της Γεωργίας Κριεμπάρδη

Ο Χαρίλαος Τρικούπης δημοσίευσε το άρθρο του «Τίς πταίει;» στην εφημερίδα «Καιροί» στις 29 Ιουνίου του 1874 και το βασικό ερώτημα που έθεσε ήταν το εξής: «Αηδιάζοντες και αγανακτούντες και βλέποντες την γενική κατάπτωσιν των πολιτευομένων ερωτώμεν αυτούς, μη τυχόν αληθώς πταίει το Έθνος;».

«Τις πταίει;» θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος ψάχνοντας ευθύνες για την διαχείριση της πανδημίας. Σ’ αυτή τη χώρα είναι σύνηθες οι κυβερνήσεις να πετούν το μπαλάκι των ευθυνών για κάθε κακοδιαχείριση σε οποιονδήποτε άλλον πλην των ιδίων. Πάντα φταίει ο άλλος και η καυτή πατάτα φεύγει αστραπιαία από χέρια πολιτικών.

Η κατάσταση δείχνει να εκτροχιάζεται. Τα επιδημιολογικά μοντέλα δίνουν δυσοίωνες εκτιμήσεις για την πορεία της πανδημίας. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως ο τουρισμός δεν ευθύνεται για την αύξηση των κρουσμάτων. Τα επίσημα στοιχεία του ΕΟΔΥ  έχουν άλλη άποψη. Σας θυμίζει κάτι όλο αυτό; Σωστά, το περσινό καλοκαίρι. Ο υπουργός Τουρισμού δηλώνει πως για ενδεχόμενα τοπικά lockdown, ευθύνη θα έχουν οι τοπικές κοινωνίες. Στο στόχαστρο και πάλι οι πολίτες και κυβερνητική ευθύνη για άνοιγμα συνόρων, ελέγχους και χαλάρωση μέτρων ώστε να χαρούν οι τουρίστες το ελληνικό καλοκαίρι πουθενά. Όλα δείχνουν πως βρισκόμαστε μπροστά σε έναν δύσκολο χειμώνα με μία κυβέρνηση ανίκανη να πείσει ουσιαστικά τους πολίτες για εμβολιασμό και καμία ουσιαστική οχύρωση του συστήματος Υγείας.

Τα τοπικά lockdown κάνουν πρεμιέρα από το νησί της Μυκόνου, καθώς αποφασίστηκε, από την Πολιτική Προστασία, η βραδινή απαγόρευση κυκλοφορίας από τη 01:00 το βράδυ έως τις 6:00 το πρωί, ενώ απαγορεύεται η μουσική στα μαγαζιά όλο το 24ωρο. Η αιτία είναι η ανησυχητική έξαρση της πανδημίας στο νησί των Κυκλάδων και τα μέτρα αναμένεται να διαρκέσουν μέχρι τη Δευτέρα 26/7 στις 06:00 το πρωί με ενδιάμεση επαναξιολόγηση της επιδημιολογικής κατάστασης. Κάνοντας όλους να αναρωτιούνται με τι επιστημονικό κριτήριο παίρνονται οι αποφάσεις, η ευθύνη αυτή τη φορά πέφτει …στη μουσική. Κι αυτό ενώ η κυβέρνηση δεν έχει αναλάβει ακόμη καμία ευθύνη για τη διαχείριση της τουριστικής περιόδου, τη στιγμή που το πρώτο lockdown επιβάλλεται σε τουριστικό προορισμό πόλο έλξης χιλιάδων.

Για την αύξηση των κρουσμάτων και τη μερίδα των πολιτών που δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν, η κυβέρνηση επιστράτευσε ως μέθοδο πειθούς τους τοπικούς άρχοντες. Κατά βάση δημάρχους και …παπάδες. Φταίνε οι «ψεκασμένοι» ισχυριζόταν η κυβέρνηση και αντί επιστημονικών επιχειρημάτων, καταφεύγει στην εκκλησία, που πολλάκις από άμβωνας έχει καλέσει τους πολίτες να μην εμβολιαστούν, ώστε να πείσει τους δύσπιστους να εμβολιαστούν.

Η παραδοχή ότι «δεν καταφέραμε να πείσουμε τους πολίτες να εμβολιαστούν» έχει αργήσει παραπάνω από μία μέρα. Το αντιεμβολιαστικό κίνημα έχει φουντώσει με χιλιάδες πολίτες να οργανώνουν συγκεντρώσεις ανά την Ελλάδα. Συγκεντρώσεις στις οποίες πρωτοστατούν ρασοφόροι και σημαιοφόροι, κηρύσσοντας αναχρονιστικά κι επικίνδυνα αφηγήματα. Είναι οι ίδιοι γραφικοί που θα συναντούσες και στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, θα πει κάποιος. Πρόκειται για ένα ετερόκλιτο πλήθος, θα πει κάποιος άλλος. Και η κυβέρνηση νίπτει τας χείρας της. Δεν τους αναγνωρίζει ενώ σε συγκεντρώσεις για το Μακεδονικό, κυβερνητικά στελέχη και υπουργοί φωτογραφίζονταν με σημαιοφόρους και άτομα με κοινές αντιλήψεις με εκείνους που θα συναντούσες στις αντιεμβολιαστικές συγκεντρώσεις.

Από την αρχή έφταιγε ο άλλος

Η πανδημία της COVID-19 πλήττει τον πλανήτη για παραπάνω από έναν χρόνο, με καθημερινή καταγραφή εκατομμυρίων κρουσμάτων και θανάτων. Η προέλευση του ιού είναι κάτι που αφορά στους επιστήμονες. Η διαχείριση όμως της συνθήκης για την αναχαίτιση της πανδημίας είναι κάτι που μας αφορά όλους. Στην Ελλάδα, επί μήνες το σύστημα Υγείας βρίσκεται στα όρια του χωρίς να έχει δεχθεί καμία ουσιαστική ενίσχυση και με ένα προσωπικό λιγοστό κι εξαντλημένο (και λογικό). Για την κυβέρνηση, όλα βαίνουν καλώς και καλεί τουρίστες στη χώρα να απολαύσουν το Greek Summer. Κι όταν κάτι δεν πάει καλά, φταίει ο άλλος. Πάντα κάποιος άλλος.

Η ατομική ευθύνη έγινε παντιέρα της κυβέρνησης καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας. Κι ενώ το πρώτο lockdown πάρθηκε εγκαίρως και αποφεύχθηκαν εικόνες τύπου Μπέργκαμο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε εναποθέσει το σχέδιο για τη διαχείριση της πανδημίας στα χέρια των πολιτών. Η γραμμή απλή: Αν κάτι γίνεται σωστά, μπράβο μας. Αν κάτι στραβώνει, φταίτε εσείς. Τα μηνύματα της καμπάνιας «Μένουμε Σπίτι» ήταν δωρεάν, με απόφαση του υπουργού Στέλιου Πέτσα, ενώ στη συνέχεια δίνονται τα πρώτα 11 εκατομμύρια σε ΜΜΕ για να λένε στους κλεισμένους σπίτια τους πολίτες να κλειστούν σπίτι. Μηνύματα που βομβάρδιζαν καθημερινά τα αφτιά των πολιτών, ενώ εντυπωσιακό είναι ότι ο λογαριασμός γι’ αυτόν τον βομβαρδισμό στη συνέχεια θα ξεπεράσει τα 60 εκατομμύρια ευρώ, με αδιαφανή κριτήρια.

Τον καλοκαίρι του 2020 όμως και μετά από λίγο ξύλο σε πλατείες, όπως στην Αγία Παρασκευή, είναι το καλοκαίρι της «νίκης απέναντι στην πανδημία». Ως δια μαγείας, οι δηλώσεις από κυβερνητικά χείλη ότι «η Ελλάδα νίκησε τον κορωνοιό» και τα πατ-πατ στην πλάτη για το «πόσο καλά τα πήγαμε» ήταν συνεχόμενα, με την κυβέρνηση να ανοίγει σύνορα και να πουλάει Greek φιλοξενία σε τουρίστες. Αύξηση κρουσμάτων υπήρξε, αλλά γι’ αυτήν –κατά την κυβέρνηση- ευθύνονταν «οι νέοι που κάθονταν στις πλατείες και διέσπειραν τον κορονοϊό». Η στοχοποίηση που δέχτηκαν οι νέοι ήταν μεγάλη. Κι όσο οι νέοι στοχοποιούνταν, ο πρωθυπουργός έβρισκε ευκαιρίες για «στιγμές ανεμελιάς», προκαλώντας ασύστολα. Όπως και όλη η κυβέρνηση. Μια κυβέρνηση που έβαλε την εκκλησία και τις εκκλησιαστικές μαζώξεις στο απυρόβλητο. Μια κυβέρνηση που μιλούσε συνεχώς για διασπορά σε πλατείες, κάνοντας τα στραβά μάτια στα ΜΜΜ που έσφυζαν από κόσμο που πήγαινε στη δουλειά του. Για τα ΜΜΜ καμία πρόβλεψη δεν υπήρξε. Η μικρή ενίσχυση τους πέρασε απαρατήρητη.

Μετά και τον Οκτώβριο, με μία μεγαλειώδη εκκλησιαστική λειτουργία στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, τα κρούσματα αυξάνονται ραγδαία. Μα φυσικά φταίνε οι νέοι, τα περίπτερα που έδιναν μπίρες μετά τις 12 το βράδυ και σε καμία περίπτωση την παραμικρή ευθύνη δεν έφερε η όποια κυβερνητική διαχείριση. Με τα πολλά, η κυβέρνηση, οδηγώντας την χώρα σε δεύτερο lockdown τον Νοέμβριο του 2020, παραδέχεται ότι το άνοιγμα του τουρισμού αύξησε τα κρούσματα και «δεν το είχαν υπολογίσει». Ωστόσο, αυτό έγινε για το καλό της οικονομίας, όπως ισχυρίζονταν και ισχυρίζονται οι κυβερνώντες, βάζοντας στη ζυγαριά οικονομία με οποιονδήποτε άλλον παράγοντα αποφάσισαν πως «ο τουρίστας φέρνει χρήματα και πρέπει να κάνουμε κάποια θυσία».

Καραντίνα και στο βάθος υποσχέσεις για εμβόλια

Η χώρα μπαίνει σε δεύτερη καραντίνα, με πολίτες κουρασμένους από τα «φάσκω-αντιφάσκω» της κυβέρνησης. Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό εξαντλημένο διαμαρτύρεται επανειλημμένα για τη μη ενίσχυση του συστήματος Υγείας. Λιγοστό προσωπικό, απλήρωτες υπερωρίες, περιορισμένος εξοπλισμός, ΜΕΘ που λιγόστευαν ολοένα και περισσότερο, περικοπές στα χειρουργεία, ελάχιστον χώρος στα νοσοκομεία για άλλα νοσήματα: αυτή ήταν η εικόνα  του συστήματος.

Την ώρα που το κοινό εμβολιαστικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήδη από τον Ιανουάριο σημείωνε τη μία αποτυχία μετά την άλλη, με τις φαρμακευτικές εταιρείες να μην μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση και επομένως ο εμβολιασμός των πολιτών της ΕΕ να προχωρά με ρυθμούς χελώνας, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, υποσχόταν επιστροφή στην κανονικότητα το καλοκαίρι αν παραδοθούν εγκαίρως τα εμβόλια. Εμβόλια που άργησαν παραπάνω από μία μέρα και φαίνεται πως ο πρωθυπουργός υπολόγιζε χωρίς τον ξενοδόχο, χωρίς να βάλει στο κάδρο της εξίσωσης ότι η Πολιτεία όφειλε να ενημερώσει για τα εμβόλια και να πείσει τους πολίτες για εμβολιασμό. Κάτι που δεν έγινε και καμία ευθύνη δεν ανέλαβε η κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση επενδύοντας πότε στα ΜΜΕ και πότε στις αστυνομία –κάτω από το πέπλο του κορονοϊού και τον ελέγχων για την τήρηση των μέτρων- και σχεδόν καθόλου στο υγειονομικό κομμάτι, κερνούσε τους υγειονομικούς χειροκροτήματα. Έχοντας φτάσει στο καλοκαίρι του 2021, με ανοιχτό τουρισμό και τον πρωθυπουργό να υπόσχεται πως «Ιούλιο και Αύγουστο όλα θα θυμίζουν ένα φυσιολογικό καλοκαίρι», τα κρούσματα αυξάνονται ραγδαία ενώ οι εκτιμήσεις ειδικών ακόμη και για πενταπλάσιο αριθμό κρουσμάτων τρομάζουν. Η κυβέρνηση κι αυτό το καλοκαίρι επένδυσε στην οικονομία και τον τουρισμό, θέτοντας την υγειονομική ενίσχυση σε δεύτερο –στην καλύτερη περίπτωση- πλάνο.

Το εμβολιαστικό πρόγραμμα είναι ένα άλλο σημείο στην όλη διαχείριση της πανδημίας που αξίζει να σταθούμε. Εμβόλια που άργησαν να έρθουν, αντίθετα με τις αισιόδοξες εξαγγελίες της κυβέρνησης, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο η διαχείριση του εμβολιαστικού σχεδίου εγείρει ερωτηματικά. Κάποιες χώρες, κάνοντας διμερείς συμφωνίες με τις φαρμακευτικές εταιρείες, έλαβαν δόσεις νωρίτερα από άλλες και περισσότερα σκευάσματα. Ωστόσο, τα εμβόλια ήρθαν και η κυβέρνηση όφειλε να πείσει ακόμα και τους πιο δύσπιστους να εμβολιαστούν. Πώς όμως ο δύσπιστος που επί μήνες είναι κλεισμένος σπίτι του παρακολουθώντας αυτή τη διαχείριση της πανδημίας, θα πειστεί από ανθρώπους που δεν τους εμπιστεύεται ότι το εμβόλιο είναι όντως για τα προσωπικό του αλλά και το κοινό καλό; Γιατί κάποιος να ακούσει ανθρώπους που επί μήνες «παίζουν» με τα υγειονομικά μέτρα, με το αν και πότε χρειάζεται η χρήση μάσκας και τον κατηγορούν ότι διασπείρει τον ιό;

Τις πταίει;

Ας είμαστε ειλικρινείς. Ευθύνονται πολλοί παράγοντες για τη διασπορά του ιού. Πορείες, ΜΜΜ, εκκλησιαστικές λειτουργίες, κορονοπάρτι, τουρισμός. Και ατομική ευθύνη, ναι.

Η κυβερνητική ευθύνη πού είναι; Ποιος θα την αναλάβει; Η κυβέρνηση πετάει για παραπάνω από έναν χρόνο το μπαλάκι των ευθυνών της στους άλλους. Το «φταίμε κι εμείς» έχει αργήσει να έρθει παραπάνω από μία μέρα. Η παραδοχή για την κακοδιαχείριση της τουριστικής περιόδου, για τη μη ενίσχυση του συστήματος Υγείας, για την ανοχή σε επικίνδυνες μειοψηφίες που ασκούν επιρροή με σκοταδιστικά αφηγήματα και συνωμοσιολογίες έχει αργήσει παραπάνω από μία μέρα.

Τι έχει κάνει το κράτος για να προστατεύσει του πολίτες και να δώσει στους γιατρούς την δυνατότητα να αντιμετωπίσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά τα περιστατικά που παρουσιάζουν τις σπάνιες επιπλοκές του εμβολιασμού διερωτάται ο καθηγητής Αιματολογίας Γρηγόρης Γεροτζιάφας, «καρφώνοντας» την (αν)αποτελεσματικότητα του κράτους. «Η αποτελεσματικότητα του κράτους στο τεράστιο εγχείρημα του εμβολιασμού δεν κρίνεται μόνο στην μηχανοργάνωσης (που είναι υψηλότατου επιπέδου) και στην ταχύτητα του εμβολιασμού. Η αποτελεσματικότητα του κράτους και ο σεβασμός προς του πολίτες και την επιστήμη κρίνεται κάθε μέρα από την αποτροπή θανατηφόρων επιπλοκών από τον εμβολιασμό» είπε χαρακτηριστικά. Την ίδια ώρα, αναφέρθηκε στον εμβολιασμό κατά την περίοδο της κύησης σημειώνοντας ότι προφυλάσσει την μητέρα και το νεογνό, ενώ αν οι έγκυες νοσήσουν με κορονοϊό έχουν 50 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να βρεθούν σε ΜΕΘ, με τον κίνδυνο αποβολής να είναι 2-3 φορές μεγαλύτερος.

Τα δημοσιεύματα και η απουσία ευθύνης

Όταν δύο εφημερίδες δημοσίευσαν αποκαλύψεις για την ύπαρξη διπλού συστήματος καταγραφής των κρουσμάτων του κορονοϊού και ανακρίβειες στα στοιχεία που δημοσιεύονται για την πορεία της πανδημίας στη χώρα, σύσσωμοι η κυβέρνηση διά στόματος Πέτσα, η Πολιτική Προστασία διά στόματος Χαρδαλιά και ο ΕΟΔΥ μιλούσαν για fake news. Ανάληψη ευθύνης και καθαρές απαντήσεις δεν ήρθαν ποτέ. Όταν προκλήθηκε αλαλούμ το εμβόλιο της AstraZeneca, ο Βασίλης Κικίλιας έκανε λόγο για «επικοινωνιακό χαμό», θέλησε να ξεκαθαρίσει πως ήταν ενημερωμένος για την απόφαση της επιτροπής να μην συστήνει το AstraZeneca στους κάτω των 60 και είπε πως «εάν περνώντας από αυτή τη λαίλαπα του κορονοϊού η κριτική που έχουμε να δεχτούμε είναι πως δεν υπάρχει κάποιος επικοινωνιολόγος στην επιτροπή το δέχομαι» κάνοντας φανερό πως για τον ίδιο η διαχείριση της κρίσης ήταν επιτυχής και το ΕΣΥ ένας θεσμός που άντεξε.

Κι έπειτα ήρθαν τα δημοσιεύματα για το πώς λαμβάνονται αποφάσεις. Τον Απρίλιο του 2021 έγγραφα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής λοιμωξιολόγων που έρχονται στο φως της δημοσιότητας ξεγυμνώνουν για ακόμα μια φορά τον τρόπο που κυβέρνηση και επιτροπή λαμβάνουν τις αποφάσεις. Τα έγγραφα φέρνουν στην επιφάνεια τις συχνές διαφωνίες που έχουν οι ειδικοί μεταξύ τους για τις επόμενες κινήσεις, ενώ ο Σωτήρης Τσιόδρας συγκεκριμένα, εμφανίζεται αντίθετος με αρκετές από τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Στη συνεδρίαση που, μεταξύ άλλων, αφορούσε στο άνοιγμα των κέντρων αισθητικής και των δημοσίων πάρκων, φαίνεται πως εισηγήσεις κάνει η κυβέρνηση και η επιτροπή αναλαμβάνει συμβουλευτικό ρόλο εισηγούμενη προτάσεις που δεν είναι δεδομένο πως θα υιοθετηθούν από την κυβέρνηση.

Αρχές Ιουλίου του 2021 και για πίεση από ορισμένα κυβερνητικά στελέχη να δοθεί η εικόνα ότι ξεμπερδέψαμε από τον κορονοϊό, κάνει λόγο το μέλος της Επιτροπής των Εμπειρογνωμόνων και καθηγητής Δημόσιας Υγείας, Τάκης Παναγιωτόπουλος, δίνοντας ακόμα μια διάσταση πέρα από αυτή των «άνωθεν» εντολών για λήψη συγκεκριμένων μέτρων. Ο καθηγητής υποστηρίζει μάλιστα πως «κυριάρχησε αυτό το μήνυμα σε πολλά μέσα ενημέρωσης, πολύ λανθασμένα και πληρώνουμε ένα μέρος αυτή την στιγμή», χαρακτηρίζοντας «μέγα λάθος» την προσπάθεια να δοθεί ψευδής εικόνα για την πανδημία και τονίζοντας πως οι συστάσεις της Επιτροπής των Εμπειρογνωμόνων «ήταν πολύ πιο μακριά από το τελειώσαμε με τις μάσκες ή πετάμε τις μάσκες».

Η κυβέρνηση -και τα ΜΜΕ που είχαν λιβανιστεί με κάμποσα εκατομμύρια- προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν ότι μόλις φτάσουν τα εμβόλια ξεμπερδέψαμε με τον ιό. Κι ενώ το εμβολιαστικό πρόγραμμα -κυρίως στις αρχή- σημείωσε λάθη, αποτυχίες κι αστοχίες, η κυβέρνηση επέμεινε να δίνει την ψευδή εικόνα πως η άφιξη των εμβολίων αρκούσε και τα ποσοστά εμβολιασμένων θα ήταν υψηλά. Όλα τα θετικά και αισιόδοξα σενάρια ωστόσο ως δια μαγείας γίνονται το καλοκαίρι, με φόντο το άνοιγμα του τουρισμού. Μετά την πρώτη καραντίνα, δόθηκε η εικόνα ότι βλέπουμε φως στο τούνελ, το ίδιο που προσπάθησε η κυβέρνηση να κάνει και αυτή τη φορά με τα εμβόλια. Τα καμπανάκια ειδικών και τα τοπικά lockdown που είναι προ των πυρών αποδεικνύουν πως η κυβέρνηση και πάλι προσπαθούσε να δώσει μία ψευδή εικόνα της κατάστασης.

Ο πρωθυπουργός έχει χαρακτηρίσει λυπηρό το γεγονός ότι «η συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μας που νοσηλεύονται, που ασθενούν βαριά στις εντατικές μας και που δυστυχώς κάποιοι απ’ αυτούς χάνουν τη ζωή τους, είναι συμπολίτες μας οι οποίοι είναι ανεμβολίαστοι» μεταθέτοντας για άλλη μία φορά την ευθύνη σε εκείνους. Μια κυβέρνηση που αντί να πείσει με ουσιαστικά επιχειρήματα τους δύσπιστους για εμβολιασμό, δημιουργεί κοινωνικό αυτοματισμό, χωρίζοντας τους πολίτες σε δύο κατηγορίες και στερώντας δικαιώματα από τους ανεμβολίαστους. Το «φταίμε κι εμείς» της κυβέρνησης έχει αργήσει παραπάνω από μία μέρα. Για την ακρίβεια, το σωστό θα ήταν «έχουμε τη μεγαλύτερη ευθύνη» αλλά κι αυτό έχει αργήσει.