Στο ντοκιμαντέρ, ο Μπάζελ Αντρα, νεαρός Παλαιστίνιος ακτιβιστής από την Masafer Yatta, καταγράφει την σταδιακή καταστροφή του χωριού του, με τη βοήθεια του Ισραηλινού δημοσιογράφου Γιουβάλ Αμπραχάμ.

«Πριν από δύο μήνες έγινα πατέρας. Η ευχή μου είναι η κόρη μου να μη ζήσει όσα έζησα εγώ – να μην μεγαλώσει με τον διαρκή φόβο της κατεδάφισης του σπιτιού της, του βίαιου εκτοπισμού. Η κοινότητά μου, η Masafer Yatta, βιώνει αυτή τη σκληρή πραγματικότητα κάθε μέρα. Αλλά δεν σιωπά. Συνεχίζουμε ν’ αντιστεκόμαστε. Καλούμε τον κόσμο να σταματήσει την αδικία. Να βάλει τέλος στην εθνοκάθαρση του παλαιστινιακού λαού», δήλωσε ο Παλαιστίνιος σκηνοθέτης Μπάζελ Αντρα, παραλαμβάνοντας το βραβείο.

«Δημιουργήσαμε αυτή την ταινία – Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί μαζί – γιατί ξέρουμε πως όταν οι φωνές μας ενώνονται, ακούγονται πιο δυνατά. Βλέπουμε ο ένας τον άλλον. Βλέπουμε την καταστροφή της Γάζας, που πρέπει να σταματήσει. Βλέπουμε τους Ισραηλινούς ομήρους που πρέπει να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Κι όμως, ζούμε σε δύο παράλληλους κόσμους: εγώ απολαμβάνω την ελευθερία, ενώ ο Μπάζελ ζει υπό στρατιωτικό νόμο, ανήμπορος να ορίσει τη μοίρα του. Υπάρχει άλλος δρόμος, μια πολιτική λύση που αναγνωρίζει τα εθνικά δικαιώματα και των δύο λαών μας. Αλλά η εξωτερική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων τον εμποδίζει. Γιατί; Δεν βλέπετε ότι οι ζωές μας είναι αλληλένδετες; Ο λαός μου θα είναι πραγματικά ασφαλής μόνο όταν ο λαός του Μπαζέλ θα είναι πραγματικά ελεύθερος. Δεν είναι αργά για τη ζωή. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος», ανέφερε ο Ισραηλινός δημοσιογράφος Γιουβάλ Αμπραχάμ.

Το “No Other Land” είχε κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, όπου απέσπασε το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ τόσο από την κριτική επιτροπή όσο και από το κοινό. Ωστόσο, η κοινή εμφάνιση του Παλαιστινίου κινηματογραφιστή και τους Ισραηλινού δημοσιογράφου στο Βερολίνο, για να παραλάβουν το βραφείο τους, προκάλεσε αντιδράσεις από αξιωματούχους της γερμανικής κυβέρνησης και της κυβέρνησης Νετανιάχου, που τους κατηγόρησαν για … αντισημιτισμό. Μετά τη στοχοποίησή του, ο Γιουβάλ κατήγγειλε πως ο ίδιος και η οικογένειά του δέχθηκαν απειλές θανάτου από ακροδεξιούς Ισραηλινούς.

Σημειώνεται πως, παρά την επιτυχία του, το ντοκιμαντέρ παραμένει χωρίς διανομή στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τον Αμπραχάμ να καταγγέλει ότι η απουσία διανομής είναι «ξεκάθαρα πολιτική», καθώς «μιλάμε ανοιχτά για τη στρατιωτική κατοχή της Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ, και η εικόνα είναι πολύ σκληρή. Στις ΗΠΑ, η συζήτηση φαίνεται να είναι πολύ λιγότερο διαφοροποιημένη – υπάρχει πολύ μικρότερος χώρος για αυτήν την κριτική, ακόμη και όταν έρχεται μέσα από μια ταινία»

Οι δύο δημιουργοί είχαν δώσει συνέντευξη στο TPP, λίγες ημέρες πριν την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ στις ελληνικές αίθουσες.

«Είναι πολύ σκληρή η ζωή, όταν ζεις χωρίς καν τα βασικά δικαιώματα ως άνθρωπος, με ρατσισμό, δεν μπορείς να έχεις σπίτι, είναι πιο δύσκολο να έχεις καθαρό νερό για να πιεις, προσπαθούν να κλέψουν τα φώτα και τις γεννήτριες για να σε εμποδίσουν να έχεις ρεύμα μέσα στο σπίτι σου. Και όλο αυτό που κάνουν είναι να προσπαθούν να μας κλέψουν τη γη, προκειμένου να χτίσουν και να επεκτείνουν οικισμούς και φυλάκια, διωχνοντάς μας από τα σπίτια μας. Είναι πολύ φρικτό, νομίζω, για τους ανθρώπους να φανταστούν να ζουν αυτό το είδος ζωής, για δεκαετίες, από τότε που γεννήθηκαν, να ζουν αυτό το είδος ζωής, κάθε μέρα κάτω από αυτή τη βάναυση κατοχή» είχε τονίσει μιλώντας στο TPP ο Παλαιστίνος ακτιβιστής.

Ο Yuval, που αρθρογραφεί τακτικά για τα εγκλήματα της κατοχής στην Παλαιστίνη, είχε αναφέρει από την πλευρά του:

«Αυτό ξεκίνησε αφού άρχισα να μαθαίνω αραβικά στα 20 μου χρόνια, κάτι που με συνέδεσε, όχι μόνο με τον παππού μου, ο οποίος μιλούσε την αραβική γλώσσα, όντας Εβραίος από την Υεμένη, αλλά και με τους Παλαιστίνιους που ζούσα δίπλα τους όλη μου τη ζωή, αλλά δεν τους ήξερα πραγματικά. Δεν είχα μιλήσει ποτέ με κάποιον Παλαιστίνιο μέχρι τα 20 ή 21 μου. Υπήρχε πλήρης αποκλεισμός. Όταν άρχισα να μαθαίνω για το τι κάνει ο στρατός στα κατεχόμενα εδάφη και πως αυτό επιδρά στις κοινότητες, αισθάνθηκα μεγάλη ευθύνη ως Ισραηλινός να κάνω τους άλλους Ισραηλινούς να γνωρίζουν κι αυτοί. Πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω, παρόλο που τώρα, δυστυχώς, φαίνεται όλο και πιο δύσκολο, ότι πρέπει να υπάρξει μια πολιτική αλλαγή στην ισραηλινή κοινωνία και ότι στο τέλος της ημέρας ως Ισραηλινός είμαι υπεύθυνος για πολλά εγκλήματα που διαπράττονται σε καθημερινή βάση, στη Δυτική Όχθη και επίσης στη Γάζα.

Νομίζω ότι το νόημα, για μένα τουλάχιστον, του να κάνεις δημοσιογραφική δουλειά, είναι να αναγνωρίζεις την πραγματικότητα γι’ αυτό που είναι, ακόμη και αν είναι μια άσχημη πραγματικότητα, γιατί η δημοσιογραφία πρέπει να είναι αληθινή και ακριβής. Αν κάνεις δημοσιογραφική δουλειά χωρίς να αναγνωρίζεις τα πιο δραματικά γεγονότα της ζωής σε Ισραήλ και Παλαιστίνη, που είναι η ύπαρξη της στρατιωτικής κατοχής, τότε κάνεις κακή δημοσιογραφία, κατά τη γνώμη μου. Έτσι, για μένα ήταν πολύ σημαντικό, τόσο ηθικά, ως άνθρωπος, όσο και επαγγελματικά, ως δημοσιογράφος, να γράφω για αυτά τα πράγματα που είναι τόσο δραματικά και παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο στη ζωή μας».