Η πρόσκληση για το δείπνο των G20 απεστάλη από την ινδή πρόεδρο, Ντρουπάντι Μουρμού, αναφέροντάς την ως “Πρόεδρο της Μπαράτ”. Το φυλλάδιο που μοιράστηκε στους ξένους διπλωμάτες, για την ίδια συνάντηση κορυφής, αναφέρεται στην χώρα ως “Μπαράτ, η Μητέρα της Δημοκρατίας”. Στην Ινδονησία, στα επίσημα ινδικά έγγραφα, για την επίσκεψή του, ο Μόντι αναφέρεται, επίσης, ως “Πρωθυπουργός της Μπαράτ”. Οι αλλαγές, όλες μες στο δεκαήμερο που πέρασε, ήταν η έναρξη ενός κύκλου δημοσιευμάτων διεθνώς και μιας ευρύτατης, πρωτοσέλιδης και τηλε-πολύωρης κουβέντας στην ίδια την Ινδία. Ή Μπαράτ.

Και τα δύο ονόματα αναφέρονται, ως επίσημα της χώρας, στο πρώτο άρθρο του Συντάγματός της, μετά την απελευθέρωση. Με το πρώτο, Ινδία, είναι γνωστή στη Δύση ελέω Γεωγραφίας του Ηροδότου – ο οποίος δανείζεται από τους Πέρσες το όνομα και το ελληνοποιεί-, όπως και οι κάτοικοί της, οι Ινδοί. Η Ινδική, η Ινδία, η χώρα πέραν του Ινδού Ποταμού, όλη η γη νοτίως της Περσίας για τον Ηρόδοτο, γίνεται India στη λατινική. Και τα δύο ονόματα βρίσκονται στις, πολλές φορές διπλές, ονομασίες μεγάλων οργανισμών, τραπεζών, σιδηροδρόμων…

Το όνομα της χώρας, το αρχαίο, στη δική της γλώσσα, είναι Μπαράτ(α), όπως ΜαχαΜπαράτα. Είναι “Μπαράτα, η χώρα από τη θάλασσα του νότου ως τις χιονισμένες κορφές του βορρά”. Αναφέρεται στη Ριγκβέδα, το αρχαιότερο σωζόμενο βεδικό σανσκριτικό κείμενο. Και, με το ίδιο όνομα αναφέρεται στη Μαχαμπαράτα, το θρυλικό ινδικό έπος, ο λαός που προήλθε από τους απογόνους του Ντουσιγιάντα και τον βασιληά Μπαράτ. Το όνομα Μπαράτα-βάρσα (γη της Μπαράτα) χαρακτηρίζει την, για μας, Ινδία, στα δικά της ιστορικά και ιερά κείμενα, και είναι το όνομα το οποίο χρησιμοποιείται για την Ινδία στην εσπεράντο. Από κει και η λέξη Μπα(χ)αρατ, μπαχάρια, των “εδώδιμων αποικιακών” της πρωτης εποχής της εκμετάλλευσης. Στην ασιατική περιοχή της Μεσογείου μπαχαράτ, μάλιστα, είναι συγκεκριμένο μείγμα μπαχαρικών, πολύ κοντά στα ινδικά κάρυ. Αν και οι ιστορικές πληροφορίες δεν καταλαμβάνουν συνήθως τόσο χώρο σε αναλύσεις των παρόντων, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι απαραίτητες για να αναλυθεί το “Πρόεδρος της Μπαράτ”, ξαφνικά και ενόψει G20. Κι αυτό γιατί η συγκεκριμένη αλλαγή στην επίσημη “γλώσσα” της χώρας αποτέλεσε πρόκληση για την αντιπολίτευση, που βλέπει σε αυτήν τον γνωστό ινδουιστικό εθνικισμό του πρωθυπουργού της χώρας, Ναρέντρα Μόντι. Από την αντιπολίτευση, που δημοσιοποίησε την πρόσκληση, μάθαμε την αλλαγή, που έφερε το θέμα στην επικαιρότητα ξανά. Γιατί, δεν είναι η πρώτη φορά. Το ζήτημα γεννιέται μαζί με την ελεύθερη Ινδία. Και οι σημαντικές “φορές” αφορούν στην εικόνα που έχει η ίδια η Ινδία για τον εαυτό της.

Η πιο πρόσφατη, και ιδιαίτερα σημαντική, που έρχεται στο νου, είναι η προσφυγή, το 2020, υπέρ του δημοσίου συμφέροντος (Public Interest Litigation, PIL), στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, ακριβώς για να καταργηθεί επισήμως το όνομα “Ινδία”, μάλιστα να αφαιρεθεί και από το Σύνταγμα, και να παραμείνει μόνο το όνομα Μπαράτ, γιατί «το Ινδία είναι κατάλοιπο της αποικιοκρατίας». Οι προσφυγές PIL είναι μια ιδιαιτερότητα του νομικού συστήματος της Ινδίας, που επιτρέπει απλοί πολίτες, που δεν έχουν καν σχέση με ένα θέμα, να μπορούν να το φέρουν στη δικαιοσύνη, εφόσον θεωρείται ή μπορεί να θεωρηθεί δημοσίου ενδιαφέροντος. Η προσφυγή απορρίφθηκε στη λογική ότι αφού στο Σύνταγμα ισχύουν και τα δύο ονόματα, δεν υπάρχει όντως ζήτημα.

Αυτή είναι, και σήμερα, η απάντηση του υπουργού Εξωτερικών της Ινδίας, ως κατεξοχήν υπεύθυνου του πρωτοκόλλου, στο ζήτημα που προέκυψε. Ομως το θέμα δεν είναι τόσο απλό. Γιατί το “Μπαράτα” δεν είναι γεωγραφικός όρος, πια. Είναι κυρίως θρησκευτικός και πολιτισμικός, που αναφέρεται στην «υπερπεριφερειακή και υποηπειρωτική επικράτεια όπου επικρατεί το Βραχμανικό σύστημα της κοινωνίας», όπως αναφέρει η η καθηγήτρια κοινωνιολογίας Κατρίν Κλεμεντίν Οχά (Clémentin-Ojha)  στην εργασία της «Η Ινδία, που είναι η Μπαράτ, Μιά χώρα Δύο ονόματα».

Να προσθέσουμε εδώ πως από τον 16ο αιώνα, οι ίδιοι οι κάτοικοι ανέφεραν την χώρα ως (Χ)Ιντουστάν, χώρα των Χίντου. Το όνομα Ινδία επικρατεί από τον 18ο αιώνα, όταν το επιλέγουν οι βρετανοί για τους αποικιοκρατικούς τους χάρτες. Η χρήση του «Ινδία», θα γράψει ο ιστορικός Ιαν Μπάροου, «υποδηλώνει αλλαγές στον τρόπο που η αποικιακή ονοματολογία» βλέπει τη χώρα «ως ενιαία, οριοθετημένη και βρετανική πολιτική επικράτεια». Το αποικιοκρατικό φορτίο του ονόματος είναι δεδομένο, αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς.

Οι εποχές της περηφάνειας;

Η προσθήκη του “Μπαράτ” στο Σύνταγμα, μαζί με το Ινδία, ήταν απόφαση του Νεχρού, που πολλές φορές χρησιμοποιούσε και τα τρία ονόματα της χώρας στο λόγο του (Ινδία, Χιντουστάν, Μπαράτα). Ομως, αξίζει να αναφέρουμε πως και τότε, στη συντακτική συνέλευση, δεν ήταν λίγες οι φωνές που ζητούσαν να είναι μόνον Μπαράτα το επίσημο όνομα της χώρας.

Ο Χάρι Βισνού Καμάθ είχε προτείνει να αναφέρεται στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος  «Η Μπαράτ, που στην αγγλική γλώσσα λέγεται Ινδία», ο Σεθ Γκοβιντ Ντας, το «Μπαράτ, γνωστή ως Ινδία στις ξένες χώρες» και ο Χαργκοβίντ Παντ, επέμενε να μπει «Μπαρατ και τίποτε άλλο». Ο αγωνιστής και σεβαστός Παντ,  μάλιστα, θα πει «Οσο για τη λέξη “Ινδία”, δεν καταλαβαίνω γιατί κάποιοι  βουλευτές την επιθυμούν τόσο πολύ. Αυτό το όνομα δόθηκε στη χώρα μας από ξένους που, έχοντας ακούσει για τα πλούτη αυτής της γης, μας έκλεψαν την ελευθερία μας για να αποκτήσουν τον πλούτο της χώρας μας. Αν, μετά από αυτά, κολλάμε στη λέξη Ινδία, σημαίνει πως δεν ντρεπόμαστε να ονομαζόμαστε με αυτήν την προσβλητική λέξη που μας επιβλήθηκε από τους ξένους ηγεμόνες».

Ήταν εποχή περηφάνειας και δικαίωσης του αγώνα, η περίοδος της σύνταξης του πρώτου συντάγματος της ελεύθερης Ινδίας. Ήταν, επίσης, η εποχή που δεκάδες πόλεις, χωριά, δρόμοι, ξαναπήραν τα ιστορικά, ινδικά τους ονόματα, για να εκδιωχθεί από παντού η βαριά βρετανική σκιά.

Μια ανάλογη περίοδο περηφάνειας περνά, ειδικά φέτος, η Ινδία. Για όποιον παρακολουθεί τα τοπικά ειδησεογραφικά μέσα, είναι σαφές και ξεκάθαρο. Η αναβάθμισή της σε διεθνή ρυθμιστικό παράγοντα, μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η πληθυσμιακή της πρωτιά, η αποστολή στη Σελήνη, η μεγάλη ανάπτυξη της οικονομίας, η έλευση των ξένων εταιριών, οι συμφωνίες με ΗΠΑ και Ρωσία, η θέση στους BRICS, όλα καταγράφονται ως “η χώρα παίρνει την θέση που της αξίζει στον παγκόσμιο χάρτη” από τα ινδικά μέσα (μόνον τα συστημικά είμαι σε θέση να παρακολουθώ καθημερινά, όμως, τα οποία ελέγχει συντριπτικά ο Μόντι). Γι αυτό και έχουν μπει και άλλα ζητήματα, πολύ δύσκολης εφαρμογής, αλλά ενδεικτικά, μεταξύ των οποίων και η αντικατάσταση της αγγλικής από τα χίντου (“είναι η πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά την νέα πληθυσμιακή μας θέση”, θα πουν παρουσιαστές των ειδήσεων). Από ότι φαίνεται, μαζί με αυτά, το θέμα των παραδοσιακών ονομάτων και της εξάλειψης κάθε αποικιοκρατικού σημαδιού, επανέρχεται δριμύτερο – ή το επαναφέρουν δριμύτερο. Για κάποιους μπορεί να έχει χαρακτήρα απελευθερωτικό. Όχι όμως για το Μόντι, κι εκεί είναι το πρόβλημα. Εκείνος επιθυμεί να απαγάγει την υπερηφάνεια, και να την μετατρέψει σε ακόμη αγριότερο εθνικισμό.

Εν ονόματι του ρατσισμού;

Η στάση του Μόντι, που το κόμμα του λέγεται Λαϊκό Κόμμα της Μπαράτ  (Bharatiya Janata Party, BJP) κι ας το μεταφράζουμε ως “Ινδικό”, και οι θέσεις του για την Ινδία δε θέλουν ανάλυση. Δικαίως έχει χαρακτηριστεί “άριστος μαθητής” των μεθόδων απαρτχάιντ του Ισραήλ, μόνο που αυτός τις εφαρμόζει στους ινδούς μουσουλμάνους. Και, γι αυτό, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση και η προτίμησή του στο ιστορικό όνομα. Οι θέσεις του, ολοφάνετα, εκφράζονται πολύ καλύτερα από το όνομα “Μπαράτ”, με τις θρησκευτικές αναφορές “καθαρότητας”, που δε χωρά μουσουλμάνους, χριστιανούς κι άλλους “μη Μπαρατ” αλλά Ινδούς. Όσο κι αν το όνομα Ινδία όντως κουβαλάει αποικιοκρατικές μνήμες, και, σύμφωνα με το BJP “είναι σύμβολο της σκλαβιάς”, παράλληλα έχει πιο συμπεριληπτικό χαρακτήρα.

Δεν είναι μυστικό ότι ο Μόντι επιθυμεί ένα καθαρά ινδουιστικό κράτος – με όλες τις ρατσιστικές αποχρώσεις που κουβαλάει αυτό. Όπως δεν είναι μυστικό, τουλάχιστον στην Ινδία, ότι θεωρεί πως αυτό περνάει και από τα ονόματα και έχει “αναστήσει” όλον τον παλιό, μεταποικιοκρατικό, διάλογο. Από την ημέρα που ανέλαβε την εξουσία, το 2014, οι αλλαγές ονομάτων πέφτουν σύννεφο. Πέρισυ, η κεντρική λεωφόρος του Νέου Δελχί, στην οποία γίνονται και οι παρελάσεις, μετονομάστηκε από Ρατζπατ, Βασιλική οδός, σε Καρτβίγια Πατ, Δρόμος του Καθήκοντος. To θέμα κάποτε λαμβάνει γελοίες διαστάσεις: οι μετονομασίες έφτασαν μέχρι το  “φρούτο του δράκοντα”, το dragon fruit, που ονομάστηκε επισήμως στην Ινδία Λωτός (lotus), διότι η λέξη “δράκοντας” θυμίζει, λέει, Κίνα… Ομως, οι προθέσεις του, διόλου αθώες, έγιναν εμφανέστατες στην μετονομασία της πόλης Αλλαχαμπάντ – εκ του γνωστού Αλλάχ – σε Πραγιαγραντζ, και την ετοιμασία αλλαγών στα ονόματα σαράντα ακόμη περιοχών που “τα σημερινά τους ονόματα θυμίζουν τους [μουσουλμάνους] Μογγόλους”, που κυβέρνησαν επί τρεις αιώνες την Ινδία, πριν την έλευση των αποικιοκρατών. Και, ήδη έχουν αλλάξει ονόματα δρόμοι στο κέντρο του Νέου Δελχί, που έφεραν ονόματα μογγόλων αυτοκρατόρων. Η δικαιολογία της κυβέρνησης για όλα αυτά, μέσα από τα λόγια του ίδιου του Μόντι, «να πετάξουμε έξω τα ονόματα που συντηρούν την αποικιοκρατική λογική» – εκείνο που ξέχασε να πει είναι πως ο ίδιος εντάσσει στην “αποικιοκρατική λογική” και όλα όσα θυμίζουν Ισλάμ ή την μογγολική αυτοκρατορία της Ινδίας. Αντ’ αυτού, ο τότε (2021) πρόεδρος του κόμματος στο Νέο Δελχί, Αντες Γκούπτα, ανέλαβε να εξηγήσει πως “οποιοδήποτε όνομα συνδέεται με τους Μογγόλους συμβολίζει την σκλαβιά”. Μόνο που, σε περιπτώσεις σαν του Αλλαχαμπάντ, το όνομα πια συνδέεται με τον (πλειοψηφούντα) μουσουλμανικό πληθυσμό της περιοχής, που έχει κάθε λόγο να αισθάνεται απειλούμενος – και το ίδιο θα σημάνει αν το Αχμενταμπάντ μετονομαστεί σε Καρναβάτι και η Χιντεραμπάντ σε Μπαγκυαναγκάρ, όπως συζητείται ευρέως.

Πέραν της προσκλήσεως, των διπλωματικών ανακοινώσεων κλπ, και με όλα αυτά, ειδικά την απειλή προς το μουσουλμανικό πληθυσμό, η αντιπολίτευση έχει κάθε λόγο να ανησυχεί. Ο Χαϊράν Ραμές, ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του Εθνικού Ινδικού Κογκρέσου, ερμηνεύει την πρόσκληση ως επίθεση “στην ενότητα των πολιτειών” της Ινδίας, ακριβώς γιατί το όνομα Μπαράτ το θεωρεί διχαστικό. Παράλληλα, υπενθύμισε στην κυβέρνηση πως, ως αρχικά, το όνομα Ινδία (Ινδική Εθνική Αναπτυξιακή Συμπεριληπτική Συμμαχία, Indian National Developmental Inclusive Alliance, INDIA)  – έχει μόλις υιοθετηθεί από την αντιπολιτευόμενη συνεργασία 26 κομμάτων, που οργανώθηκε ώστε να μπορέσει να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Μόντι στις εκλογές του 2024.

Ναι και στα δύο ονόματα, είναι, λοιπόν, η στάση της αντιπολίτευσης. «Έχετε ενστάσεις σε οτιδήποτε συνδέεται με την τιμή και την περηφάνεια της πατρίδας», ήταν η απάντηση του προέδρου του BJΡ, Τζ. Π. Νάντα. «Είναι φανερό πως δε σέβεστε ούτε την πατρίδα, ούτε το Σύνταγμα».

Το ζήτημα φαίνεται πως θα μπει στην κοινοβουλευτική ατζέντα, με την σύνοδο της 18ης Σεπτεμβρίου. Και είναι λογικό να κυριαρχήσει στο δημόσιο διάλογο, ειδικά εν όψει των εκλογών. Αυτό ακριβώς φαίνεται να επιδιώκει και ο Μόντι, για να συσπειρώσει το κοινό του. Σήμερα είναι ο μακροβιότερος, εκτός του Κογκρέσου, πρωθυπουργός της Ινδίας. Την περίοδο των εκλογών θα κλείνει 10 χρόνια στην εξουσία. Παρά την προσωπολατρεία (cult of personality) που εκτρέφει το κόμμα του – και μετά χαράς αποδέχεται ο ίδιος – οι φθορές είναι δεδομένες, όπως και οι αντιρρήσεις στο διχασμό τον οποίο έχει σπείρει στην ινδική κοινωνία. Ακόμη όλα να δείχνουν ότι θα κυριαρχήσει και στις εκλογές του Μαϊου του 2024, η αποδοχή του κινείται σήμερα στο 60%, αλλά ήταν 72% τον Ιανουάριο – κι η πτώση είναι μεγάλη για αυτό το διάστημα. Επίσης – κι αυτό ίσως είναι το πιο επικίνδυνο, αλλά και ο παράγοντας που λαμβάνει υπόψιν – το κατρακύλισμα της δημοτικότητας ξεκίνησε όταν τον Ιανουάριο είχε απευθυνθεί προς τα μέλη του κόμματός του, ζητώντας τους να σταματήσουν να κάνουν διακρίσεις εις βάρος των μουσουλμάνων, και από το Φεβρουάριο έκανε ανοίγματα “συμφιλίωσης” προς τους μουσουλμάνους της χώρας. Η επιβολή ενός δημόσιου διαλόγου που επικεντρώνεται σε θέματα “εθνικής υπερηφάνειας” είναι το βήμα που επιλέγει, για να αποφύγει νέες εντάσεις με τους μουσουλμάνους και τη διεθνή κοινότητα, γιατί ακριβώς απευθύνεται στις ευαισθησίες ενός ολόκληρου λαού, ώστε να επανέλθει στα πρότερα ποσοστά δημοφιλίας χωρίς να δώσει έδαφος για νέα εθνική και διεθνή κατακραυγή εναντίον του.