του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη
Με την Αικατερίνα -στο εξής Κάτια, γνωριστήκαμε τον Ιανουάριο, στη Σόφια, όπου βρέθηκα καλέσμενος των μελών του «Κινήματος 23ης Σεπτεμβρίου». Το αμέσως προηγούμενο διάστημα είχαμε δημοσιεύσει τα πρώτα ρεπορτάζ, στο TPP, που αποκάλυπταν τη στοχοποίηση πολιτών και κατοίκων της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών, επιστημόνων, ακαδημαϊκών και δημοσιογράφων, στην ουκρανική λίστα θανάτου «Ειρηνοποιός», με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών να έχει αρνηθεί να απαντήσει στις καταγγελίες των επίδοξων στόχων και την ουκρανική πρεσβεία να μην έχει προβεί σε σχολιασμό.
Κατά την ενημέρωση των μελών του «Κινήματος 23ης Σεπτεμβρίου» για την υπόθεση, η Κάτια ανέφερε πως είναι επίσης προγραμμένη στην ουκρανική λίστα -που, υπενθυμίζουμε, πως έχει συνδεθεί ως project του υπουργείου Άμυνας του Κίεβου, με αμερικάνικη χρηματοδότηση. Συμφωνήσαμε, να διατηρήσουμε την μεταξύ μας επαφή, ώστε να μας μιλήσει αναλυτικά για τη στοχοποίησή της. H πρόσφατη συζήτηση στο βουλγαρικό κοινοβούλιο για τον «Ειρηνοποιό», καθώς και οι νέες ναζιστικές επιθέσεις σε αντιφασίστες, μας έδωσαν αυτή την αφορμή.
«Ο λόγος που το όνομά μου βρίσκεται σε αυτή τη λίστα είναι απλός, μέσα στην σκληρή λογική του – πήγα στο Ντονμπάς το 2016 για να γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ (δείτε το εδώ) για τη ζωή των κατοίκων μετά την έναρξη του πολέμου. Είμαι μάλιστα αρκετά σίγουρη ότι το όνομά μου προστέθηκε στον Ειρηνοποιό (Mirotvorets) πριν το ουκρανικό κράτος έχει επίσημες πληροφορίες για τους λόγους που πήγα στο Ντονμπάς. Αυτό συνέβη αρκετές εβδομάδες μετά την επιστροφή μου στη Βουλγαρία. Έτσι, όπως καταλαβαίνω, ο μόνος λόγος για να αποφασίσουν οι ουκρανοί φασίστες ότι πρέπει να πεθάνω είναι ότι πήγα εκεί και μίλησα με τους ντόπιους» αναφέρει η Κάτια, εξηγώντας τους λόγους προγραφής της.
«Όπως ανέφερα, το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε τον Απρίλιο του 2016. Ήταν η εποχή της στρατιωτικής εκεχειρίας, μετά τις συμφωνίες του Μινσκ. Αλλά πολλές πληροφορίες για τη συνέχιση των συγκρούσεων ήρθαν από διάφορα κανάλια. Έτσι, όταν πήγαμε εκεί είδαμε ότι ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει, υπήρχαν καθημερινά πυροβολισμοί κατά μήκος της γκρίζας ζώνης (προσωρινά στρατιωτικά σύνορα με πλάτος 3 χλμ.) και συχνά βολές πυροβολικού σε πολιτικούς στόχους στο Ντονμπάς, όπως ιδιωτικά σπίτια και πολυκατοικίες, ακόμη και σχολεία και νοσοκομεία. Και είδαμε πολλές αποδείξεις ότι οι συμφωνίες του Μινσκ παραβιάζονταν από τον ουκρανικό στρατό, ο οποίος συσσώρευσε στρατιωτικό υλικό στα σύνορα και πυροβολούσε καθημερινά. Έτσι ήταν σαφές ότι η ειρήνη είναι πολύ μακριά από το Ντονμπάς. Το πρόσωπο του πολέμου είναι πάντα άσχημο – βλέπεις ανθρώπους να μένουν χωρίς σπίτι, χωρίς δουλειά, χωρίς οικογένεια» συνέχισε, στην ερώτησή μας για τα όσα είδε και κατέγραψε στο Ντονμπάς κατά το ταξίδι της.
Τόνισε πως «από την άλλη πλευρά, αυτό που διαπιστώσαμε ήταν ότι υπήρχε μεγάλη ελπίδα στους ανθρώπους, επειδή πίστευαν ότι η ζωή θα γίνει καλύτερη, ότι θα είναι ελεύθεροι και ήθελαν να αγωνιστούν για την ελευθερία τους. Οι άνθρωποι του Ντονμπάς ήθελαν να ζήσουν ειρηνικά, αλλά καταλαβαίνουν ότι η ειρήνη έχει τίμημα. Θυμάσαι πώς ξεκίνησαν όλα – το 2014, μετά το πραξικόπημα κατά του τότε προέδρου Γιανουκόβιτς η νέα εξουσία είπε ότι θα καθαρίσει την Ουκρανία από τους Ρώσους και τους ρωσόφωνους, που ήταν περίπου ο μισός πληθυσμός, και πάνω από 80% στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Πιστεύω ότι κάθε φυσιολογικός άνθρωπος θα επαναστατούσε ενάντια σε μια πολιτική, που του απαγορεύει να χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα, να εκπαιδεύει τα παιδιά του με αγάπη στις ρίζες τους και να έχει τη δική του άποψη. Αυτό λέγεται φασισμός και ευτυχώς ένα μέρος της ιστορίας του Ντονμπάς είναι στενά συνδεδεμένο με την αντιφασιστική αντίσταση κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο λαός έχει μνήμη για εκείνη την εποχή και σέβεται το αίμα που χύθηκε για τη νίκη. Όπως είπε ένας από τους νεαρούς αγωνιστές που συνάντησα: “Ο παππούς μου επέζησε σε όλο τον πόλεμο πολεμώντας. Πήγε σχεδόν μέχρι το Βερολίνο και θα ντρέπομαι αν αφήσω σήμερα τους φασίστες να υψώσουν τις σβάστικες τους πάνω από την πατρίδα μου”».
Επανερχόμενοι στον «Ειρηνοποιό» αναφέραμε στην Κάτια την υπόθεση της προγραφής της δημοσιογράφου Ντιλιάνα Γκαϊταντζίεβα, που προκάλεσε την αντίδραση πολιτικών κομμάτων και δημοσιογραφικών ενώσεων της Βουλγαρίας και τη σχετική συζήτηση στο βουλγαρικό κοινοβούλιο -με αφορμή αυτό, να θυμίσουμε πως στην Ελλάδα, από την άλλη, επικρατεί σιωπή από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, πλην ΚΚΕ και ΜέΡΑ25, σχετικά με τις αποκαλύψεις για τη στοχοποίηση πολιτών από την ουκρανική λίστα θανάτου. Έτσι, ρωτήσαμε αν γνωρίζει άλλους δημοσιογράφους και γενικά πολίτες της Βουλγαρίας, που έχουν προγραφεί στον Ειρηνοποιό.
«Ναι, πολλοί Βούλγαροι είναι στη λίστα, όχι μόνο δημοσιογράφοι, αλλά και πολιτικοί ακτιβιστές και κάθε είδους άνθρωποι που δήλωσαν ότι δεν υποστηρίζουν τον ουκρανικό φασισμό. Οι περισσότεροι Βούλγαροι σκέφτονται έτσι, ανεξάρτητα από την επίσημη προπαγάνδα που γίνεται όλο και πιο ισχυρή. Ακόμα και τώρα η στατιστική έρευνα του καλοκαιριού δείχνει ότι το 78% των Βουλγάρων δεν υποστηρίζει την Ουκρανία» απάντησε.
Στο ερώτημα αν έχουν υπάρξει επιθέσεις σε ανθρώπους, που βρίσκονται στη λίστα, στη Βουλγαρία, η ίδια απάντησε πως «μέχρι τώρα δεν έχω ακούσει για τέτοιου είδους ενέργειες. Ωστόσο, μετά τον Φεβρουάριο του 2022 βλέπουμε την ένωση μεταξύ βουλγαρικών φασιστικών ομάδων και Ουκρανών μεταναστών στη Βουλγαρία – πηγαίνουν μαζί σε διαμαρτυρίες και κάνουν προβοκάτσιες σε κάποιες αντιμιλιταριστικές διαμαρτυρίες εδώ, ή για παράδειγμα κάποιοι από αυτούς συμμετείχαν στις απόπειρες επιθέσεων εναντίον ανθρώπων που προστάτευαν το μνημείο του Κόκκινου Στρατού στη Σόφια. Αλλά και πάλι πιστεύω ότι αυτού του είδους οι άνθρωποι δεν αποτελούν την πλειοψηφία των Ουκρανών».
Υπενθυμίζουμε, πως -όπως είχε αναφέρει ο Στεφάν Πετρόφ, επίσης μέλος του «Κινήματος 23ης Σεπτεμβρίου», σε παλαιότερες δηλώσεις στο ΤΡΡ, η τοπική διοίκηση της Σόφιας ψήφισε την απομάκρυνση του μνημείου του Κόκκινου Στρατού από τη βουλγαρική πρωτεύουσα, προκαλώντας αντιφασιστικές κινητοποιήσεις. Πρόσφατα, ναζιστές χούλιγκαν της Λέφσκι Σόφιας επιτέθηκαν στους υπερασπιστές του μνημείου, κρατώντας πανό υπέρ των νεοναζί χούλιγκαν της Ντιναμό Ζάγκρεμπ, που δολοφόνησαν στη Νέα Φιλαδέλφεια τον Μιχαλή Κατσουρή. Με αφορμή το παραπάνω περιστατικό, αλλά και την επιβολή μιας, με τις ευλογίες των ΗΠΑ, νέας κυβέρνησης μειοψηφίας, στη Βουλγαρία, ζητήσαμε, τέλος, ένα σχόλιο για τον εξαγόμενο φασισμό του ΝΑΤΟ στην πατρίδα της.
«Ο φασισμός είναι παντού το ίδιο – ξεκινάει με μικρές ομάδες ακραίων που απλά θέλουν να ασκήσουν λίγη βία και όταν το κράτος τους χρειάζεται για την “επίλυση” των κοινωνικών προβλημάτων οργανώνονται καλά. Αυτό συνέβη στην Ουκρανία, αυτό συμβαίνει στη Βουλγαρία. Ναι, υπήρξαν κάποιες επιθέσεις εναντίον ανθρώπων που προστάτευαν ειρηνικά το μνημείο. Και τα θύματα αυτών των επιθέσεων ήταν γυναίκες. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι, μετά από αυτή την υπόθεση, περισσότεροι άνθρωποι ήρθαν να προστατεύσουν το μνημείο και να είναι σε θέση να αντεπιτεθούν σε αυτού του είδους τις επιθέσεις. Οι περισσότεροι Βούλγαροι είναι κατά του φασισμού και παρόλο που δεν έχουν βγει ακόμα στους δρόμους, θα βγουν όταν χρειαστεί για την προστασία της αλήθειας, της ειρήνης και της ελευθερίας» κατέληξε.