Ό, τι κατέγραψα ήταν η φουρτούνα της πτώσης […]
Το σύνολο των παρόντων γίνεται παρελθόν
Μα η φθορά τους παραμένει στο παρόν
Αιμιλιανός Σιδέρης, Οδύσσειας Όμηρος
Κανείς δεν ξέρει πως φτάσαμε στα Μνημόνια, μια επινόηση κρατών για τη σωτηρία των τραπεζών και μια ανήκουστη χοντράδα για την ευρωπαϊκή πολιτική παράδοση. Αλλά, παρά το ότι ήταν χοντράδα δεν θα μπορούσε ούτε να μας διχάσει ούτε να μας ενώσει, ούτε να μας κάνει άνω-κάτω. Οι άλλοι δηλαδή πώς τα κατάφεραν; Όμως, οι δικές μας ηγεσίες, από ένα σημείο και πέρα δεν άντεχαν πλέον να κοιτάζονται στον καθρέφτη και βάλθηκαν να επιβάλουν την τύφλα τους, ως “στερνή μου γνώση” για τα βιβλία της ιστορίας. Να μην προλάβουμε να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται, να μη μπαλώσουμε τίποτα, ούτε καν να προετοιμαστούμε για τα χειρότερα. Όλα μαζί τα κατεστημένα, ενστικτωδώς, έκαναν την τρίχα τριχιά και τα χρέη θηλιά. Έτσι, που αυτό το εμβληματικό “όλοι μαζί τα φάγαμε” να μη συνιστά ομολογία ενοχής, αλλά επιταγή του βαθύτατου κράτους, έτσι που να μην ονομαστεί και να μην εικονογραφηθεί ποτέ πώς μοιράστηκαν τα “φαγωμένα”, τι πήγε στους εργαζόμενους και πόσα πήραν οι αετονύχηδες.
Εύλογα θα πει κανείς ότι κάτι τέτοιο, από την άποψη των αγορών, είναι παντελώς αδιάφορο. Όμως, από την άποψη της πολιτικής, δηλαδή το σαράκι που κατοικεί το οικοδόμημα της εξουσίας, είναι εντελώς διαφορετικά. Οι αριστεροί τότε δεν κάναμε ένα κλικ αριστερά και τρία κλίκ στο παρελθόν, τα κόμματά μας δεν προσηλώθηκαν στην καλλιέργεια μιας πολιτικής, η οποία θα κοίταζε κατάματα το, από κάθε άποψη ανιστόρητο, “δεν γίνεται αλλιώς” των αγορών, όπως και το ανήκουστο να απαιτεί μια ένωση κρατών την, υπέρ τραπεζών, περιστολή της πολιτικής αυτονομίας ενός εθνικού κράτους.
Θα μπορούσε να είχε διαπαιδαγωθεί ο λαός και, κυρίως, οι ηγεσίες του, ότι σε κάτι τέτοιες περιστάσεις προέχουν τόσο η οριοθέτηση της πολιτικής μας κοινότητας όσο και οι κληρονομιές κοινών αγαθών και κοινών τραγωδιών, τις οποίες έπρεπε να περισώσουμε. Και οποιανού δεν του άρεσε, ας έπαιρνε τη θέση-του μεταξύ “των πέρα βρέχει”, περί κοινωνικής συνοχής και κοινωνικής δικαιοσύνης και εθνικής ανεξαρτησίας. Έμεινε, όμως, ο λαός με την απορία και αρκέστηκε ο συριζαίος στο ακαταμάχητο “τόσο χάλια οι απέναντι!”
Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να είχε κάνει η Αριστερά. Τα Μνημόνια, πάντως, δεν έθρεψαν σε μια πολιτική διαμάχη μεταξύ ιδεολογικο-πολιτικών χώρων και παρατάξεων αλλά βύθισαν την πολιτική μας ζωή σε μια διεστραμμένη σύγκρουση “καλών και κακών”, την οποία κερδίζουν πάντα οι “κακοί”. Και η Αριστερά, με το λίγο που της αναλογούσε και μπορούσε να διεκδικήσει, δεν καθόρισε στα μέτρα της τα επίδικα, αλλά αρκέστηκε στα πασοκσίδικα, “περιμένουμε να πέσουν τα ώριμα φρούτα”. Δεν επινόησε κάποιον τρόπο –υπογράμμιση: τρόπο όχι πρόγραμμα– για το πως θα σχεδιάζει και θα ασκεί πολιτικές εν ονόματι των πολλών, μέσα στην καταστροφή και από το εσωτερικό της καταστροφής, την οποία θα έπρεπε εγκαίρως να έχει βαφτίσει αναλόγως. Αυτή είναι η κληρονομιά της Αριστεράς για τα δύσκολα και όχι όλοι μαζί στα κάγκελα με ένα “ό,τι να ‘ναι πρόγραμμα Δραγασάκη” και εξυπνάδες με νταούλια και ζουρνάδες.
Η διαχείριση της χρεοκοπημένης Ελλάδας, που εκχωρήθηκε σε ξένους και τους ντόπιους, έπληξε μια καίρια περιοχή του πολιτικού. Έθεσε, δηλαδή, εν αμφιβόλω την αρμοδιότητά του να σχεδιάζει, να ασκεί πολιτικές και να ορίζει τον κοινωνικό τους προσανατολισμό. Η στάση των δανειστών –και επ’ ουδενί “εταίρων”– ήταν η επίκληση του κανόνα της αγοράς, ωσάν να επρόκειτο για κρατικό νόμο ή έννομη σύμβαση μεταξύ κρατών. Και εμείς, πάλι δεν καταλάβαμε την έκθλιψη της κατεστημένης δυστροπίας των παλιομοδίτικων εθνικών κρατών έναντι των κομισάριων της ΕΕ[.] και, από μία αριστερή σκοπιά και των προλετάριων που δεν έχουν πατρίδα, πάλι δεν λογαριάσαμε την αντιφατικότητα της σχέσης κράτους-πολιτικής νέτα-σκέτα, ιδίως μάλιστα απέναντι σε κράτη και ενώσεις κρατών που δεν το ‘χαν σε τίποτα να νταλαβερίζονται με το Κατάρ.
Έτσι κατέληξε στην τάξη του αδιαβάθμητου, δηλαδή στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας, η διεργασία του πολιτικού, όπου αναδύονται λόγοι και δράσεις από το εσωτερικό των αντιφάσεων που μας καθορίζουν. Αντιφάσεις που τις κατασκευάζουμε μόνοι μας, γιατί έτσι γουστάρουμε αγώνες αντί για την ησυχία μας, γιατί διαλέξαμε, μετά λόγου γνώσεως, το κόστος της Ενωμένης Ευρώπης, γνωρίζοντας τι σημαίνει άνισα εθνικά κράτη να “παίζουν τις κουμπάρες” και τους ισότιμους εταίρους. Αντ’ αυτού, ο δικομματισμός είχε μπει για δεκαετίες στον αυτόματο πιλότο και της ΕΕ –εκτός από αυτόν του ΝΑΤΟ, ξεπατικώνοντας συνταγές εκσυγχρονισμού και φιλελευθερισμού και καθιστώντας την αυτονομία του πολιτικού ανέκδοτο περί “ισχυρής Ελλάδας.”
Στο μεταξύ, ανεπίγνωτα, είχε εκτοπιστεί από τα πόστα της ΕΕ η διπλωματία, απ’ όπου την ξαπέστειλαν οι δεξαμενές σκέψης. Μόνο κάτι συνταξιούχοι πρώην διπλωμάτες, πρώην σταθμάρχες και στρατάρχες με θητεία στο ΝΑΤΟ, πρώην στελέχη τραπεζών χώθηκαν στις δεξαμενές σκέψης να στοχάζονται. Και οι Επίτροποι, που δεν τους φαινόταν καθόλου, είχαν ήδη εξουδετερώσει το ενδεχόμενο του ατυχήματος. Ό,τι δεν περνούσε από τα δημοψηφίσματα, το έστελνε στα πειθήνια εθνικά κοινοβούλια των απείθαρχων λαών. Τέλος καλό, όλα καλά, με κεκτημένο πλέον τη λιγότερη δημοκρατία, τις απειλές και την αδιαφάνεια στην ΕΕ. Τέτοια θεσμική διαύγεια, τώρα που την ξαναβλέπουμε, όντως “το Κατάρ είναι η κορυφή του παγόβουνου”, που λέει κι ο Παπαδημούλης. Δηλαδή, αν αυτό είναι η κορυφή, το παγόβουνο τι σόι πράμα είναι; Αυτό δεν μας το λέει, ούτε θα το μάθουμε ποτέ.
Ούτε κι εμείς μπορούμε να διανοηθούμε το ακατονόμαστο. Γιαυτό, ελέω συγγνωστής τύφλας, είχαν δίκιο οι δικοί μας τότε με τα Μνημόνια, όταν λέγανε, αρχή-αρχή, σιγά το Μνημόνιο. Κάτι σαν πρόγραμμα σωτηρίας, κάτι σαν συμφωνία, κάτι θα δούμε αργότερα βρε παιδιά, ένα νομικό σουρωτήρι ήταν, που έμπαζε από παντού. Είχαμε κι ένα βαρβάτο Σύνταγμα για κρατιόμαστε. Εκτός κι αν –που δεν υπήρχε περίπτωση– αλλιώς αποφάσιζε το ΣτΕ και ο Άρειος, ο Παπούλιας, ο Παυλόπουλος και η Σακελλαροπούλου.
Και ορθώς το κατάλαβε έτσι ο Γ. Παπανδρέου –από τζάκι που έκλεισε έναν αιώνα στο κουρμπέτι. Δεν έσφαλε πολύ ο Χρυσοχοΐδης που δεν το διάβασε, ούτε αυτοί που το ψήφισαν στο “βλέποντας και κάνοντας”. Όλοι τους είχαν μάθει την απάτη των “πακέτων και των ολοκληρωμένων προγραμμάτων”, το δόγμα “του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει” και την κουτοπονηριά “ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος”.
Το μόνο που δεν ήξερε ο Παπανδρέου ήταν ότι η Γερμανία δεν ήταν σαν εκείνην την παλιά γνωστή του παππού του, την Αγγλία της αμοιβαίας μαϊμουνιάς, της ανεκτικής διπλωματίας που πουλάει ο ένας τη μάνα του στον άλλο, αρκεί να μείνουν φίλοι-φίλοι καρυοφύλλι και σύμμαχοι στην Κύπρο. Και αν δεν είχε εκπαραθυρώσει τον Σημίτη, θα ήξερε ο Παπανδρέου ότι Μέρκελ δεν είναι Ελισάβετ. Είχε και τον Σόιμπλε να λέει “τόσα φορτωθήκαμε στην ιστορία, δεν στήνουμε μια Τρόικα, να ξεχάσουν εμάς που τα παίρνουμε και να θυμούνται αυτό το-χωρίς-όνομα που θα τα εισπράττει;”
Τάχατες, δεν είχαν την τεχνογνωσία οι ευρωπαϊκές δεξαμενές και ούτε που το κατάλαβαν πως πέσαμε στο πηγάδι με τα δάνεια. Έβαλαν στο παιχνίδι το ΔΝΤ, μια μηχανή εκπαιδευμένη σε χρεοκοπημένες πρώην αποικίες, να ‘σου και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα να τη χαιρόμαστε, σύνολο τρεις, ίσον κανένας, δηλαδή Τρόικα. Και ιδού ο μασκαράς, αν και “νομικό πρόσωπο κατά λάθος”, αξίωνε νομιμοφροσύνη από ένα κυρίαρχο κράτος, με τις πλάτες των άλλων εθνικιστικών κρατών, που κρύφτηκαν στα βρακιά της Τρόικας και φρόντιζαν από εκεί τα δικά τους δάνεια –κράτη είμαστε, σου λέει ο Ρέτζι και ο Ολάντ, δεν ξέρεις τι γίνεται, ας μην φαινόμαστε. Με αυτόν τον τρόπο έγιναν οι διαπραγματεύσεις μέχρι το 2015, μεταξύ ενός τάχατες νομικού προσώπου, που εξασφάλιζε, με τις πλάτες εταίρων-κρατών, το ακαταλόγιστο και ενός τάχατες ανεξάρτητου κράτους. Και μετά το 2015, μεταξύ μιας ξετσίπωτης μασκαρεμένης αποικιοκρατίας και ενός κράτους “γαμώ την ατυχία μου, έτσι που μπλέξαμε”.
Κανείς δεν θυμάται πλέον τα κράτη και τα ονόματά τους. Αυτή ήταν μια από τις ιδιάζουσες λειτουργίες της Τρόικα: “όχι εμείς το τάδε και το δείνα κράτος με τις πατροπαράδοτες φιλίες και τις διμερείς αγκαλιές. Κανείς δεν διανοήθηκε ποτέ την Ελλάδα εκτός του Ευρώ.” Τέτοια έλεγαν, ώστε να μην έχουν οι Έλληνες ονόματα να σκεφτούνε τα πράγματα και τα πράγματα να μείνουν χωρίς ονόματα στην ιστορία. Κι αν ήταν έτσι, πώς και θα πέφταμε κάθε τόσο στα βράχια και και ποιός Κανένας(;) θα μας έδιωχναν από την Ευρωζώνη; Κανείς δεν μας απάντησε , αλλά άφησαν πίσω τους ένα τοξικό κουρνιαχτό: μόνοι σας, “με κρυφές ατζέντες θα Φεύγατε Ευρώπη”, αλλά σιγά που θα σας αφήναμε να φύγετε. Και τώρα ξεχάστε, ακόμα, ότι το Μνημόνιο υπήρξε προϊόν εφιαλτικών εκβιασμών. Ένα απλό στρατήγημα ήταν των δεξαμενών, δηλαδή “θα δεις τι θα πάθεις, αν δεν κάτσεις να πάθεις για να μάθεις…”
Τέτοια έλεγαν οι τροϊκανοί παιδονόμοι και μάλιστα σε μια περίοδο που ο Κ. Καραμανλής και ο Γ. Παπανδρέου είχαν στα σκαριά μεγάλης κλίμακας και ανάλογης νεοφιλελεύθερης λογικής μεταρρυθμίσεις. Όμως, σιγά που θα περίμεναν οι εταίροι/κράτοι και οι εταίρες/τράπεζες. Υπονόμευσαν τον Καραμανλή μέσω Σαμαρά και τον έστειλαν στα πάνω δεξιά θεωρεία των μουγκών πρώην πρωθυπουργών. Αποστράγγισαν τις εκσυγχρονιστικές εκλάμψεις του Παπανδρέου μέσω Βενιζέλου, και τον έστειλαν να κόβει βόλτες στην Σοσιαλιστική Διεθνή.
Το παλιό, ανθρώπινο, λιγάκι κορδωμένο αλλά στα μέτρα μας πολιτικό κατεστημένο, τα συμφέροντα γενικώς και ειδικώς τα συγκροτήματα, σύμπας ο κόσμος των ισχυρών αιφνιδιάστηκε και χαώθηκε κάπως με τόσο λαό να ξημεροβραδιάζεται στους δρόμους. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν δει διαδήλωση, οι ξεχασιάρηδες. Και σου λέει ο ευπατρίδης Παπούλιας, “τι κάνουμε με τέτοιο χάλια λαό στο δρόμο; Πάμε Ευρώπη; Και δεν πάμε!” Έκαναν την βλακεία, πήγε ο δικοματισμός στον Σόιμπλε και του λέει “άκου να δεις, που μας χρωστάτε κι από την Κατοχή, αν δεν είμαστε εμείς στα πράγματα θα έρθουν κάτι περίεργοι. Θα πάρουν, όσα είναι να πάρετε εσείς”. Τι να κάνει; Ψέλλισε ο φιλέλλην: “αν είναι να έρθουν οι κομμουνισταί, που μπορεί να κρύβουν και τζιχαντισταί ή τίποτα σαλταδόροι στις τάξεις τους, μείνετε στα πράγματα εσείς αλλά ήσυχα. Παιδιά είστε, δεν λέω! Αλλά σοβαρευτείτε επιτέλους, γαμώ την τύχη μου, με ‘σάς που έμπλεξα!”
Ήταν η πρώτη και μοναδική συμφωνία που τήρησε το χωρίς-όνομα. Αλλά πώς να εφαρμόσει ο Σαμαράς συμφωνία, με τον λαό στους δρόμους; Και τι να ψηφίζουν μέσα στην αναμπουμπούλα οι ψεκασμένοι λαϊκιστές που δεν κάθισαν να τους σώσουν; Πως θα γίνουν, δηλαδή, εκλογές με το τρισχιλιετές να βολοδέρνει σαν έφηβος στις πλατείες και πως να αντιληφθούν οι πολλοί και οι ιδιοτελείς τις “προκλήσεις”; Ή, μήπως ήταν τίποτα άριστοι οι μπάχαλοι για να πιάσουν τα σημεία των καιρών και τις προειδοποιήσεις των ειδικών; Κάτι τέτοια έλεγαν οι δεξαμενές και διέδιδαν οι αναλυτές και υιοθετούσαν οι πολιτευτές. Και κατασκεύασαν έτσι έναν λαό, λες και ήταν ο στραβός που έψαχνε τον μονόφθαλμο να τον πάει κάπου. Κι όπου να’ ναι τέλος πάντων.
Πολύ το πάλεψαν οι επίτροποι, με τις δεξαμενές τους σε οργασμό σκέψης. Μια λύση ήθελαν σαν κι εκείνες που είναι μπροστά σου και δεν τις βλέπεις – είναι εκείνη η τρύπα που πέφτεις μέσα, όταν κοιτάς πολύ μακριά στον ορίζοντα, που έλεγε και ο Τιμονιέρης. Τι είχαν να χάσουν άλλωστε; Είδαν κι απόειδαν οι εταίροι, δανειστές σου λέει είμαστε, αντί να αγωνιούμε με τις δημοσκοπήσεις και τις εκλογές, ας κάνουμε μια πρόσθεση, να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο: Αν είχαμε ένα 70%, πόσο κάτω να πάει και πόσο να πάρει το κακό; 100% είναι όλο κι όλο.
Έτσι, υπό την υψηλή επιτροπεία της Τρόικα και το στενό μαρκάρισμα στις ηγεσίες, τέσσερα απολύτως διακριτά κόμματα έγιναν ένας ανερμάτιστος σωρός στις οικουμενικές κυβερνήσεις δικαστών και Σαμαρά, υπό το κράτος ανοίκειων απειλών και τα “καράβια στα βράχια”. Και με τρικυμίες εν κρανίω, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΔΗΜΑΡ, ΛΑΟΣ κονιορτοποιήθηκαν στους κόλπους άλαλων κυβερνήσεων, που, ενώ δεν ήξεραν τι τους ξημερώνει, ήθελαν να αναγνωριστούν ως φερέγγυο πολιτικό κατεστημένο. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ο υπαρκτός πολιτικο-ιδεολογικός πλούτος της χώρας συρρικνώθηκε –ας όψεται το ΤΙΝΑ. Τα διακριτά, ανταγωνιστικά και εναλλακτικά πολιτικά σχέδια στραπατσαρίστηκαν. Τα εδραιωμένα πολιτικά κόμματα της διαφοράς και του εναλλακτικού ισοπεδώθηκαν κυριολεκτικά.
Και όλα αυτά, προκειμένου να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους οι τροϊκανοί, να συγχρονιστούμε κι οι εμείς προς τον μονοσήμαντο ορίζοντα του προσωρινού Μνημονίου για τα επόμενα εκατό χρόνια: “ΤΙΝΑ για τα PIGs”. Έτσι, ρευστοποίησαν το ελληνικό κομματικό σύστημα, με την ατσαλοσύνη τους στην αρχή και για την πλάκα τους κατόπιν. Έτσι, για να μάθουν οι τεμπέληδες και να ξεστραβωθούν οι αόματοι, ξεφούρνιζαν τις χαζομάρες οι αθεόφοβες δεξαμενές στην Ελλάδα και την Ευρώπη –μαζί, εναρμονισμένες και με εξασφαλισμένες χρηματοδοτήσεις, για να μην ξεχνιόμαστε.
Στην ελληνική Βουλή, εκτός από κάτι βαρεμένους εθελόδουλους καραδεξιούς, κανείς δεν ήθελε να ψηφίσει αυτό που ψήφιζε. Φοβισμένοι οι βουλευτές φοβέριζαν τον σαστισμένο λαό. Και στο βάθος ο ΣΥΡΙΖΑ. Κανείς δεν πίστευε ότι ήταν ικανός να κάνει “ρεσάλτο” για την κατάληψη του Μαξίμου. Το ξεφούρνισε όμως ο Βενιζέλος. Άλλο που δεν ήθελαν κι οι δεξιοί, έχαψαν το παραμύθι του συνταγματολόγου και το μετέτρεψαν σε ολόκληρη απειλή κατά του καθεστώτος. Έκτοτε, ξορκίζουν ακατάπαυστα το κακό που ήρθε από το πουθενά του 3%. Αλλά επειδή τα ξόρκια δεν απέχουν πολύ από τις χαζομάρες, μέχρι το 2015 το Μαξίμου άδειασε από τους συνήθεις ενοίκους του, είδε φως ο Τσίπρας και μπήκε.
Όμως, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ορθώθηκαν παράξενα τείχη και στέριωσαν κάτι περίεργες πολιτικές διαιρέσεις. Το απείρου ανωριμότητας πολιτικό σύστημα, χωρίς στοιχειώδη αυτονομία, εις δόξαν του Παπούλια, και στοιχειώδεις μηχανισμούς αυτορρύθμισης, εις δόξαν του Παυλόπουλου, ομολόγησε, με τα τα λόγια του Ρασούλη, “από περιέργεια υπάρχω κι από καλαμπαλίκι”. Έτσι, άνοιξαν τις πύλες της κολάσεως, ήρθε και εγκαταστάθηκε στο εσωτερικό του αβαθούς πολιτικού μας δικομματισμού, με τις μνημειώδης μάχες πλαστικών σημαιών, μια καινοφανής αναφορά, το Μνημόνιο, που κατάντησε τις προϋπάρχουσες διαφορές είδωλα του εαυτού τους.
Μια φορά χρειάστηκε να ρωτήσει ο πρόεδρος δημοκρατίας το ΚΚΕ και δεν το έκανε. Γιαυτό οι πολιτικοί δεν έμαθαν ποτέ ότι επρόκειτο περί χοντροκομμένης απάτης, η οποία δεν ήταν καθόλου δυσανάγνωστη. Έτυχε και εμφανίστηκε επισήμως το 2010 για να καταδολιεύει ες αεί τους όρους της ταξικής πάλης. Μια φορά χρειάστηκε να ακούσει ο ΠτΔ τους διπλωμάτες και τους κυπατζήδες. Πάλι δεν το έκανε. Γιαυτό δεν έμαθε ότι το μόνο πράγμα που δεν αφήνεις να αγγίξει η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός είναι το βαθύ κράτος, όπου λιμνάζει ο εθνικισμός, που κατά καιρούς αντριεύει και θεριεύει σε κάθε ένα από τα κράτη της ΕΕ –προεξάρχουσας της –κάτι ανάμεσα σε είμαστε υπεράνω και το άπαν του σωστού– Γερμανίας, της γνωστής και για την απέχθειά της και προς τον λαϊκισμό και τα Βαλκάνια, νοτιοανατολικά της Κροατίας.
Τόσο το ΚΚΕ και όσο και οι διπλωμάτες, οι βιβλιοθηκάριοι δηλαδή της πολιτικής μας παράδοσης, έλεγαν ότι ούτε η ταξική πάλη ούτε το αυτεξούσιο των κρατών είναι συμβατά με το Μνημόνιο. Είναι πέραν των βουλήσεων των θνητών εθναρχών, ανήκουν και λειτουργούν στις μεγάλες διάρκειες της ιστορίας, η οποία πορεύεται, χωρίς να νοιάζεται για την υστεροφημία της. Οι κυβερνώντες οφείλουν να ξέρουν ότι τα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά κράτη είναι τέτοια που είναι, ελεύθερα και προκομένα, επειδή –τρόπος του λέγειν– είχαν στα όπα-όπα την ταξική τους πάλη, δηλαδή είχαν τον φόβο του προλετάριου στο τραπέζι, μέχρι που άλλαξε γνώμη η σοσιαλδημοκρατία.
Αλλά, εμείς είμαστε αλλιώς. Δεν έχουμε τίποτα να μας υπενθυμίζει ότι, σε μια ορισμένη ευρωπαϊκή παράδοση, GR σημαίνει PIG, ούτε ότι η πολιτική κοινότητα και η ταξική πάλη, όπως ακριβώς και στην Ευρώπη, πάνε μαζί εδώ και αιώνες. Σε μια χώρα με αναρμόδιους Προέδρους, ευδοκιμούν θεοσκότεινες σκιές πρωθυπουργών που παραδίδουν στον επόμενο ένα τίποτα. Δηλαδή, για όσους ξέρουν από ταξική πάλη και εθνική ανεξαρτησία, το 2015, είχαμε μια πολιτεία με την ταξική πάλη ωσάν να ήταν ανυπόστατη και χωρίς το παραμικρό μυστικό να παραδώσει ο πρωθυπουργός που έφευγε σε αυτόν που ερχόταν.
Ένα κράτος, σαν να μην είχε ιστορικό βάθος, σαν να μην είχαν καμία αρμοδιότητα οι κυπατζήδες και οι διπλωμάτες, οι θυσαυροφύλακες και οι αρχειοφύλακες. Αυτοί που ξεσκονίζουν σχέδια, αχρείαστα να είναι, για την ενέργεια, τις επικοινωνίες, το ποια βουνά θα διασχίσει ο σιδηρόδρομος και που θα στηθούν αεροδρόμια, την επισιτιστική ασφάλεια, τις δημογραφικές ανισορροπίες, τον γεωγραφικό επιμερισμό πληθυσμού και οικονομικών δραστηριοτήτων, αυτοί που φακελώνουν τους εσωτερικούς εχθρούς και τα καπρίτσια των έξω…
Ο Σαμαράς, κολλημένος στο ερώτημα των Περσών περί της ελληνικότητας της Μακεδονίας, δεν είχε τίποτα να αφήσει πίσω του, από αυτά που είναι στην αρμοδιότητα του βαθύτατου κράτους, δηλαδή εθνική ασφάλεια, επικοινωνίες και ενέργεια, έλεγχος των κοινών και των δημόσιων αγαθών, δημογραφική και κοινωνική ευστάθεια, οριοθέτηση έναντι των φίλων και των εχθρών.
Μια χώρα τρύπα στη Γεωγραφία, που έλεγε κι ο Νιόνιος, είδαν όσοι παρέστησαν στην ορκωμοσία Τσίπρα, ο οποίος μιλούσε σαν να μην του είπε τίποτα ο Σαμαράς. Οι δεξαμενές που πιάνουν πουλιά στο αέρα, δεν είχαν να διαβάζουν δα και βουλωμένα γράμματα. Αλλά πούλησαν ακριβά το προφανές ως εργώδη τους ανακάλυψη: ένα τίποτα δόθηκε από τη μια κυβέρνηση στην άλλη. Μπορεί, σκέφτηκαν, να ξαναπιάσουν ετούτοι το χούι του δικομματισμού, ας περιμένουμε. Και πράγματι, ο εκπεσών δικομματισμός αντί να ενημερώσει τον πρωθυπουργό και να βάζει πλάτη αντί για τρικλοποδιές, άρχισε τα βιολιά περί Μαδούρο, Πούτιν, βορειοκορέας, μουλάδες και ξέφραγα αμπέλια, αλλά και προτροπές στους πλούσιους να πάρουν τα λεφτά τους και να τ’ ασφαλίσουν, αφορολόγητα, στον Παναμά.
Και σου ξαναλέει ο δεξαμενής: μήπως να το κάνουμε μια αριστερή παρένθεση; μήπως είναι και μια ευκαιρία να βάλουν μυαλό οι αριστεροί;
[συνεχίζεται]