αναδημοσίευση από το «Κοσμοδρόμιο»

Με νέα ταμπέλα στη μαρκίζα της, η Εθνική Πινακοθήκη ετοιμάζεται να δεχτεί τους υψηλούς της καλεσμένους σε μια φευγαλέα βόλτα εθιμοτυπίας.

Με παράτες ετοιμάζεται πυρετωδώς να υποδεχθεί τους υψηλούς προσκεκλημένους του την παραμονή της 25ης Μαρτίου το νέο γυάλινο εστιατόριο με θέα την Ακρόπολη στην περιοχή του Χίλτον. Το νέο στολίδι της πόλης προστίθεται στην αλυσίδα χώρων πολιτισμού του Ιδρύματος “Σταύρος Νιάρχος”, ενώ για τις ανάγκες της επίδειξής του στον Κάρολο και την Καμίλα στήνονται, απουσία μόνιμης έκθεσης, ως διακοσμητικά και ορισμένοι πίνακες με θέμα την Επανάσταση του 1821.

Κάπως έτσι κατάντησαν τα πολυδιαφημισμένα εγκαίνια της Εθνικής Πινακοθήκης οι κυρίες Λίνα Μενδώνη και Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, χοροστατούντος βεβαίως του ίδιου του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, που παρήγγειλε τα εγκαίνια και όρισε αυτός την ημερομηνία τους για λόγους επικοινωνιακούς, άμα τη αναλήψει των πρωθυπουργικών του καθηκόντων.

Αγώνας δρόμου για την τζαμαρία

Έκτοτε, η υπουργός Πολιτισμού ξεκίνησε έναν προσωπικό αγώνα δρόμου αριστείας και αποτελεσματικότητας, για να ανταποκριθεί στον υψηλό στόχο, έναν αγώνα που έγινε περισσότερο αγωνιώδης, μετά και την πλήρη κάλυψη που της παρείχε ο πρωθυπουργός για τις ευθύνες της στην υπόθεση Λιγνάδη, η οποία συγκλόνισε το πανελλήνιο.

«Θεωρώ ότι η κ. Μενδώνη είναι μια αποτελεσματική και καλή υπουργός»είχε τονίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης έναν μήνα πριν τα πολυαναμενόμενα εγκαίνια, “γιατί χάρη σε εκείνη προχωρούν μεγάλα έργα όπως το Ελληνικό, η Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Και ας έχει αστοχήσει επικοινωνιακά». Είχε βέβαια λησμονήσει να αναφερθεί στα αρχαία της Βενιζέλου, στο Τατόι, στην επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στην τσιμεντόστρωση της Ακρόπολης. Θα είχε τους λόγους του που μπορούν να γίνουν κατανοητοί. Εκείνο όμως το «έχει αστοχήσει επικοινωνιακά» θα πρέπει να πόνεσε πολύ…

Η αλήθεια είναι πως το ζήτημα των εργασιών στην Πινακοθήκη η υπουργός Πολιτισμού το είχε πάρει επάνω της από την αρχή κι ας είχε ορίσει ως project manager (!) του έργου τον Γενικό Γραμματέα του υπουργείου. Εξηγώντας τη φιλοσοφία της και υπογραμμίζοντας, όπως πάντα, την αδυναμία της προηγούμενης κυβέρνησης να ολοκληρώνει έργα, δήλωνε σχετικά στις 4 Σεπτεμβρίου 2019: «Ο project manager δεν είναι κάποιος τρίτος, άσχετος, ούτε κάποιος θεός. Για παράδειγμα, όταν ήμουν Γενική Γραμματέας εγώ, τον project manager σε πολλά έργα τον έκανα εγώ. Τώρα, από χθες, από προχθές, δηλαδή, τον έχει αναλάβει ο κ. Διδασκάλου ο οποίος σήμερα το πρωί, είναι κατά την αρμοδιότητά του, ο Γενικός Γραμματέας συντονίζει αυτά τα έργα. Είναι μέσα στις υποχρεώσεις του να συντονίζει έργα τα οποία δεν εκτελούνται από μία Υπηρεσία μίας Γενικής Διεύθυνσης. Εντάξει;».

Εντάξει! Καλός ο project manager, αλλά δεν τον άφησε και στιγμή μόνο του η υπουργός Πολιτισμού, που συχνά πυκνά πραγματοποιούσε αυτοψίες η ίδια και φρόντιζε να ενημερώνει την κοινή γνώμη για κάθε λεπτομέρεια της πορείας των εργασιών. Βήμα βήμα μαθαίναμε τα πάντα για τις επενδύσεις στους τοίχους και τις ψευδοροφές, για τις εγκαταστάσεις στους χώρους υγιεινής, την τοποθέτηση του «πλανάρ» και την απεντόμωση και τον καθαρισμό των έργων (28 Ιουλίου 2020), για τις ψευδοροφές στο κεντρικό φουαγιέ και στους εκθεσιακούς χώρους του α’ και β’ ορόφου αυτή τη φορά, για τα ξύλινα δάπεδα στους ορόφους και το αμφιθέατρο, για τις εργασίες ολοκλήρωσης του «πλανάρ», για κάποιες εκκρεμότητες σε προμήθειες υλικών (1 Οκτωβρίου 2020), για τις τελικές ξύλινες επενδύσεις στο κεντρικό φουαγιέ και τον μηχανολογικό εξοπλισμό του αμφιθεάτρου, για την έναρξη των εργασιών διαμόρφωσης του εξωτερικού χώρου, για τον προγραμματισμό ανάρτησης του διαγωνισμού για τη λειτουργία του εστιατορίου (16 Νοεμβρίου 2020), ξανά μανά για τις ξύλινες επενδύσεις, τα δάπεδα, τις ψευδοροφές, αλλά και για το βεστιάριο στο φουαγιέ, το φωτισμό και τον ψηφιακό εξοπλισμό, για τα καθίσματα στο αμφιθέατρο, για τον χώρο του καφέ, το κεντρικό πωλητήριο και την επίπλωσή του (11 Δεκεμβρίου).

Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, δεν είχε προφανώς κανέναν ενδοιασμό να αναγνωρίσει τη συμβολή της υπουργού σε όλα αυτά, δηλώνοντας προ διμήνου πως: «Δεν είναι μόνο το ότι η Λίνα Μενδώνη εποπτεύει το έργο σαν να είναι η ίδια μηχανικός, αλλά και έβαλε μηχανικό του Υπουργείου Πολιτισμού, τον γενικό γραμματέα κύριο Διδασκάλου, project manager. Πρόσθεσε και άλλους συμβούλους, κι έτσι είχε το έργο μια εβδομαδιαία παρακολούθηση με απολογισμούς». Όπως δεν είχε και κανέναν δισταγμό να ανταποδώσει την μεγαλοσύνη της υπουργού στο πρόσωπό της, συνυπογράφοντας το κείμενο στήριξής της για την υπόθεση Λιγνάδη, μαζί με τους 55 άλλους διορισμένους σε ποικίλα πόστα ή γενικώς ευεργετηθέντες.

Όλα τούτα συνοδευόμενα πάντα από πλούσιο φωτογραφικό υλικό από το γιαπί και με σταθερή την υπόμνηση πως όλα βαίνουν καλώς και σε συμφωνία με το χρονοδιάγραμμα του έργου. Μόνο που για τα εγκαίνια ενός μουσείου ή μιας πινακοθήκης χρειάζεσαι να έχεις να δείξεις όχι τόσο το κτίριο, αλλά κυρίως την έκθεση των συλλογών σου…

Χωρίς μόνιμη έκθεση…

Η Εθνική Πινακοθήκη, όμως, ετοιμάζεται να ανοίξει, έστω και για λίγους επισκέπτες καταρχήν, δίχως να έχει ολοκληρώσει τις εργασίες για την παρουσίαση της μόνιμης έκθεσης των συλλογών της. Η κυβερνητική εξαγγελία βέβαια άλλα έλεγε. Η ίδια η Λίνα Μενδώνη ήταν κατηγορηματική, στη συνέντευξη που παραχώρησε στις 4 Σεπτεμβρίου 2019: «Στην Πινακοθήκη ξέρετε ότι ο στόχος είναι την 25η Μαρτίου του 2021 να γίνουν τα εγκαίνια των μόνιμων συλλογών, αλλά και κάποιας έκθεσης η οποία θα σχετίζεται με τον εορτασμό των 200 χρόνων ανεξαρτησίας».

Λίγες μέρες μετά, κατά την επίσκεψή της στο εργοτάξιο της Πινακοθήκης με τον περιφερειάρχη Αττικής Γιώργο Πατούλη δήλωνε εκ νέου πως «ο στόχος μας, είναι όπως έχει ήδη ανακοινωθεί και από τον Πρωθυπουργό, στις 25 Μαρτίου 2021 να εγκαινιαστεί η Εθνική Πινακοθήκη πλήρως λειτουργική, με τις μόνιμες συλλογές της και με μια περιοδική έκθεση αφιερωμένη στους εορτασμούς των 200 ετών, με ανοιχτό το πωλητήριο και το εστιατόριο της».

Δεκάξι μήνες μετά, την παραμονή των Χριστουγέννων του 2020 η ίδια δήλωνε: «Το αυστηρό χρονοδιάγραμμα, που έχουμε θέσει, τηρείται, προκειμένου το κτήριο της Εθνικής Πινακοθήκης να παραδοθεί εγκαίρως και να προχωρήσει το στήσιμο της έκθεσης. Στα εγκαίνια τα οποία έχουν καθοριστεί από τον Πρωθυπουργό για τις 25 Μαρτίου 2021, θα είναι όλα έτοιμα».

Τελικά, οι υψηλοί καλεσμένοι της 24ης Μαρτίου δεν θα δουν την μόνιμη έκθεση, αφού ο στόχος δεν επετεύχθη, ούτε η Εθνική Πινακοθήκη θα είναι «πλήρως λειτουργική», διαψεύδοντας τις εξαγγελίες και τα χρονοδιαγράμματα που είχαν τεθεί. Αλλά για αυτό το θέμα ούτε ο… project manager, ούτε η διευθύντρια της Πινακοθήκης, ούτε η υπουργός λένε κάτι.

Οι καλεσμένοι θα περιοριστούν, λοιπόν, σε ένα, βιαστικό και αυτό, πέρασμα από μια επετειακή έκθεση με έργα ζωγραφικής γύρω από την Επανάσταση του 1821 και μερικά επιλεγμένα έργα Ελλήνων καλλιτεχνών του δέκατου ένατου αιώνα, χωρίς θεματική ή άλλη συνάφεια.

Αυτός είναι και ο λόγος που τα δελτία τύπου του υπουργείου Πολιτισμού και τα κυβερνητικά στελέχη δεν κάνουν πια λόγο για «εγκαίνια», τα οποία παραπέμπονται για αργότερα – με την επίκληση, ασφαλώς, της πανδημίας και των περιοριστικών υγειονομικών μέτρων. Άλλωστε, κατά το υπουργείο, υποτίθεται πως «τον δεύτερο όροφο δεν υπάρχει χρόνος για να επισκεφθούν, την Τετάρτη, οι επίσημοι προσκεκλημένοι, παραμονή της εθνικής επετείου».

Απλούστατα, διότι δεν είναι έτοιμος.

…αλλά με τον κλεμμένο Πικάσο;

Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως ορισμένα μέσα ενημέρωσης, τόσο ηλεκτρονικά όσο και τηλεοπτικά, στα ρεπορτάζ τους για το επικείμενο άνοιγμα της Εθνικής Πινακοθήκης, ξαναζεσταίνουν εσχάτως το σενάριο της πιθανής «ξαφνικής» επανεμφάνισης του κλεμμένου το 2012 από την Πινακοθήκη πίνακα του Πικάσο.

Στο σενάριο αυτό, που πρωτοκυκλοφόρησε πριν από ενάμιση περίπου μήνα, είχαμε εκτενώς αναφερθεί σε προηγούμενο κείμενό μας, όπου δίναμε και το γενικό του περίγραμμα: οι έρευνες για τον εντοπισμό του κλαπέντος πίνακα του Πικάσο θα δώσουν ξαφνικά καρπούς, μετά από τις «συντονισμένες», ασφαλώς, κινήσεις των διωκτικών αρχών, της υπουργού Πολιτισμού, της μόνιμης διευθύντριας της Πινακοθήκης και άλλων υπηρεσιακών παραγόντων αλλά και ιδιωτών, που όλοι μαζί θα αλληλοσυγχαίρονται για την μεγάλη «εθνική επιτυχία», ενώ το έργο θα παρουσιαστεί με δόξα και τιμή στην Εθνική Πινακοθήκη, στα εγκαίνια που έχουν εξαγγελθεί για την 25η Μαρτίου 2021, 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση.

Σημειώναμε δε και τα εξής, για την περίπτωση που το σενάριο έβγαινε αληθινό: «Με ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια. Θέαμα και εθνική περηφάνια για το λαό, σε μια περίοδο πολύ δύσκολη από την οικονομική και υγειονομική κρίση, άρτος για όσους τσεπώσουν πολύ χρήμα, με εξασφαλισμένα πλέον και με νόμο την εχεμύθεια και το απόρρητο των σχετικών συναλλαγών, αλλαγή ατζέντας για την κυβέρνηση και ειδικά την υπουργό Πολιτισμού που βάλλεται πλέον ευθέως και πανταχόθεν για την υπόθεση Λιγνάδη-Εθνικού Θεάτρου. Με την ευκαιρία θα διευθετηθούν, ταυτοχρόνως, και ορισμένα ακόμη “περιφερειακά” ζητήματα. Καταρχήν θα λυθεί το πρόβλημα της ανυπαρξίας κανονικής έκθεσης της μόνιμης συλλογής στην Εθνική Πινακοθήκη που, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις και τις απάνθρωπες συνθήκες εντατικοποίησης της εργασίας που έχουν επιβληθεί στο προσωπικό της, δεν είναι έτοιμη για τα εγκαίνια που προγραμματίστηκαν, όπως πάντα, για λόγους επικοινωνιακούς και μόνο. Κατά δεύτερον θα κουκουλωθούν μια και καλή όχι μόνο οι ευθύνες για την κλοπή αλλά και τα κενά στις έρευνες για το ποιος την οργάνωσε και είχε στην κατοχή του τον περίφημο πίνακα τα τελευταία εννέα χρόνια. Αλλά και να μην είχε κλαπεί, θα σχολίαζε κάποιος κακεντρεχής, ποιος θα τον χαιρόταν με την Πινακοθήκη κλειστή τόσα χρόνια; Γιατί να μη στολίζει κάποιο ιδιωτικό σαλόνι, μέχρι να τελειώσει πια η κτιριακή επέκταση της Πινακοθήκης;».

Τη φήμη για την αιφνίδια πιθανή επανεμφάνιση του κλεμμένου Πικάσο δεν είχε αφήσει ασχολίαστη και ο Λέανδρος Ρακιντζής, Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης την εποχή που έγινε η κλοπή. Σε άρθρο του στο Huffingtonpost.gr στις 16 Φεβρουαρίου 2021 υπενθύμισε πως είχε τότε διατάξει έρευνα από την οποία «διαπιστώθηκε, ότι η διοίκηση της Πινακοθήκης δεν είχε επιδείξει επιμέλεια για την αποτροπή τυχόν διάρρηξης ή κλοπής με τη λήψη επαρκών μέτρων φυλάξεως και ανέκυψαν πειθαρχικές ευθύνες».

Στο προαναφερθέν κείμενό μας και σε συνδυασμό με την φημολογία για “επανεμφάνιση” του κλεμμένου πίνακα κάναμε επίσης μνεία των δύο διατάξεων που, περιέργως, η Λίνα Μενδώνη είχε φροντίσει να συμπεριληφθούν στο νόμο για την αναδιοργάνωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων. Η πρώτη (άρθρο 54) προβλέπει τη χορήγηση χρηματικής αμοιβής σε όποιον συμβάλλει στην ανάκτηση μνημείων, τα οποία κατέχονται παρανόμως, με μια διαδικασία που ορίζεται ως «απόρρητη και εξαιρείται από κάθε υποχρέωση δημοσιότητας, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης».

Η δεύτερη διάταξη (άρθρο 55) προβλέπει τα εξής: “Οι συμβάσεις που αφορούν στην παροχή υπηρεσιών μεταφοράς, συσκευασίας και ασφάλισης ανακτηθέντων, ύστερα από παράνομη διακίνηση, πολιτιστικών αγαθών στο πλαίσιο δικαστικού ή εξωδικαστικού συμβιβασμού, στο οποίο τίθεται όρος εμπιστευτικότητας μεταξύ των πλευρών, είναι απόρρητες και εξαιρούνται όλων των προβλέψεων δημοσιότητας (Διαύγεια, ΚΗΜΔΗΣ, ΕΣΗΔΗΣ), ανεξαρτήτως της αξίας τους”.

Σχολιάζοντας το ζήτημα αυτό στην εφημερίδα Documento, ο δικηγόρος Γιάννης Απατσίδης είχε παρατηρήσει πως «η συγκυριακή πρόβλεψη των συγκεκριμένων νομοθετικών ρυθμίσεων με όσα έχουν δει το τελευταίο χρονικό διάστημα το φως της δημοσιότητας, δηλαδή την πρόσκληση για επιστροφή του κλεμμένου πίνακα του Πικάσο, δημιουργούν σοβαρές ενδείξεις ότι κάποιοι γνωρίζουν τους δράστες, διαπραγματεύονται μαζί τους και νομοθετούν για την αποζημίωσή τους χωρίς καν κανόνες δημοσιότητας και προφανώς με την ποινική αποκάθαρσή τους. Όλα τα στοιχεία συντείνουν», πρόσθεσε «στο ότι προδιαγράφεται ένα τεράστιο σκάνδαλο που αφορά τον πολιτισμό μας και κατά τη γνώμη μου πρέπει να διαταχτεί άμεση έρευνα από την αρμόδια εισαγγελία».

Εξαφανίζοντας το αρχικό κτίριο

Το μόνο σίγουρο είναι πως σε κεντρικό έκθεμα έχει ήδη αναγορευτεί από το ίδιο το υπουργείο Πολιτισμού όχι τα έργα τέχνης της συλλογής της, αλλά το κτίριο της Πινακοθήκης. Ένα κτίριο (για την ακρίβεια, η επέκταση του αρχικού ιστορικού κτίσματος) που συγκεντρώνει ήδη πολλά αρνητικά σχόλια.

Το πρώτο σημείο που πρέπει να επισημανθεί είναι πως η επέκταση έχει στην κυριολεξία εξαφανίσει το αρχικό κτίσμα, χαρακτηριστικό έργο του μοντέρνου διεθνούς ρυθμού. Το οικοδόμημα, σχεδιασμένο από τους Νίκο Μουτσόπουλο, Παύλο Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρο, εγκαινιάστηκε σε δύο φάσεις, το 1968 το Α’ κτίριο και το 1976 το Β΄. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα και ο περιβάλλων χώρος του, σύμφωνα µε την απόφαση κήρυξης Υ.Α. ΥΠΠΟ / ∆ΙΛΑΠ / Γ / 4765 / 57047 / 23-11-1998, ΦΕΚ 1233/Β/7-12-1998, χαρακτηρίστηκε «ως κτίριο ειδικής κρατικής προστασίας κατά το άρθρο 1 του Ν. 1469/50, διότι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά κέντρα του ελλαδικού χώρου, το οποίο έχει αναπόσπαστα συνδεθεί µε την εικαστική και γενικότερα πνευματική ζωή της χώρας από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τις μέρες µας».

Το σημερινό αποτέλεσμα της επέκτασης μοιάζει όχι απλώς να έχει αδιαφορήσει πλήρως για την κήρυξη του αρχικού οικοδομήματος, αλλά έχει βαλθεί να το εξαφανίσει. Οι πρώτοι που επισήμαναν πως από την εξέλιξη του έργου της κτιριακής επέκτασης απουσιάζει κάθε στοιχείο σεβασμού προς το διατηρητέο κτίριο ήταν οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες του μελετητικού γραφείου «Αρχιτεκτονική ΕΠΕ Γραμματόπουλος-Πανουσάκης» που, μετά από δημόσιο διαγωνισμό το 2008, είχε αναλάβει την εκπόνηση της μελέτης, η οποία εγκρίθηκε το 2009 από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεώτερων Μνημείων.

Οι καταγγέλλοντες μελετητές, σε επιστολή τους, το 2019, προς το υπουργείο Πολιτισμού, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, τη Γενική Επιθεώρηση Δημόσιας Διοίκησης και το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής, έκαναν λόγο για ανορθόδοξες και επιζήμιες ενέργειες και για παραποιήσεις στο μεγαλύτερο μέρος των όψεων του κτιρίου, σημειώνοντας και μία σειρά τεχνικών, λειτουργικών και αισθητικών προβλημάτων. «Οι εργασίες υλοποιούνται χωρίς τη σύμφωνη γνώμη μας, μέσω μιας μουσειογραφικής μελέτης (την έχει εκπονήσει ο αρχιτέκτονας Γιώργος Παρμενίδης), η οποία θα έπρεπε να αφορά μόνον τον τρόπο έκθεσης των έργων»δήλωνε τότε ο αρχιτέκτονας και μελετητής του έργου Χρήστος Πανουσάκης.

Όπως τονίζει για το θέμα ο αρχιτέκτονας Γιώργος Μητρούλιας: «Μια τεράστια ράμπα κυκλοφορίας έχει σχεδόν καταπιεί το παλιό κτήριο! […] Η απλότητα και η σχεδόν ταπεινή παρουσία του παλιού κτηρίου είχαν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της αρχιτεκτονικής της Αθήνας. […] Αυτή η καθαρή λογική που διαπερνούσε κάθε σημείο του κτηρίου σήμερα αντιπαραβάλλεται με δύο-τρία διαφορετικά τεκτονικά συστήματα υαλοπετασμάτων, περσίδων, μεταλλικών σκελετών που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της νέας κατασκευής. Έπεσε και αυτή θύμα της αθυρόστομης χρήσης του γυαλιού».

Και αναρωτιέται: «Είναι ικανοποιημένοι οι επιμελητές, η διευθύντρια της Πινακοθήκης; Αρκούν τα παραπάνω τετραγωνικά και οι “σύγχρονες υποδομές” για να δικαιολογήσουν αυτό το τραύμα στο κέντρο της πόλης;».

Η ίδια η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα δεν φαίνεται, πάντως, να αγαπούσε ιδιαίτερα το παλαιό κτίριο, δεν αντιλαμβάνεται κανένα τραύμα, ενώ δείχνει θαυμασμό για το νέο με τις τζαμαρίες, το καφέ με την ωραία θέα και την πολυτέλεια… «Αυτό το μουσείο έχει καταρχήν μια απλοχωριά, δηλαδή περπατάς μέσα και ανασαίνεις. Είναι ένα μουσείο καλόχαρο, ευχάριστο. Το πιο ωραίο είναι ότι ανοίγει διαρκώς πανοράματα και προοπτικές στην πόλη. Δηλαδή και το πλανάρ και οι ράμπες σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι περπατάς μέσα στην πόλη. Ανοίγονται μπαλκόνια διαρκώς από τις αίθουσες και εάν πας στον τρίτο όροφο βρίσκεσαι στο πιο πανοραμικό καφέ της Αθήνας, ανοιχτό από τρεις μεριές με τζαμαρία και βλέπεις μπροστά σου από τον Υμηττό, μέχρι το Φάληρο, από την Ακρόπολη μέχρι τον Λυκαβηττό», δήλωσε σε συνέντευξή της. Και συνέχισε: «Σίγουρα δεν είναι η παλιά αισθητική του Μπάουχαους με το αδρό μπετόν. Τώρα είναι ένα πολυτελές μουσείο, με καλοδουλεμένα ξύλα, με ωραίους φωτισμούς, δηλαδή μια λιτή, μίνιμαλ πολυτέλεια, σύμφωνα με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική».

«Το αποκορύφωμα είναι η τελική γυάλινη επένδυση με κρύσταλλα παραμορφωτικής αντανάκλασης, ενταγμένα σε σκελετό αλουμινίου, που δεν υπήρχε στην εγκεκριμένη μελέτη» σημειώνει από την πλευρά του ο αρχιτέκτονας Γιώργος Τριανταφύλλου, για να συμπληρώσει: «Κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, ο κάναβος του σκελετού αγνοεί και δεν σχετίζεται με τις θέσεις των υποστυλωμάτων των κλιμακοστασίων που διακρίνονται πίσω από το υαλοστάσιο, ατάκτως ερριμμένα».

Οι περισσότεροι συμμερίζονται αυτήν την κριτική, κάνοντας λόγο για έναν κακοφορμισμένο γυάλινο όγκο, για ένα βαρύ αλλοπρόσαλλο κέλυφος στη θέση του παλιότερου σεμνού και ελαφριού κτίσματος, για μια αισθητική που παραπέμπει στις νεοπλουτίστικες κατασκευές τύπου Βωβού ή και σε προσόψεις σούπερ μάρκετ.

Η ταμπέλα του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος»

Ολοκληρώνοντας τις ασχήμιες τους, οι ιθύνοντες τοποθέτησαν πριν λίγες ημέρες επί του νέου κτιριακού συγκροτήματος και μια γιγαντιαία επιγραφή με το όνομα του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» (ΙΣΝ), μια κίνηση που προκάλεσε δυσφορία σε πολλούς και πληθώρα σχολίων από χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η ενέργεια αυτή, προφανώς κατ’ απαίτηση του ΙΣΝ, έρχεται να υπομνήσει πως οι περίφημοι χορηγοί πλουτοκράτες, ενδεδυμένοι τα τελευταία χρόνια και με την στολή των “κοινωφελών” Ιδρυμάτων Πολιτισμού, δεν κινούνται απλώς ως «μεγάλοι ευεργέτες», αλλά επιθυμούν να σφραγίσουν ανεξίτηλα, σε συμβολικό και πραγματικό επίπεδο, την επικυριαρχία τους σε οτιδήποτε ανακατεύονται και στο οποίο «βάζουν τα λεφτά τους».

Η «Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου», έχοντας απολέσει σε επίπεδο μαρκίζας το δεύτερο από τα ιστορικά συστατικά του ονόματός της, αποκτά ατύπως ένα νέο. Δεν πρόκειται απλώς για απρέπεια, αλλά για αποτύπωση με τον πιο ανάγλυφο τρόπο της υποταγή του κράτους και των θεσμών του στις αποικιοκρατικού τύπου ορέξεις όσων αναγνωρίζουν την παρατεταμένη οικονομική κρίση ως ευκαιρία για να αλώσουν και να υποτάξουν τα πάντα.

Το ΙΣΝ, μετά το σφιχταγκάλιασμα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και της Εθνικής βιβλιοθήκης, τώρα «σφραγίζει» και την Εθνική Πινακοθήκη. Έδωσε για αυτό 13 μόλις εκατομμύρια ευρώ, από το σύνολο των 60 που έφτασε τελικά (σκανδαλωδώς) το ποσό της επέκτασης και εκσυγχρονισμού του κτιριακού συγκροτήματος – το ίδιο προτιμά να υπολογίζει σε δολάρια την συνεισφορά του, ανεβάζοντάς την σε 14.160.000$.

Στην ίδια κατεύθυνση θα θελήσει προφανώς να κινηθεί και με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου ήδη έχει απλώσει τα πλοκάμια του, το ίδιο θα ήθελε σφόδρα να κάνει και το Ίδρυμα Ωνάση αν υπήρχε ταμπέλα στην Ακρόπολη.

Το ζήτημα δεν είναι, βέβαια, ούτε μόνο ούτε κυρίως οι επεκτατικές βλέψεις και οι εξουσιαστικές προθέσεις των Ιδρυμάτων. Είναι πρωτίστως η δουλική στάση υποταγής της πολιτείας και του πολιτικού προσωπικού που την εκπροσωπεί. Τον τόνο έδωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. «Για εμένα είναι πάρα πολύ σημαντικό οι μεγάλοι ευεργέτες να αναγνωρίζονται μέσα από την ονοματοδοσία αιθουσών»δήλωσε κατά την επίσκεψή του στο εργοτάξιο της Πινακοθήκης τον περασμένο Μάιο.

Μόνο που στην περίπτωσή μας δεν πρόκειται καν για αυτό και για το σκεπτικό που το συνόδευε, δηλαδή την πρόσκληση τρόπον τινά σε μεγάλους συλλέκτες «να συνεισφέρουν και τμήματα των ιδιωτικών τους συλλογών ώστε να γίνουν κτήματα, πια, των μόνιμων συλλογών των μουσείων μας», αλλά για διολίσθηση σε μια πλήρη παράδοση του κράτους και των θεσμών του στους ιδιώτες και σε μια σκανδαλώδη συναλλαγή.

Το 2013, όταν η Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρος Σούτσος έκλεινε για το κοινό προκειμένου να δρομολογηθούν τα έργα επέκτασής της, η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα δήλωνε πως, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα θα ξανάνοιγε σε 850 μέρες, δηλαδή σε περίπου δυόμιση χρόνια. Σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, ύστερα από πολλές παλινωδίες και αλλεπάλληλες αστοχίες για τις οποίες κανείς δεν ανέλαβε ποτέ την ευθύνη, με το κόστος του έργου που αρχικά υπολογιζόταν σε περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ, για να σκαρφαλώσει στα 45 και τελικά να φτάσει τα 60 εκατομμύρια, με ένα κραυγαλέο και προσβλητικό κτίριο που έχει βάναυσα καθυποτάξει το κηρυγμένο μνημείο του αρχικού μουσειακού κελύφους, χωρίς μόνιμη έκθεση, αλλά με νέα ταμπέλα στη μαρκίζα της, η Εθνική Πινακοθήκη ετοιμάζεται να δεχτεί τους υψηλούς της καλεσμένους σε μια φευγαλέα βόλτα εθιμοτυπίας.

Η εξέλιξη αυτή είναι πολύ κατώτερη του ρόλου της, της ιστορίας και της προοπτικής της.