«Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε, πέτρα, πετρά να μην ραγίισει, κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χιλιά χρονιάααα να ζήησει», αυτόν τον στίχο προσέθετε με σκοπό την απαραίτητη συγκίνηση και αύξηση του μποναμά, η ραδιούργα επταμελής κοριτσίστικη συμμορία μας χορωδών καλάντων κάθε Παραμονή Χριστουγέννων που έβγαινε στις γειτονιές της Αθήνας με οργανωμένο μπίζνες πλαν μέγιστης οικονομικής αλλά και καλλιτεχνικής απόδοσης—πέραν των κλασικών τριγώνων, η ορχήστρα μας διέθετε φλογέρα, μελόντικα, αρμόνιο, τουμπελέκι και μαράκα σε σχήμα πορτοκαλιού.
Χωρίζαμε τις γειτονιές σε τομείς, τις πολυκατοικίες σε ορόφους και σταμπάραμε τους κουβαρντάδες όπου κάναμε κανονικό περφόρμανς που θα ζήλευε και η παιδική χορωδία Τυπάλδου που ήταν τότε πολύ στα φόρτε της. Έχουν περάσει 20 και πλέον χρόνια από τότε αλλά φέτος, με αφορμή και τη νέα αυτή απαγόρευση, η νοσταλγία και η χαρά ξεπηδούν από μέσα μου σαν πίδακας νερού στο σιντριβάνι της Ομόνοιας.
Είχαμε χαρά που ήμασταν μια παρέα κοριτσιών στο μεταίχμιο της παιδικότητας και της ενηλικίωσης –αρκετά μικρές να λέμε κάλαντα χωρίς να μας στραβοκοιτάνε αλλά και αρκετά μεγάλες να οργώνουμε τις γειτονιές χωρίς γονεϊκή επίβλεψη— που τραγουδούσαμε και δίναμε ολόκληρη παράσταση, που κάναμε τους «νοικοκύρηδες του σπιτιού» να γελάνε, καμιά φορά και να κλαίνε, που μπαίναμε στα σπίτια των ανθρώπων, ιδίως μερικών μοναχικών που ένιωθες ότι αυτή θα ήταν από τις ελάχιστες επισκέψεις που θα δέχονταν μέσα στη φρενίτιδα της υποχρεωτικής ευδαιμονίας των γιορτών. Και είχαμε, φυσικά, τεράστια χαρά που βγάζαμε τα πρώτα μας λεφτά. Με άλλα λόγια, στην πρώιμη εφηβεία μας, τα κάλαντα ήταν το γκραν σουξέ των γιορτών, η μεγάλη μας στιγμή πριν αποσυρθούμε ξανά σε βαρετά οικογενειακά τραπέζια, ανυπόφορες εκδρομές στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και επετειακή παρακολούθηση του Μόνος στο Σπίτι νο 1821. Μεγαλώνοντας, άκουγα από ολοένα και περισσότερους συμμαθητές ή άλλους συνομηλίκους ότι οι γονείς τους δεν τους άφηναν, λέει, να λένε κάλαντα «γιατί ήταν μεγάλη ντροπή και ζητιανιά». Μεγαλώνοντας λίγο τους λυπόμουν που είχαν χάσει αυτό το ανεκτίμητο δώρο της εφηβείας, μεγαλώνοντας λίγο παραπάνω συνειδητοποίησα ότι, και αυτό το ζήτημα, ήταν σε μεγάλο βαθμό ταξικό. Τα παιδιά αυτά, ή μάλλον οι γονείς τους, προέρχονταν είτε από τη μεγαλοαστική τάξη –οπότε και δεν γνώριζαν καν την έννοια της «γειτονιάς» και δεν είχαν ιδιαίτερο κίνητρο για χαρτζιλίκι— είτε, ακόμα πιο συχνά, από εκείνο το τμήμα των μικροαστών-wannabe-αστών που απεχθάνονταν κάθε συσχέτιση με το πάσης φύσεως ιδρωμένο μεροκάματο και θεωρούσαν πολύ μπανάλ τα έθιμα της υπαίθρου που τους υπενθύμιζαν την ταπεινή, μεταναστευτική στον αστικό ιστό καταγωγή τους. Ως συνήθως, οι μικροαστοί με ένα κάποιο πολιτισμικό κεφάλαιο –όπως οι γονείς της δικής μας συμμορίας— αποτελούσαν εξαίρεση στον κανόνα, ενώ, αργότερα, μέσα στην κρίση, που κάπως ζόρισαν τα πράγματα, που κλείστηκαν και περιχαρακώθηκαν οι άνθρωποι, ο φόβος και η ανασφάλεια οδήγησε πολλούς ακόμα γονείς σε αυτή την απαγόρευση καλάντων που φέτος πια έγινε και θεσμική.
Η μικροαστικότητα, πάντως, αυτή η ρημάδα η μικροαστικότητα που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις, είναι μια αναλυτική κατηγορία που αξίζει να λαμβάνουμε υπόψη μας στις αναλύσεις που κάνουμε μέσα στην παρούσα υγειονομική, οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση. Είναι ο μικρός μαγαζάτορας που ευχαριστεί γονυπετής την κυβέρνηση για το click-away ενώ το πολυκατάστημα στην παραπάνω γειτονιά, με πολύ χειρότερες υγειονομικές συνθήκες αλλά έτοιμο ηλεκτρονικό σύστημα, κάνει χρυσές δουλειές με εργαζόμενους με μισθούς πείνας. Είναι ο διπλανός ιδιοκτήτης σουβλατζίδικου που κρατά τα tips του e-food και πάει με τον τροφοδιανομέα (εντάξει κύριε Μπαμπινιώτη μου; ) στο ΑΤΜ να εισπράξει το μόλις καταβληθέν δώρο Χριστουγέννων «γιατί δεν βγαίνει και θα αναγκαστεί σε απολύσεις». Είναι ο υπάλληλος της εφορίας που κατεβαίνει στο κέντρο της Αθήνας να χαζέψει τα φωτάκια που έβαλε ο πολυχρονεμένος μας δήμαρχος εν μέσω κορωνοϊού και θέλει να καταδώσει στην Αστυνομία όλους τους άλλους που κατέβηκαν για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Είναι ο μπάτσος που γλυκαίνεται από τη μικρή του εξουσία και τις προσλήψεις ένστολων και τραμπουκίζει ανήλικους, μετανάστες, γυναίκες, ΛΟΑΤΚΙ άτομα και πάντα «μη κανονικό» για 900 ευρώ τον μήνα. Είναι ο τριτοκλασάτος δημοσιογράφος του ΣΚΑΙ που ξεροσταλιάζει στις λαϊκές και χώνει το μικρόφωνο κάτω από τις μάσκες των γιαγιάδων για να τους κάνει παρατήρηση ότι δεν τηρούν τα μέτρα και μας έφεραν εδώ που μας έφεραν. Αλλά είναι και ο γνωστός πρωτοκλασάτος δημοσιογράφος του ΣΚΑΙ που θεωρεί ότι το e-class, πρώτος όρος φέτος στις αναζητήσεις του Google, είναι η Mercedes και όχι η αποτυχημένη πλατφόρμα της λατρεμένης του Υπουργού Παιδείας και Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης. Είναι η καλλιτέχνης-όψιμη επιχειρηματίας που «ξεκίνησε από το μηδέν με όχημα την τέχνη της» και δίνει τον βασικό απαιτώντας να κάνουν οι υπάλληλοι απλήρωτες υπερωρίες μοιραζόμενοι το καλλιτεχνικό της όραμα αλλά όχι φυσικά τα κέρδη. Είναι ο αριστερός απόφοιτος Πολυτεχνείου που βγαίνει στα μπαλκόνια για την είσοδο των αποφοίτων ιδιωτικών κολλεγίων στο Τεχνικό Επιμελητήριο, εκπλησσόμενος που αυτή η κυβέρνηση ήρθε να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της τάξης της αλλά και υποκρινόμενος ότι οι Πανελλαδικές δεν είναι ακόμα ένα σύστημα αναπαραγωγής ταξικών διακρίσεων και ο καθένας μπαίνει στο πανεπιστήμιο μονάχα με το σπαθί του χωρίς να δώσει έναν σκασμό λεφτά στα φροντιστήρια. Είναι η ιδιοκτήτρια νυχάδικου που χρεώνει ψεύτικες άδειες στις υπαλλήλους της, κόβει ρεπό και ένσημα επειδή έχει μπάρμπα στην Επιθεώρηση Εργασίας, και αυξάνει κατά τι τις τιμές της κάθε μήνα για να βγάλει τα σπασμένα της καραντίνας. Είναι το μέλος της επιτροπής λοιμωξιολόγων που δέχεται να βάλει την υπογραφή του σε ανοιχτή βιομηχανία με μηδαμινό υγειονομικό έλεγχο, ανεξέλεγκτο άνοιγμα τουρισμού, σαρδελοποιημένα ΜΜΜ, περισσότερα παιδιά σε κάθε σχολική τάξη και απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 9. Είναι ο συνταξιούχος που είδε τον Μητσοτάκη στην Πάρνηθα και πείστηκε ότι του χρειαζόταν του καημένου «μια στιγμή ανεμελιάς». Είναι ο «φιλελεύθερος» δημοσιολόγος που απαιτεί λογοκρισία των αντιφρονούντων και αστυνομική καταστολή παντού και όταν η λογοκρισία και η καταστολή του χτυπάνε την πόρτα δεν έχει μείνει κανείς πια να μιλήσει γι’ αυτόν που έλεγε και ο Martin Niemöller. Είναι ο Υπουργός Άμυνας του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που τον Ιανουάριο του 1919 διέταξε τα Freikorps να χτυπήσουν μέχρι θανάτου τους πρώην συντρόφους τους Karl Liebknecht και Rosa Luxemburg. Είναι η Αμερικανίδα νεοσυντηρητική Phyllis Schlafly, με καταγωγή από την εργατική τάξη η ίδια, που τη δεκαετία του ’70 άνοιξε μέτωπο με το Women’s Liberation Movement και τα «εργαζόμενα κορίτσια» του, θέτοντας στο επίκεντρο τη θέση της γυναίκας στο σπίτι, την απαγόρευση της έκτρωσης και την καταστολή των ομοφυλόφιλων πετυχαίνοντας την αποτροπή της επικύρωσης της συνταγματικής τροπολογίας για ίσα δικαιώματα.
Είναι τόσοι ακόμα που ταυτίζονται με τα συμφέροντα μιας τάξης στην οποία δεν ανήκουν, που νομίζουν ότι μισώντας και κατηγορώντας τους λιγότερο προνομιούχους από αυτούς θα γίνουν ως δια μαγείας και οι ίδιοι χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη, που χάνω πια το μέτρημα. Η αλήθεια, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει τέτοια αλλά και ότι δεν βρίσκεται στους Sex Pistols, δεν βρίσκεται στους πλανημένους μικροαστούς που όπως έλεγε και ο γερο-Marx δεν θέλουν να μεταμορφώσουν την κοινωνία προς τα συμφέροντα των επαναστατημένων προλετάριων αλλά μονάχα να κάνουν την υπάρχουσα κοινωνία πιο ανεκτική για τους ίδιους. Η αλήθεια, λοιπόν, βρίσκεται στους αφυπνισμένους εργαζόμενους, αυτούς και αυτές που μέσα από τη στέρηση των ελευθεριών στο όνομα της ασφάλειας και του επιδεινούμενου επιπέδου διαβίωσης όπου μας οδηγεί η αυταρχική βιοπολιτική διαχείριση της πανδημίας, θα ξυπνήσουν και θα επιθυμήσουν να πετάξουν από πάνω τους τις αλυσίδες κάθε εξουσίας που μας συνθλίβει. Και προς τιμήν της κοριτσίστικης συμμορίας μας, επιτρέψτε μου να κάνω ιδιαίτερη μνεία σε αυτές, τα εργαζόμενα κορίτσια που τραβάνε κουπί για να κάνουμε φέτος κάτι-που-θα-θυμίζει-Χριστούγεννα. Την τηλεφωνήτρια σε πολυεθνική τηλεφωνική εταιρία που ακούει τον κάθε ηλίθιο σελέμπριτι να της τα ψέλνει έχοντας χρέος στην ΕΥΔΑΠ 2.500 ευρώ. Την υπάλληλο στο λιανεμπόριο που παλεύει με τα click-away, έχει λιώσει τα παπούτσια της στο περπάτημα για να μην πάρει λεωφορείο και κλαίει κάθε νύχτα αναρωτώμενη αν θα βγει ο μήνας που ακούει το αφεντικό να της λέει ότι κάθεται. Τη δασκάλα Δημοτικού που παλεύει με τα πρωτάκια στο Webex, «μ’ ακούτε;», «έπεσε πάλι;», «Γιωργάκη άνοιξε το μικρόφωνο!», «Γιωργάκη κλείστο!», «Γιωργάκη κάτσε φρόνιμος!», «Γιωργάκη, το στανιό μου μέσα!». Το κομμωτριάκι με βλέμμα απλανές που θέλει να κατακτήσει του κόσμου τις χαρές και βγάζει σε μια βδομάδα από το άνοιγμα των κομμωτηρίων τη δουλειά ενός μήνα σε ανταύγειες και μπαλαγιάζ. Την καινούρια μαμά που έληξε η σύμβασή της και δεν ανανεώθηκε λόγω εγκυμοσύνης-Covid-κρίσης και τώρα εκτελεί χρέη νοικοκυράς-νηπιαγωγού-IT service στην τηλεκπαίδευση του πρωτότοκου. Την ημέρα-σερβιτόρα νύχτα-τραγουδίστρια-σε-ρεμπέτικο-σχήμα που είναι σε αναστολή 4 μήνες και μετράει τα ψιλά της για να πληρώσει το νοίκι. Τη νοσηλεύτρια σε κλινική Covid που ρισκάρει κάθε μέρα τη ζωή της ντυμένη σαν αστακός για να παράσχει φροντίδα αλλά και τη μόνη ανθρώπινη επαφή στους ασθενείς. Την ταμία του σούπερ μάρκετ που ζει κάτω από τη μάσκα της από τον περασμένο Μάρτιο και βλέπει να την αντιμετωπίζουν σαν μίασμα όσοι πάνε να της δώσουν την πιστωτική τους κάρτα. Την καθαρίστρια που αθόρυβη και αόρατη εξουδετερώνει τον ιό από τις επιφάνειες των δημόσιων κτιρίων για να εισπράξει τη χλεύη των υψηλά ιστάμενων ότι δεν καθάρισε με περισσή επιμέλεια το γραφείο τους.
Αυτά τα Χριστούγεννα, λοιπόν, ας πούμε ένα «Ζήτω!» στα εργαζόμενα κορίτσια που πενήντα χρόνια μετά την υποτιθέμενη χειραφέτησή τους και την είσοδο στην αγορά εργασίας εξακολουθούν να μονοπωλούν σχεδόν τα αγνοημένα, κακοπληρωμένα και έμφυλα κατασκευασμένα επαγγέλματα φροντίδας. «Ζήτω!» στα εργαζόμενα κορίτσια που κρατάνε στα χέρια και τις μήτρες τους αυτή την κοινωνία. «Ζήτω!» στα εργαζόμενα κορίτσια που μπορεί να ξεκίνησαν την καριέρα τους λέγοντας κάλαντα, αλλά ίσως την τελειώσουν γκρεμίζοντας τα πολλαπλά δίκτυα εξουσίας που μας συνθλίβουν για να μπορέσουν να ζήσουν χίλια χρόνια αλληλεγγύης και απελευθέρωσης οι επόμενες γενιές. Μέχρι να δύσει ο ήλιος.