Σε μια πρώτη ανάγνωση το πολιτικό αδιέξοδο στο Ισραήλ δεν είναι τίποτα άλλο παρά η φυσική απόρροια της εφαρμογής της απλής αναλογικής στην εκλογική διαδικασία. Όμως, όσο βολική και αν είναι αυτή η ερμηνεία στους εγχώριους πολέμιους της απλής αναλογικής, η πραγματική αιτία για την ακυβερνησία στο Ισραήλ βρίσκεται αλλού. Το Ισραήλ, όπως και η Ελλάδα, είναι μια προεδρευόμενη δημοκρατία όπου ο πρωθυπουργός οφείλει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της εθνικής αντιπροσωπείας, της Κνεσέτ. Η τελευταία απαρτίζεται από 120 βουλευτές, συνεπώς ο μαγικός αριθμός για το σχηματισμό κυβέρνησης είναι η κατοχή 61 εδρών. Τα κόμματα στο Ισραήλ κατεβαίνουν με κοινή λίστα σε όλη την επικράτεια και, εφόσον ξεπεράσουν το όριο του 3,25%, καταλαμβάνουν όσες έδρες αναλογούν στο ποσοστό τους.

Πρακτικά, επειδή καμία λίστα δεν μπορεί να αποσπάσει το 50% των ψήφων, τις εκλογές στο Ισραήλ παραδοσιακά ακολουθούν διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμάτων. Εκεί, μετά από μια διαδικασία που θυμίζει πολύ ανατολικό παζάρι, προκύπτει μια κυβέρνηση συνεργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση οι άγραφοι κανόνες που αξιώνουν συναινετικές λύσεις δεν τηρήθηκαν. Και αυτό δε συνέβη μία, άλλα δύο συνεχόμενες φορές. Για να κατανοήσει κανείς αυτή την παρέκκλιση από την κανονικότητα οφείλει να κοιτάξει προς τις ιδιαιτερότητες των τρέχουσων ισορροπιών στη χώρα, καθώς και του προσώπου που βρίσκεται στο επίκεντρο τους, δηλαδή του πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου.

Τον περασμένο Ιούνιο ο Νετανιάχου ξεπέρασε σε χρόνο παραμονής στον πρωθυπουργικό θώκο ακόμα και τον ίδιο τον ιδρυτή του Ισραήλ, τον Δαυίδ Μπεν Γκούριον. Ένα τέτοιο κατόρθωμα υποδηλώνει σειρά αρετών, ενίοτε αμφιλεγόμενων και σκοτεινών. Αν μη τι άλλο τα τελευταία χρόνια ο Νετανιάχου είναι στο στόχαστρο του γενικού εισαγγελέα που πριν λίγες βδομάδες αποφάσισε εν τέλει την παραπομπή του για υποθέσεις διαφθοράς. Συνοπτικά ο Νετανιάχου κατηγορείται ότι εμπλέκεται στην απόπειρα εξασφάλισης ευνοϊκής κάλυψης από συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης καθώς και υστερόβουλη δωροληψία από επιχειρηματίες. Επιπρόσθετα, στενοί του συνεργάτες εμπλέκονται σε σκάνδαλο σχετιζόμενο με την εξαγορά υποβρυχίων από τη Γερμανία. Καθώς η δημόσια συζήτηση στο Ισραήλ επικεντρώθηκε στις δικαστικές έρευνες εναντίον του, ο Νετανιάχου, που παρουσίασε τον εαυτό του ως θύμα σκευωρίας και συνομωσίας, προκήρυξε τον Δεκέμβριο του 2018 εκλογές ώστε τρόπον τινά να δικαστεί και να αθωωθεί από το λαό.

Ο Νετανιάχου υπολόγιζε σε μια σχετικά άνετη νίκη καθώς η αντιπολίτευση στερείτο μιας ενωτικής ηγετικής φυσιογνωμίας. Όμως εκείνη τη στιγμή ήρθε στο προσκήνιο ο πρώην επιτελάρχης Μπένι Γκαντζ που, όπως είχαμε γράψει, έμελε να διεκδικήσει την πρωθυπουργία του Ισραήλ με αξιώσεις. Για το Νετανιάχου η υποψηφιότητα Γκαντζ δεν ήταν παρά μια επιβεβαίωση της συνομωσίας που εξύφανε εναντίον του το βαθύ κράτος και κάποια αόρατα ξένα κέντρα. Προφανώς και ο Τζόρτζ Σόρος στον οποίο ο πρωθυπουργός του Ισραήλ έχει επιτεθεί κατ’ επανάληψη με φρασεολογία εφάμιλλη των ανά τον κόσμο ακροδεξιών αντισημιτών.

Μοιραία, η προεκλογική εκστρατεία που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από πόλωση που με τη σειρά της κατέστησε αδύνατη την επίτευξη συναινέσεων στις μετεκλογικές διαπραγματεύσεις. Οι δεύτερες εκλογές ήταν ακόμα πιο τοξικές από τις πρώτες με το Νετανιάχου και τους συμμάχους του να ανταλλάσουν καθημερινά φαρμακερά βέλη με τους αντίπαλους τους. Έτσι, όταν τα αποτελέσματα και των δεύτερων εκλογών δεν έδιναν πάνω από 60 έδρες σε κανένα από τα δύο βασικά στρατόπεδα, το Ισραήλ αναπόδραστα μπήκε σε τροχιά τρίτων εκλογών. Πάρα τις δεσμεύσεις όλων να κάνουν τα πάντα προκειμένου να βρεθεί η χρυσή τομή, καμία παράταξη δεν ήταν στην πραγματικότητα διατεθειμένη για γενναίους συμβιβασμούς και έτσι φτάσαμε στην προκήρυξη τρίτων εκλογών μέσα σε 12 μήνες.

Το ερώτημα είναι σε τι αποσκοπούν οι πρωταγωνιστές και οι σύμμαχοι τους στις επόμενες εκλογές και αν αυτές θα είναι ικανές να δώσουν μια κυβέρνηση. Όλοι τους θα προσπαθήσουν να κρατήσουν τις δυνάμεις τους ευελπιστώντας σε μικρά κέρδη αν κάποια από τα πολύ μικρά κόμματα δεν ξεπεράσουν το όριο του 3,25%. Οι πρώτες δημοσκοπήσεις δείχνουν ένα ελαφρύ προβάδισμα για τον Γκαντζ αλλά το κλειδί για την εξασφάλιση κυβερνητικής πλειοψηφίας θα είναι στα χέρια είτε του ακροδεξιού Λίμπερμαν, πρώην συμμάχου και υπουργού του Νετανιάχου, είτε στην Ενιαία Λίστα των αραβικών κομμάτων.

Στο Ισραήλ υπάρχει μια συμπαγή αραβική κοινότητα τα μέλη της οποίας δεν είναι άλλα από τους απογόνους όλων εκείνων των λίγων Αράβων που δεν εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους το 1948. Τους Άραβες του Ισραήλ εκπροσωπούν μια σειρά από κόμματα που τον περασμένο Σεπτέμβριο κατέβηκαν μαζί στις εκλογές αποσπώντας 13 έδρες. Στις προγραμματισμένες για το Μάρτιο του 2020 εκλογές ίσως πετύχουν  ένα ακόμα καλύτερο αποτέλεσμα και αυτό ενδεχομένως φέρει πιο κοντά το ενδεχόμενο της έμμεσης στήριξης στον Γκαντζ μέσω ψήφου ανοχής. Αξίζει να σημειωθεί πως ένα από τα βασικά επιχειρήματα του Νετανιάχου για να κρατήσει ενωμένη τη βάση του είναι η φερόμενη προστασία του Ισραήλ από μια κυβέρνηση που θα έχει τη στήριξη των τρομοκρατών (σ.σ. Ενιαία Λίστα). Περιττό να πούμε πως κανένας δεν μπορεί στα σοβαρά να θεωρήσει τον πρώην επιτελάρχη του ισραηλινού στρατού Γκάντζ φιλοπαλαιστίνιο. Όμως έχει σε κάθε περίπτωση τη σημασία του το ό,τι το πολιτικό τέλος του Νετανιάχου μπορεί να έρθει από αυτούς που ανέκαθεν θεωρούσε 5η φάλαγγα στην Κνεσέτ μαζί, ενδεχομένως, με μια μικρή άμβλυνση της σκληρής πολιτικής απέναντι στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Όσο για τη «Συμφωνία του Αιώνα» του Τραμπ μάλλον θα χρειαστεί να μπει στο ψυγείο για αρκετούς ακόμα μήνες.