Η πανδημία πληροί αδιαμφισβήτητα τις προϋποθέσεις του τραυματικού γεγονότος. Είναι κατ’ αρχάς κάτι που απωθούμε, σαν να συνέβη σε κάποιον άλλον, κάπου αλλού ή πολύ παλιά. Έπειτα το αλλοιώνουμε στην μνήμη μας, χάνοντας την πραγματική του εμπειρία, η οποία αντικαθίσταται από σημασίες πολύ χαλαρά συνδεδεμένες με εκείνες που της αποδίδαμε τότε. Πολύ πιο σημαντικά, η πανδημία άλλαξε, τουλάχιστον στην ευρύτερη σφαίρα των προοδευτικών χώρων και των κινημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης, τους τρόπους που οι άνθρωποι σκέφτονταν ο ένας για τον άλλον και σχετίζονταν ο ένας με τον άλλον. Το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Κτενά, Η Πολυθεΐα των Αξιών στην Πανδημία (εκδόσεις Πόλις), εκκινεί ακριβώς από το προσωπικό τραύμα της σύγκρουσης του συγγραφέα με τους πολιτικούς του οικείους, με τον ίδιο να αναγνωρίζει τότε την μεγάλη κρισιμότητά εκείνης της κατάστασης και να διατηρεί μια επί της αρχής θετική στάση απέναντι στα μέτρα προστασίας. Αποφασίζοντας λοιπόν να σηκώσει το πέπλο της απώθησης και της άρνησης που σκεπάζει τόσο την ίδια την πανδημία όσο και τους τρόπους που αναδιαμόρφωσε ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού φάσματος, το βιβλίο του Κτενά αποκτά μια σημασία που προσδιορίζεται πριν καν κανείς φτάσει να εξετάσει το περιεχόμενό του.

 

Υπάρχει ένας ακόμα λόγος να κολακεύσει κανείς το βιβλίο μιλώντας για την δομή και τη μορφή του. Η Πολυθεΐα των Αξιών στην Πανδημία είναι ένα δοκίμιο που υπάγεται στο ευρύ φάσμα της ηπειρωτικής φιλοσοφίας (και της κριτικής θεωρίας) – αυτό δηλαδή που καταλαβαίνουμε στην Ελλάδα όταν ακούμε τη λέξη «φιλοσοφία». Το ρεύμα αυτό αντιπαρατίθεται στην λεγόμενη αναλυτική φιλοσοφία των αγγλοαμερικάνων, η οποία βασίζεται πολύ περισσότερο στην λογική ανάλυση των προτάσεων και στην διασάφηση των εννοιών, και πολύ λιγότερο σε γοητευτικά σχήματα που έχουν την μεγαλόπνοη φιλοδοξία να εξηγήσουν ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, αν όχι τον κόσμο ολόκληρο.

 

Και τα δύο ρεύματα έχουν τα καλά τους και τα κακά τους. Το κακό της ηπειρωτικής φιλοσοφίας, παντού στον κόσμο και στην Ελλάδα που πάσχει από κρίση διανοητικής αυτοπεποίθησης ακόμα περισσότερο, είναι ότι τείνει να εκπέσει σε ένα στάτους είτε ιστορίας, είτε ερμηνευτικής της φιλοσοφίας. Ο μέσος προπτυχιακός, μεταπτυχιακός, ακόμα και διδακτορικός ή μεταδιδακτορικός φοιτητής ηπειρωτικής φιλοσοφίας επιδίδεται βασικά στο έργο της αποκωδικοποίησης των λόγων κάποιου μεσήλικα που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον 18ο αιώνα, ο οποίος ούτε λίγο-ούτε πολύ κατέχει στάτους άλλο από το ανθρώπινο, σαν να μην μπορείς να τον φανταστείς να πηγαίνει για πρωινό κατούρημα. Στην πράξη, ο μόνος τρόπος να αντιπαρατεθεί κανείς με τα επιχειρήματα αυτού του μεσήλικα είναι να αντιτείνει επιχειρήματα που ανέπτυξε κάποιος άλλος μεσήλικας εκείνου του αιώνα, άντε και καναδυό παραπίσω ή παραπέρα. Αν αυτή η δουλειά επαναληφθεί πολλές φορές, και αν από κάποιο θαύμα δώσει στον σπουδαστή φήμη και πόστο αντί για ανεργία και αλλαγή καριέρας, τότε ίσως να του επιτραπεί και να προτείνει κάτι δικό του, σε επίπεδο συστήματος ή μεθόδου, πιθανότατα λίγο πριν πεθάνει, για να πάρει η εργασία του με το καλό την σειρά της στο πάνθεο των λόγων των Άλλων, εκείνων που επιτρέπεται να έχουν δική τους φωνή.

 

Τι λείπει: ένα απλό πράγμα, το οποίο είναι μάλλον το βασικότερο στη φιλοσοφική σπουδή, και το οποίο οι αγγλοαμερικάνοι, με τα μύρια όσα ψυχαναγκαστικά τους μειονεκτήματα, έχουν κατακτήσει στο βαθμό που πρέπει – το να διαβάζει κανείς ένα επιχείρημα γραμμένο με κάποια σαφήνεια, να το σπάει στα κομμάτια του για να το καταλάβει και, αν διαφωνεί, αυτό να συμβαίνει για λόγους που έχουν να κάνουν είτε με τα αξιώματα και τους ορισμούς που περιέχει αυτό το επιχείρημα, είτε με τις λογικές του ασυνέχειες, είτε με την αντιστοιχία του με την εμπειρική πραγματικότητα· όχι για λόγους αυθεντίας. Αυτό λοιπόν το απλό πράγμα, ο Κτενάς το κάνει, και επιδεικνύοντας θάρρος, και ριψοκινδυνεύοντας ίσως μια απαξίωση για την απλότητα των συλλογισμών του – αφού γενικώς τείνουμε να πιστεύουμε ως Έλληνες ότι τίποτα απλό δεν μπορεί να είναι και έξυπνο – και τελικά σημαίνοντας κάτι πολύ σημαντικό για την όποια εγχώρια παραγωγή φιλοσοφίας: ότι δεν κάνει κακό πού και πού να σκέφτεσαι μόνος σου και από την αρχή. Το τόλμημα αυτό δεν πετυχαίνει πάντα· ο Κτενάς καταπιάνεται στις 150 σελίδες του βιβλίου του με πολλά ζητήματα, διαμάχες με τεράστιο ιστορικό και βιβλιογραφικό βάρος και προηγούμενο, και αναπόφευκτα κάποιες (λίγες) φορές η απλότητά του ενέχει και μια κάποια απλοϊκότητα. Αυτό το κόστος όμως αξίζει και με το παραπάνω, ας πούμε τις φορές που καταφέρνει να καταδείξει με έναν απολαυστικό, ανεπαίσθητα σαρκαστικό τρόπο την αφέλεια κάποιων άλλων επιχειρημάτων, τα οποία πέρασαν κάποτε για σπουδαία γιατί καλύφθηκαν από την μεγάλη σκόνη της αχρείαστης πολυπλοκότητας. Για παράδειγμα εδώ, αναφερόμενος στην επεξεργασία της ιδέας της ψευδούς συνείδησης από την Σχολή της Φρανκφούρτης:

Από το μυαλό του Horkheimer και του Adorno, πολλώ δε μάλλον εκείνο των λιγότερο απαισιόδοξων και περισσότερο ριζοσπαστών Marcuse και Benjamin, δεν φαίνεται να περνάει η ιδέα ότι ορισμένοι άνθρωποι, χωρίς να ανήκουν στην αστική τάξη, μπορεί να έχουν πλήρη επίγνωση της υπάρχουσας κατάστασης και απλώς να την αξιολογούν διαφορετικά, κρίνοντας λόγου χάρη ότι ο καπιταλισμός είναι προτιμότερος από άλλες μορφές κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης, ότι έχει προβλήματα τα οποία όμως θα λυθούν μέσα από τον δρόμο της μεταρρύθμισης ή ακόμα και ότι η ριζική ανατροπή του, παρότι θεωρητικά δίκαια, στην πράξη απαιτεί περισσότερο ρίσκο, περισσότερο χρόνο, και μεγαλύτερη δέσμευση απ’ όση οι ίδιοι επιθυμούν να διαθέσουν.

Το κυρίως επιχείρημα που αναπτύσσει το βιβλίο είναι το εξής: εκείνο που εξηγεί τις επίπονες ζυμώσεις και συγκρούσεις εντός (και εν μέρει εκτός) της Αριστεράς στην πανδημία είναι ότι διάφορες μεριές ασπάστηκαν είτε διαφορετικές αξίες, είτε διαφορετικές ερμηνείες της ίδιας αξίας. Ας πούμε, η αξία της ελευθερίας αντιπαρατέθηκε με την αξία της προστασίας της υγείας των πιο ευάλωτων, ή διαφορετικές ερμηνείες της αξίας της ελευθερίας συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Αυτό μπορεί να ακούγεται σε πρώτη φάση σαν κάτι αυτονόητο, όμως δεν είναι, αφού, ειδικά αναφορικά με την Αριστερά, αντιπαρατίθεται σε βασικά διανοητικά της θεμέλια. Εγώ ο ίδιος, αν ερωτώμουν πριν διαβάσω το βιβλίο αυτό τι είναι οι αξίες του ανθρώπου, θα έλεγα μάλλον ότι πρόκειται σχεδόν στο σύνολό τους για ένα επιφαινόμενο αφενός της κοινωνικής και ταξικής καταγωγής του, αφετέρου των σχηματισμών του Εγώ του, κυρίως αμυνών που ανέπτυξε σχετικά πρώιμα για να διαχειριστεί ασύμμετρες ψυχικές προσκλήσεις. Ο Κτενάς αντιτίθεται εξ ολοκλήρου σε αυτό το φρανκφουρτιανό σχήμα που ορίζεται από την οπτική του Μαρξ και του Φρόιντ, επιμένοντας ότι οι αξίες επηρεάζονται μεν από, δεν ανάγονται δε σε τρίτους παράγοντες. Αντίθετα, στέκουν αυτόνομα και διαμορφώνουν την στάση μας απέναντι σε μια σειρά από σημαντικά ζητήματα, διατηρώντας επομένως για τον εαυτό τους ένα μη απαλείψιμο υπόλοιπο στην εξήγηση του κόσμου.

Πλέον αυτών, ο Κτενάς, υποστηρίζει ότι οι αξίες, σε τελική ανάλυση, δεν μπορούν να ιεραρχηθούν βάσει κάποιες εξωτερικής λογικής ή κάποιου σχετικού επιχειρήματος. Αυτό συμβαίνει γιατί οι αξίες αποτελούν αξιώματα της ηθικής μας πραγματικότητας και σημεία αφετηρίας της σκέψης και της δράσης μας. Ο Κτενάς παραθέτει σχετικά τον αγαπημένο του Weber, ο οποίος υποστηρίζει, πολύ καλογραμμένα και έξυπνα, ότι αν κάποιος είναι διατεθειμένος να δεχτεί όλες τις λογικές συνέπειες μιας αξίας που υιοθετεί, τότε αυτός ο κάποιος είναι ανίκητος· κανείς δεν μπορεί να του δείξει ότι είναι λάθος, ούτε και να τον πείσει να ασπαστεί κάποια αντιβαίνουσα αξία. Δύο διαφωνούντες επί της αρχής στην ουσία δεν μπορούν να μιλήσουν καν ο ένας στον άλλον. Εντούτοις, μας λέει ο Κτενάς, κάποιες αξίες εξακολουθούν να μπορούν να είναι πιο δόκιμες από κάποιες άλλες, εντός ενός γενικότερου αξιακού συστήματος. Ας πούμε, αν κανείς υιοθετεί αξίες αντιφατικές μεταξύ τους, τότε είναι εύκολο να δείξουμε ότι κάπου σφάλλει – π.χ. για την πανδημία συγκεκριμένα, αν καμώνεται ότι νοιάζεται για την συλλογική προστασία των ευπαθών αλλά ταυτόχρονα απορρίπτει όλα τα μέτρα προστασίας τους από έναν ιο που για πολλούς από αυτούς θα αποβεί θανατηφόρος, τότε η αντίφαση μπορεί να υπογραμμίσει την ύπαρξη ενός οιωνεί αντικειμενικού σφάλματος.

Ένας άλλος τρόπος για να κρίνουμε το αξιακό σύστημα κάποιου, διαβάζουμε, είναι η διερεύνηση του αν αυτός ο κάποιος είναι ανοιχτός σε δεδομένα που θα διασαλεύσουν τις αξίες του αντί απλώς να τις επιβεβαιώσουν. Παραθέτει σχετικά ο Κτενάς τον εξίσου αγαπημένο του Καστοριάδη:

«[Ο] Καστοριάδης ορίζει την αλήθεια ως την κίνηση που διαρρηγνύει την κλειστότητα. Κλειστότητα και περιχαράκωση στις υπάρχουσες αφηγήσεις, στις κληρονομημένες απόψεις αλλά και στο επιμέρους κοινωνικό μας σύμπαν, στη φούσκα μας, στις πεπατημένες οδούς και μεθόδους σκέψεις, η οποία πρέπει να διαρρηχθεί για να συναντήσουμε το άλλο, το νέο, το διαφορετικό, το πρωτόγνωρο, το μέχρι πρότινος αδιανόητο – είτε πρόκειται για έναν ιό είτε για μια διαφορετική μορφή οργάνωσης του κόσμου».

Αυτή η μέθοδος για την αξιολόγηση των αξιών είναι, ειδικά στην γενική της έκφραση, πολύ λιγότερο πειστική, τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά. Όλοι έχουν κάποιες ακλόνητες αξίες που δεν είναι ανοιχτές σε δεδομένα ανατροπής τους, και για λόγους πρακτικούς – δεν μπορούμε να διερωτώμαστε συνέχεια για τα πάντα – και για λόγους αξιωματικούς-ηθικούς: μια τέτοια αξία για πολλούς στην Αριστερά είναι π.χ. ο αντιφασισμός. Δεν γίνεται ξεκάθαρο λοιπόν τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τις μεν αξίες από τις δε, και πώς κανείς μπορεί να γνωρίζει το μέτρο της πρέπουσας ανοιχτότητάς στην διασάλευση μιας συγκεκριμένης αξίας που υιοθετεί. Συνολικότερα μιλώντας, δεν ξέρω αν ο Κτενάς καταφέρνει τελικά να πείσει είτε για το ότι οι αξίες είναι αυταξίες, είτε για το ότι, παρ’ όλο που είναι, τα αξιακά συστήματα μπορούν υπό συνθήκες να ιεραρχηθούν σε λιγότερο και περισσότερο ευσταθή. Είμαι όμως βέβαιος ότι το ταξίδι είναι εξαιρετικά συναρπαστικό, και ότι ο Κτενάς στέκεται αφενός με στιβαρή επιχειρηματολογία, που με έκανε και εμένα να αμφισβητήσω κάποιες προϋπάρχουσες βεβαιότητές μου, και αφετέρου με διανοητική εντιμότητα. Υπό αυτήν την έννοια, θεωρώ ότι το βιβλίο έχει επάξια μια θέση δίπλα στα καλύτερα ελληνικά για το ζήτημα των αξιών.

Πάντως, παρ’ όλα τα παραπάνω επιχειρήματα, το βιβλίο το διαπνέει επίσης μια αίσθηση ότι οι αξίες δεν εξηγούν το σύνολο των διάφορων παλαβών που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε προοδευτικούς χώρους και φόρουμ. Ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων, παραδέχεται και ο ίδιος ο Κτενάς, απλά έκλεισε τα μάτια στην εμπειρική πραγματικότητα. Κάποιοι άνθρωποι, π.χ. οι νέτα-σκέτα αρνητές των εμβολίων και σκεπτικιστές του ιού, απλά δεν πίστεψαν στα σκληρά δεδομένα – κι αυτό το ζήτημα δεν είναι αξιακό κατά μείζονα τρόπο. Αυτή η αίσθηση-θέση του Κτενά, που αντανακλά σίγουρα και την δική μου, είναι βολική για όσους την υιοθετούμε. Έχει εντούτοις ένα πρόβλημα, και το πρόβλημα είναι ότι δεν αντιστοιχεί σε αυτό που συμβαίνει πραγματικά.

Προκύπτει εδώ ένα θέμα που είναι δομικό, δισεπίλυτο, και γίνεται ολοένα και πιο έντονο όσο οι βιομηχανικές επαναστάσεις διαδέχονται η μία την άλλη, και επομένως όσο η γνωσιακή εξειδίκευση αυξάνεται. Το ζήτημα είναι το εξής: όταν αποδεχόμαστε ένα επιστημονικό συμπέρασμα, αυτό που συμβαίνει δεν είναι ότι πιστεύουμε τα δεδομένα των αισθήσεών μας έτσι όπως αυτά αιχμαλωτίζουν την πραγματικότητα – εκτός αν οι άνθρωποι πιστεύουν στην Γενική Θεωρία της Σχετικότητας επειδή κάθε ένας απ’ αυτούς μέτρησε ο ίδιος την ταχύτητα ενός σώματος σε ελεύθερη πτώση ο ίδιος, ή αν πιστεύουν στα ηλεκτρόνια επειδή ο καθένας μεμονωμένα είδε τα ίχνη τους σε θαλάμους νέφωσης. Στην αντίθετη περίπτωση, η αλήθεια είναι η εξής: αναπόδραστα, στο 99,9% των περιπτώσεων, η πίστη στην επιστήμη και στον λόγο της για την πραγματικότητα είναι πίστη σε ανθρώπους και πίστη σε θεσμούς. Ίσως στο σχολείο να δοκιμάσαμε ένα-δυο πειράματα για να δούμε κάποιον νόμο των βιβλίων σε εφαρμογή αλλά, τελικά, για την πλατιά πλειοψηφία των ανθρώπων και των ζητημάτων, πρέπει να κάνουμε ένα λελογισμένο άλμα εμπιστοσύνης προς τους επιστήμονες και τους φορείς της επιστήμης για να δεχτούμε ότι η επιστήμη προσεγγίζει ορθά τον κόσμο.

Καλώς; Ε, καλώς, πώς αλλιώς να γίνει δηλαδή. Ή μάλλον περίπου καλώς, γιατί από τη στιγμή που το ζήτημα της εμπιστοσύνης διαμεσολαβεί αναπόδραστα την σχέση μας με την επιστήμη, τότε η συζήτηση αποκτά και αναγκαία ψυχολογικές διαστάσεις. Γίνεται πολύ εύκολα κατανοητό, υπό αυτό το πρίσμα, το πώς μπορεί κανείς να φτάσει σε δυσπιστία απέναντι στην επιστήμη μέσα από πολλούς και ποικίλους δρόμους, ας πούμε από μια σειρά τραυματικών εμπειριών με την εξουσία. Οι άνθρωποι, γνωρίζουμε με μια κάποια βεβαιότητα, αναπτύσσουν στην παιδική τους ηλικία μηχανισμούς επιβίωσης, οι οποίοι έχουν δύο ατυχή και βασανιστικά χαρακτηριστικά: είναι αφενός μη εγνωσμένοι (δεν συνειδητοποιούμε ότι τους έχουμε), και αφετέρου εσφαλμένα γενικεύσιμοι, δηλαδή χρησιμοποιούνται και εκτός του πλαισίου που υπηρέτησαν τον σκοπό τους, καμια φορά με καταστροφικές συνέπειες. Ας πούμε: αν ο πατέρας μου ξεχνάει συνέχεια να με πάρει από το σχολείο με το αυτοκίνητο, εξυπηρετεί την επιβίωσή μου το να παίρνω ομπρέλα μαζί αν πρόκειται να βρέχει στο σχόλασμα. Αυτή η καχυποψία μου προς την εξουσία είναι ορθολογική, αλλά δυστυχώς πιθανότατα πρόκειται να με συντροφεύει για το υπόλοιπο της ζωής μου και να εφαρμόζεται και εκεί που δεν έχει ακριβώς θέση και χρησιμότητα.

Πολύ πιο σημαντικά για το θέμα μας, τα τραύματα αυτά, που κλονίζουν την εμπιστοσύνη στην επιστήμη και εκρήγνυνται σε καιρούς που αυτή επέχει θέση εξουσίας, ακριβώς κατά τη διάρκεια μιας παγκόσμιας πανδημίας δηλαδή, δεν είναι κυρίως προσωπικά· είναι συλλογικά-πολιτικά. Ας πάρουμε το παράδειγμα των μαύρων Αμερικάνων, οι οποίο κατά τεκμήριο εμβολιάστηκαν πολύ λιγότερο από τους λευκούς. Πόσο άσχετο μπορεί να είναι αυτό με το διαπιστωμένο ιστορικό κακοποίησης των μαύρων Αμερικάνων από την κυρίως λευκή επιστήμη; Πόσα χρόνια χρειάζονται για να διορθωθεί το τραύμα εμπιστοσύνης που επέφεραν πειράματα όπως αυτό του 1932 στο Tuskegee, όταν φτωχοί μαύροι Αμερικάνοι αφέθηκαν να πεθάνουν βασανιστικά από σύφιλη, ενώ αυτό ήταν καθόλα δυνατό να αποφευχθεί, για να μελετήσουν λευκοί επιστήμονες το πώς ακριβώς θα εξελισσόταν η ασθένεια και να ελέγξουν κάποιες ήδη εξωφρενικές θεωρίες; Και κατά πόσον μπορεί να κατηγορήσει κανείς τους μαύρους Αμερικάνους για την δυσπιστία τους, όταν αυτό το τραύμα όχι απλώς δεν διορθώνεται, αλλά γίνεται οξύτερο και πιο επίπονο μέσα από τις τρέχουσες ανισότητες στην αμερικάνικη κοινωνία;

Βλέπουμε λοιπόν πως, κατά κάποιον τρόπο, το ζήτημα του ψυχολογικού αναγωγισμού επιστρέφει για να μας δαγκώσει ύπουλα, και ότι το πλαίσιο των αξιών, αν κανείς επιμείνει μυωπικά σε αυτό, μπορεί να χάσει σημαντικά κομμάτια του παζλ της σχέσης κοινωνίας και επιστήμης. Το πρόβλημα δε που επισημαίνεται εδώ δεν έχει εύκολη λύση, αφού η διαμεσολάβηση της επιστήμης δεν θα σταματήσει, αντίθετα θα γίνεται ολοένα και πιο έντονη σε κάθε γενιά. Η πολυθρύλητη επικοινωνία της επιστήμης έχει περιορισμένη ισχύ, αφού και αυτή εκπηγάζει από τους επιστήμονες και δεν αποτελεί κάτι περισσότερο από έναν ακόμα αντιπρόσωπο στον κρίκο των αντιπροσώπων της – και αν εμπιστοσύνη δεν υπάρχει στον πρώτο κρίκο, τότε γιατί να υπάρχει στον δεύτερο; Η μόνη ουσιαστική λύση είναι αυτή που επιδιορθώνει καθαυτήν την εμπιστοσύνη, με πιο υπεύθυνη επιστήμη στο μέλλον, της οποίας και τα οφέλη και τις καταστροφές θα μοιράζονται πιο ισότιμα οι άνθρωποι του κόσμου. Καλή τύχη.

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ σε μια βασική θέση του Κτενά που θίχτηκε και παραπάνω: την παρότρυνσή του να είμαστε καχύποπτοι απέναντι στις θεωρίες που φαίνονται να εξηγούν τα πάντα, εκείνες που είναι έτσι στημένες ώστε να μην κάνουν συγκεκριμένες προβλέψεις, και άρα που δεν δύνανται να διαψευστούν από τίποτα. Αυτά τα κλειστά συστήματα, τα οποία δεν διαθέτουν την αρετή της διαψευσιμότητας, είναι αυτό που λέμε θεωρίες συνωμοσίας, σχήματα καταστρωμένα έτσι που να αποφεύγουν εσαεί την δοκιμασία της συνάντησης με την πραγματικότητα. Και πράγματι, η διαψευσιμότητα, με τα όσα θεωρητικά της προβλήματα, παραμένει τεράστια αρετή των ανθρώπινων θεωριών. Ειδικά δε αναφορικά με την πανδημία, ο λόγος των αρνητών των εμβολίων και των σκεπτικιστών του ιού πληρούσε πολύ συχνά αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά.

 

Πρέπει όμως, ως σκεπτόμενοι άνθρωποι της Αριστεράς, αν θέλουμε να είμαστε εμείς τώρα τίμιοι, να αναλογιστούμε και τις δικές μας ευθύνες. Να γυρίσουμε στο παρελθόν και να δούμε πόσες φορές δεξιώσαμε μη διαψεύσιμες θεωρίες στις διαδικασίες και στους συλλογικούς μας φορείς απλώς επειδή το συμπέρασμά τους ήταν αυτό που μας άρεσε. Να αναγνωρίσουμε το πόσο τεμπέληδες έχουμε υπάρξει με τη συστηματική διερεύνηση της πραγματικότητας, πόσο υποχωρήσαμε από την απαίτησή μας οι θέσεις μας να συνοδεύονται από συστηματικές εμπειρικές μελέτες, επιστημονικές μεθόδους, στατιστικές τεχνικές. Πόσες φορές βρεθήκαμε σε έναν χώρο καταφάσκοντας με κάτι που μας ακουγόταν σωστό, αδιαφορώντας για ότι και εμείς και οι συνομιλητές μας φαινόμασταν να έχουμε χάσει εντελώς τη διάκριση μεταξύ επιχειρήματος και ισχυρισμού. Και είναι φορές που σκέφτομαι ακριβώς αυτά και μοιάζω στα μάτια μου σαν έναν υποκριτή, ο οποίος παγιδευμένος σε μια αδιέξοδη μανιέρα συλλογικής σκέψης, σηκώνει το κεφάλι σοκαρισμένος όταν η μανιέρα αυτή παράγει τελικά πράγματα που δεν του αρέσουν, και κατηγορεί θυμωμένα τους άλλους για αυτό. Και καταλήγω πως τελικά ίσως να έπρεπε να είμαι, να είμαστε, λιγότερο σοκαρισμένοι και λιγότερο θυμωμένοι.

Σημείωση: οι φωτογραφίες του άρθρου έχουν αλιευθεί από σχετική συλλογή του CNN που μπορείτε να βρείτε εδώ.