του Κωνσταντίνου Πουλή

Το πατρικό μου σπίτι στη Βαρυμπόμπη τελικά γλίτωσε. Η φωτιά πέρασε από πάνω του δύο φορές, σε διαφορετικές φάσεις της πυρκαγιάς, και από τις δύο πλευρές του οικοπέδου, έκαψε τον περίβολο της εκκλησίας απέναντι και έκαψε και το διπλανό σπίτι. Εννοώ ότι η φωτιά πέρασε μέσα στο σπίτι, το διπλανό.

Αν και γενικά θα ήθελα να υπηρετώ ένα στυλ δημοσίου διαλόγου που προσπαθεί πάντα να διατηρεί γέφυρες με την απέναντι πλευρά και να συγκρατείταιι μέσα στα όρια της κοσμιότητας, αυτή τη φορά πιστεύω ότι μπορεί να μου συγχωρεθεί μία παρέκκλιση:

Τα γομάρια που ασκούν επικοινωνιακή πολιτική πάνω στα αποκαΐδια μας θα έρθει η στιγμή να απολογηθούν.

Αυτές τις μέρες που καίγεται όλη η Ελλάδα και που συνάνθρωποί μας χάνουν τα σπίτια τους, κυκλοφορούν μερικά απλά αριθμητικά στοιχεία για το τι ζήτησε και τι έλαβε η ελληνική δασοπροστασία.

Όλοι καταλαβαίνουμε πολύ καλά πώς ακριβώς λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις. Έγραφε μία φίλη ότι η δήλωση του Μητσοτάκη για τις περιουσίες θυμίζει την ευκολία με την οποία κανείς επισκευάζει μία σπασμένη οθόνη κινητού. Πόσο μάλλον εκείνον που δεν την επισκευάζει καν. Είχε την τυπική έλλειψη αγωνίας που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν έχει δει ποτέ άδειο τον λογαριασμό του στην τράπεζα.

Αυτή η κτηνώδης αδιαφορία για τον ανθρώπινο πόνο και τη στέρηση είναι πολύ εύκολο να καταλάβουμε πώς ιεραρχεί τα πράγματα την ώρα που πρέπει να κατανείμει κονδύλια.

Οι πυρκαγιές κρατάνε λίγο και υπάρχει και η πιθανότητα να μην είναι πάρα πολύ εκτεταμένες. Δεν υπάρχει λόγος λοιπόν να στερηθείς λεφτά που μπορείς να αξιοποιήσεις κάλλιστα ταΐζοντας τους κολλητούς σου.

Ο κόσμος έχει ανεχθεί να ζει μέσα στη στέρηση και να του λένε ότι φταίει που δεν πήρε απόδειξη για την τυρόπιτα. Έχει ανεχθεί να βλέπει τους κοντινούς του ανθρώπους να πεθαίνουν από τον κορονοϊό και να ακούει να κατηγορούνται οι νέοι και το ερωτικό καλοκαίρι τους. Και τώρα χρειάζεται να ανεχθεί την κυβέρνηση που σηκώνει τα χέρια ψηλά για να δηλώσει μπροστά στους πολίτες ότι αυτό ήταν ένα ακαταμάχητο φυσικό γεγονός, μπροστά στο οποίο κάθε ανθρώπινη προσπάθεια θα ήταν καταδικασμένη.

Έχω βρεθεί πάρα πολλές φορές σε φωτιά ως άτυπος, δηλαδή όχι οργανωμένος, εθελοντής. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ τόσο έντονη παρουσία της αστυνομίας σε φωτιές. Όλα αυτά τα υπερήφανα μαγκάκια που κυκλοφορούσαν αυτές τις μέρες ήθελαν να μας βοηθήσουν να εμπεδώσουμε την παρουσία του κράτους σε μία στιγμή κρίσης.

Κατόρθωσαν όμως το ακριβώς αντίθετο: κάθε φορά που μοιραία το μάτι μας έπεφτε πάνω στους τεμπελχανάδες με τα αλεξίσφαιρα, την ώρα που καιγόταν ο τόπος, καταλαβαίναμε ότι πληρώνουμε τις συνέπειες μιας πολιτικής επιλογής που προτιμά να επενδύει στα αλεξίσφαιρα της επικοινωνιακής παρουσίας των μπάτσων παντού στη ζωή μας αντί για τους πυροσβέστες.

Αυτά τα παλικάρια λοιπόν ήταν σκορπισμένα σαν τη μούχλα στο γιαούρτι, σε διάφορα σημεία της πλατείας και έξυναν τα παπάρια τους, όπως είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να κάνει ένας μπάτσος σε μια φωτιά.

Τους παρατηρούσα και αναρωτιόμουν αν έχουν και αυτοί την ίδια απορία με μένα: ποιος μπορεί να τους πυροβολήσει; Ο άλλος έμπαινε στο περιπολικό για να διευκολύνει τη μεταφορά των κατοίκων, όταν αποφασίστηκε η εκκένωση, και προσπαθούσε να στριμώξει και το γκλοπ του. Εγώ την έβρισκα παράλογη αυτήν την εικόνα. Η κυβέρνηση;

Πάμε τώρα στην απέναντι όχθη. Το να σε λένε ήρωα σε αυτή τη ζωή είναι κάπως διφορούμενο. Προφανώς υπάρχουν άνθρωποι που ξεπερνούν ένα όριο αυτοθυσίας, ανιδιοτέλειας και θάρρους που προκαλεί τον θαυμασμό μας. Όμως όταν ακούς την κυβέρνηση να βγαίνει στα μπαλκόνια και να χειροκροτάει μία κοινωνική κατηγορία, καταλαβαίνεις αμέσως τι πάει στραβά. Σας έχει τύχει ποτέ να κάνετε μία δουλειά για την οποία δεν έχετε κάνει πολύ σαφή συνεννόηση για τα χρήματα; Όταν λοιπόν ο γνωστός σας αρχίζει τα “σε ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ!” και “Είμαι ευγνώμων!” και “δεν θα σε ξεχάσω ποτέ!” καταλαβαίνεις ότι μάλλον δεν παίζουν χρήματα στην υπόθεση.

Η γλοιώδης ευγνωμοσύνη της κυβέρνησης απέναντι στους ήρωες-πυροσβέστες συνιστά μία παραλλαγή της εξίσου γλοιώδους ευγνωμοσύνης απέναντι στους ήρωες των επαγγελμάτων υγείας. Οι άνθρωποι αυτοί χρειάζονται (και ζητούν) στελέχωση, ενίσχυση και υποδομές. Αν ψάχνανε να ακούσουν έναν καλό λόγο, μπορούν να τον βρουν στους φίλους τους, δεν περίμεναν την κυβέρνηση.

Η συσσώρευση της οργής που αποτυπώνεται στο αμφιλεγόμενο και ίσως υπερβολικά παιγνιώδες για τα γούστα μου σύνθημα “Μητσοτάκη γαμιέσαι”, βρίσκει ως δίαυλο δημοσιοτητας τα ίδια κανάλια που έχουν αναλάβει τη βρώμικη δουλειά να μας λένε ότι αυτά που βλέπουμε όλοι τα βλέπουμε μόνο εμείς.

Δεν θέλω να αφήσω ασχολίαστο ότι το σύνθημα αυτό προϋποθέτει μία τιμωρητική αντίληψη για το σεξ, αλλά θα ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτή την αφορμή για να θυμίσω μία βωμολοχική τουρκική παροιμία από αυτές που έχει θησαυρίσει ο Θωμάς Κοροβίνης: “τα λόγια κώλο δεν τρυπούν”.

Θυμόμαστε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο πιο αποκαλυπτικό σαρδάμ της καριέρας του, όταν είχε πει ότι τον ενδιαφέρει η επικοινωνία και όχι η ουσία. Μετά μετά τη φτώχεια των μνημονίων, μετά τους θανάτους που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν είχε παρθεί οποιοδήποτε μετρό στην πανδημία,αυτή τη στιγμή ο κόσμος καλείται να παρακολουθήσει το επικοινωνιακό σόου της κυβέρνησης που έχει ως μοναδική μέριμνα να υπερηφανεύεται για τη σύγκριση με το Μάτι.

Το “Μητσοτάκη γαμιέσαι” είναι ένα σύνθημα κωμικό. Νομίζω ότι τα μέλη της κυβέρνησης θα πρέπει να εκτιμήσουν ότι αυτή η τσαχπινιά είναι κάτι πολύ πιο ήπιο από όσα τους αξίζουν.

Στο ίδιο κείμενό του ο Σουητώνιος αναφέρει ότι δεν έλειψαν πάντως και εκείνοι που μετά το θάνατο του Νέρωνα εξακολούθησαν να στολίζουν τον τάφο του με ανοιξιάτικα λουλούδια. Αυτές οι δύο πλευρές θα βρεθούν αντιμέτωπες, όσους δημοσιογράφους κι αν εξαγοράσουν.

Υ.Γ. Εύχομαι κουράγιο στους ανθρώπους που επλήγησαν, με ένα μικρό τσίμπημα παράλογων τύψεων για το ότι εμείς γλιτώσαμε.