Κάτι ωστόσο το θεατρικό σκηνικό που μέσα του είναι φυτεμένο, κάτι αυτό το πνεύμα τής ελαφρότητας (σχεδόν όπως το σκεφτόταν ο Νίτσε…) που στα μάτια μας λειτουργεί σαν σήμα κατατεθέν τής βραζιλιάνικης ψυχής, ο ξένος, ακόμη και όταν φτάνει με δικαιολογημένη δυσπιστία για τους τουριστικούς μύθους, αφοπλίζεται.

 

Η πόλη, ιδίως αν τη δεις από τα θρυλικά της υψώματα —απ’ όπου αρέσει συνήθως να τη φωτογραφίζουν, από το άγαλμα του Χριστού Λυτρωτή στο Κορκοβάντου ή από τους λόφους τής Σάντα Τερέζα— μοιάζει με τρισδιάστατη καρτ-ποστάλ, εξωτικό μίγμα πολεοδομικού ιστού και τροπικής βλάστησης. Ξαπλώνει σε μια στενή προσχωσιγενή λωρίδα τής νοτίου ακτής τού Κόλπου τής Γκουαναμπάρα, ανάμεσα στη βαθιά γαλάζια θάλασσα και στο ανάγλυφο δασωμένων βουνών· γρανίτινοι όγκοι φυτρώνουν στο κορμί του με βλοσυρή γυμνότητα και οι κορυφές τους στεφανώνονται από τούφες ζούγκλας, περιζωσμένοι από οικισμούς που ανεβοκατεβαίνουν —χορεύουν, θα έλεγες— ακολουθώντας την ιδιοτροπία τού γεωλογικού γλυπτού. Η θάλασσα δαντελώνει ακανόνιστα την ακτή σκιτσάροντας μια περιπετειώδη κορνίζα, πασπαλισμένη η ίδια με βραχώδη νησιά. Από κοντά ιδωμένο, το Ρίο δεν είναι καν μία πόλη με τη συνηθισμένη έννοια· είναι περισσότερο ένα κομπολόι από μεμονωμένους οικισμούς και συνοικίες που δένονται από ένα δίκτυο μητροπολιτικών λεωφόρων και τούνελ. Και η ζούγκλα τρυπώνει από παντού στην πόλη…

Τυπικά, το Ρίο χωρίζεται σε Ζόνα Νόρτε και Ζόνα Σουλ (βόρεια και νότια ζώνη) έχοντας στη μέση το ιστορικό κι επιχειρηματικό κέντρο, που ξεκινάει απότομα από το λιμάνι λες κι ένα ολόκληρο κομμάτι τής πόλης έχει καταποντιστεί – και πίσω από το κέντρο, το Πάρκο τής Τιτζούκα, το μεγαλύτερο τροπικό δάσος τού κόσμου εντός αστικής περιοχής… Στη βόρεια ζώνη, γενικά, είναι οι φτωχές συνοικίες και οι περισσότερες φαβέλες (ως επί το πλείστον στις πλαγιές λόφων, και μερικές πραγματικά απροσπέλαστες, ακόμη και για την αστυνομία)· όχι τυχαία, φαντάζομαι, εκεί βρίσκεται κι ένας εθνικός θρύλος, το Στάδιο Μαρακανά. Εκτός από το ίδιο το κέντρο, το ενδιαφέρον των τουριστών έλκει σχεδόν αποκλειστικά η νότια ζώνη με τις διάσημες συνοικίες τού Φλαμένγκο, του Μποταφόγκο, της Κοπακαμπάνα, της Ιπανέμα και του Λεμπλόν – ενώ ακόμη πιο νότια, έξω από την πόλη, εκτείνονται τα μεγαλοαστικά προάστια: τα ελικόπτερα που βλέπεις αδιάκοπα να πετούν πάνω από τον ουρανό τού Ρίο ανήκουν στους κατοίκους αυτών των συνοικισμών, οι οποίοι δεν θέλουν να συγχρωτίζονται με το χυδαίο —και μερικές φορές επικίνδυνο— πλήθος.

Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα ήταν ο Κόλπος τής Γκουαναμπάρα στην άγρια και παρθένα ομορφιά του χωρίς την πόλη – ποιο ήταν το θέαμα που αντίκρισε, ας πούμε, ο πορτογάλος πλοηγός Γκοντσάλου Κοέλιου όταν, δύο χρόνια μετά την τυχαία προσόρμηση του Πέντρου Αλβάρες Καμπράλ στη Βραζιλία, έφτασε σε αυτή την ακτή ακριβώς την 1η Ιανουαρίου τού 1502 και, πιστεύοντας ότι ήταν το χείλος ενός μεγάλου ποταμού, της έδωσε το όνομα με το οποίο είναι γνωστή σήμερα: «Ποταμός τού Ιανουαρίου». Παρότι ο κόλπος ήταν εξίσου μεγάλος και ασφαλής με της Ακτής των Αγίων Πάντων στον βορρά, οι Πορτογάλοι δεν τον εκμεταλλεύτηκαν αμέσως. Οι πρώτοι που κατέλαβαν την περιοχή ήταν στην πραγματικότητα οι Γάλλοι, όταν ο ουγενότος ναύαρχος Νικολά Ντυράν ντε Βιλαγκενόν κυρίευσε διαδοχικά δύο νησιά το 1555-6 (το τελευταίο φέρει ακόμα το όνομά του) και έχτισε εκεί το Οχυρό τού Κολινύ. Το 1559 ωστόσο ο τρίτος κυβερνήτης τής Βραζιλίας, που έδρευε στο Σάου Σαλβαντόρ ντα Μπαΐα, οργάνωσε μιαν αποστολή για διώξει τους Γάλλους και το 1567 απέκτησε τον πλήρη έλεγχο. Η νεόχτιστη πόλη άρχισε ν’ αναπτύσσεται γρήγορα, παρά τις συνεχόμενες επιδρομές από τους ιθαγενείς, και όταν ο βασιλιάς Σεμπαστιάου διαίρεσε τη Βραζιλία σε δύο επαρχίες επιλέχθηκε ως πρωτεύουσα του Νότου. Τον δέκατο όγδοο αιώνα είχε γίνει de facto η σπουδαιότερη πόλη τής Βραζιλίας απ’ όπου μεταφερόταν ο χρυσός και περνούσε όλο το διαμετακομιστικό εμπόριο από και προς την Ευρώπη, για να γίνει από το 1763 επίσημη έδρα τού Αντιβασιλέα (και, μετά την Ανεξαρτησία τού 1824, πρωτεύουσα της χώρας γι’ άλλα 135 χρόνια – πριν αυτή μεταφερθεί  πλέον το 1960 στη τεχνητή πόλη τής Μπραζίλια, το φουτουριστικό όνειρο του Λούτσιο Κόστα, του Όσκαρ Νιμάγιερ και του Τζουακίμ Καρντόζου).

Κύρια αρτηρία τής πόλης που διασχίζουμε τώρα είναι η Αβενίδα Πρεζιντέντε Βάργκας η οποία ξεκινάει από το λιμάνι, διχάζεται για ν’ αγκαλιάσει την ωραία παλιά εκκλησία τής Καντελαρία, διασταυρώνεται με την Αβενίδα Ρίου Μπράνκου και, περνώντας από τον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό με τον επιβλητικό του Πύργο τού Ρολογιού, καταλήγει σε μια λεωφόρο με φοινικόδεντρα που χωρίζεται από ένα κανάλι. Δεύτερος σπουδαιότερος δρόμος τού κέντρου, η Αβενίδα Ρίου Μπράνκου στην οποία, γύρω από την Πράτσα Φλοριάνου, διατηρούνται λίγα αποικιακής αίγλης κτήρια όπως η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Εθνικό Μουσείο Καλών Τεχνών και το Δημοτικό Θέατρο – ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα κτήρια της Βραζιλίας, λένε, σε ύφος εκλεκτικό, που το εσωτερικό του αντιγράφει την Όπερα του Παρισιού. Την πιο ενδιαφέρουσα μοντέρνα αρχιτεκτονική βλέπεις στην Αβενίδα Ρεπούμπλικα ντο Τσίλε (το μέγαρο της Petrobrás είναι μεταξύ άλλων εκεί) με κορυφαίο τον νέο Καθεδρικό του Αγίου Σεβαστιανού: μιλάμε για ένα πελώριο κωνικό οικοδόμημα από σίδερο και γυαλί που σχεδίασε στις αρχές τής δεκαετίας τού ’60 ο Έντγκαρ τζι Ουλιβέιρα ντα Φονσέκα εμπνεόμενος, λέγεται, από τις πυραμίδες των Μάγια. Το ύψος του φτάνει τα 75 μέτρα και το εσωτερικό του εμβαδόν τα 8.000 τετραγωνικά, με 5.000 καθίσματα και δυναμικότητα 20.000 ορθίων· τα τέσσερα ορθογώνια παράθυρα με χρωματιστά βιτρώ έχουν ύψος 64 μέτρα φτάνοντας από το δάπεδο ώς την κορυφή (να πω ότι μου άρεσε θα ήταν ψέματα· μου θύμισε μάλλον γιγάντιο γκαράζ).

Μεθυστική μίξη τού μοντέρνου, του αποικιακού και του παραδοσιακά λαϊκού, πράγματι. Το Λάργκο ντα Καριόκα, κοντά στον ομώνυμο σταθμό τού μετρό, θεωρείται η καρδιά της πόλης· περιτριγυρίζεται από μικρές, βρώμικες πλατείες με κιόσκια που πουλούν φαγητό και φτηνοπράματα, δρομάκια που θα μπορούσες να δεις σε οποιαδήποτε αφρικανική πρωτεύουσα, ζητιάνους, τραγουδιστές τού δρόμου και όλο το φυλετικό ανακάτωμα των καριόκας – λεπτομέρειες μιας ναΐφ εικονογραφίας που αποτυπώνει το τόσο χαρακτηριστικό βραζιλιάνικο γκροτέσκο. Καριόκα, παρεμπιπτόντως, όρος που λειτουργεί πλέον σαν όνομα για τους κατοίκους τού Ρίο, είναι στην πραγματικότητα λέξη τής ινδιάνικης γλώσσας τούπι και είναι η ονομασία που έδιναν οι ιθαγενείς στα σπίτια των λευκών αποίκων.

Στο νοτιότερο άκρο τού κέντρου συναντάς τους συνοικισμούς τής Λάπα και τής Σάντα Τερέζα. Η Λάπα θεωρείται —και είναι— η καρδιά τής νυχτερινής ζωής στο Ρίο: το μέρος όπου, ανάμεσα σε πολλά ρεστωράν, μπαρ, λέσχες, κτλ. μπορείς να ακούσεις ζωντανά διάφορα είδη βραζιλιάνικης μουσικής (περιλαμβανομένης τής κλασικής)· εκεί μεταξύ άλλων, εδρεύουν και οι διασημότερες σχολές σάμπα (που όλο τον χρόνο προετοιμάζουν μεγάλους αριθμούς φτωχών κοριτσιών και αγοριών για το Καρναβάλι: το καρναβάλι και το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο εθνικά τελετουργικά στη Βραζιλία, είναι επίσης τελετουργικά αντιστροφής, μέσ’ από τα οποία μυριάδες παιδιά τής φαβέλας ονειρεύονται να γίνουν βασίλισσες και βασιλιάδες για μία νύχτα ή μία μέρα – και πολλά το πετυχαίνουν…). Στη γοητευτική της αρχιτεκτονική περιλαμβάνεται ένα πραγματικό στολίδι, ένα από τα κύρια σύμβολα της πόλης τού Ρίο άλλωστε: το λεγόμενο Άρκος ντα Λάπα, το εντυπωσιακό υδραγωγείο που έχτισαν το 1723 οι αποικιακές αρχές. Στην πραγματικότητα, μοιάζει με γέφυρα: έχει ύψος 17,6 μέτρα και μήκος 270, αποτελούμενο από δύο σειρές τόξων, 42 τον αριθμό, σε ρωμαϊκό στυλ· σήμερα περνάει από πάνω του το τραμ που ανηφορίζει στην καλλιτεχνική συνοικία τής Σάντα Τερέζα, μέσ’ από γραφικούς δρόμους που κάποιες στιγμές θυμίζουνε Λισαβόνα.

Πολλά μαγαζιά γύρω από το Λάρκο ντα Καριόκα ειδικεύονται σε είδη Ουμπάντα: γκροτέσκα αγαλματίδια, μάσκες, κρανία ζώων, φυλαχτά, κηροπήγια και χαϊμαλιά, διπλοπέλεκεις και σταυρουδάκια…. Είναι η νεότερη από την αρμαθιά των συγκρητιστικών λατρειών, αφρικανικής καταγωγής όλες, που έχουν εξαπλωθεί στην Καραϊβική και τη Νότια Αμερική ανατολικά των Άνδεων —Βουντού ή Βοντούν, Σαντερία ή Ρέγκλα δε Ότσα, Καντομπλέ, Μακούμπα, Μαρία Λιόνζα, κ.ά.— σε φαντασμαγορική ανάμιξη τις περισσότερες φορές με τον Καθολικισμό. Η κλασική βραζιλιάνικη μορφή πνευματοληψίας είναι βέβαια το Καντομπλέ, με κέντρο τα διαμερίσματα της Μπαΐα και του Περναμπούκο στον βορρά, εκεί που κυρίως έφταναν άλλοτε τα φορτία των σκλάβων. Η Ουμπάντα είναι μια πιο εξημερωμένη, «αστική» θα μπορούσες να πεις μορφή του, που γεννήθηκε γύρω στις αρχές τού εικοστού αιώνα όταν όλο και περισσότεροι λευκοί των ανώτερων τάξεων άρχισαν να έλκονται στους κύκλους των μυημένων. Λατρεύει τους εγκούνγκουν ή ορίσα, όντα με μεγάλο πνευματικό φως, δύναμη και σοφία· πρόκειται για τα ίδια προγονικά πνεύματα που συναντάμε στο Καντομπλέ, στο αϊτινό Βουντού και στην κουβανέζικη Ρέγκλα δε Ότσα: Σάνγκο (η βασιλική φιγούρα με τον διπλό πέλεκυ), Όγκουν (ο πολεμιστής), Λεμανιά (η σειρήνα), Ομπατάλα (ο δημιουργός), Εσού ή Ελέγουα (ο κύριος των σταυροδρομιών και αγγελιοφόρος των ορίσα, που στο πλαίσιο του συγκρητισμού ταυτίζεται συχνά με τον Άγιο Πέτρο), ο Ολοντουμάρε, Ολορούν ή Ολόφι (ο υπέρτατος θεός)… Τον βασικότερο ρόλο παίζουν βέβαια τα κρουστά  – κάθε πνεύμα έχει τον δικό του ρυθμό και τη δική του καντέντσα. Πολλοί ναοί τής Ουμπάντα υπάρχουν στην ευρύτερη αστική περιοχή τού Ρίο (με μεγαλύτερη συγκέντρωση, για κάποιον λόγο που αγνοώ, στη συνοικία τού Μποταφόγκο). Είναι μεγάλες μακρόστενες αίθουσες, βαμμένες λευκές στο εσωτερικό, που συγκεντρώνουν εκατοντάδες χιλιάδες πιστούς· κάποιοι κάνουν σημαντικό φιλανθρωπικό έργο, συντηρούν για παράδειγμα αθλητικούς ομίλους και ορφανοτροφεία. Τις τελετές —που το κύριο μέρος τους είναι εκστατικός χορός—  διευθύνει ο Πάι τζι Σάντου, ο ιερέας τής Ουμπάντα, και συνήθως επιτρέπεται η παρουσία επισκεπτών μη πιστών. Οι λάτρεις φορούν επίσης λευκά, αλλά εδώ πρόκειται συνήθως για πουκάμισα, παντελόνια και φουστάνια, χωρίς δηλαδή εκείνη την ενδυματολογική ασωτεία, τις αφρικάνικες στολές και τις φοβερές μάσκες τού Καντομπλέ – ούτε, προπαντός, τις αιματηρές του θυσίες· όλα είναι, θα έλεγες, έναν τόνο πιο ευπρεπή και οι εκστάσεις λιγότερο ακραίες.

 

Είναι μια πολύ παλιά ιστορία… Ακούγοντας τη γλυκόπικρη φωνή τού Καετάνου Βελόζου στις «Νύχτες τού βορρά» είδα εικόνες να σέρνονται σαν σκιές τοίχο-τοίχο, όμοιες με ψυχές νεκρών που γυρεύουνε λύτρωση στο κατώφλι των ζωντανών. Σωτήριον έτος 1558 άνοιξε στο Σάου Σαλβαντόρ η πρώτη αγορά σκλάβων στην Αμερική που στήριξε την οικονομία τού ζαχαροκάλαμου, του καφέ και των εξορύξεων της Βραζιλίας. Στα 300 και πλέον χρόνια που λειτούργησε το φρικτό «τριμερές εμπόριο» ανάμεσα στην Αφρική, την Αμερική και τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, τέσσερα με πέντε εκατομμύρια σκλάβοι μεταφέρθηκαν μόνο στη Βραζιλία, από τους οποίους τουλάχιστον ένα εκατομμύριο εδώ, σε αυτό το λιμάνι. Υπολογίζεται ότι 80% των κατοίκων τής χώρας έχουν περισσότερο ή λιγότερο αφρικανικό αίμα. Στις μεγάλες παρελάσεις και τις γιορτές που οργανώνουν ακόμα εταιρείες όπως η «I’le Aye» και η «Candoble Society» στο Σαλβαντόρ ντα Μπαΐα —την πιο αφρικάνικη πόλη τού κόσμου εκτός Αφρικής, λένε— βλέπεις ακόμα τη ζωτικότητα αυτής της κληρονομιάς, τη γιγαντιαία χορογραφία που κινητοποιεί σαν ανάφλεξη χιλιάδες κορμιά με το πρώτο κάλεσμα του τυμπάνου, το «δεν ξεχνώ» γραμμένο στη γλώσσα των μυώνων: το ίδιο αυτό σώμα που ήταν άλλοτε ο τόπος τής εξουσίας τού κυρίου, που δέθηκε με αλυσίδες και οργώθηκε από το μαστίγιο, κυματίζει σαν λάβαρο της απελευθέρωσης.

Αλλά δεν ήταν μόνο η Βραζιλία. Μεγάλα φορτία σκλάβων δέχτηκαν τα νησιά τής Καραϊβικής, με πρώτη την Ισπανιόλα· στα τέλη τού δέκατου όγδοου αιώνα, στον Άγιο Δομήνικο, το δυτικό κομμάτι του νησιού που είχε παραχωρηθεί στους Γάλλους και είχε τη φήμη τού «μαργαριταριού τής Καραϊβικής», υπήρχαν πάνω από 200.000 μαύροι σκλάβοι στην υπηρεσία τής «βασίλισσας ζάχαρης». Ο έλεγχός τους από τις αποικιακές αρχές ήταν δύσκολος, και πολλοί δραπέτευαν στα βουνά όπου έφτιαχναν ληστρικές ομάδες. Η Γαλλική Επανάσταση τους εμψύχωσε κι εξέλαβαν τις φλογερές της διακηρύξεις ως κάτι που αφορούσε και τους ίδιους. Τη νύχτα τής 14ης Αυγούστου 1791 έγινε μια μεγάλη μυστική συνάθροιση, σε απόμερο τόπο, και ακολούθησε μια δυσοίωνη τελετή: θυσίασαν ένα μαύρο γουρούνι στα προγονικά πνεύματα, ήπιαν όλοι από το αίμα του και ορκίστηκαν εκδίκηση στα λευκά αφεντικά. Ήταν η ταυτόχρονη γέννηση της λατρείας βουντού και της Αϊτινής Επανάστασης. Πάνω από 1.000 λευκοί σφαγιάστηκαν μέσα στις επόμενες λίγες ημέρες, σπίτια καήκαν, φυτείες καταστράφηκαν, κεφάλια στήθηκαν σε πασσάλους. Τα αντίποινα ήταν τρομερά, ο αρχηγός τής εξέγερσης —ο Μακαντάλ— κάηκε ζωντανός, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τη μαύρη θύελλα· τρομοκρατημένοι οι δουλοκτήτες στο νησί και αλλού διέδιδαν πως οι μαύροι είχαν κάνει «συμβόλαιο με τον διάβολο». Η φήμη αυτή συνόδευσε το βουντού μέχρι τις ημέρες μας.

Οι φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν και από τις δύο πλευρές στα δεκατρία χρόνια που κράτησε η επανάσταση είναι ανείπωτες. Η μεγάλη ηγετική φιγούρα που αναδείχθηκε από τον αγώνα, ο Τουσαίν Λ’Ουβερτύρ, συνελήφθη με δόλο από τους Γάλλους το 1802 και πέθανε λίγους μήνες αργότερα σ’ ένα κάτεργο στη Γαλλία, αφήνοντας την πρωτοβουλία στους δύο στρατηγούς του, τον θηριώδη Ντεσαλέν και τον Κριστόφ (που επρόκειτο να γίνουν οι πρώτοι κυβερνήτες μετά την απελευθέρωση). Την 1η Ιανουαρίου 1804, ο Ντεσαλέν κήρυξε το ανεξάρτητο κομμάτι τού Αγίου Δομήνικου την πρώτη μαύρη Αυτοκρατορία· δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του, μετονομάστηκε σε Δημοκρατία τής Αϊτής (λέξη από την ιθαγενή γλώσσα αραουάκ). Ήταν το δεύτερο έθνος τής αμερικανικής ηπείρου που κέρδισε την ανεξαρτησία του από τις ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις (μετά τις ΗΠΑ) και το μόνο κράτος που γεννήθηκε ποτέ από εξέγερση σκλάβων. Κανένα κράτος δεν αναγνώρισε τη νέα δημοκρατία, φυσικά, και οι τρομακτικοί αποκλεισμοί που της επιβλήθηκαν ισοδυναμούσαν με οικονομική καταδίκη σε θάνατο. Ο «βασιλιάς Κριστόφ» αυτοκτόνησε υπό την πίεση μιας νέας εξέγερσης και ο Ζαν-Πιερ Μπογιέρ, που τον διαδέχθηκε ως νόμιμος πρόεδρος της χώρας, το 1825 αναγκάστηκε να πληρώσει υπέρογκες αποζημιώσεις στον βασιλιά τής Γαλλίας προκειμένου ν’ απαλλαγεί από την επικρεμάμενη απειλή μιας νέας εισβολής, που έριξε την Αϊτή στο θανατηφόρο σπιράλ τού αιώνιου χρέους και της εξάρτησης…

Η επανάσταση διάλυσε τις μεγάλες γαιοκτησίες και δημιούργησε μια κοινωνία μικροκαλλιεργητών στα όρια ης επιβίωσης. Ο πληθυσμός άρχισε να ζει ώς επί το πλείστον σ’ εκτεταμένα συγγενικά νοικοκυριά, πράγμα που διευκόλυνε τη διατήρηση των αφρικανικών θρησκευτικών παραδόσεων. Το 1805 η Καθολική Εκκλησία εγκατέλειψε την Αϊτή σαν αντίδραση στην επανάσταση αφήνοντας το βουντού να κυριαρχήσει στη χώρα: πολλές εγκαταλελειμένες εκκλησίες έγιναν τόποι διεξαγωγής τελετουργιών βουντού ωθώντας μακρύτερα τη συγκρητιστική όσμωση. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός επέστρεψε τελικά στην Αϊτή το 1860.

Μεγάλη εισροή σκλάβων από τις Αντίλλες δέχθηκε τον δέκατο όγδοο αιώνα η Λουιζιάνα, τότε γαλλική κτήση. Ο Μαύρος Κώδικας του 1724 απαγόρευε κάθε λατρεία εκτός από τη Ρωμαιοκαθολική· παρ’ όλ’ αυτά, η άσκηση του βουντού από τους δούλους ήταν ένα συνεχόμενο πρόβλημα για τις αρχές. Συχνά οι κυβερνήτες βρέθηκαν στη θέση να απαγορεύσουν την είσοδο ολόκληρων φορτίων με δούλους από τη Μαρτινίκα, το Τρινιδάδ ή τον Άγιο Δομήνικο με το αιτιολογικό ότι επιδίδονται στο βουντού και θα έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή των πολιτών. Με την αγορά τής Λουιζιάνας όμως το 1803 από τον Ναπολέοντα, οι ΗΠΑ κατάργησαν όλους τους περιορισμούς με αποτέλεσμα η μετανάστευση να λάβει τεράστια έκταση. Και μαζί της η διάδοση του βουντού: οι κυριακάτικοι χοροί των σκλάβων στην Πλατεία Κογκό τής Νέας Ορλεάνης νομιμοποιήθηκαν από το δημοτικό συμβούλιο το 1817 σαν ένα είδος ασφαλιστικής δικλείδας για την εκτόνωση των μαύρων, σε μια προσπάθεια των αρχών να αντιμετωπίσουν τη διάδοση της παράνομης λατρείας. Σε μία ανταπόκριση της 21ης Μαρτίου 1869 από τους Times της Νέας Ορλεάνης, διαβάζουμε:

 

Μια περασμένη στα χρόνια γυναίκα με τουρμπάνι στο κεφάλι και ντυμένη στα κίτρινα και τα κόκκινα, ανεβασμένη σ’ ένα είδος εξέδρας, τραγουδούσε ένα άγριο παγανιστικό τραγούδι, το οποίο οι άλλοι συνόδευσαν με τη φωνή τους και με τον χτύπο των χεριών τους και των ποδιών τους που έμοιαζε με τυμπανοκρουσία. Την ίδια ώρα άρχιζαν να κινούνται κυκλικά με μια βαθμιαία επιτάχυνση του ρυθμού.

 

Η περιγραφή είναι από μια τέτοια δημόσια τελετή στην Πλατεία Κογκό που στο μάτι τού ανυποψίαστου παρατηρητή μπορεί να φανεί σαν απλή μουσικοχορευτική γιορτή. Όμως δεν είναι. Μια δεκαετία αργότερα, το 1880, ο Charles Dadley Warner είχε την ευκαιρία να παρευρεθεί σε μια παρόμοια λατρευτική σύναξη στον δεύτερο όροφο ενός σπιτιού πολύ κοντά στην Πλατεία Κογκό. Η περιγραφή έμοιαζε πολύ. Η τελετή άρχισε με την απαγγελία τού «Πιστεύω» που την ακολούθησαν προσευχές προς την Παρθένο Μαρία, ένα άγαλμα της οποίας ήταν τοποθετημένο ψηλά σε έναν βωμό και στολισμένο με αφρικανικά φετίχ. Ύστερα άρχισε το τραγούδι:

 

Η ψαλμωδία ζωντάνεψε, το απλό τραγούδι άρχισε να εκδηλώνεται με ζωηρότερο παλμό, ενώ στο άγριο ρεφραίν άρχισαν να μπαίνουν κι άλλες φωνές: Ντανς καλίντα, μπουντούμ, μπουντούμ! Ντανς καλίντα, μπουντούμ, μπουντούμ! Τα σώματα άρχισαν να ταλαντεύονται, τα χέρια να κρατούν το ίσο με απαλούς χτύπους και τα πόδια να κρατούν τον ρυθμό.

 

Ενόσω το τραγούδια αγρίευε, ο μάγος-γιατρός άναψε μια ποσότητα κονιάκ και άρχισε να χορεύει με έναν φλεγόμενο δίσκο στο χέρι. Ο ρυθμός άλλαξε, κι ένας πολύ πιο ξέφρενος τον διαδέχθηκε:

 

Το τραγούδι είχε αλλάξει τώρα για χάρη τού άγριου κάγκα: Ε! Ε! Μπόμπα, χεν! χεν! Κάνγκα μπάφιο, τε γκάνγκα μουνέ ντε τε γκάνγκα ντόκι λα γκάνγκα λι… Καθώς χόρευε και στροβίλιζε το κορμί του, κάθε τόσο γέμιζε το στόμα του με πιοτό και το άδειαζε μ’ ένα ράντισμα […] Αφού έσβησε τα κεριά των ιερειών, ρούφηξε το υγρό από το κύπελλο, αναμμένο, και με τα χέρια του έτριψε τα πρόσωπα και τα κεφάλια τους.1

 

Όλες οι τελετουργικές λεπτομέρειες ––η ανάμιξη αφρικανικών και χριστιανικών συμβόλων, οι δραματικές αλλαγές τού ρυθμού, το στροβίλισμα των αφοσιωμένων, η κατάποση φλόγας, ο ιερουργικός ραντισμός, η κατάληψη των μετεχόντων από αόρατα πνεύματα–– είναι αναγνωρίσιμες και μας παραπέμπουν στη μεγάλη παράδοση βουντού· ακόμη πιο πίσω της όμως διακρίνει κανείς τη συνέχεια με τις «κλασικές» μορφές εκστατικής πνευματοληψίας, εξαιρετικά διαδεδομένες στην Αφρική πάνω από τον Ισημερινό (που οι πιο γνωστές τους η καταληπτική λατρεία των πνευμάτων ζαρ στην Αιθιοπία και των πνευμάτων μπόρι στο δυτικό Σουδάν).

Αυτό που επιδιώκουν τέτοιου τύπου λατρείες είναι η επικοινωνία με κάποια πνεύματα που καλούνται να καταλάβουν τους πιστούς —να «ιππεύσουν» το σώμα τους, όπως λέγεται— και να μιλήσουν μέσ’ από το δικό τους στόμα· είτε, σε άλλες περιπτώσεις, πνεύματα που τους έχουν καταλάβει χωρίς τη θέλησή τους, με οδυνηρές εκδηλώσεις, να κατευναστούν και να γίνουν συνεργάσιμα. Αυτό πετυχαίνεται με την έκσταση στην οποία περιέρχεται ο πιστός μέσ’ από τον ρυθμικό χορό, το τραγούδι και τους ήχους των τυμπάνων· και η «κατοχή» που προκαλείται μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προφητικούς-μαντικούς, για στενά θεραπευτικούς ή ευρύτερα μαγικούς σκοπούς. Οι θεοί-πνεύματα που λατρεύονται στο βουντού τής Αϊτής και της Λουιζιάνας ονομάζονται λόα· είναι παραδοσιακές αφρικανικές θεότητες ή δαιμονοποιημένοι πρόγονοι που προέρχονται από διάφορα θρησκευτικά συστήματα κυρίως της Δυτικής Αφρικής, συχνά υπό την αμφίεση χριστιανών αγίων: ο Ντάμπαλα, ο θεός των φιδιών τής Δαχομέης· ο Λέγκμπα, που στη Νιγηρία, στο Μπενίν και στο Τόγκο εικονίζεται σαν θεότητα-κατεργάρης, συχνά κερασφόρος και ιθυφαλλικός, και τα ιερά του τοποθετούνται στην είσοδο των χωριών· ο Σάνγκο, θεός τής καταιγίδας στους Γιορούμπα· ο Όγκουν, ο μεγάλος πολεμικός θεός των Γιορούμπα, κ.ο.κ.

Δεν υπάρχει συγκροτημένο μυθικό είτε θεολογικό σύστημα. Οι παραδόσεις διαφέρουν από οικογένεια σε οικογένεια κι από λατρευτικό κύκλο σε λατρευτικό κύκλο, όπου οι «συμφωνίες» με τα πνεύματα είναι ατομικές και η παραβίασή τους μπορεί να επιφέρει υλική καταστροφή, αρρώστια ή τον θάνατο συγγενών και αγαπημένων. Οι λατρείες οργανώνονται από αδελφότητες με επικεφαλής έναν ιερέα (χουγκάν) ή μια ιέρεια (μάνπα) πλαισιωμένους από κάποια βοηθητικά μέλη· ειδικά οι γυναίκες έχουν προέχοντα ρόλο ως μεγάλες και σεβάσμιες ιέρειες, οι οποίες αποκαλούνται «βασίλισσες». Η τελετή γίνεται συνήθως σε έναν περίστυλο χώρο, όπου απαραίτητο προκαταρκτικό ρόλο παίζει μια αιματηρή θυσία (κόκορα, προβάτου ή κατσικιού): ζητούμενο δεν είναι ο θάνατος του ζώου αλλά η τροφοδοσία τού πνεύματος με το αίμα και την ενέργειά του, ώστε να αφυπνιστεί και να καταλάβει τον πιστό. Από τη συμπεριφορά και το είδος των κινήσεών του αφότου έχει χάσει τον έλεγχο, όλοι καταλαβαίνουν ποιο πνεύμα τον έχει «ιππεύσει».

 

Το Πάου τζι Ασούκαρ («Ψωμί τής Ζάχαρης»), είναι ένας γρανίτινος κώνος που υψώνεται κάπου 400 μέτρα στην είσοδο του Κόλπου τού Ρίο, σε κάτι σαν μυτερή εξοχή που χωρίζει τις νότιες παραλίες από τις κεντρικές συνοικίες. Στην πραγματικότητα, μιλάμε για δύο κορυφές που συνδέονται μεταξύ τους με τελεφερίκ. Στέκει αντικριστά στο ψηλότερό του Κορκοβάντου («Αυχένας»), που φτάνει τα 710 μέτρα και στην κορυφή του δεσπόζει ο γιγάντιος Χριστός που προστατεύει την πόλη: έργο πολωνού γλύπτη που αποκαλύφθηκε επισήμως στις 12 Οκτωβρίου 1931, στη συνείδηση των κατοίκων του Ρίο είναι σαν να βρισκόταν εκεί ανέκαθεν (η αλήθεια είναι ότι ο «Λυτρωτής» αυτός δεν μοιάζει καθόλου με καριόκα, τα χαρακτηριστικά του θυμίζουν πολύ περισσότερο ρώσο ή σκανδιναβό…). Μπορείς να φτάσεις εδώ μ’ ένα οδοντωτό τραινάκι ή ακολουθώντας μιαν ανηφορική κορδέλα με τροπική βλάστηση – ένα κομμάτι αληθινής ζούγκλας εκεί που νόμιζες ότι βρίσκεσαι στην πόλη, με πιθήκους, εξωτικά πουλιά και ωραίες παλιές βίλλες (που ρημάζουν οι περισσότερες στην τροπική υγρασία). Καθώς από την εξέδρα του κοιτάζω τον βράχο τού Πάου τζι Ασούκαρ, μια πρόσφατη εικόνα αστράφτει στη μνήμη μου: με ξεγελάει η φαντασία μου ή είναι σαν να βλέπω —ξανακοιτάζω τις φωτογραφίες για να βεβαιωθώ— τον όγκο τού Χουάινα Πίκτσου που δεσπόζει πάνω από ερειπιώνα τού Μάτσου Πίκτσου στο Περού;

Η καφετέρια που είναι χτισμένη ακριβώς κάτω από το άγαλμα είχε μιαν αυλή πίσω της όπου άφηναν τους κάδους με τα σκουπίδια. Ξάφνου βλέπω ένα χαριτωμένο ζωάκι με μυτερή μουσούδα και μακριά ριγωτή ουρά να γυροφέρνει ψάχνοντας, να σκαρφαλώνει στους κάδους, να χώνεται μέσα τους και να ξαναβγαίνει, πολύ ώρα και χωρίς να ενοχλείται από το τσούρμο των τουριστών που είχαν κιόλας μαζευτεί και το φωτογράφιζαν. Ένα κοάτι! Ζώο τού τροπικού δάσους, της οικογένειας που είναι γνωστή ως προκυωνίδες (γνωστότερο της οποίας είναι το βορειοαμερικανικό ρακούν), συγγενεύει περισσότερο με το κινκατζού και το ολίνγκο, σπάνια είδη που ζουν εκεί όπου λίγες ημέρες νωρίτερα βρισκόμασταν, στη ζούγκλα τής Ταμποπάτα στον Αμαζόνιο.

Νωρίς το πρωί, η ώρα οχτώ, στην Κοπακαμπάνα έχει κιόλας κόσμο. Παρέες-παρέες παίζουνε βόλεϊ, ποδόσφαιρο, κάνουν ποδήλατο ή ασκούνται στην καποέιρα· οι ναυαγοσώστες είναι στα πόστα τους, αν και κανένας δεν κολυμπάει ακόμα. Στα κιόσκια που ακολουθούν σαν σειρήτι την παραλία σερβίρουν καφέδες, καϊπιρίνιες, αναψυκτικά, και μερικά ετοιμάζουνε ήδη το τσουράσκο για το βράδυ. Κάτω από τ’ αραιά φοινικόδεντρα μικροπωλητές πουλάνε πράσινες καρύδες που σπας και ρουφάς τον χυμό τους με το καλαμάκι – μου έφερε με μια τρυφερή συγκίνηση εικόνες από την Ινδονησία, την Ινδοκίνα, τη νότιο Ινδία… Σε όλο το πλακόστρωτο που χωρίζει την αμμουδιά από τον δρόμο έχει σχεδιασμένο με άσπρες και μαύρες ψηφίδες ένα κυματιστό μοτίβο που ξαναβλέπεις σε στάμπες, σε παρεό, σε κονκάρδες: είναι κι αυτό —δεν ξέρω γιατί— ένα από τα σύμβολα του Ρίο. Τα κύματα του ωκεανού είναι βέβαια τεράστια· το απόγευμα κολυμπήσαμε, παρ’ όλ’ αυτά, και μείναμε ξαπλωμένοι στην παραλία μέχρι που νύχτωσε, ανάμεσα σε μια θάλασσα κορμιά, διασκεδάζοντας με τα στίφη των μικροπωλητών τής άμμου.

Η Κοπακαμπάνα είναι λαϊκό μέρος τώρα πια. Ξεκίνησε τη ζωή της σαν ένα ρομαντικό, απόμερο θέρετρο με βίλλες και μπανγκαλόουζ από τότε που χτίστηκε το Παλιό Τούνελ· μετά την κατασκευή τού Νέου Τούνελ, στη δεκαετία τού ’40, γνώρισε μια πληθυσμιακή έκρηξη για να γίνει αυτό που είναι σήμερα, μια «πόλη μέσα στην πόλη» με μία από τις μεγαλύτερες πυκνότητες στον κόσμο. Η Κοπακαμπάνα ολοφάνερα παρακμάζει… Η νυχτερινή ζωή και τα πιο κομψά μαγαζιά έχουν μεταφερθεί πλέον στις διπλανές παραλίες τής Ιπανέμα και του Λεμπλόν. Το κανάλι που τις χωρίζει σχηματίζει ακριβώς πίσω τους τη γραφική Λαγκόα, μια λιμνοθάλασσα μέσα στο αστικό υφαντό γεμάτη μικρά σκάφη και ναυτικές λέσχες. Αριστερά της ακριβώς είναι το Τζαρντίμ Μπουτάνικου, ο Βοτανικός Κήπος, ο αγαπημένος περίπατος του Τζουμπίμ.

Αντόνιου Κάρλους Τζουμπίμ: πόσων τραγουδοποιών οι μελωδίες αγαπήθηκαν άραγε από τόσο πολύ κόσμο έξω από τα σύνορα της πατρίδας τους, σκέφτομαι, έξω από τα σύνορα της δικής τους κουλτούρας – ποιο είναι το μυστικό, δηλαδή, που κάνει κάποιον την ίδια στιγμή τόσο εθνικά αντιπροσωπευτικό και τόσο παγκόσμιο; Ο Τζουμπίμ ήτανε μια κορυφή, ασφαλώς, είναι ωστόσο αναπόσπαστο μέρος τής θρυλικής μουσικής παράδοσης τού Ρίο, μιας παράδοσης στην οποία δεν ίσχυσαν ποτέ οι γνωστές μας διακρίσεις ανάμεσα στο λαϊκό και το έντεχνο, το εμπορικό και το «σοβαρό» – από εδώ ήταν άλλωστε και ο Βίλλα-Λόμπος, που το μουσείο του βρίσκεται στο Μποταφόγκο… Μια αρχή —αν υπάρχει αρχή σ’ αυτά τα πράγματα—  ήτανε ο Πισιγκίνια (που το πραγματικό του όνομα ήταν Alfredo da Rocha Viana Jr), ο μαύρος «πατέρας» τής βραζιλιάνικης μουσικής που εξευγένισε τις άγριες ποικιλίες τού τσόρο και της σάμπα τζι ρόντα, ανέμιξε ιδιοφυώς τη μουσική των παλαιότερων συνθετών τού δέκατου ένατου αιώνα με αρμονίες τζαζ τού καιρού του, αφρο-βραζιλιάνικους ρυθμούς και ιδιότυπες ενορχηστρώσεις δημιουργώντας ένα αναγνωρίσιμο εθνικό ύφος· γιατί ο Πισιγκίνια, που ήταν επίσης βιρτουόζος σαξοφωνίστας και φλαουτίστας, είχε αξιοσημείωτες θεωρητικές γνώσεις για λαϊκό μουσικό (και ήταν από τους πρώτους βραζιλιάνους συνθέτες που εκμεταλλεύτηκαν επαγγελματικά τις νέες δυνατότητες των τότε καινούργιων τεχνολογιών, του ραδιοφώνου και της ηχογράφησης σε στούντιο). Οι σπουδαιότεροι κληρονόμοι του ήταν δύο λευκοί δημιουργοί που θεωρούνται οι μεγάλοι ανανεωτές τής βραζιλιάνικης μουσικής: ο πρώτος ήταν ο Ρανταμές Ναταλί, γεννημένος στο Πόρτου Αλέγκρε, που ξεκίνησε σαν πιανίστας κονσέρτων, έγραψε μουσική για μικρές και μεγάλες ορχήστρες, για το θέατρο και τον κινηματογράφο, και συνθέσεις σε νεορομαντικό ύφος νοτισμένες από ένα νοσταλγικό λυρισμό με κρυστάλλινη αρμονική δομή. Ο Ρανταμές ήταν σαν να λέμε ο κλασικότερος απ’ τους δύο· ο άλλος, πιο «μοντέρνος», ήταν ακριβώς ο Τζουμπίμ. Αυτός, μαζί με έναν μικρό κύκλο προικισμένων μουσικών που περιελάμβανε τον τραγουδοποιό Ντόριβαλ Καΐμι, τις μεγάλες φωνές τού ζεύγους Τζουάου και Άστρουντ Τζιλμπέρτου, τον βιρτουόζο κιθαρίστα Μπάντεν Πάουελ κι έναν ιδιοφυή στιχουργό, τον Βινίσιους ντζι Μοράις, δημιούργησε το δημοφιλές είδος τής μπόσα-νόβα, ένα λυρικό μίγμα σάμπα και τζαζ, χρησιμοποιώντας περίτεχνες ενορχηστρώσεις με ασυνήθιστες αρμονικές μεταπτώσεις και σπάνια ηχοχρώματα – και συνεργάστηκε με όλα σχεδόν τα μεγάλα ονόματα της σύγχρονης βραζιλιάνικης μουσικής όσο και με αμερικανούς μουσικούς τής τζαζ, ιδίως από τη Δυτική Ακτή, μέχρι με την Έλλα Φιτζέραλντ και τον Φρανκ Σινάτρα… Εδώ γεννήθηκαν επίσης ο Εουμίρ Ντεουντάτου, ο Εγκμπέρτου Γκισμόντι και η Φλόρα Πουρίμ (εβραία τού Ρίο), που μαζί με τον σύζυγό της περκασιονίστα Αΐρτου Μορέιρα, τον Νάνα Βασκουντσέλους και τον ιδιοφυή αλβίνο από το σερτάου Ερμέτου Πασκουάλ δημιούργησαν έναν ιδιόμορφο βραζιλιάνικο κλάδο στη σύγχρονη αυτοσχεδιαζόμενη μουσική, που λέγεται και δεν λέγεται τζαζ…

Τι είναι εκείνο που με γοήτευε, και ακόμα με γοητεύει, σ’ αυτή τη μουσική; Όπως το κατανοώ τώρα, η βαθιά της μελαγχολία, κρυμμένη κάτω από ένα κοσμοπολίτικο λούστρο που για τους επιπόλαιους ακροατές ήταν ύμνος στις χαρές τής ζωής και στο βραζιλιάνικο easy living. Αυτή η βαθιά, επίμονη, διαβρωτική λύπη, τόσο πιο δραστική όσο πιο πολύ πλέκεται σ’ εκείνο που μοιάζει να προσφέρεται ως αντίδοτό της, μήπως δεν είναι η μυστική ψυχή τής Βραζιλίας, αυτό που δεν αποτυπώνεται στις τουριστικές φωτογραφίες και τις κάρτες, και πάντως το μυστικό τής παράξενης έλξης που ασκεί ακόμα και στον πιο υποψιασμένο το Ρίο, ένας διονυσιασμός λίγο ξεφτισμένος που έχει στο βάθος του την ποιότητα του συγκρατημένου λυγμού;

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

  1. Marshall W. Stearns, Τζαζ, μετ. Κυριάκος Ντελόπουλος (ΕΛΙΑ: Αθήνα 1981), σελ. 49-58 passim.