Του Άλεξ Παζαΐτη

Ο Βασίλης Κωστάκης είναι ένας καθηγητής πανεπιστημίου. Όπως όλοι οι καθηγητές, διαβάζει, γράφει, συζητά και διαφωνεί για πράγματα. Για την οικονομία, την κοινωνία, την τεχνολογία. Για την κλιματική αλλαγή, την οικολογική κατάρρευση και τον κακό μας τον καιρό. Για την ιστορία, τη φιλοσοφία, την επανάσταση. Για έναν καλύτερο κόσμο. Γι’ αυτό έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο “Αλλάζοντας τον Κόσμο με μία Μπάλα”. Ένα βιβλίο για το ποδόσφαιρο. Όχι για να “μας μάθει λίγη μπαλίτσα”, αλλά γιατί θέλει να παίξουμε κι εμείς μαζί του. 

_________________________

Και πριν έρθουν διάφοροι να με “ξεμπροστιάσουν” για τη σύγκρουση συμφερόντων μου, θα ξεκινήσω λέγοντας ότι, ναι, ο Βασίλης Κωστάκης είναι από τους πιο στενούς και αγαπητούς μου συνεργάτες και φίλους. Ήταν ο βασικός μου επιβλέπων στο διδακτορικό μου, έχει υπάρξει διδάξας, μέντορας, καθοδηγητής, και πολύ ενοχλητικός στη ζωή και την καριέρα μου. Και πολλά από αυτά εξακολουθεί να παραμένει, κυρίως ενοχλητικός, και είναι εκεί κάθε φορά που χρειάζομαι κάποιον να με ενοχλήσει. 

Οπότε αυτό το κείμενο δεν είναι μία βιβλιοκριτική. Δεν έχω καμία επίφαση αμεροληψίας ή αντικειμενικότητας. Δεν θα “αξιολογήσω” το έργο και τη δουλειά του, ούτε θα προσπαθήσω να σας πείσω να το διαβάσετε. Κι αυτό γιατί, αν και δεν συμμετείχα στη συγγραφή αυτού του βιβλίου, ούτε είναι πουθενά το όνομά μου στις σελίδες του, είμαι κι εγώ μέρος της ιστορίας του, όπως και πολλοί άλλοι. Αυτό το κείμενο, λοιπόν, είναι η δική μου ιστορία, που είναι μέρος της ιστορίας του βιβλίου, όπως πιθανόν να είστε κι εσείς. 

Πολλές ιστορίες, πολύ λίγος χρόνος

Άλλο ένα βιβλίο, λοιπόν. Αν είναι κάτι που δεν σπανίζει σε αυτήν την εποχή της λιτότητας είναι οι ιστορίες. Ένας ωκεανός από βιβλία, άρθρα, συνεντεύξεις, ποντκαστς, και εξομολογήσεις. Σειρές, ταινίες, και ντοκιμαντέρ. Στόριζ στο ίνσταγκραμ, βλογκζ, τικ-τοκ, φλιγκ-φλανγκ, χλίμπιτι-χλούμπιτι και άλλα τέτοια που λέει η “νεολαία”. Και γενικά “περιεχόμενο” που ξεχύνεται μέσα στο χείμαρρο της ροής πληροφορίας που κυλάει νωχελικά μπροστά από τα μάτια μας λίγο πριν αποκοιμηθούμε από τον ξηπνητό μας λήθαργο. 

Λέγεται συχνά ότι όταν είναι όλοι τραγουδιστές, δεν υπάρχει κανείς να τους ακούει να τραγουδούν. Και είναι αλήθεια ότι όσο περισσότεροι δημιουργούν ιστορίες, τόσο λιγότερο χρόνο έχουμε να τις ακούσουμε. Για μένα, όμως, το πρόβλημα δεν είναι ποσοτικό, είναι ποιοτικό. Δεν είναι ότι είναι η πρώτη φορά που έχουμε τόσες πολλές ιστορίες στον κόσμο. Είναι η πρώτη φορά που καθόμαστε να τις μετρήσουμε. Τις μετράμε σε λέξεις, σε σελίδες, σε λεπτά. Σε πωλήσεις, σε likes & shares, σε αναδημοσιεύσεις, στο θόρυβο που προκαλούν. Και όταν σε μία ιστορία ασχολείσαι με το μέτρημα, το μέτρημα γίνεται η ιστορία

Στο τελευταίο της βιβλίο η Ναόμι Κλάιν περιγράφει τους ανθρώπους ως “πλάσματα της αφήγησης”. Ζούμε, επικοινωνούμε και νοηματοδοτούμε τις πράξεις μας μέσα από αφηγήσεις και ιστορίες. Ιστορίες που εμείς φτιάχνουμε, και ταυτόχρονα είμαστε φτιαγμένοι από ιστορίες. Γιατί στο τέλος της ημέρας, αυτό που έχει νόημα είναι η ιστορία. Αυτή είναι που φτιάχνει το ανθρώπινο. Το νόημα της ιστορίας δεν είναι να ακουστεί, να διαβαστεί, να μοιραστεί. Το νόημα είναι η ιστορία. Οπότε, πάμε να δούμε μία ιστορία για το ποδόσφαιρο. 

Η ιστορία που είναι το ποδόσφαιρο  

Ως είθισται, το βιβλίο αυτό ξεκινάει λέγοντας τί δεν είναι: 

“Δεν είναι σκοπός μου να εξηγήσω πώς ξεκίνησε το ποδόσφαιρο, τους συμβολισμούς του, ή πως τα αυταρχικά καθεστώτα χρησιμοποιούν το ποδόσφαιρο για τη νομιμοποίησή τους. Ούτε αφηγούμαι ποδοσφαιρικές ιστορίες από το παρελθόν για να δείξω ότι πριν η FIFA γίνει αυτή η διεφθαρμένη αηδία, το ποδόσφαιρο ήταν πιο αυθεντικό. Ό,τι έγινε, έγινε. Η ιστορική ματιά είναι χρήσιμη, αλλά από εδώ και πέρα τι κάνουμε;”

Οπότε, το βιβλίο αυτό δεν αφορά την ιστορία του ποδοσφαίρου. Αφορά την ιστορία που είναι το ποδόσφαιρο. Αυτό που είναι μέσα και έξω από το γήπεδο, για την κοινωνία και από την κοινωνία. Το νόημα που έχει και το νόημα που δίνει. Και κυρίως το τί κάνουμε από εδώ και πέρα. Με το ποδόσφαιρο, και με όλα τα άλλα. 

Η ιστορία του βιβλίου ξεκινάει με τον Σώκρατες, τον αρχηγό της εθνικής Βραζιλίας του 1982 που έμεινε στην ιστορία ως η καλύτερη ομάδα που δεν κέρδισε ποτέ το Παγκόσμιο Κύπελλο. Και δεν είναι τυχαίο ότι για τον Σώκρατες η νίκη δεν ήταν ο σκοπός. Γιατί το ποδόσφαιρο γι’ αυτόν ήταν τέχνη, και η τέχνη δεν έχει σκοπιμότητα τη νίκη

“[…] αυτό που είναι θεμελιώδες στην τέχνη είναι η έκφραση. Αυτό είναι τέχνη για σένα. Τώρα αν πουλήσει ή όχι δεν εξαρτάται πλέον από σένα. Δείχνεις αυτό που έχεις. Δεν είναι η νίκη που έχει σημασία. Δεν είναι η επιτυχία που έχει σημασία. Δεν είναι η ομορφιά που έχει σημασία. Είναι το περιεχόμενο που έχει σημασία”

Θα μου πείτε, ωραία ιστορία που έφτιαξε κάποιος να δικαιολογήσει την ήττα του. Και μπορεί και ο ίδιος ο Σώκρατες να μη διαφωνούσε. Η νίκη έχει την ίδια σημασία πριν και μετά το τελικό σφύριγμα. Αν είναι η νίκη αυτό που σε κινητοποιεί να τρέξεις, να ιδρώσεις, να συγκρουστείς, να πέσεις και να ξανασηκωθείς, δεν είναι ούτε η νίκη, αλλά ούτε και η ήττα που θα το αλλάξει αυτό. Για τον Σώκρατες, η νίκη δεν έχει σημασία, και είναι αυτό που έχει σημασία

Η δημιουργία νοήματος είναι κι αυτή μία μορφή τέχνης. Δεν εξυπηρετεί καμία σκοπιμότητα, είναι απλώς η έκφραση της δημιουργίας. Η δημιουργία είναι μία διεργασία που ζει στα όρια της λογικής και της παράνοιας, που πρέπει να είσαι μουρλός για να προσεγγίσεις, αλλά λογικός για να κατανοήσεις και να εξελίξεις. Συχνά αποδίδουμε στη δημιουργία μία θεϊκή και μεταφυσική προέλευση, κι όμως είναι τόσο ανθρώπινη. Είναι τόσο βαθιά χαραγμένη στον ανθρώπινο “κώδικα” και ταυτόχρονα δεν μπορεί να αποκωδικοποιηθεί, γιατί έτσι θα χάσει τη δύναμή της. Υπάρχει, για να δίνει λόγο ύπαρξης. Το νόημά της είναι να νοηματοδοτεί. 

Τί λέγαμε; Α, ναι. Για ποδόσφαιρο. Τί όχι; 

Ο Μαρξ είπε ότι ήταν οφσάιντ

Σε ένα από τα αγαπημένα μου κεφάλαια το βιβλίο περιγράφει το κωμικό σκετς των Monty Python για τους αγώνες διεθνούς φιλοσοφίας που πρωτοπροβλήθηκε το 1972:

“Ένας από τους σπουδαιότερους αγώνες όλων των εποχών έγινε τη δεκαετία του 1970 στο Μόναχο. Αναμετρήθηκαν η εθνική ομάδα φιλοσόφων της Γερμανίας και η εθνική ομάδα φιλοσόφων της Ελλάδας.” 

Με λίγα λόγια, ο αγώνας περιείχε 89 λεπτά βαθιάς περισυλλογής και στοχασμού, ομοίως από Γερμανούς και Έλληνες φιλοσόφους, μέχρι να αναφωνήσει ο Αρχιμήδης “Εύρηκα!” και να αποφασίσει να κλωτσήσει την μπάλα, που ως τότε ήταν ακίνητη στη σέντρα. Οι Έλληνες ξεχύθηκαν στην επίθεση και ο Σωκράτης σκόραρε το γκολ της νίκης. 

Οι Γερμανοί αμφισβήτησαν το γκολ. Ο Χέγκελ ισχυρίστηκε ότι “η πραγματικότητα είναι απλώς ένα a priori παράρτημα μη νατουραλιστικής ηθικής.” Ο Καντ ότι “το γκολ υπάρχει οντολογικά μόνο στη φαντασία.” Ο Μαρξ είπε ότι ήταν οφσάιντ

Αυτή, όπως και πολλές άλλες αμφιλεγόμενες απόψεις του Μαρξ είναι που τον κάνουν αναπόφευκτο, ακόμη και αν δεν είναι αλάνθαστος. Έτσι και το βιβλίο στρέφεται στην κριτική του Μαρξ στον καπιταλισμό, όχι μόνο ως σύστημα παραγωγής, αλλά ως μία ολοκληρωμένη κοινωνική μορφή. Ο καπιταλισμός καθορίζει τις σχέσεις στις οποίες στηρίζεται η ζωή και η ευημερία μας. Έτσι αναπόφευκτα εμπλέκεται και σε οτιδήποτε περαιτέρω, από την επιστήμη και την τεχνολογία, στην τέχνη, τη φιλοσοφία και το ποδόσφαιρο. 

Ο καπιταλισμός ορίζει την “κοινή λογική” για το πώς γίνονται τα πράγματα. Είναι κι αυτή μία ιστορία, που ξεκινάμε να την μαθαίνουμε από παιδιά, όταν βλέπουμε τους γονείς μας να πηγαίνουν στη δουλειά, όταν πηγαίνουμε στο σχολείο, όταν παίρνουμε βαθμούς και συναγωνιζόμαστε με τους φίλους και τις φίλες μας, όταν δίνουμε εξετάσεις, να πάμε να σπουδάσουμε, να βρούμε μία καλή δουλειά, να πάρουμε ένα σπίτι και να κάνουμε 1,2 παιδιά και ο κύκλος συνεχίζεται. Όλο αυτό είναι “κανονικό” και οτιδήποτε δεν χωράει σε αυτό, κακό του κεφαλιού του. 

Ο καπιταλισμός είναι μία μορφή κακοποιητικής σχέσης: Κυριεύει τόσο ολοκληρωτικά τη ζωή μας που ψάχνουμε σε αυτόν καταφύγιο από τη βία που μας προκαλεί ο ίδιος. Γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει συζήτηση για ένα διαφορετικό ποδόσφαιρο χωρίς να μιλήσουμε για ένα διαφορετικό σύστημα παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης. Ο Μαρξ είναι αναπόφευκτος γιατί σε κάθε συζήτηση για μία καλύτερη ζωή ο καπιταλισμός βγαίνει οφσάιντ (Καλά φοβερή ατάκα ε; Θα γίνει βάιραλ λέμε… Πού ‘σαι, Καπιτάλ; Σφύριξα κι έληξες!) 

Η εναλλακτική ανάγνωση του Μαρξ είναι ότι όλη αυτή η ιστορία του “κανονικού” είναι κατά βάθος ακριβώς αυτό: μία ιστορία, ανάμεσα στις τόσες άλλες που νοηματοδοτούν την ύπαρξή μας. Αλλά είναι η τόσο στενή σχέση αυτής της ιστορίας με την επιβίωσή μας σε αυτό το σύστημα που την κάνει τόσο κυρίαρχη. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε περισσότερες ιστορίες που να περιγράφουν μία ζωή πέρα από τον καπιταλισμό. Όχι σε κάποιο μακρινό παρελθόν ή μέλλον, αλλά στο εδώ και στο τώρα. Μία τέτοια ιστορία θέλει να μας δώσει αυτό το βιβλίο. 

Από το ποδόσφαιρο στην κοινωνία και τούμπαλιν 

Το νόημα της κάθε ιδέας, της κάθε πράξης, της κάθε σχέσης ζει και αναπαράγεται μέσα από την κοινωνία. Από τον καπιταλισμό μέχρι τη σπανακόπιτα αυτό που δίνει νόημα στις πράξεις μας είναι η συλλογική δράση και συνύπαρξη. Ο Βασίλης Κωστάκης είναι ένας καθηγητής. Ένας ακαδημαϊκός που ερευνά μία σειρά αναδυόμενων φαινομένων. Είναι κι ένας ακτιβιστής που πιστεύει σε έναν καλύτερο κόσμο και πιστεύει ότι στην έρευνά του έχει βρει ψήγματα αυτού του κόσμου. Και του αρέσει και το ποδόσφαιρο. Και αποφάσισε να πει την ιστορία του μέσα από αυτό. Γιατί αν μπορεί να υπάρξει ένα άλλο ποδόσφαιρο, μπορεί να υπάρξει και μία άλλη κοινωνία. 

Άρα, είναι (και) αυτό το βιβλίο μία σκοπιμότητα; Ένα μανιφέστο; Στρατευμένη τέχνη που στόχο έχει να “πουλήσει” την ιστορία του; Πολύ πιθανόν πολλοί να το απορρίψουν γι’ αυτό. Άλλοι μπορεί να το αγαπήσουν για τον ίδιο λόγο. Κανένα από τα δύο δεν είναι πιο “αγνή” ή “δίκαιη” αντιμετώπιση. Όπως και δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο Σώκρατες δεν νοιαζόταν για τη νίκη πριν ή αφού ηττηθεί. Ο τρόπος που περιπλέκονται οι διαφορετικές μας ιστορίες είναι αυτό που τους δίνει ουσία. Γιατί στην τέχνη, την επιστήμη, τη ζωή, όπως και στο ποδόσφαιρο, σημασία δεν έχει η νίκη. Και είναι αυτό που έχει σημασία. 

Έτσι δεν θα μάθουμε ποτέ γιατί ένας ακαδημαϊκός έγραψε ένα βιβλίο για το ποδόσφαιρο. Όλα τα παραπάνω μπορεί να φώτισαν κάποιες διαστάσεις από αυτό το διακύβευμα – ή και όχι. Μπορεί να ήταν απλά η δική μου φλυαρία για το βιβλίο που δεν σχετίζονται καν με τα κίνητρα πίσω από τη συγγραφή του. Μπορεί αυτά τα κίνητρα να μην είναι καν ξεκάθαρα στον συγγραφέα του. Το έγραψε γιατί του αρέσει το ποδόσφαιρο. Του αρέσει να παίζει μπάλα, να αλληλεπιδρά με φίλους και αντιπάλους μέσα από αυτό. Του αρέσει να μιλάει για το ποδόσφαιρο και ό,τι πάει στραβά σε αυτό, αλλά και ό,τι έχει συνεισφέρει σε αυτό που είναι ο ίδιος. Το έγραψε γιατί του αρέσει να γράφει για το ποδόσφαιρο ή για το πώς να αλλάξεις τον κόσμο. Γιατί ψάχνει τον τρόπο να ξαναπαίξει με μία μπάλα με φίλους, κυριολεκτικά, σε ένα γήπεδο, ή μεταφορικά, μέσα από το Another Football, τον οργανισμό που ιδρύθηκε σε συνέχεια αυτού του βιβλίου. Ή γιατί του αρέσει να γράφει (και να συν-ιδρύει οργανισμούς). 

Το καθένα από τα παραπάνω θα αρκούσε σαν λόγος, αλλά είναι η σύνθεση όλων αυτών που περιγράφει καλύτερα τον άνθρωπο πίσω από τον συγγραφέα. Και μπορεί να βρούμε αυτό το βιβλίο καλό ή κακό, επιτυχημένο ή αποτυχημένο, μοναδικό ή βαρετό, ευχάριστο ή απαράδεκτο. Ό,τι κι αν είναι, είναι σίγουρα ανθρώπινο. Πολύ ανθρώπινο.