-δεν-είναι-άνθρωποι;», στο καθημερινό μας λεξιλόγιο (κι ας το κοκκινίζει ακόμα το Word) μέσα από τον ενσώματο αγώνα του φεμινιστικού κινήματος στη χώρα. Το φύλο, ως αναλυτική κατηγορία και πρωτεύων τρόπος εννοιολόγησης και νοηματοδότησης των σχέσεων εξουσίας όπως έλεγε και η Joan Scott, μας βοηθάει να καταλάβουμε γιατί γυναικοκτονία και όχι μόνο ανθρωποκτονία. Γυναικοκτονία επειδή η Ελένη Τοπαλούδη δολοφονήθηκε επειδή είναι γυναίκα, όχι λόγω της φύσης της αλλά λόγω της κοινωνικής επιτέλεσης του φύλου της, λόγω του ότι το σώμα της υπόκειται σε ακόμα περισσότερους μηχανισμούς βιοεξουσίας. Επειδή είπε όχι. Επειδή οι καταδικασμένοι πλέον βιαστές της θεώρησαν ότι η εξουσία που έχουν λόγω έμφυλων, ταξικών και κοινωνικών προνομίων (ο ένας από αυτούς τουλάχιστον για τα δύο τελευταία) είναι ικανή να φιμώσει στόματα, να αγοράσει συνειδήσεις, να χειραγωγήσει τη δικαιοσύνη. Δεν τα κατάφερε. Γιατί η Αριστοτελία Δόγκα, η εισαγγελέας της δίκης, την υπερασπίστηκε με το ίδιο της το σώμα – το συναίσθημά της, το στομάχι της, με κάποιες φράσεις που χωράνε σίγουρα κριτική όπως η αναπαραγωγή του πατριαρχικού λόγου «αφίλητη παρθένα», αλλά με φωνή δυνατή και συναισθηματική: το όχι είναι όχι. Απέναντι σε αυτό υψώθηκε ο υποτιθέμενος καθαρός ορθός λόγος, η υποτιθέμενη αντικειμενικότητα, η υποτιθέμενη αποστασιοποίηση. Ο πατριαρχικός λόγος ως επιστημονικός λόγος, η φύση των γυναικών, η αντικειμενικότητα της δικαιοσύνης, μιας δικαιοσύνης που είναι τυφλή συνήθως μόνο στα δίκια των αδυνάτων. Στην ουσία και η εισαγγελέας στηλιτεύτηκε επειδή είναι γυναίκα. Επειδή όταν μιλάνε τα σώματα, και αυτά φέρουν συμβολικά νοήματα. Το γυναικείο σώμα, λόγω της αναπαραγωγικής του λειτουργίας είναι βρώμικο, μιαρό, αποκείμενο όπως θα έλεγε και η Julia Kristeva, όπως μιαρός είναι και ο ιδρώτας των εργατών, η μυρωδιά των φτωχών όπως τόσο ωραία έδειξε ο Bong Joon-ho στα Παράσιτα. Οι σχέσεις εξουσίας με όρους τόσο σωματικούς, και τόσο επίκαιρους με την πανδημία όπως οι έννοιες της καθαριότητας και της βρωμιάς. Το συναίσθημα είναι έμφυλο και είναι βρώμικο. Ο λόγος είναι καθαρός. Κι όμως η δικαιοσύνη δεν είναι άραγε συναίσθημα;

Αυτή τη φορά νίκησε το σώμα. Νίκησε το συναίσθημα. Νίκησε το δίκιο. Νίκησε το φεμινιστικό κίνημα. Ένα γυναικείο σώμα λιγότερο. Αλλά και ένα μαχαίρι λιγότερο. Εμπρός να βγάλουμε και τα υπόλοιπα.