Τα μέλη της Γερμανικής επαναστατικής οργάνωσης RAF (Φράξια Κόκκινος Στρατός) συλλαμβάνονται το 1972 για βομβιστικές επιθέσεις που έχουν αφήσει πίσω τους τουλάχιστον τέσσερις νεκρούς. Ένα από τα ιδρυτικά μέλη της RAF, η Ουλρίκε Μάινχοφ, η «πιο γνωστή γυναίκα τρομοκράτης και νούμερο ένα καταζητούμενη από τις Γερμανικές αρχές», μεταφέρεται στην απομόνωση, τη «Νεκρή Πτέρυγα» όπως την ονομάζει. Ξεκινάει απεργίες πείνας για να μεταφερθεί σε άλλη πτέρυγα των φυλακών, και εν τέλει μεταφέρεται το 1974 μετά από συνεχείς απεργίες πείνας, στα φρικαλέα και διαβόητα «λευκά κελιά» -ένα ναζιστικό απολειφάδι που υιοθέτησε ως μέσο τιμωρίας το γερμανικό αστικό κράτος- της φυλακής Σταμχάιμ. Ο Ιταλός συγγραφέας Ντάριο Φο θα γράψει τη μεγαλειώδη πρόζα αφιερωμένη στην Ουλρίκε Μάινχοφ, ‘’Εγώ, η Ουλρίκε Μάινχοφ, Καταγγέλω’’, ένα κείμενο που θα διαβαστεί και θα παιχτεί σε όλους τους προοδευτικούς χώρους ώστε να υπενθυμίσει το αυτονόητο: ότι η αστική δικαιοσύνη θέλει να εξοντώσει και όχι να ‘’σωφρονίσει’’ όσους θεωρεί ως πολιτικούς της αντιπάλους.

‘’Λευκό το κελί, οι τοίχοι, λευκά τα κουφώματα, η πόρτα περασμένη με σμάλτο, για να μην πω και το αποχωρητήριο, ο φωτισμός με νέον. λευκός κι αυτός- κι αναμμένες λάμπες μέρα-νύχτα. Πότε επιτελούς είναι μέρα και πότε νύχτα; Πως θα το μάθω; Απ’ τη χαραμάδα του παραθύρου περνάει πάντα το ίδιο λευκό φως, ψεύτικο κι αυτό, σαν το παράθυρο που είναι ψεύτικο κι αυτό, ίδια ψεύτικος κι ο δόλιος ο χρόνος που μ’ έχετε φυλακισμένη εδώ σ’ ένα λευκό ατελείωτο.’’

Παρόμοια συμπεριφορά θα έδειχνε λίγο αργότερα, το 1980-1981, το καθεστώς της Margaret Thatcher στην Αγγλία απέναντι στα συλληφθέντα μέλη του IRA που διεκδικούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στη φυλακή και απαιτούσαν να δικασθούν και να αντιμετωπισθούν ως πολιτικοί κρατούμενοι και όχι με βάση τον ποινικό κώδικα, όπως ήθελε η κυβέρνηση της Θάτσερ. Η ακάθεκτη στάση της Θάτσερ θα οδηγήσει στον θάνατο δέκα απεργών πείνας, με πρώτο τον Bobby Sands.

 

O κάτισχνος Bobby Sands κατά την απεργία πείνας στη φυλακή Maze.

 

 

Ταυτόχρονα, η απεργία πείνας εργαλειοποιήθηκε πολιτικά από το νεοφιλελεύθερο καθεστώς της Θάτσερ για να στοχοποιήσει όποιον προοδευτικό άνθρωπο υποστήριζε τα δίκαια αιτήματα των απεργών πείνας, ταυτίζοντας αυτή την πολιτική στήριξη με «πρακτικές τρομοκρατίας». Με αυτό τον τρόπο η Θάτσερ ατσαλώνει το αφήγημα του «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική» εκτός από αυτή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, το γνωστό δόγμα TINA (‘’There Is No Alternative’’). Έτσι, μόνο με την εξουδετέρωση των μελών του IRA και τις απειλές και στοχοποιήσεις των υποστηρικτών τους θα κατάφερνε να εδραιώσει αυτό το αφήγημα, όπου δεν υπάρχει τίποτα μα τίποτα άλλο εκτός από τους κανόνες δικαίου του νεοφιλελεύθερου αστικού κράτους. Μόνο με την εξουδετέρωση των απεργών πείνας που χρησιμοποιούν το σώμα τους ως ύστατο μέσο διεκδίκησης των τελευταίων νόμιμων δικαιωμάτων τους. Ο θάνατος είναι μονόδρομος για όσους αμφισβητούν το δίκαιο του αστικού κράτους, καθώς στο κατασκευασμένο δίπολο Κράτος-Απεργός (κάθε είδους), ο πολιτικός ανταγωνισμός μετατρέπεται σε πολιτική βεντέτα, σε μια σκληρή διαμάχη όπου το κράτος οφείλει να βγει ο διακεκριμένος νικητής και ο οποιοσδήποτε διαμαρτυρόμενος οφείλει, αντίστοιχα, να βγει ο αποδιοπομπαίος χαμένος. Τοιουτοτρόπως, η μεγαλειώδης ήττα του θα λειτουργήσει ως ανάχωμα για όλους τους υπόλοιπους.

Δυνάμεις της αστυνομίας συλλαμβάνουν διαδηλωτές υποστήριξης του Bobby Sands

 

 

Έχουμε την πρόσφατη περίπτωση του κρατούμενου Βασίλη Δημάκη, όπου οδηγήθηκε σε σχεδόν έναν μήνα απεργία πείνας, τις τελευταίες ημέρες μάλιστα σε λευκή απεργία (δηλαδή αρνούμενος και το νερό) με σκοπό τη διεκδίκηση του νόμιμου δικαιώματός του να επιστραφεί στο κελί του ώστε να παρακολουθήσει τις σπουδές του. Όλο το διάστημα που ο Βασίλης Δημάκης καταπονούσε το σώμα του και την υγεία του για το δικαίωμα στις σπουδές του, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συκοφαντούσε και χλεύαζε αυτή τη διαμαρτυρία κατά συρροή. Οι περισσότεροι θεατές αυτού του εγκλήματος αναρωτιόμασταν ‘’μα γιατί τόσο μένος από την κυβέρνηση; Γιατί δεν δέχονται το αίτημά του να τελειώσει η υπόθεση;’’

Η απάντηση είναι απλή. Επειδή εάν οποιαδήποτε διεκδίκηση -ειδικά κρατουμένων- διεκπεραιωθεί, το νεοφιλελεύθερο αστικό κράτος θεωρεί ότι θα χάσει το φαντασιακό άτεγκτο κύρος του. Έτσι, ακόμα και η πιο, κατ’ άλλα απλή, τυπική διεκδίκηση μπορεί να λάβει εξωφρενικές πολιτικές διαστάσεις.

Πάμε τώρα στην περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα, ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης 17Νοέμβρη και καταδικασμένο σε ισόβια κάθειρξη εδώ και 19 χρόνια.  Για την περίπτωσή του έχουν γραφτεί πολλά και γράφονται ακόμα περισσότερα. Ο Κουφοντίνας διεκδικεί το νόμιμο δικαίωμά του να μεταφερθεί στις φυλακές Κορυδαλλού από τις αγροτικές φυλακές Δομοκού στις οποίες βρίσκεται, ενός νόμου που σχεδόν φωτογραφικά ψηφίστηκε για εκείνον. Το νόμιμο (υπογραμμίζεται, ναι) δικαίωμά του βρήκε τοίχο πολλαπλές φορές με διάφορες συκοφαντίες στο πρόσωπο του Κουφοντίνα, που είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε σκληρή απεργία πείνας όπου -όταν γράφονται αυτές οι γραμμές- βρίσκεται στη 44η ημέρα.

Ταυτόχρονα, όλο αυτό το διάστημα παρατηρείται η συστηματική εργαλειοποίηση της απεργίας πείνας του Κουφοντίνα από το αστικό κράτος και τα συστημικά ΜΜΕ, με τον ίδιο τρόπο όπως εργαλειοποιήθηκαν οι Ιρλανδοί απεργοί πείνας από το καθεστώς της Θάτσερ το 1981. Μέσα από μια πολιτική ανάλυση του λόγου που εκφέρεται από εκπροσώπους της ΝΔ εντός της Βουλής, η απεργία πείνας του Κουφοντίνα λειτουργεί ως αποπροσανατολιστικό μέσο κριτικής στα αντιπολιτευτικά κόμματα. Βουλευτές της ΝΔ από το βήμα της βουλής κατηγορούν το ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ25 (κόμματα με διαφορετικά πολιτικά προγράμματα και ιδεολογίες) ότι ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο ‘’για το που θα προαυλίζεται ο Δ. Κουφοντίνας’’ παρά για τη διάσωση της χώρας εν καιρώ πανδημίας. Αφενός αλλοιώνοντας τις αιτίες και τους λόγους που οδήγησαν τον Δ. Κουφοντίνα στο ύστατο μέσο της απεργίας πείνας. Αφετέρου, δικαιώνοντας το αστικό κράτος να αυτοδικήσει εις βάρος του Κουφοντίνα παίρνοντας τον ρόλο διορισμένου βιτζιλάντη.

Ακολούθως, ανερυθρίαστα ταυτίζουν όσους υποστηρίζουν τη δικαίωση των νόμιμων αιτημάτων του Κουφοντίνα με τις ιδέες και τις πράξεις του Κουφοντίνα. Επί παραδείγματι, κυβερνητικά site και μέσα ήδη στοχοποίησαν τόσο τον δικηγόρο Θανάση Καμπαγιάννη όσο και τον γιατρό επιλογής του Κουφοντίνα, Θοδωρή Ζδούκο. Κάπου εδώ το νήμα σπάει και οφείλουμε να το ξεκαθαρίσουμε μια και καλή. Ο ρόλος της δικαιοσύνης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι να αποφασίζει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Ειδικά στις χώρες όπου δόθηκαν μάχες για την κατάργηση της θανατικής ποινής, όπως η Ελλάδα. Ο ρόλος της Δημοκρατίας είναι να στέκεται υπεράνω των καταδικασθεισών πράξεων και όχι να τις υιοθετεί ως μέσα επιτήρησης και τιμωρίας. Αλλιώς, είναι δυστυχώς πολιτικά βέβαιο ότι το δημοκρατικό πολίτευμα αλλοιώνεται ή έχει ήδη αλλοιωθεί. Και τότε δεν μιλάμε καν για μια αστική δημοκρατία της Ε.Ε (με ό,τι συνεπάγεται αυτό) αλλά για ένα καθεστώς τύπου Τουρκίας που θρηνεί απεργούς πείνας εδώ και χρόνια και μακελεύει πολιτικούς κρατουμένους.

Ο θάνατος ενός απεργού πείνας στην Ελλάδα -ή η υποχρεωτική σίτισή του για την αποφυγή του θανάτου- θα είναι πέρα για πέρα ένα σφάλμα δημοκρατίας. Ξεκινώντας από τους ήδη καταδικασμένους, η αφαίρεση και απώλεια των νόμιμων δικαιωμάτων γίνεται συνήθης και για τους απλούς πολίτες, που εν τέλει αυτή είναι η ουσία που διακυβεύεται. Κανένας δημοκράτης πολίτης δεν υφίσταται να θέλει να σηκώσει στις πλάτες του το βάρος ενός νεκρού απεργού πείνας, «ιεραρχώντας πτώματα » όπως πολύ σοφά είπε ο δικηγόρος Θανάσης Καμπαγιάννης. Αντίστοιχα, όσοι επιζητούν από το ίδιο το κράτος να πάρει τον ρόλο του βιτζιλάντη και να ρίξει την ταφόπετρα στον Δ. Κουφοντίνα με τη δικαιολογία ότι ‘’γιατί να διεκδικεί την εφαρμογή νόμων που ο ίδιος εναντιώθηκε’’, οφείλει να γίνει η υπενθύμιση ότι δεν ζούμε -ακόμα- σε μωσαϊκό νόμο, αλλά σε δημοκρατικό πολίτευμα όπου και οι καταδικασθέντες οφείλουν να έχουν νόμιμα δικαιώματα. Όλοι ανεξαιρέτως, και οι ποινικοί και οι πολιτικοί κρατούμενοι. Είναι σύμφυτο του δημοκρατικού πολιτεύματος τα νομικά δικαιώματα των φυλακισμένων.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στο σχόλιο της δημοσιογράφου Λαμπρινής Θωμά ότι πλέον «δεν είμαστε μια κοινωνία που τραγουδάει ένα τραγούδι για τον Κοεμτζή», αναφερόμενη στο τραγούδι ‘’Μακρύ Ζεμπεϊκο για το Νίκο’’ του Δ. Σαββόπουλου για τον καταδικασμένο δολοφόνο Νίκο Κοεμτζή για την υπόθεση της γνωστής ‘’Παραγγελιάς’’. Αντίστοιχα, δεν είμαστε και η κοινωνία που έχει έστω και έναν δεξιόφρονα τύπου Μάνο Χατζιδάκι να το παίζει όλη μέρα στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ αψηφώντας τον ίδιο τον Καραμανλή. Οι διαδηλώσεις υποστήριξης των αιτημάτων του Κουφοντίνα διαλύονται σε μερικά λεπτά και ήδη μετράμε δεκάδες προσαγωγές. Ακόμα και προοδευτικός κόσμος φοβάται να εκφράσει ανοιχτά την θέση του για το ζήτημα με την απειλή της στοχοποίησης. Και εδώ τίθεται το ερώτημα, τί θα γίνει εάν όντως έχουμε τον πρώτο νεκρό απεργό πείνας στην Ελλάδα; Πώς και για πόσο θα το αντέξει αυτό το πλήγμα στη δημοκρατία η νεοφιλελεύθερη δεξιά κυβέρνηση; Και πώς θα το αντέξουμε και εμείς στη δική μας -πολιτική και ηθική- συνείδηση;