Η μετάφραση στα ελληνικά της Κρίσης του νεοφιλελευθερισμού συνιστά ένα σπουδαίο εκδοτικό γεγονός. Το βιβλίο των Ντυμενίλ και Λεβί αποτελεί έργο αναφοράς στη διεθνή συζήτηση για την τρέχουσα καπιταλιστική κρίση στους ριζοσπαστικούς κύκλους –έως και στους κεϋνσιανούς. Ακόμη και όσοι δεν συμφωνούν με βασικά πορίσματα της ανάλυσης ή με τα πολιτικά συμπεράσματα των συγγραφέων αναγνωρίζουν πως πρόκειται για μια συνεκτική προσέγγιση, με αρχή, μέση και τέλος –κάτι όχι αυτονόητο συχνά. Ακόμη περισσότερο, πως το εμπειρικό μέρος της εργασίας τους είναι τόσο αξιόπιστο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, χωρίς δεύτερη σκέψη, ως τεκμηριωτικό υπόβαθρο της συζήτησης, για μια ευρύτερη γκάμα θεματικών σχετικών με την κρίση, την οικονομική πολιτική, την ιστορία του καπιταλισμού, αλλά και τη διευκρίνιση εννοιολογικών ζητημάτων –π.χ. η ανάλυση των εξελίξεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στην οικονομική του λειτουργία και στις θεσμικές καινοτομίες του, είναι από τις καλύτερες που μπορεί κάποιος να εντοπίσει στην παγκόσμια βιβλιογραφία. Αντίστοιχα, η υπολογιστική εργασία πάνω στην εξέλιξη της κερδοφορίας του κεφαλαίου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι πραγματικά εντυπωσιακή, σχεδόν μοναδική.
Είναι, όμως, και η συνθήκη της σχετικής συζήτησης στη χώρα μας, που κάνει την εμφάνιση της Κρίσης του νεοφιλελευθερισμού στα ελληνικά σπουδαίο εκδοτικό γεγονός. Γιατί, μ’ όλο που εδώ έχουμε περισσότερους, από οπουδήποτε, λόγους για μια σε βάθος συζήτηση, το υλικό στη γλώσσα μας είναι πολύ περιορισμένο. Η αντιπαράθεση συχνότατα –κι όσο περνούν τα χρόνια, όλο και περισσότερο- γίνεται με στενά εμπειρικούς όρους. Από την πλευρά των ποικίλων κυβερνώντων, μάλιστα, από το 2010 κι έπειτα, με όχημα έναν διαχειριστικό εμπειρισμό, η «επιτυχία» του οποίου είναι τόσο προφανής, που δεν απαιτεί την παραμικρή αποδόμηση. Η ίδια η ζωή –που θα έλεγε ο σωστός εμπειριστής- τον έχει αποδομήσει σε βαθμό γελοιοποίησης. Πράγμα επιστημολογικώς αναμενόμενο, βέβαια, αν σκεφτούμε πως χωρίς επαρκή και περιεκτική θεωρία γι’ αυτά που μας συμβαίνουν είναι αδύνατη οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση. Οι διαμορφωτές της πολιτικής στη χώρα μας, οι προηγούμενοι και οι σημερινοί, φανερά ξέρουν την τύφλα τους –γεγονός που αποτυπώνεται ανάγλυφα και στα αποτελέσματα των παρεμβάσεών τους. Ειδικά για τη σημερινή κυβέρνηση έχει ενδιαφέρον να υπογραμμιστεί η οικειοθελής τύφλωση προκειμένου να είναι δυνατή η άσκηση, από μέρους της, της θρησκευτικά ακολουθούμενης ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Επ’ αυτού είναι αρκετή η προσφυγή σε όσα συνέγραφε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος το 2011 (Χρήστος Λάσκος –Ευκλείδης Τσακαλώτος, Χωρίς Επιστροφή –από τον Κέυνς στην Θάτσερ, εκδόσεις ΚΨΜ) με βασική αναφορά και το έργο των Ντυμενίλ και Λεβί.
Στην Ελλάδα, λοιπόν, δεν έχουμε μεταφρασμένο παρά μικρό μέρος της σχετικής παγκόσμιας συζήτησης. Λίγο Κρις Χάρμαν, ακόμη λιγότερο Άντριου Κλίμαν, αρκετό Ντέιβιντ Χάρβεϊ –και, από κεϋνσιανούς επίσης αρκετό Πολ Κρούγκμαν. Οι κεντρικοί συνομιλητές από τον χώρο του μαρξισμού –Ρόμπερτ Μπρένερ, Γκουλιέλμο Καρκέντι, Ντέιβιντ ΜακΝάλυ, Μάικλ Ρόμπερτς, Ανουάρ Σέικ, Μισέλ Ισόν, Φρανσουά Σενέ, Μίνκι Λι, για να αναφέρω μερικούς μόνο από μια πλειάδα- είναι ζήτημα αν έχουν μεταφραστεί, έστω και ως παραθέματα αρθρογραφίας[1]. Επίσης, μικρός είναι ο αριθμός των ελληνικών εργασιών, που διατυπώνουν απαντήσεις για τα σχετικά θέματα. Eκτός από το ήδη αναφερθέν, φιλοδοξίες ευρύτερης –και θεωρητικά- ερμηνείας της κρίσης στις παγκόσμιες διαστάσεις της έχουμε στον Μινώταυρο του Γιάνη Βαρουφάκη, την Επιστροφή στο μέλλον του Πέτρου Παπακωνσταντίνου, καθώς και την αρθρογραφία του Σταύρου Μαυρουδέα, του Θανάση Μανιάτη και ελάχιστων άλλων.
Με δεδομένα αυτά, η Κρίση του νεοφιλελευθερισμού είναι πραγματικά πολύτιμη. Το βιβλίο των Ντυμενίλ και Λεβί περιγράφει, με εξαιρετική τεκμηρίωση, όπως προείπα, την τελευταία καπιταλιστική κρίση, που ξεκίνησε με την κατάρρευση της αγοράς των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, μετεξελίχθηκε σε τραπεζική κρίση τεράστιας έκτασης και, μέσω της πιστωτικής ασφυξίας, οδήγησε σε παγκόσμια Ύφεση. Αυτή η κρίση κάθε άλλο παρά βαίνει προς επίλυση –για τους Ντυμενίλ και Λεβί αυτό δεν είναι δυνατό αν δεν μεσολαβήσουν ριζικές παρεμβάσεις στον τρόπο λειτουργίας του συστήματος, που, με πρώτη πράξη τη χιλιανή χούντα του Πινοτσέτ, είχε εγκαθιδρυθεί μετά το αμερικανικό πραξικόπημα Βόλκερ του 1979 και την θατσερική-ρηγκανική αντεπανάσταση, που ακολούθησε. Το καθεστώς που επιβλήθηκε έκτοτε, ο νεοφιλελευθερισμός όχι ως οικονομική πολιτική, αλλά ως φάση της μακράς εξέλιξης του καπιταλισμού, περιγράφεται εξαιρετικά από τους συγγραφείς. Ακόμη, εντάσσεται στη συνολική ιστορία του συστήματος, από τα μέσα του 19ου αιώνα κι έπειτα.
Βάσει της περιοδολόγησης που γίνεται, ερμηνεύονται και οι τέσσερις μείζονες («δομικές») κρίσεις –του 1890, του 1930, του 1970 και του 2010. Οι Ντυμενίλ και Λεβί υποστηρίζουν πως η πρώτη και η τρίτη μπορούν να αποδοθούν σε πτώση της κεφαλαιακής κερδοφορίας, όχι, όμως, και οι άλλες δύο, μεταξύ των οποίων και η σημερινή, όπου ως αιτία εμφανίζεται ο δραστικός κλονισμός της χρηματιστικής ηγεμονίας. Πράγμα που σημαίνει πως δεν έχουμε μια κρίση που μπορεί να υπερβαθεί με οριακές μεταβολές της οικονομικής πολιτικής, αλλά απαιτείται αλλαγή του συνολικού «καθεστώτος». Έχουμε, λοιπόν, μια καθολική κρίση του νεοφιλελευθερισμού, που είναι απίθανο –ό,τι κι αν φαίνεται, προσώρας- να επιβιώσει. Οι συγγραφείς είναι εξαιρετικά πειστικοί, σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη πρόγνωση. Τη βασίζουν δε σε μια σύνθετη ανάλυση των τάσεων της συσσώρευσης, των οργανωτικών δομών της νεοφιλελεύθερης περιόδου, της σχέσης μεταξύ χρηματοπιστωτικών και μη-χρηματοπιστωτικών (παραγωγικών) επιχειρήσεων, της λειτουργίας και των στόχων του μάνατζμεντ, του διεθνούς συστήματος ηγεμονίας των ΗΠΑ. Αποδεικνύουν πως όλα αυτά δημιούργησαν ένα σύστημα «πανίσχυρο, αλλά μη βιώσιμο» μακροπρόθεσμα.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν, αν δεν επιλυθούν τα προβλήματα της χρηματοοικονομικής ρύθμισης και των ακραίων μακροοικονομικών ανισορροπιών, που συνδέονται κατεξοχήν και καταστατικά με την χρηματιστικοποίηση και την οικονομία του χρέους, των τόκων και των μερισμάτων, σε βάρος των παραγωγικών επενδύσεων, που επιβλήθηκε τα τελευταία σαράντα χρόνια, η πιο πιθανή εξέλιξη είναι μια χαοτική συνθήκη με άδηλο τέλος.
Ενδεικτικά, με τα λόγια τους, «οι πιθανότητες του νεοφιλελευθερισμού είναι, μάλλον, περιορισμένες, ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτό θα καθοριστεί σε ένα χρονικό ορίζοντα η διάρκεια του οποίου είναι δύσκολο να προβλεφτεί. Οι στόχοι του νεοφιλελευθερισμού είναι ασύμβατοι με τη διατήρηση της ηγεμονίας των ΗΠΑ, ή, ακριβέστερα, είναι ασύμβατοι με την κατεύθυνση της επιβράδυνσης της παρακμής της. Ακόμα, βρίσκονται στον αντίποδα της επανόρθωσης της τροχιάς της μακροοικονομίας των ΗΠΑ. Και τα δύο σύνολα ζητημάτων συνδέονται μεταξύ τους» (σ. 396). Η υπέρβαση, λοιπόν, του νεοφιλελευθερισμού είναι συστημικά αναγκαία. Οι αντιφάσεις των ποικίλων επιδιώξεων στο πλαίσιό του γίνονται εκρηκτικές.
Βάσει των παραπάνω, η πρόσφατη κλίση των ΗΠΑ προς τον «προστατευτισμό» δεν είναι η παράκρουση κάποιου διαταραγμένου Τραμπ, αλλά αποτέλεσμα επιτακτικών απαιτήσεων από τον αμερικάνικο καπιταλισμό. Να πώς το θέτουν οι συγγραφείς: «πρέπει να γίνει μια σαφής διάκριση μεταξύ των αρνητικών βραχυπρόθεσμων συνεπειών των προστατευτισμών και μιας πιθανής μακροπρόθεσμης θετικής επίπτωσης […] Στη σύγχρονη κρίση, η συρρίκνωση του διεθνούς εμπορίου έχει σοβαρές συνέπειες σε χώρες […] με μια αναπτυξιακή στρατηγική προσανατολισμένη στις εξαγωγές –είτε αυτές ήταν εξαγωγές πρώτων υλών και ενέργειας, αγαθών υψηλής έντασης εργασίας, είτε ήταν, περισσότερο σταδιακά, εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας. Το ίδιο ισχύει για τις χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία, οι οικονομίες των οποίων εξαρτώνται έντονα από τις εξαγωγές. Οι μεγάλες εταιρείες [corporations] των ΗΠΑ και οι μέτοχοί τους θα επηρεάζονταν επίσης από έναν αυξημένο προστατευτισμό […] Εντούτοις, σε μια πιο μακροπρόθεσμη προοπτική, η κρίση ίσως ωθούσε όλες τις χώρες να υιοθετήσουν στρατηγικές περισσότερο αυτόνομης ανάπτυξης (μια επανεδαφικοποίηση της παραγωγής, για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ή της ζήτησης, για την Κίνα) με θετικά αποτελέσματα – μια τόσο πολύ αναγκαία εναλλακτική προοπτική απέναντι στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση» (σ. 374).
Οι προοπτικές αυτές συνδέονται, για τους Ντυμενίλ και Λεβί, και με καθοριστικές μετατοπίσεις στις ταξικές σχέσεις. Αξιοποιώντας μια, εν πολλοίς, βεμπεριανή προβληματική, αναλύουν τις φάσεις του καπιταλισμού βάσει αναδιατάξεων στο ταξικό τρίγωνο: καπιταλιστική τάξη, διευθυντική τάξη, εργατική τάξη. Και προβλέπουν πως το μέλλον, μάλλον, θα καθοριστεί από μια συμμαχία των πρώτων δύο σε βάρος της εργατικής –υπό την ηγεμονία, όμως, αντίθετα από το νεοφιλελευθερισμό, της διευθυντικής τάξης[2].
Το βιβλίο είναι εξαιρετικό –και το σημειώνει κάποιος, που διαφωνεί σε βασικά σημεία τόσο ως προς την μεθοδολογία όσο και προς τα συμπεράσματα. Η μετάφραση του Χρήστου Βαλλιάνου είναι αντίστοιχη του υψηλότατου επιπέδου του μεταφραστή.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στις εκδόσεις Angelus Novus, γέννημα της κρίσης, οι οποίες στα δύο χρόνια της λειτουργίας τους μας έχουν δώσει κάποια από τα καλύτερα διεθνώς έργα της ριζοσπαστικής οικονομικής και κοινωνικής θεωρίας. Με σπουδαία επιμέλεια και αισθητική παίρνουν τη θέση τους ανάμεσα στους εκδοτικούς οίκους με ιδιαίτερη συμβολή στην ανάπτυξη του αναγκαίου προβληματισμού προκειμένου να προκύψουν λύσεις στα μεγάλα προβλήματα που βιώνει η κοινωνική πλειοψηφία.
Ο Χρήστος Λάσκος είναι οικονομολόγος και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στο 5ο Λύκειο Θεσσαλονίκης. Είναι πτυχιούχος Φυσικής και Οικονομικών, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Συστηματική Φιλοσοφία και Διδακτορικό στην Κοινωνιολογία. Αρθρογραφεί τακτικά στην “ΕφΣυν”, τις “Αναγνώσεις της Αυγής”, το altertrhess και τα Marginalia. Υπήρξε μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την αποχώρησή του, τον Αύγουστο του 2015.