Το σύστημα «Δήμητρα» κατατέθηκε ως πρόταση νόμου από το ΜέΡΑ25 τον Δεκέμβριο του 2020. Βρέθηκε ξαφνικά στη δημοσιότητα τις τελευταίες μέρες, ως μία προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας και φιλοκυβερνητικών μέσων να πλήξουν το «σενάριο προοδευτικής διακυβέρνησης», στο οποίο σε αυτή τη θεωρία περιλαμβάνει «ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ και ΜέΡΑ25» και πολιτικές που μας οδηγούν σε «κλειστές τράπεζες» όπως το 2015.

Σε αυτή τη γεμάτη λογικά άλματα και σφάλματα θεωρία, επαναφέρεται το ψέμα του κλεισίματος των τραπεζών από «Τσίπρα – Βαρουφάκη» το 2015. Στην πραγματικότητα, ήταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αυτη που έκλεισε τις ελληνικές τράπεζες προ του δημοψηφίσματος, το 2015. Η απόδειξη γι αυτό βρίσκεται στη γνωμοδότηση που ζήτησε ο τότε διοικητής της, Μάριο Ντράγκι, από ιδιωτικό νομικό γραφείο, αρνούμενος να χρησιμοποιήσει τις νομικές υπηρεσίες της ΕΚΤ. Ο λόγος που ο Μάριο Ντράγκι ζήτησε γνωμοδότηση, είναι για το αν παραβιάζεται η υποτιθέμενη «ανεξαρτησία» της ΕΚΤ με το σταμάτημα της ρευστότητας προς μία χώρα – μέλος. Η γνωμοδότηση αυτή που έλαβε ο ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης κρατείται μέχρι σήμερα μυστική. Το 2019, τo δικαστήριο της Ε.Ε. σε μια πρωτοφανή απόφαση , απέρριψε την προσφυγή του Γ.Βαρουφάκη μαζί με τον ιταλό ευρωβουλευτή, Φάμπιο ντε Μάζι, αιτιολογώντας την απόφασή του σε λίγες μόνο λέξεις και ισχυριζόμενο ότι αποτελεί ένα απλό «εσωτερικό έγγραφο» και «αντίθετα με άποψη των εναγόντων, η ΕΚΤ δικαιολογημένα έλαβε υπόψιν της τον υποθετικό αντίκτυπο που θα είχε η κοινοποίηση της γνωμοδότησης στον χώρο σκέψης της».

Οκτώ χρόνια μετά, προπαγανδίζεται ακόμα ότι το κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών τον Ιούλιο του 2015 ήταν απόφαση της τότε κυβέρνησης, ενώ ξορκίζεται κάθε συζήτηση για ένα πιθανό Plan B. Για ένα σχέδιο δηλαδή που θα μπορούσε να έχει η χώρα, σε περίπτωση νέα συγκρούσεις με τους δανειστές. Ένα σχέδιο ανάγκης που, πρώτα και κύρια, θα πρέπει να υπάρχει στα συρτάρια κάθε χώρας. Το 2015, οι άλλες χώρες είχαν πιθανά σχέδια για την περίπτωση ελληνικής εξόδου από το ευρώ. Η Ελλάδα, τελικά, στο τέλος εκείνων των δραματικών διαπραγματεύσεων, δεν είχε.

Ο Νίκος Θεοχαράκης είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο ΕΚΠΑ και για λίγους μήνες, το 2015, διετέλεσε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών, λαμβάνοντας μέρος σε ένα μεσαίο επίπεδο διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Αντικαταστάθηκε, όπως λέει ο ίδιος, με τον Γιώργο Χουλιαράκη, με απόφαση του Αλέξη Τσίπρα μετά από αίτημα του τότε προέδρου του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ.

«Στην περίοδο της διαπραγμάτευσης, το 2015, αυτό που έκαναν οι “θεσμοί”, ήταν να κλείσουν τη στρόφιγγα της ρευστότητας όσο περισσότερο γινόταν» υπενθύμισε αρχικά, μιλώντας στο TPP. «Κάνανε διάφορα κόλπα και ζητάγανε δήθεν μεταρρυθμίσεις, που αν ήταν σε καλή εποχή δεν θα ήταν εντελώς λάθος, όπως το να μαζευτούν όλα τα υπόλοιπα όλων των ταμειο σε έναν κοινό. Αλλά αυτό το κάνανε ακριβώς γι αυτό, για να πιέσουν την τότε κυβέρνηση. Μάλιστα, τότε φωνάζανε όταν υπήρχε και ένα δεύτερο σχέδιο, το λεγόμενο “plan b”, ενώ στην πραγματικότητα όλες οι χώρες της Ευρώπης είχαν κάποια εναλλακτικά σχέδια στο συρτάρι. Την Ελλάδα που ήταν ο άμεσος ενδιαφερόμενος και είχε τόσα πολλά να χάσει, δεν την άφηναν να έχει ένα τέτοιο σχέδιο».

Συνέχισε λέγοντας πως «στο πλαίσιο αυτό, είχε γίνει τότε μια αρχική συζήτηση, για το πως θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε αυτόν τον εναγκαλισμό, το στραγγάλισμα, μέσα από ένα εναλλακτικό σχέδιο το οποίο το είχε επεξεργαστεί ο Βαρουφάκης με μία ομάδα, στην οποία ήταν και ο Τζέιμι Γκάλμπρεϊθ».

Απαντώντας σε ερώτησε αν το σύστημα «Δήμητρα» είναι συνέχεια εκείνων των συζητήσεων για το «παράλληλο σύστημα πληρωμών», τόνισε πως «οι ιδέες είναι ίδιες. Αλλά το ερώτημα είναι γιατί ένα τέτοιο σχέδιο που έχει τόσα θετικά δεν συζητείται γενικότερα. Ένα δεύτερο που θέλω να πω, είναι ότι δεν θα γίνει σε περίπτωση νομισματικης εισβολής. Είναι ένα σύστημα που έχει καλές ιδέες από μόνο του».

«Ψηφιακό σύστημα δημοσιονομικών συναλλαγών» – «Απαιτεί ποσοστό ρήξης, θα προκαλέσει τεράστιες αντιδράσεις»

Πιο συγκεκριμένα, ο κ.Θεοχαράκης εξήγησε τι είναι το σύστημα «Δήμητρα»:

«Είναι ένα ψηφιακό σύστημα δημοσιονομικών συναλλαγών, μεταξύ των ιδιωτών και του ελληνικού δημοσίου. Είναι ένα παράλληλο σύστημα μέσω του οποίου μπορούν να γίνονται πληρωμές μεταξύ των πολιτών μεταξύ τους, πολιτών και του ελληνικού Δημοσίου, χωρίς τη μεσολάβηση τραπεζών. Και ένα άλλο κομμάτι, που είναι πολύ θετικό για μένα, είναι ότι θα γίνονται χωρις τη μεσολάβηση των προμηθειών, οι οποίες δεν έχουν καμία λογική, ειδικά σε ένα σύστημα καθαρά ψηφιακό και χρεοπιστωτικό. Στο οποίο μάλιστα, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις πληρώνουν προμήθειες εξοντωτικές. Πολλές φορές η προμήθεια που πρέπει να δώσει το μικρό μαγαζί είναι μεγαλύτερη κι από τα κέρδη».

Ανέφερε στη συνέχεια ότι:

«Στην πραγματικότητα τι λέει το σύστημα «Δήμητρα»: Ότι όταν υπάρχουν αμοιβαίες ληξιπρόθεσμες οφειλές μεταξύ των φορολογουμένων και του Δημοσίου, καταρχήν αυτές θα εξαφανίζονται. Επίσης και το Δημόσιο και οι ιδιώτες θα έχουν ωφέλεια, γιατί και το Δημόσιο θα μπορεί να “δανείζεται” από τους πολίτες, αλλά και οι πολίτες θα έχουν φοροαπαλλαγές. Όταν φτιαχτεί ένας συγκεκριμένος λογαριασμός για το κάθε άτομο, θα μπορεί ο φορολογούμενος να πληρώνει τους φόρους του με αυτόν τον τρόπο και θα έχει μια έκπτωση. Πράγμα που σημαίνει ότι στους συγκεκριμένους λογαριασμούς θα έχει μία έμμεση τοκοφορία».

Επί του πρακτέου, όπως εξήγησε ο κ.Θεοχαράκης, κάθε ΑΦΜ θα έχει έναν τέτοιο λογαριασμό και σε αυτόν, είτε θα μπορεί να μεταφέρει τα χρήματά του που βρίσκονται στις τράπεζες είτε να επιλέξει, ο μισθός ή η σύνταξή του να καταβάλλεται εκεί. Το θέμα είναι το αν ο κόσμος θα αγκάλιαζε ένα τέτοιο σύστημα. Γιατί τέτοιου είδους συστήματα θα πρέπει να αποκτήσουν μια κρίσιμη μάζα προκειμένου να εφαρμοστούν. Εγώ πιστεύω ότι επειδή τα προβλήματα θα είναι λίγα κι αν υπάρχουν αυτά τα λίγα θα λυθούν με την πρώτη εφαρμογή του συστήματος, επειδή η βασική ιδέα είναι καλή, στον βαθμό που βρεθεί αυτή η κρίσιμη μάζα και το ενστερνιστούν πολλοί πολίτες για να κάνουν τη δουλειά τους, με φορολογικό κίνητρο, πιστεύω ότι θα μπορούσε να επικρατήσει.

Ωστόσο, παραδέχθηκε ότι η προσπάθεια εφαρμογής ενός τέτοιου συστήματος θα προκαλούσε «τεράστιες αντιδράσεις», εντός και εκτός Ελλάδας:

«Προφανώς, όλα αυτά τα πράγματα απαιτούν ένα ποσοστό, ένα κομμάτι ρήξης. Δηλαδή, άμα ήταν ανώδυνο, θα λέγανε όλοι μπράβο ή δεν θα δίναν σημασία, θα το άφηναν να περάσει έτσι και δεν θα έκαναν τόσο βαριά κριτική. Είναι γεγονός ότι αυτό θα αντιμετωπίσει τεράστιες αντιδράσεις και από αυτούς που έχουν οικονομικά συμφέροντα να μην εφαρμοστεί αλλά και από την ίδια την Ε.Ε. από όλους αυτούς που καταλαβαίνουν ότι έτσι θα έχουν λιγότερη δυνατότητα ελέγχου στα δημοσιονομικα και νομισματικά πράγματα στη χώρα. Αυτό δεν θα πέρναγε αβρόχοις ποσί, θα χρειαζόταν να γίνει καβγάς για να περάσει κάτι τέτοιο».

Απαντώντας σε ερώτηση για το αν πρόκειται απλώς για «Plan B» σε περίπτωση νέας σύγκρουσης με τους δανειστές, ή θα μπορούσε να εφαρμοστεί και νωρίτερα, σχολίασε πως «μπορεί να το εφαρμόσεις παράλληλα, να έχει αποκτήσει μια ζωή και μία οντότητα και όταν οι άλλοι θα προσπαθήσουν να σε πνίξουν, τότε θα έχεις μια δυνατότητα να μην υποστείς αυτήν την αποπνικτική έλλειψη ρευστότητας του 2015».

Ένα πρόβλημα που προκύπτει επίσης από πιθανή εφαρμογή της «Δήμητρας», είναι πως θα μεταφερθούν καταθέσεις από τις τράπεζες σε αυτό το νέο σύστημα. Τίθεται επομένως το ερώτημα για το αν αυτό θα σημαίνει μαζική εκροή καταθέσεων, ένα νέο bank run.

Απαντώντας σε σχετική ερώτημα, ο Νίκος Θεοχαράκης, αφού παραδέχθηκε πως «είναι γεγονός ότι ένα κομμάτι από τα χρήματα αυτά των καταθέσεων στις τράπεζες θα μπορούσε ενδεχομένως να κατατεθεί στο “Δήμητρα”», στάθηκε στο κομμάτι του ανταγωνισμού, μεταξύ της «Δήμητρας» και των ιδιωτικών τραπεζών, που θα μπορούσε, όπως υποστήριξε, να λειτουργήσει θετικά για τους καταθέτες.

«Αν αυτό το σύστημα λειτουργεί σαν ένας άλλος πόλος ρευστότητας ή καταθέσεων, αυτό σε κάποιο βαθμό, θα αναγκάσει τις τράπεζες να αρχίσουν να δίνουν μεγαλύτερα επιτόκια, αν θέλουν να κρατήσουν τους πελάτες τους. Δηλαδή όντως θα υπάρχει ένα κομματι των καταθεσεων σε αυτήν την πλευρά, αλλά αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελος των καταθετών».

Επενδυτική βαθμίδα: «Το ερώτημα είναι αν τα γουρουνάκια θα πρέπει να χαίρονται για την κερδοφορία της αλλαντοποιίας»

Σχολιάζοντας τέλος, τη συζήτηση για την επενδυτική βαθμίδα, η κατάκτηση της οποίας χαρακτηρίζεται ως «εθνικός στόχος» από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, και αν μια μελλοντική αναβάθμιση θα φέρει κάτι θετικό για την οικονομία, ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας σχολίασε:

«Το ερώτημα είναι αν τα γουρουνάκια θα πρέπει να χαίρονται για την κερδοφορία της αλλαντοποιίας. Αυτήν τη στιγμή, με τις λεγόμενες “μεταρρυθμίσεις” ή απορρυθμίσεις η Ελλάδα έχει γίνει ένα πεδίο βολής όπου διάφοροι τρέχουν και κάνουν ό,τι γουστάρουν. Αν αυτή η ασυδοσία μεγαλώσει, τότε προφανώς η Ελλάδα θα πάρει επενδυτική βαθμίδα. Γιατί μην ξεχνάμε ότι αυτοί οι λεγόμενοι “επενδυτές”, δεν κάνουν πραγματικές επενδύσεις σε κεφάλαιο, ή θέλουν να παράσχουν υπηρεσίες.  Η ασυδοσία επίσης σημαίνει και ακομα εγαλύτερη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Είναι, για να μιλήσω επιστημονικά και πολιτικά ορθότερα, η μεγαλύτερη επαναρύθμιση των εργασιακών σχέσεων προς όφελος του κεφαλαίου. Υπάρχει επίσης ο “Ηρακλής” με τις εγγυήσεις για τα κόκκινα δάνεια.

Τέτοιους είδους πράγματα, μπορεί να είναι θετικά για κάποιους που θέλουν να μπούνε μέσα σε μια οικονομία, που έχει πάψει να είναι παραγωγική οικονομία και είναι μία οικονομία διαχείρισης των πτωχευμένων ελλήνων πολιτών. Δεν πιστεύω όμως οι πολίτες να χαίρονται και να θεωρούν ότι η κυβέρνηση πάει καλά. Μην ξεχνάτε ότι η περιβόητη Lehman Brothers, την παραμονή της χρεοκοπίας της, είχε πάρει αξιολόγηση “AAA”.»

Συνέχισε λέγοντας πως «ένα άλλο που λέγεται είναι ότι με την επενδυτική βαθμίδα θα μειωθούν τα επιτόκια. Στην πραγματικότητα, τα υψηλά επιτόκια είναι ένα μπόνους για πολλούς επενδυτές, γιατί έχει κλείσει το ματάκι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ότι πρόκειται να καλύψει τα ομόλογα, παρόλο που η Ελλάδα είναι χρεοκοπημένο κράτος. Όσον αφορά τώρα τον δανεισμό του ελληνικού Δημοσίου, πρέπει να πούμε ότι είναι πολύ λάθος μια χώρα χρεοκοπημένη, που έχει υποθηκεύσει το μέλλον της μέχρι το 2060 να θέλει να προσθέσει κι άλλο δάνειο».

«Τώρα, ποιος είναι ο στόχος της κυβέρνησης; Όχι να μειωθεί η ανεργία, όχι να μειωθεί η ανισότητα, όχι να έχουμε ανθρώπινες εργασιακές σχέσεις, όχι να μείνουν τα παιδια μας στην Ελλάδα και να μην μας παίρνουν τα σπίτια, αλλά να αποκτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα. Δηλαδή, ακόμα περισσότερο να ενισχυθεί η ασυδοσία αυτών οι οποίοι αυτην τη στιγμή νέμονται την οικονομία» ανέφερε ο Νίκος Θεοχαράκης, κλείνοντας.

 

Ολόκληρη η εκπομπή της Δευτέρας, 24/4