Το να προσπαθείς να εξηγήσεις τον πόλεμο στη Συρία είναι σαν να θες να εξηγήσεις την αλληλουχία των κόμπων που συνέθεσαν τον γόρδιο δεσμό. Δίχως αμφιβολία μια ενδιαφέρουσα πρόκληση. Χωρίς ουσία όμως μιας και κανείς εξ ημών δεν θα κληθεί να λύσει, ή να κόψει, τα συγκεκριμένα δεσμά. Με αφορμή λοιπόν το αφιέρωμα του Ζην θα παραμερίσω αυτή καθαυτή τη σύγκρουση και θα εστιάσω στην πρόσληψη της στην ελλαδική δημόσια σφαίρα και την ακούσια ή εκούσια εργαλειοποίηση των θυμάτων της.

Πριν οποιαδήποτε αναφορά στη Συρία ή την Ανατολική Γούτα θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε ένα νοητό ταξίδι και να μεταφερθούμε σε ένα άλλο πολεμικό γεγονός που μας είναι πολύ πιο οικείο, την πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Κιουταχή και τον Ιμπραήμ. Όλοι ξέρουμε για τη γενναία πολύμηνη αντίσταση των Ελλήνων τόσο απέναντι στο τουρκο-αιγυπτιακό σώμα, όσο και απέναντι στις κακουχίες και την πείνα. Οι στερήσεις απαθανατίστηκαν στους εμβληματικούς στίχους του Σολωμού: «λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει». Οι ελεύθεροι, κατά τον εθνικό ποιητή, πολιορκημένοι αρνήθηκαν να παραδοθούν και επεχείρησαν μια παράτολμη έξοδο που είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Ευρώπη. Σε αυτό οπωσδήποτε έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι ένας από εκείνους που συνέβαλαν στην οχύρωση του κάστρου ήταν ο λόρδος Βύρωνας, μάλιστα εκεί άφησε και την τελευταία του πνοή, και ότι οι εξελίξεις της πολιορκίας αποτυπώθηκαν στα φύλλα της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» που εξέδωσε ο Ελβετός Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ κατόπιν προτροπής του Βρετανού συνταγματάρχη Λέστερ Στάνχοπ. Ήταν τέτοια η αίσθηση από την κατάληξη της μάχης που ενέπνευσε τον Γάλλο Ευγένιο Ντελάκρουα να ζωγραφίσει τον πίνακα «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου».

Η εστίαση στο Μεσολόγγι ήταν τέτοια που επισκίασε κάθε άλλη πολιορκία κατά την ελληνική επανάσταση. Μοιραία πολλοί αγνοούμε ότι η μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και από την ελληνική πλευρά. Αν μη τι άλλο τα πλοία που προσάραζαν στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου συμμετείχαν στο ναυτικό αποκλεισμό της τουρκικής φρουράς του κάστρου της Πάτρας. Σε άλλες περιπτώσεις οι Έλληνες κατάφεραν να αποκόψουν τελείως τους αντιπάλους τους όπως για παράδειγμα στο Ναύπλιο. Εκεί είχαν καταφύγει αποσπάσματα από την ηττημένη στρατιά του Δράμαλη που εξαιτίας της μεγάλης έλλειψης τροφίμων παραδόθηκαν αφού όμως, σύμφωνα με το Φωτάκο, προηγουμένως σημειώθηκε εκτεταμένη ανθρωποφαγία.

Τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά γίνονται ακόμα πιο προφανή όταν αναλογιστούμε και μια άλλη διάσταση. Παρά την έντονη παρουσία ξένων στοιχείων, τόσο στο Μεσολόγγι, όσο και αλλού, κανένας δεν θα παρουσιάσει την εθνική παλιγγενεσία ως εξέγερση που οργανώθηκε, χρηματοδοτήθηκε, και διευθύνθηκε από ύποπτα κέντρα του εξωτερικού με απώτερο σκοπό την υπονόμευση της ακεραιτότητας της οθωμανικής  αυτοκρατορίας. Αυτό γίνεται για δύο λόγους. Ο πρώτος και σοβαρός έχει να κάνει με το ότι η εμπειρία δύο αιώνων έδειξε ότι αυτός ο αγώνας είχε νομιμοποίηση από τα κάτω καθώς όχι μόνο δεν υπήρξαν ποτέ φωνές για επιστροφή στη δικαιοδοσία της Υψηλής Πύλης, αλλά αντίθετα το πρόταγμα για απελευθέρωση επιπλέον περιοχών κατέστη ιδεολογικά κυρίαρχο στο νέο κράτος. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με το ότι δεν διαχωρίζουμε ανάμεσα σε πολιορκητές και πολιορκημένους, αλλά στους καλούς δικούς μας Έλληνες και στους κακούς «άλλους», κόλαση κατά Σαρτρ, Τούρκους.

Η προκατάληψη και η υποκειμενικότητα είναι ανθρώπινα στοιχεία που δεν μπορούμε να απεμπολήσουμε, αλλά μπορούμε να μετριάσουμε. Μοιραία στην εξέταση κάθε περίπλοκης σύγκρουσης θα εμφιλοχωρεί η προσωπική προτίμηση στην ερμηνεία. Και αυτό γιατί δεν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε αιώνες ώστε να κατακάτσει η σκόνη και να δούμε τι πραγματικά συνέβη. Και στο βαθμό που ο κακός της ιστορίας δεν αναγκάζεται, όπως στα μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι, να αποδεχθεί την ετυμηγορία του Πουαρό, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι υποθέσεις. Καθ’ όλα θεμιτό φυσικά. Το πρόβλημα όμως ξεκινά όταν η αμφιλεγόμενη κατάσταση τραβά σε μάκρος, και επειδή εκφράσαμε από νωρίς άποψη, αντί της περεταίρω μελέτης, προκρίνουμε την αναζήτηση και ανάδειξη στοιχείων που θα στηρίξουν την αρχική ερμηνεία μας και μόνο.

Και αν το ταξίδι στο Μεσολόγγι είναι για κάποιους αδόκιμο λόγω της χρονικής απόστασης τότε, πριν πάμε στη Συρία, ας μείνουμε στο σήμερα και ας στρέψουμε το βλέμμα μας λίγο νοτιότερα και συγκεκριμένα στη Γάζα. Εκεί, στην αποκλεισμένη αυτή στενή λωρίδα γης, τις τελευταίες τρεις βδομάδες, εξελίσσεται άλλη μια «προβοκάτσια» εναντίον του αυτοαποκαλούμενου πιο ηθικού στρατού στον κόσμο. Παλαιστίνιοι ακτιβιστές διοργάνωσαν μια μαζική διαμαρτυρία μπροστά στο φράχτη με το Ισραήλ. Το υπουργείο άμυνας του τελευταίου πήρε τα μέτρα του και έβαλε τους εκσκαφείς του στρατού να δημιουργήσουν στην ισραηλινή πλευρά ένα τεχνητό διαμήκη λόφο από χώμα στην κορυφή του οποίου ανέπτυξε ελευθέρους σκοπευτές. Αντικειμενικός σκοπός των Ισραηλινών ήταν να αποτραπεί η ανεξέλεγκτη είσοδος Παλαιστινίων στα εδάφη του, ίσως γιατί ανησύχησαν ότι κάπως θα μπορούσε να επαναληφθεί κάτι που θα θύμιζε την «εισβολή» των Παλαιστίνων στο Σινά πριν από 10 χρόνια. Βέβαια εκείνη η πρωτοβουλία ούτε ανακοινώθηκε, ούτε οι μάζες των Παλαιστινίων  που εισήλθαν στην Αίγυπτο βρέθηκαν ανάμεσα σε ένα εχθρικά διακείμενο πληθυσμό.

Η είσοδος τελικά αποτράπηκε με τους Ισραηλινούς, όπως μαρτυρούν πολλά από τα βίντεο που διαχύθηκαν στο διαδίκτυο, να κάνουν σκοποβολή εναντίον διαδηλωτών που στην πιο ακραία περίπτωση ήταν οπλισμένοι με πέτρες, μολότωφ ή σφεντόνες. Ο μεγάλος αριθμός των τραυματιών, πάνω από χίλιοι, δείχνει πως οι στρατιώτες που εξασκήθηκαν στη σκοποβολή με Παλαιστίνιους για στόχους ούτε μια μεμονωμένη ομάδα ήταν, ούτε έδρασαν εκτός πλαισίου διαταγών. Όταν τα γεγονότα από τη Γάζα αναπαράχθηκαν από τα διεθνή μέσα αυτό που ακολούθησε εδώ, σχεδόν ακαριαία, ήταν μια καθολική και έντονη καταδίκη. Κάτι τέτοιο όμως δεν χαρακτήρισε τη δημόσια συζήτηση στο Ισραήλ, τις ΗΠΑ και ορισμένες χώρες της Δύσης. Συγκεκριμένα ενόσω Παλαιστίνιοι διακομίζονταν κατά εκατοντάδες στα νοσοκομεία της Γάζας πολλοί Ισραηλινοί στα κοινωνικά δίκτυα προτιμούσαν να μοιράζονται ευχές για το εβραϊκό Πάσχα.

Το ερώτημα που προκύπτει άμεσα είναι της φύσης του: «μα καλά αυτοί δεν βλέπουν;» Το συγκεκριμένο ερώτημα με απασχολεί από τότε που άρχισα να παρακολουθώ την ισραηλινό-παλαιστινιακή διένεξη και την απάντηση σε μεγάλο βαθμό τη δίνει η αιρετική φωνή, οιονεί σωκρατική αλογόμυγα, του Γεδεών Λεβί. Για τους περισσότερους Ισραηλινούς, και εκείνους που τους υποστηρίζουν, οι Παλαιστίνιοι έχουν χάσει την ανθρώπινη τους υπόσταση και έχουν γίνει είτε τρομοκράτες, είτε ενεργητικοί ή παθητικοί συνεργοί των τελευταίων. Με απλά λόγια είναι «κακοί» και άρα όσα τους συμβαίνουν πάνω κάτω τους πρέπουν. Όσο δε αφορά την πρόσφατη κινητοποίηση για τους, ενίοτε καλοπροαίρετους, υποστηρικτές του εβραϊκού κράτους το όλο σκηνικό ήταν μια πρόκληση εναντίον των στρατιωτών που υπό άλλες συνθήκες δε θα ήταν εκεί, και που αναγκάστηκαν να πυροβολήσουν ασκώντας το αναφαίρετο δικαίωμα τους στην αυτοάμυνα. Μάλιστα ο θόρυβος γύρω από την σκοποβολή θεωρούν ότι ήταν προμελετημένος προκειμένου να αμαυρωθεί η διεθνής εικόνα του Ισραήλ. Συνακόλουθα, όχι μόνο η επιχειρηματολογία για το άδικο του χαμού των θυμάτων απορρίπτεται a priori, αλλά συχνά ούτε καν τίθεται το θέμα προς συζήτηση. Και κάπως έτσι η πλειοψηφία του εβραϊκού έθνους συνεχίζει τη ζωή του χωρίς την παραμικρή κρίση συνείδησης πεπεισμένος ότι κάνει το σωστό.

Το επόμενο ερώτημα που απαιτεί μια ευθεία απάντηση σχετίζεται με το αν η επιλεκτική όραση και ο διαχωρισμός των θυμάτων σε καλούς και κακούς αφορά μονάχα τους υποστηρικτές του Ισραήλ. Η απάντηση, αρκετά ενοχλητική η αλήθεια είναι, έρχεται όταν ξαναστρέψουμε το βλέμμα μας προς τη Συρία και τις εκεί πρόσφατες εξελίξεις. Η τελευταία φάση της συριακής κρίσης εκτυλίχθηκε στην Ανατολική Γούτα, μια περιοχή 400,000 χιλιάδων ψυχών που σχεδόν ακουμπά στον πολεοδομικό ιστό της Δαμασκού και που από την αρχή του πολέμου βρισκόταν στα χέρια αντικαθεστωτικών. Ο Άσσαντ υποστήριξε πως οι ακραίοι ισλαμιστές που έλεγχαν την Ανατολική Γούτα διασάλευαν τη ζωή των κατοίκων της πρωτεύουσας με την περιοδική εκτόξευση όλμων. Με διακηρυγμένο στόχο λοιπόν την προάσπιση των πολιτών της Δαμασκού οι καθεστωτικές δυνάμεις όξυναν την πολιορκία της Ανατολικής Γούτα ενώ παράλληλα η ρωσική αεροπορία σφυροκόπησε ανελέητα τους ανταρτοκρατούμενους θύλακες. Οι εικόνες από την καταστροφή που προκάλεσαν τα συμβατικά όπλα του Άσσαντ και των συμμάχων του προκάλεσαν διεθνή κατακραυγή αναγκάζοντας τη Ρωσία να αποδεχθεί ένα ψήφισμα για κατάπαυση του πυρός που στη συνέχεια πρακτικά δε σεβάστηκε μέχρι οι διάφορες ομάδες ανταρτών να συνθηκολογήσουν. Λίγο πριν συμφωνήσει η τελευταία οργάνωση να εγκαταλείψει το προπύργιο της, φέρεται να σημειώθηκε μια επίθεση με χημικά που ανάγκασε το Τραμπ, για λόγους γοήτρου και μόνο, να εξαπολύσει μια περιορισμένη επίθεση εναντίον συριακών στόχων.

Αυτό που έχει αξία είναι πως αντιδράσαμε οι περισσότεροι εξ ημών στην παραπάνω αλληλουχία γεγονότων. Υιοθετήσαμε τη ρητορική του Άσσαντ περί ακραίων ανταρτών που απειλούν με όλμους ενώ αγνοήσαμε τη δυσανάλογη απάντηση που προκάλεσε εκατοντάδες θύματα. Επισημαίναμε τον ύποπτο ρόλο των ανταρτών και των ομάδων διάσωσης τους (Λευκά Κράνη) και τις διασυνδέσεις τους με τους ιμπεριαλιστές της Δύσης ενώ σχεδόν δεν είδαμε τα ρώσικα βομβαρδιστικά να σκορπούν φωτιά και ατσάλι προκειμένου να βοηθήσουν τον Άσσαντ να βελτιώσει ακόμα περισσότερο τη θέση του στη Συρία. Λίγο πριν ολοκληρωθεί η μάχη στην Ανατολική Γούτα δηλώναμε άγρυπνοι για τον κίνδυνο προβοκάτσιας ξεχνώντας πως οι βομβαρδισμοί της Μόσχας παραβίαζαν το πνεύμα του σχετικού ψηφίσματος του ΟΗΕ. Από την άλλη όμως όταν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους έριξαν μερικούς πυραύλους για συμβολικούς λόγους σπεύσαμε όχι μόνο να σημειώσουμε πως αυτές οι ενέργειες έγιναν εκτός πλαισίου ΟΗΕ, αλλά και να κάνουμε και μια αντιιμπεριαλιστική πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία.

Ο λόγος που γενικεύω αυτές τις διαπιστώσεις είναι επειδή είδα ότι οι παραπάνω αντιδράσεις δεν προέρχονταν μόνο από τους καφενόβιους «κάντε εμένα μια μέρα πρόεδρο», ή χουλιγκάνια του διαδικτύου, αλλά και από άτομα με βαθειά αναλυτική σκέψη. Ενδεικτικά και «προβοκατόρικα» αναφέρω το φίλο μου Διονύση Σκλήρη, άρθρο του οποίου φιλοξενείται στην παρούσα έκδοση του Ζην και που η ανάγνωση του μαρτυρά την ευρύτητα του πνεύματος και των γνώσεων του, που στο πλαίσιο του δημόσιου σχολιασμού για τα τεκταινόμενα στη Συρία στη δημοφιλή σελίδα του στο Facebook κατέφυγε κάποια στιγμή στο δυισμό «ή με τον κοσμικό Άσσαντ, ή με τους φανατικούς ισλαμιστές». Ο τρόπος που έθεσε το ερώτημα δεν αφήνει περιθώριο για λάθος απαντήσεις αλλά για μένα το σχετικό δίλλημα είναι τρόπον τινά παραπλανητικό.

Και όχι δε θα απαντήσω με ένα ψευδοδίλλημα «ή με τους ιμπεριαλιστές, ή με τα θύματα». Αυτό που κυρίως θέλω να καταδείξω είναι η ανάγκη να μην υποκύπτουμε στην ευκολία της υιοθέτησης δύο μέτρων και δύο σταθμών γιατί, αν μη τι άλλο, υπονομεύει την αξιοπιστία και συνακόλουθα την ικανότητα μας να επικοινωνούμε πειστικά τις απόψεις μας. Και η υποκρισία έχει πολλές εκφάνσεις. Για παράδειγμα τόσο οι υποστηρικτές, όσο και οι πολέμιοι του Άσσαντ ήταν και είναι απέναντι στο λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος. Στο όνομα αυτής της πολιτικής θέσης όλοι επέλεξαν να μη δουν ποτέ τα γυναικόπαιδα που σκοτώθηκαν από ρώσικες και αμερικάνικες βόμβες σε Μοσούλη, Ράκκα, Ντέιρ Ζορ και αλλού. Όμως αν ο σκοπός αγιάζει κάπου τα μέσα, τότε μπορεί να τ’ αγιάσει παντού και άρα κάποιοι άμαχοι πιστώνονται με περισσότερη ασυλία από κάποιους άλλους. Συνεπώς ο a-la-carte ανθρωπισμός και αντι-ιμπεριαλισμός κάνει την επιχειρηματολογία που επικαλείται τον θάνατο αθώων να έχει τόση ισχύ, όσο έχουν και οι αναφορές στα εγκλήματα του Ισραήλ σε ένα κοινό με φιλο-ισραηλινή προκατάληψη.

ΥΓ : Ξαναδιαβάζοντας το κείμενο μου αντιλαμβάνομαι πως ο κριτικός αναγνώστης θα αναρωτιέται για τις δικές μου προκαταλήψεις. Να ξεκαθαρίζω λοιπόν πως αν διάκειμαι αρνητικά απέναντι στον Άσσαντ αυτό συμβαίνει γιατί οι δυνάμεις του ευθύνονται για την πλειοψηφία των νεκρών αμάχων του πολέμου. Από εκεί και πέρα κανένας από τους εμπλεκόμενους, για να το πω λαϊκά, δεν μου γεμίζει το μάτι. Ως εκ τούτου, αν ήμουν Σύριος μάλλον θα ακολουθούσα το παράδειγμα εκατομμύριων και θα έφευγα, ακόμα και αν αυτό έφερνε σε άβολη θέση την αυτοαποκαλούμενη πολιτισμένη Δύση.