Οι γερασμένοι διανοούμενοι έχουν την ατυχία να δέχονται τον διαρκή θαυμασμό των άλλων ως ακούσια εξαργύρωση της επιτυχημένης τους πορείας, την ώρα που το σώμα τους εξαντλείται, η ψυχή τους ταλαιπωρείται από τις μνήμες και το πνεύμα τους ψάχνει απεγνωσμένα νέα ενδιαφέροντα για να διατηρήσει την ικμάδα του. Στα δικά μου μάτια ο Σανίν ήταν θύμα τούτης της κοινής μοίρας των ομοτίμων του. Τον έχω στο νου μου να προθυμοποιείται με κάποια απάθεια να δώσει απαντήσεις για τους χωρικούς, στην ιστορία των οποίων αφιέρωσε την ζωή του· να ξαναζεί έξαφνα, με οδύνη έως δακρύων τον χαμό της ανήλικης αδερφής του στα χέρια των Ναζί· να αντιμετωπίζεται από όλους μας σαν ένα κειμήλιο, εύθραστο και αξιοσέβαστο.

«Είμαι ένας Εβραίος της Βίλνας». Αυτή ήταν η απάντηση του Τεοντόρ Σανίν όταν τον ρώτησα πώς αυτοπροσδιορίζεται. Είχαμε συναντηθεί τον Απρίλιο του 2019 στο περιθώριο του συνεδρίου για την Ρωσική Επανάσταση και η κουβέντα μας εξ αρχής περιστράφηκε γύρω από τον περιπετειώδη βίο του καθηγητή. Γεννημένος το 1930 στην Βίλνα, μια πόλη της οποίας τα κλειδιά άλλαζαν τότε χέρια κάθε μερικά χρόνια, ο Σανίν υπήρξε κοσμοπολίτης από κούνια (λίγους μήνες μετά την συνάντησή μας θα έλεγε στον Αλεξάντρ Αρχανγκέλσκι: «ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Ρωσία, η μητέρα μου γεννήθηκε στην Γερμανία, εγώ γεννήθηκα στην Πολωνία, και όλοι γεννηθήκαμε στην ίδια πόλη, που είναι σήμερα η πρωτεύουσα της Λιθουανίας»).[1]

Ο κοσμοπολίτης λόγω συνθηκών θα γινόταν σύντομα κοσμοπολίτης εξ ανάγκης (όταν οι Σοβιετικοί θα εκτοπίσουν ως «μπουρζουά» τον πατέρα του στην Σιβηρία και τον ίδιο με την μητέρα του στα Αλτάια Όρη κι ύστερα στην Σαμαρκάνδη), αλλά και κοσμοπολίτης από επιλογή: περιπλανήθηκε από την Πολωνία ώς τη Γαλλία, κατέληξε μαχητής για την ανεξαρτησία του Ισραήλ και κοινωνικός λειτουργός στην Ιερουσαλήμ, εγκατέλειψε την Γη της Επαγγελίας όταν άρχισε να μοιάζει επικίνδυνα με την Νότια Αφρική του Εθνικού Κόμματος, και μοίρασε εν τέλει τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του ανάμεσα στα αγγλικά πανεπιστήμια και την «Σανίνκα» (ή, πιο επίσημα, την Σχολή Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών της Μόσχας), το πανεπιστήμιο που ίδρυσε και διηύθυνε μέχρι τον θάνατό του στις 4 Φεβρουαρίου.

Οι γερασμένοι διανοούμενοι έχουν την ατυχία να δέχονται τον διαρκή θαυμασμό των άλλων ως ακούσια εξαργύρωση της επιτυχημένης τους πορείας, την ώρα που το σώμα τους εξαντλείται, η ψυχή τους ταλαιπωρείται από τις μνήμες και το πνεύμα τους ψάχνει απεγνωσμένα νέα ενδιαφέροντα για να διατηρήσει την ικμάδα του. Στα δικά μου μάτια ο Σανίν ήταν θύμα τούτης της κοινής μοίρας των ομοτίμων του. Τον έχω στο νου μου να προθυμοποιείται με κάποια απάθεια να δώσει απαντήσεις για τους χωρικούς, στην ιστορία των οποίων αφιέρωσε την ζωή του· να ξαναζεί έξαφνα, με οδύνη έως δακρύων τον χαμό της ανήλικης αδερφής του στα χέρια των Ναζί· να αντιμετωπίζεται από όλους μας σαν ένα κειμήλιο, εύθραστο και αξιοσέβαστο.

Στο τέλος της συνάντησής μας τον άκουσα να κανονίζει την αναχώρησή του πριν την καθορισμένη ημερομηνία. «Τι να κάνω; Βαρέθηκα», μου εκμυστηρεύθηκε. Συνειδητοποίησα με έκπληξη και ενοχή ότι είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο και όχι ένα κειμήλιο. Την επόμενη μέρα κανονίσαμε μια μεγάλη αυτοκινητάδα από το κέντρο ώς τον Πειραιά και καταλήξαμε για φαγητό στο Μεταξουργείο.

Ανακαλώ από εκείνη την ημέρα την αδιαφορία του για την Ακρόπολη και τον εντυπωσιασμό του, αντίθετα, από την άτακτη δόμηση του Λεκανοπεδίου («Έχει τόση ποικιλία! Οι αγγλικές πόλεις με τα όμοια, τετραγωνισμένα κτίρια είναι τόσο μονότονες», έσπευσε να μου επισημάνει). Τον θυμάμαι να γελάει και κάπου-κάπου να λαγοκοιμάται δίχως να το καταλαβαίνει. Μας συγκρατώ να ανταλλάσσαμε γνώσεις για την καταγωγή μας, εκείνος να μου μαθαίνει για τους Μισνατζίμ και τις άλλες υποδιαιρέσεις των Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης κι εγώ να του μιλώ για τους Αρμάνους και τα υπόλοιπα φρούτα της βαλκανικής σαλάτας. Είπαμε κι άλλα πολλά, αλλά δεν έμειναν όλα στην μνήμη μου· όπως γράφει κάπου ο ίδιος ο Σανίν, η μνήμη λειτουργεί με μια «αξιοσημείωτη ανεπάρκεια»[2] και διαμορφώνει αυθαίρετα την εικόνα των ανθρώπων και των πραγμάτων.

Το δικό του μνημονικό είχε κι αυτό τα κενά του. Μου εξομολογήθηκε ότι είχε ξεδιαλέξει τους στίχους που θα ήθελε να τεθούν ως μόττο στα απομνημονεύματά του, αλλά είχε λησμονήσει τον ποιητή… Ίσως με αυτό πρέπει να αποχαιρετίσουμε αυτόν τον αθέλητα περιπλανώμενο Ιουδαίο, τον άνθρωπο χωρίς ρίζες, που θαύμαζε την σοφία των χωρικών και το δέσιμό τους με τη γη:

[…]

Διαβάτη, τα ίχνη σου είναι

μόνο ο δρόμος και τίποτε άλλο

Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,

ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας.

 

Βαδίζοντας γίνεται ο δρόμος

και γυρίζοντας το βλέμμα πίσω

φαίνεται το μονοπάτι

που ποτέ δε θα ξαναπατήσεις

 

Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος

μόνο απόνερα στη θάλασσα.

[…]

(Αντόνιο Ματσάδο, Παροιμίες και ψαλμοί, ΧΧΙΧ, μτφ. Βασίλη Λαλιώτη)

 

[1]                              Александр Архангельский, Несогласный Теодор, Издательские решения, Μόσχα, 2020, κεφ. 1.

[2]                              Teodor Shanin, Late Marx and the Russian Road: Marx and ‘the peripheries of capitalism’, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη, 1983, σελ. 129.