Δεν ακούσαμε κάτι καινούριο. Συνειδητοποίησα όμως ότι αυτό που πραγματικά με σόκαρε ήταν η αρτιότητα και η συγκρότηση με την οποία ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παρέθεσε εξόφθαλμα όλα τα επιχειρήματα που κατέστησαν τον ίδιο και το κόμμα του χορηγό της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Χορηγό της αντίληψης ότι τα μνημόνια και η καλή σχέση με τους εταίρους – το χαϊδευτικό της ΤΡΟΙΚΑ – είναι μονόδρομος, χορηγό της απελπισίας και της ένδειξης με φωτεινή επιγραφή του «χάσαμε, χωνέψτε το, that’s life και οι ρομαντικοί πηγαίντε σπίτια σας ή άντε να δουλέψετε».
Μία συνέντευξη μίας ώρας, που χάρισε τίτλους σε δεξιά συστημικά μέσα ενημέρωσης περί «αυτοκριτικής», όχι επειδή εκλέχθηκε με άλλους όρους και υποσχέσεις, όχι επειδή παράκουσε τη λαϊκή εντολή, όχι επειδή οι μνήμες και η απογοήτευση του 2015 υπερτερούν ακόμη της χειρότερης διακυβέρνησης της μεταπολίτευσης, αυτής του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά επειδή «ο φιλόδοξος και ονειροπόλος Τσίπρας ήρθε επιτέλους στα σύγκαλά του. Παραδέχτηκε λάθη και ζήτησε συγγνώμη»… στη δεξιά.
Και φυσικά, το σοκαριστικό της υπόθεσης, δεν ήταν μόνο ότι υιοθέτησε συγκροτημένα όλη την επιχειρηματολογία της «Ομάδας Αλήθειας», αλλά και το πότε διάλεξε να το κάνει: σε μία συγκυρία που η Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου ολοένα και ολισθαίνουν, σε μία συγκυρία που η οικονομία υποφέρει εξαιτίας της αισχροκέρδειας, που οι ταξικές ανισότητες αμβλύνονται, που η υγεία και η παιδεία είναι για τους λίγους και τους εκλεκτούς. Σε αυτή τη συγκυρία ο Αλέξης Τσίπρας δεν βρήκε κάτι καλύτερο να πει μετά από μία πολύμηνη συνειδητή σιωπή. Δεν ένιωσε την ανάγκη να εμφανιστεί στο συνέδριο του κόμματός του και να προχωρήσει σε αυτοκριτική καλής πίστεως, αλλά ένιωσε την ανάγκη να καθίσει στην καρέκλα και να υποστεί το μαστίγωμα.
Το δημοψήφισμα ήταν χρήσιμο γιατί «δραματοποίησε» τα γεγονότα
Η πιο ωμή παραδοχή του Αλέξη Τσίπρα ήταν η εξής: «Θέλω να είμαι πολύ ειλικρινής απέναντί σας και απέναντι στο κοινό μας. Η Ελλάδα δεν είχε καμία δυνατότητα να μπορέσει να αποπληρώσει τα χρέη της αν δεν έπαιρνε μία δανειακή στήριξη από τους εταίρους της. Η άλλη της εκδοχή ήταν η χρεοκοπία και η έξοδος από το ευρώ. Σας επαναλαμβάνω, αυτό δεν αποτέλεσε ποτέ προσωπική δική μου επιλογή».
Σε τέσσερις προτάσεις ο Αλέξης Τσίπρας χρησιμοποίησε ως δική του επιχειρηματολογία τη συστημική ανάγνωση της κρίσης του 2015. Τότε, αυτές οι θέσεις, χάριζαν στους υποστηρικτές της -από τους ίδιους τους συριζαϊκούς κύκλους- τον χαρακτηρισμό του «γερμανοτσολιά». Σχεδόν δέκα χρόνια μετά ο Αλέξης Τσίπρας λέει ότι δεν γινόταν χωρίς μνημόνιο, αλλιώς θα χρεοκοπούσαμε, θα βγαίναμε από το ευρώ και γενικώς θα πεθαίναμε.
«Αυτό δεν το είχατε πει τότε», τον μάλωσε η δημοσιογράφος. «Κάνετε λάθος, δεν θυμάστε καλά», τη διορθώνει. «Ίσα ίσα, στον κόσμο τρεις φορές με διαγγέλματα εξηγούσα ότι το ερώτημα δεν ήταν παραμονή ή έξοδος από το ευρώ, αλλά αν αποδεχόμαστε αυτή τη συμφωνία που οι εταίροι μας προτείνουν». Δεν πάει κάτι στραβά με τη νοημοσύνη σας, μην αναρωτιέστε. Ναι, ο Αλέξης Τσίπρας στη διευκρινιστική ερώτηση απάντησε ακριβώς το αντίθετο. Τον ρώτησαν «αυτό γιατί δεν το είπατε ποτέ», και απάντησε «ναι αυτό δεν το είπα ποτέ».
Ακολούθησε η περιγραφή «του πλαισίου εκείνης της εποχής» και οι λόγοι που έπεισαν «εμένα, και τους συναδέλφους μου – όχι όλους – να κατανοούμε ότι η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς μία νέα δανειακή σύμβαση». Παρουσίασε το δημοψήφισμα του 2015 ως μία κατάσταση που «δραματοποίησε» τις εξελίξεις.
«Το δημοψήφισμα λοιπόν, με όποιες διαφωνίες μπορεί να έχει κανείς για την επιλογή αυτή…», είπε ο Αλέξης Τσίπρας απολογούμενος στη δεξιά φωνή που έλεγε τότε «δεν ψηφίζω Πρωθυπουργό για να μου πετάξει το μπαλάκι αλλά για να αποφασίζει», και συνέχισε: «δραματοποίησε αυτή τη διαπραγμάτευση και έδωσε τη δυνατότητα και στις δύο πλευρές να κάνουν ένα βήμα πίσω. Σε εμάς με δύσκολους χειρισμούς που είχαν ρίσκο όπως τις επαναληπτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 να υιοθετήσουμε μία προοπτική η οποία θα είχε μεταρρυθμίσεις που θα είχαν κόστος πολιτικό αλλά ήταν αναγκαίες, αλλά και στην πλευρά της ευρωπαϊκής ηγεσίας να αποδεχθεί ότι θα δώσει μία πολιτική διεξόδου. Ποια ήταν η πολιτική διεξόδου; Η αναδιάρθρωση του χρέους».
Το δημοψήφισμα λοιπόν, σύμφωνα με τον Αλέξη Τσίπρα, ήταν ένα… σύμβολο. Το «δράμα» λειτούργησε σαν έναυσμα και για τις δύο πλευρές. Η κυβέρνηση, έκανε 1 – ένα- βήμα πίσω και υιοθέτησε τις «αναγκαίες» μεταρρυθμίσεις λιτότητας του μνημονίου με συνέπεια… το πολιτικό κόστος. Η συνέπεια δεν ήταν η σκληρή και ταπεινωτική λιτότητα, η περεταίρω απορρύθμιση της αγοράς, η όξυνση των ανισοτήτων, οι νέες μειώσεις στους μισθούς του δημοσίου τομέα καθώς και αύξηση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, την εστίαση και τον τουρισμό, οι περικοπές στις συντάξεις και στην υγεία, η συντήρηση της αβεβαιότητας, η ταφόπλακα στην ελπίδα, στις ιδέες, στην εμπιστοσύνη ότι το καθεστώς αναξιοπρέπειας θα ανατραπεί.
Όχι. Αυτά ήταν «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις». Η συνέπεια σύμφωνα με τον Αλέξη Τσίπρα ήταν το πολιτικό κόστος.
Το βήμα πίσω για την ΤΡΟΙΚΑ – τους «εταίρους» – όπως λέει ο Αλέξης Τσίπρας ήταν ότι θα έδιναν μία πολιτική διεξόδου. Δηλαδή, μετά την ταπείνωση και την εξαθλίωση των πολιτών που με συντριπτική λαϊκή εντολή είχαν αρνηθεί την επιβολή νέου μνημονίου, τότε οι θεσμοί, οι εταίροι, οι ευρωπαϊκοί φίλοι – πλέον-, θα επέτρεπαν να μπορούμε να διαχειριζόμαστε τα δημοσιονομικά της χώρας μας μόνοι μας. Θα αποφάσιζαν ότι μία δεκαετία ξύλου ήταν αρκετή. Ότι ο ελληνικός λαός εκπαιδεύτηκε από τη χρόνια λιτότητα που επιβλήθηκε από πολύχρωμες κυβερνήσεις και πλέον είναι σε θέση να ενηλικιωθεί και να αποφασίζει πώς θα αποπληρώνει το μη βιώσιμο χρέος. Θα έχει την ωριμότητα να διαλέξει από πού θα κόψει. Αυτό ήταν το βήμα πίσω των «εταίρων».
Ο εσωτερικός δάκτυλος που στερεί Πρωθυπουργίες
Φυσικά ο Αλέξης Τσίπρας δεν στάθηκε δευτερόλεπτο στις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της επιβολής του μνημονίου από την κυβέρνησή του. Το να περιμένουμε βεβαίως να σταθεί στο ζήτημα της πολιτικής και ιδεολογικής προδοσίας και της ολοκληρωτικής απογοήτευσης των πολιτών θα ήταν αφελές. Αρκέστηκε βέβαια στο να φωτογραφήσει πρόσωπα της τότε κυβέρνησής του ως τις «παράλογες φωνές» που δημιουργούσαν πρόβλημα με τις απόψεις τους για την έξοδο από το ευρώ.
«Αυτό το οποίο τότε καταφέραμε, ήταν ένα μνημόνιο, ναι. Δεν θέλαμε βεβαίως να έχουμε μία τέτοια εξέλιξη, δεν το καταφέραμε. Θέλαμε να έχουμε μία πιο ομαλή διαπραγμάτευση. Εκεί είναι οι ευθύνες. Ο εγκλωβισμός και σε πρόσωπα που έπαιξαν τον δικό τους ρόλο που είχαν την προσωπική τους ατζέντα, μία ατζέντα που την είχε και ο συγχωρεμένος ο κ. Σόιμπλε. Υπήρχαν πρόσωπα και δυνάμεις που φλέρταραν – ή ευθέως ομιλούσαν – για την ανάγκη η χώρα να βγει από το ευρώ. Στο εσωτερικό της κυβέρνησής μου. Ως τον Σεπτέμβριο του 2015 οπότε και έγινε το ξεκαθάρισμα αυτό», είπε.
Άλλωστε ο εσωτερικός δάκτυλος ως αιτία ήττας του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και η ανάγκη το κόμμα «να καθαρίσει» για τον Αλέξη Τσίπρα είναι μια κίνηση που πηγάζει από τον αναστοχασμό των λαθών και την αυτοκριτική. Όχι η ολίσθηση των ιδεών και των υποσχέσεων, όχι η έλλειψη αντιπολίτευσης που λειτούργησαν ως χορηγία της δεξιάς μια για πάντα. Αυτά ήταν στα πλαίσια της «ήττας».
Κάτι τέτοιες στιγμές απορώ με το σκεπτικό του. Είναι ευθυνοφοβία, ή τα πιστεύει αυτά που λέει; Αν ισχύει το δεύτερο, πόσες φορές τον έχουν σταματήσει άραγε στο δρόμο για να του πουν «Όλα καλά κι όλα ανθηρά Αλέξη με την κυβέρνησή σου, σε ψήφιζα φανατικά, αλλά αυτός ο Φίλης στο λαιμό μου κάθεται, με χάσατε από ψηφοφόρο», και πόσες φορές έχει ακούσει για το δημοψήφισμα και την απώλεια εμπιστοσύνης του αριστερού κόσμου;
Γιατί όχι και «σκευωρία Παπαγγελόπουλου» εν τέλει;
Μου έκανε εντύπωση η τοποθέτηση της κ. Κουναλάκη – μία τοποθέτηση γεμάτη λογικά άλματα μόλις ο Αλέξης Τσίπρας ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του σχετικά με το Κράτος Δικαίου με αφορμή την «βρώμικη κηλίδα» του σκανδάλου των υποκλοπών. «Ο δικός σας ρόλος όμως ποιος ήταν; Εγώ θα έλεγα ότι το Μάτι είναι τα δικά σας Τέμπη. Η Novartis είναι μία light εκδοχή του σημερινού σκανδάλου των υποκλοπών. Η διαδικασία αδειοδότησης των καναλιών, είναι η δική σας λίστα Πέτσα, η Μόρια είναι η αντίστοιχη Πύλος σήμερα. Εσείς δεν έχετε ενοχές για τις επιδόσεις σας στο κράτος Δικαίου; Θεωρείτε ότι ήταν όλα τέλεια επί των ημερών σας;», είπε.
Ο Τσίπρας δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να αντιπαρατεθεί σε αυτές τις συγκρίσεις. Δεν αισθάνθηκε καν την ανάγκη από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αντικρούσει τα επιχειρήματα που θέλουν τους 650 νεκρούς της Πύλου με ευθύνες κυβέρνησης και αρχών να είναι το ίδιο με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των πρώτων αφίξεων στην Μόρια. Αφού δεν το έκανε ο ίδιος ο πρώην αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφού κατάπιε τη σύγκριση και το στήσιμο του δεξιού αφηγήματος με όλη τη λάσπη που αυτό κουβαλούσε, δεν έχουμε λόγο ούτε εμείς να λειτουργήσουμε ως απολογητές του.
Αποδέχτηκε ακόμη και τη σύγκριση του σκανδάλου της Novartis με το σκάνδαλο των υποκλοπών. Και ζήτησε συγγνώμη.
Είπε: «Δεν έχω παρά να παραδεχτώ ότι στην υπόθεση Novartis και στην υπόθεση των τηλεοπτικών σταθμών η διαχείριση που κάναμε ήταν ατυχής. Και είμαι απογοητευμένος για αυτό διότι οι προθέσεις μας ήταν ακριβώς οι αντίθετες από το κλίμα το οποίο εκπέμφθηκε εκείνη την περίοδο».
Δεν επέμεινε στο ότι υπήρξε σκάνδαλο, δεν καυτηρίασε την αρχειοθέτηση της υπόθεσης παρά την εύρεση αδιευκρίνιστων ποσών, δεν το συνέδεσε με την αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης όπως αυτή τεκμηριώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την ολίσθηση του Κράτους Δικαίου. Αντιθέτως, απολογήθηκε στη δεξιά. Χαρακτήρισε «ατυχή τη διαχείριση». Κρέμασε τους «συντρόφους του». Επιβεβαίωσε ότι ήταν δίκαιη η επίθεση απέναντι στον Πολάκη, στον Παπαγγελόπουλο και στον Παππά. Δεν είμαι η κατάλληλη να πω αν ήταν δίκαιη ή άδικη. Όμως σίγουρα δεν είναι ο κατάλληλος για να επιβεβαιώνει ότι ήταν δίκαιη. Για να υιοθετεί το αφήγημα της «σκευωρίας Παπαγγελόπουλου» και όχι του «σκανδάλου Novartis».
Μετανιώνει: για τις ενοχές του
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει αυταπάτες. Είναι συνειδητή επιλογή να γίνεται απολογητής της δεξιάς. Είναι συνειδητή επιλογή να παρουσιάζει την ήττα ως νίκη. Είναι συνειδητή επιλογή να του ανοίγουν το ζήτημα των νεκρών της Πύλου, να τον εξευτελίζουν υπονοώντας ότι διέπραξε ίδια εγκλήματα και να μην απαντά. Όπως ήταν συνειδητή επιλογή το να βγει από την αποθήκη των επιζώντων του εγκλήματος έχοντας μόλις ακούσει τη συγκλονιστική μαρτυρία πρόσφυγα ότι το λιμενικό τους ρυμούλκησε και τους έπνιξε και το πρώτο πράγμα που δήλωσε είναι «να μην ρίξουμε ευθύνες στους άντρες και στις γυναίκες του λιμενικού σώματος», ξεπλένοντας τους φερόμενους ως υπεύθυνους, προκαθορίζοντας το αποτέλεσμα της Δικαιοσύνης. Απλώς για να τα έχει καλά. Τότε που νόμιζε ότι υπάρχει ο Nemo.
Ο Αλέξης Τσίπρας κλείνοντας, είπε: «Διαχειριστήκαμε ενοχικά τη μεγάλη μας επιτυχία που κατακρίθηκε ως κωλοτούμπα». Ο Αλέξης Τσίπρας μετανιώνει. Μετανιώνει που είχε ενοχές. Ζητά συγγνώμη. Όχι από τους ανθρώπους που τον στήριξαν. Εκτιμώ ότι νιώθει οριακά αντιπάθεια για εκείνους πλέον. Του είναι εντελώς ανυπόφοροι, και δεν είχε καθόλου την τριήμερη όρεξή τους.
Προτιμά να βρεθεί στο συνέδριο της «Καθημερινής» το οποίο είναι διανθισμένο με αυτή την ψεύτικη ευπρέπεια, να πραγματοποιήσει συζητήσεις δήθεν υψηλού επιπέδου με αυτή την υποκριτική ευγένεια και τα σοβαροφανή χαμόγελα που στην πραγματικότητα αναπαράγουν όλο το άτοπο δεξιό whataboutism της Ομάδας Αλήθειας. Κάθισε να απαντήσει στην κριτική επιπέδου «ναι αλλά για το Μάτι δε λέτε που εμείς μετρούσαμε φέρετρα αντί για στρέμματα», όχι σαν κατάπτυστη εργαλειοποίηση τραγωδιών με σκοπό την υπεκφυγή από πολιτικές ευθύνες της ζοφερής πραγματικότητας του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά σαν πραγματική επιχειρηματολογία.
Και ο Αλέξης Τσίπρας όχι μόνο δέχτηκε να το υποστεί, αλλά το προτίμησε. Άφησε την θέση του στο συνέδριο του κόμματός του κενή, εμφανίστηκε ενώπιον των άλλοτε ιδεολογικών του εχθρών, αξίωσε τη λάσπη και την αθλιότητα ως πραγματική κριτική ουσίας, απάντησε και ζήτησε συγγνώμη από τη δεξιά.
Πασχίζω να βρω τα αίτια αυτού του συναινετικού μαστιγώματος.
Ο Αλέξης Τσίπρας θεωρεί ότι τα έχει πάει καλά και θέλει να τα έχει καλά με το δεξιό ακροατήριο και με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Τα λάθη στα οποία αναφέρεται αν ερμηνευτούν, δεν έχουν ως πρωταγωνιστή τον ίδιο. Διότι δεν βλέπει ως υπεύθυνο τον εαυτό του. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης κατά την έξοδό του από την προεδρεία του κόμματος ήταν στα πλαίσια της «αξιοπρεπούς τελευταίας λέξης». Δεν ενδιαφέρεται για το τι σώζεται και τι όχι στο κόμμα του γιατί δεν θεωρεί πραγματικά ότι εκείνος δρομολόγησε τη σταδιακή κατάρρευσή του.
Ο Αλέξης Τσίπρας ακόμη πιστεύει ότι υπάρχει ο Νemo.