Έκανε την πρεμιέρα του στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασε 3 βραβεία: του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου καθώς και το ειδικό βραβείο της Επιτροπής Νεότητας των Φοιτητών των Πανεπιστημίων της Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε μια πορεία από φεστιβάλ σε φεστιβάλ, για να καταλήξει εν τέλει εκεί όπου το ευρύ κοινό θα έχει την ευκαιρία να την απολαύσει: η ταινία του Σπύρου Μαντζαβίνου και του Κώστα Αντάραχα έρχεται στην Αθήνα από τις 7 Μαρτίου, αποκλειστικά στο Cinobo Πατησίων.

Όπως εύστοχα περιγράφουν οι συντελεστές της, το Πανελλήνιον «ως ντοκιμαντέρ είναι ένας τρυφερός φόρος τιμής σε ένα πολύτιμο τοπόσημο της πόλης των Αθηνών, η μικρογραφία ενός σύμπαντος μέσα σε τέσσερις τοίχους και 64 τετράγωνα». Για όσους και όσες δεν το ξέρουν, το Πανελλήνιον στην αρχή σχεδόν της Μαυρομιχάλη, κατεβαίνοντας τη Σόλωνος είναι το παραδοσιακότερο σκακιστικό στέκι του κέντρου της Αθήνας. Πολύ πριν το σκάκι γίνει κουλ, μέσα από το Γκαμπί της Βασίλισσας, οι πιστοί της Κάισσας έβρισκαν εκεί ένα καταφύγιο για το πάθος τους.

Στην πορεία του χρόνου ωστόσο, με την πόλη και τον τρόπο ζωής να αλλάζει, το Πανελλήνιον πέρα από ένα μέρος να παίζεις σκάκι, έγινε και κάτι σημαντικότερο: ένα στέκι μερικών ανθρώπων που στο περιθώριο της επίσημης πραγματικότητας διεκδίκησαν και πέτυχαν την διατήρηση ενός τρόπου ζωής που κινείται σε άλλες ταχύτητες.

Έγραφα στο Κοσμοδρόμιο μετά την πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονικής: Το Πανελλήνιον ξεκινά ως ένα ντοκιμαντέρ για ένα ιστορικό καφενείο των Αθηνών και μεταμορφώνεται σε ένα υπαρξιακό δράμα για τη δυσκολία προσαρμογής -αλλά και την αντίσταση απέναντι- σε έναν κόσμο που όσο εξελίσσει τη διαφοροποιητική λειτουργία των συστημάτων του τόσο εντείνει την ομογενοποίηση συμπεριφορών και αντιλήψεων. Από αυτήν την άποψη θα μπορούσε να έχει ως αντιστικτικό μότο τη διάσημη ρήση του Γκυ Ντεμπόρ «Πώς γίνεται να εξοριστείς σε έναν ομογενοποιημένο κόσμο;». Οι θαμώνες του Πανελληνίου, «φανταστικά πλάσματα» που μεταμορφώνονται σε ανθρώπους μόνο όταν μπαίνουν στο καφενείο για να ζητήσουν παιχνίδι, όπως εξηγεί σε μια αποστροφή του λόγου του ο Βελτς, έχουν πετύχει αυτή την «αυτοεξορία» δημιουργώντας ένα παράλληλο σύμπαν, έναν ναό, όπως άλλος θαμώνας εξηγεί, ο οποίος διατηρεί χαρακτηριστικά άβατου.

Η επιτυχία των Μαντζαβίνου και Αντάραχα είναι ότι παρουσιάζουν την πραγματικότητα του καφενείου μακριά από εύκολες νοσταλγίες και ακόμη ευκολότερες προπαγάνδες του must go. Το Πανελλήνιον δεν χρωματίζεται με κανένα χρώμα, αναδύεται απλώς ως ένα από εκείνα τα χωροχρονικά παράδοξα που δεν παύουν να μας γοητεύουν.

Με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας, οι συντελεστές της προσφέρουν αποκλειστικά στο κοινό του ThePressProject μια σκηνή από την ταινία, που δεν βρήκε εν τέλει χώρο στο τελικό μοντάζ της. Για να κατανοήσουμε το εγχείρημα του Ματζαβίνου και του Αντάραχα θα πρέπει να συνειδητοποιούμε ότι πέρασαν χρόνια στο καφενείο, καταγράφοντας την εκεί, παράλληλη ζωή των θαμώνων. Καταλαβαίνει κανείς ότι το υλικό από αυτές τις καταγραφές μπορεί να δημιουργήσει πολλές επιπλέον ταινίες. Αξίζει δε μια ιδιαίτερη υπόμνηση το γεγονός ότι αν και το σκάκι κυριαρχεί με την παρουσία του, τόσο στο καφενείο όσο και στην ταινία, δεν είναι αυτό που πρωταγωνιστεί. Το σκάκι είναι πιο πολύ το παρασύνθημα για την είσοδο στον μυστικό χώρο του στεκιού, παρά ο θησαυρός που κρύβεται εκεί. Και αν υπάρχει ανάγκη για παρασύνθημα σε μέρη σαν το Πανελλήνιον ο λόγος είναι ότι προϋποθέτουν μια κάποιου είδους δέσμευση με τη βραδύτητα, σε έναν ταχέως επιταχυνόμενο κόσμο. Το σκάκι απαιτεί μια αφοσίωση που σπανίως είναι ελκυστική στους τυχοδιώκτες των εμπειριών. Εδώ δεν μιλάμε για περαστικούς, αλλά για θαμώνες. Δεν μιλάμε για εμπειρίες αλλά για βίωμα.

Από αυτή την άποψη η σκηνή αποτελεί μια ιδανική εισαγωγή στο σύμπαν του Πανέλληνιου, γιατί δείχνει τη στιγμή που οι θαμώνες συναντούν ένα από τα ινδάλματά τους στο σκάκι, τον Γιάννη Παπαϊωάννου.

 

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις για κάποιον που παρακολουθεί τα σκακιστικά δρώμενα. Ο αθλητής του Σκακιστικού Ομίλου Ρόδου «Ιππότης», γκραν μετρ από το 1998, έχει υπάρξει τέσσερις φορές πρωταθλητής Ελλάδας, αποτελεί σχεδόν μόνιμο μέλος της εθνικής ομάδας και διαχρονικά έναν από τους ισχυρότερους έλληνες σκακιστές, με ΕΛΟ σταθερά πάνω από το 2600. Από καιρού εις καιρόν, το όνομά του φιγουράρει στους τίτλους των εφημερίδων μετά από κάποια σημαντική επιτυχία, όπως π.χ.  η νίκη του εναντίον του ισχυρού Ρώσου Μορόζεβιτς το 2010, ή η ισοπαλία του δύο χρόνια αργότερα, στην Ολυμπιάδα της Κωνσταντινούπολης εναντίον του μεγάλου Βλαντιμίρ Κράμνικ.

 

Τα νέα της άφιξης του Παπαϊωάννου στο Πανελλήνιον ήταν λογικό να γίνουν δεκτά με ενθουσιασμό και ανυπομονησία από τους θαμώνες, ενώ και ο κ. Γιάννης, που τρέχει το καφενείο, αλλά δεν παίζει σκάκι, θα σπεύσει να φωτογραφηθεί με τον Πρωταθλητή για να απαθανατίσει αυτήν την επίσκεψη, και να προσθέσει το φωτογραφικό της αποτύπωμα πλάι σε μια σειρά άλλων κορυφαίων σκακιστών που έχουν περάσει από αυτό.

 

 

Ο Παπαϊωάννου έχει κι αυτός καφενειακή φάτσα -διευκρινίζω ότι το λέω αυτό ως ύψιστο κοπλιμέντο. Ενσωματώνεται στον χώρο αμέσως και παίζει -παρά τη διαφορά επιπέδου του- με τους βασικούς θαμώνες, ακολουθώντας την μακροχρόνια σκακιστική παράδοση οι μετρ να αναζητούν τους παθιασμένους ερασιτέχνες των καφενείων. Παίζει μαζί τους σε δυάδες (το καφενειακό σκάκι όπου 2 παίκτες παίζουν μαζί, αλλά χωρίς να συνεννοείται ο ένας με τον άλλο), σχολιάζοντας ταυτόχρονα παρτίδα και κινήσεις. Για κάποιον μη μυημένο η εικόνα δεν έχει κανένα στοιχείο εξαιρετικότητας, αλλά για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ εδώ υπάρχει ένα από τα πιο ισχυρά συναισθήματα του ερασιτέχνη σκακιστή: όχι απλά η συνάντηση με το είδωλο αλλά η κοινή πορεία μαζί του -έστω και σε μια παρτίδα.

Έτσι βρίσκεται και ο Πέτρος να παίζει εναντίον του Παπαϊωάννου. Έχει τα μαύρα και διαλέγει μια σπάνια βαριάντα της Ισπανικής. Ο γκραν μετρ του το επισημαίνει. Τον κοπλιμεντάρει για την καλή γνώση της θεωρίας, αλλά ταυτόχρονα χτίζει μια όλο και πιο άνετη γι’ αυτόν θέση. Σιγά σιγά, αρχίζει ο ψυχολογικός πόλεμος, μέσω του γνωστού τρόπου του σχολιασμού με ειρωνική διάθεση -στο καφενειακό σκάκι μιλάμε, δεν χωρούν εδώ ευγένειες. «Μ’ αυτά τα φινάλε έχω πάρει σπίτια και τροχόσπιτα», θα πει ο Παπαϊωάννου για να δείξει το πόσο εύκολα διαχειρίζεται την κατάσταση. Λίγο μετά ο Πέτρος θα εγκαταλείψει, για να δεχτεί και το ανάλογο πείραγμα από τους άλλους θαμώνες. Όρθιος, μακριά πια από την σκακιέρα, θα ερωτηθεί από κάποιον οφ κάμερα θαμώνα για το αποτέλεσμα και θα παρομοιάσει την παρτίδα σαν ένα αγώνα μποξ με τον Μάικ Τάισον. Και ο γκραν μετρ θα προσθέσει χαρακτηριστικά! «Και τάισον και πότισον!».

 

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αποσπάσματα όπου ο γκραν μετρ μιλάει στην κάμερα για σκακιστικά θέματα. Την πρώτη φορά σχολιάζει το «στήσιμο», το να αφήνεις δηλαδή κάποιο κομμάτι σου αφύλακτο χωρίς προφανές αντάλλαγμα. Το χαρακτηρίζει ως μια «σκακιστική ασθένεια», ένα ξαφνικό σβήσιμο του νου, ένα βραχυκύκλωμα. Την ώρα που μιλάει για το στήσιμο, το επισημαίνει και σε μια παρτίδα που παρακολουθεί, δείχνοντας οφ κάμερα την βαριάντα που χάνει. εντυπωσιακό; Απλά άλλη μια μέρα στο καφενείο. Η τεχνική ανάλυση διαπλέκεται με τα τσίπουρα και τη διασκέδαση, σαν να πηγαίνεις τον διάσημο φυσικό Ρίτσαρντ Φέινμαν σε ένα κλαμπ, όπου μαζί με τις εξισώσεις θα σου αναλύει και τα δροσερά πόδια μιας χορεύτριας.

 

 

Εκεί όμως που βρίσκεται η ουσία των όσων λέει ο Παπαϊωάννου είναι στην επισήμανση των διαφορών μεταξύ επαγγελματία και ερασιτέχνη σκακιστή. Αν θέλουμε να το συνοψίσουμε με μια λέξη, αυτή είναι η απόλαυση: ο ερασιτέχνης γουστάρει κυρίως, ο επαγγελματίας γουστάρει παρεμπιπτόντως. Ο ερασιτέχνης απολαμβάνει, γιατί το σκάκι δεν είναι το επάγγελμά του αλλά το καταφύγιο από τις βιοτικές μέριμνες. Όταν λοιπόν ο επαγγελματίας πηγαίνει στο καφενείο το κάνει αυτό για να επανασυνδεθεί με την πρωταρχική χαρά του παιχνιδιού. Και είναι από εδώ που αρχίζουν όλα.

 

 

Το Πανελλήνιον ως ταινία αρχίζει ακριβώς από εδώ. Εκεί που το σκάκι περνάει στο παρασκήνιο και βγαίνουν μπροστά αυτοί που κινούν τα πιόνια, προσπαθώντας να φτιάξουν ένα καταφύγιο από την πραγματικότητα και τις αμείλικτες βαριάντες της.

 

Η επίσημη πρεμιέρα της ταινίας θα γίνει στο Cinobo Πατησίων, την Παρασκευή 7/3 στις 22:00.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Σπύρος Μαντζαβίνος, Κώστας Αντάραχας

Σενάριο: Σπύρος Μαντζαβίνος, Κώστας Αντάραχας

Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Κουτσαλιάρης

Μοντάζ: Δημήτρης Πολύζος

Ήχος: Στέλιος Κουπετώρης, Γιώργος Κέρπελης, Νίκος Κωνσταντίνου

Μουσική: Γιώργος Κοτταρίδης

Παραγωγή: Alaska Films

Παραγωγοί: Λεωνίδας Κωνστανταράκος

Συμπαραγωγή: ΕΚΚ, ΕΡΤ, 2|35

Συμπαραγωγοί: Νίκος Μούτσελος