γράφει ο Μηνάς Κωνσταντίνου*

Από την ημέρα που ερχόταν στη δημοσιότητα η καμπάνια των έντεκα -τότε- εκατομμυρίων της κυβέρνησης Μητσοτάκη, χωρίς τυμπανοκρουσίες για την αντιική της δυναμική ακόμα αλλά μόνο σε περιορισμένα δημοσιεύματα, έχουν περάσει περισσότεροι από τρεις μήνες (σ.σ. τέσσερις, το άρθρο δημοσιεύτηκε στα τέλη Ιουνίου). Χρειάστηκε να χυθούν τόνοι ηλεκτρονικού μελανιού πριν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπερασπιστεί την απόφαση αυτή στη Βουλή, απαντώντας -έστω με τον τρόπο του- στον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Για τα υπόλοιπα εννέα εκατομμύρια χρειάστηκε απλώς μία λιτή ανακοίνωση, ακριβώς την ώρα που -για τους λιγότερο παρατηρητικούς- είχε μόλις ξεσπάσει η τέλεια καταιγίδα του σκόιλ ελικικού, του σκανδάλου των 80 εκατ. ευρώ του υπουργού Εργασίας, Γιάννη Βρούτση.

Τρεις μήνες κατά τους οποίους η κυβέρνηση αρνήθηκε πεισματικά να ενημερώσει ευθαρσώς την κοινή γνώμη για τους αποδέκτες των πολλών αυτών χρημάτων. Ακόμα και όταν η αξιωματική αντιπολίτευση σήκωσε τους τόνους με το σποτ που προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων, η κυβέρνηση αρνήθηκε να δώσει λογαριασμό για τα ποσά που διέθεσε στα ΜΜΕ. Βέβαια, όποιος παρακολουθεί τα δημόσια πράγματα τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα δεν θα χρειαστεί την πλήρη δημοσιοποίηση των ποσών της λίστας για να καταλάβει τι έχει συμβεί, αν και η κυβέρνηση δεν θα αποφεύγει για πάντα να έρθει αντιμέτωπη με τις επιλογές της (σ.σ. ενημερώσου για τη λίστα Πέτσα εδώ).

Όποιος έχει ρίξει μια ματιά στις λίστες της χρηματοδότησης του αμαρτωλού ΚΕΕΛΠΝΟ στα μέσα ενημέρωσης ξέρει τι να περιμένει. Και αν για την οικονομία του χώρου αποφεύγουμε να παραθέσουμε εδώ μερικές από τις εντυπωσιακές περιπτώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ χρηματοδότησης σε συγκεκριμένα ΜΜΕ και σε ανύπαρκτες ιστοσελίδες, με αδιάφορες αφορμές και για πάσαν νόσον, αρκεί να σημειωθεί πως τα στοιχεία για αυτές βρέθηκαν «χτισμένα» σε ένα κρυφό, καλυμμένο από γυψοσανίδα δωμάτιο στο κτίριο του ΚΕΕΛΠΝΟ στο Μαρούσι. Τα βρήκαν επιθεωρητές δημόσιας διοίκησης και στις ημέρες μας έρχονται περισσότερα στοιχεία για τις συναλλαγές που περιελάμβαναν.

Το ζήτημα της χρηματοδότησης των μέσων ενημέρωσης στη χώρα μας δεν είναι διόλου καινούργιο. Η δεκαετία που φεύγει μας έκανε σαφώς σοφότερους για το σύστημα πολιτικής και οικονομικής, θεσμικής και εξωθεσμικής εξουσίας που τα τροφοδοτεί.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δώσει οι τράπεζες στη δημοσιότητα, αφού υποχρεώθηκαν με νόμο το 2015, η συνολική διαφήμιση που έχει δοθεί στα μέσα ενημέρωσης την τελευταία πενταετία ξεπερνά τα 192 εκατ. ευρώ, με τη μερίδα του λέοντος να πηγαίνει στα τηλεοπτικά κανάλια και τους μεγάλους εκδοτικούς ομίλους. Αντίστοιχα στοιχεία για ΔΕΚΟ και μεγάλες πολυεθνικές δεν υπάρχουν δημοσιευμένα. Η δε εξεταστική επιτροπή της Βουλής για τα δάνεια των ΜΜΕ (και των κομμάτων, όπου ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία χρωστούν περισσότερα στις τράπεζες από όσα όλα τα κόμματα της Ευρώπης συνολικά) μπορεί να αρχειοθετήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο για τα περισσότερα ΜΜΕ, όμως εκείνο που σίγουρα προέκυψε από το πόρισμα του 2017 είναι πως μιλάμε για 1,3 δισ. ευρώ -στην πλειοψηφία τους επισφαλή δάνεια- σε μεγαλοεκδότες, πολλά εκ των οποίων χωρίς εγγυήσεις. «Με αέρα» κατά τον υιό Ψυχάρη, θαλασσοδάνεια που λέει ο κοινός θνητός, «ρυθμισμένα» στην πλειοψηφία τους σήμερα.

Σε κάθε περίπτωση, επισφαλή δάνεια για τα οποία κανένα από τα ανώτατα στελέχη των τρις ανακεφαλαιοποιημένων τραπεζών δεν θα δώσει λόγο στη δικαιοσύνη, καθότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θεσμοθέτησε ουσιαστικά το ακαταδίωκτο για τραπεζίτες και τραπεζικά στελέχη που διαπράττουν απιστία. Με νόμο του υπουργείου Δικαιοσύνης, από τον περασμένο Νοέμβριο παύει πλέον η αυτεπάγγελτη δίωξη κατά της απιστίας των τραπεζιτών και άλλων ανώτατων στελεχών ομίλων, αφήνοντας τις διοικήσεις των τραπεζών να αποφασίσουν εάν θα διώξουν τα στελέχη τους για παράνομες πράξεις που μπορούν να εκθέσουν τις ίδιες. Φυσικό και επόμενο, υποθέσεις που αφορούν τα παραπάνω 1,3 δισ. ευρώ και τα 400 -τότε, σήμερα περισσότερα από 560- εκ. ευρώ των κομμάτων, αλλά και αρκετά εκ των τουλάχιστον 80 δισ. ευρώ κόκκινων δανείων, για τις οποίες έχουν σχηματιστεί δικογραφίες για κακουργήματα, πέφτουν στο κενό.

Η παραπάνω δεν είναι η μόνη «ρύθμιση» για το χρήμα των ΜΜΕ, και ιδίως των μεγάλων, που έγινε μέσα σε μόλις έναν χρόνο κυβέρνησης Μητσοτάκη. Τουναντίον, οι πάμπολλες παρεμβάσεις που έχουν γίνει μέσα σε τόσο σημαντικό διάστημα και αφορούν τα ΜΜΕ και το χρήμα που κυκλοφορεί γύρω τους δεν δικαιολογούνται από το γεγονός του εγγενούς ενδιαφέροντος των δεκάδων δημοσιογράφων που απαρτίζουν την κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, ενώ η στόχευσή τους σκιαγραφεί ένα δαιδαλώδες, αδιαφανές και δυσώδες σύστημα δοσοληψίας.

Σβήνοντας τα φώτα

Επιβεβαιώνοντας τη ροπή της προς την αλαζονεία και την ειρωνεία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ψήφισε με τον «Αναπτυξιακό νόμο» του Άδωνη Γεωργιάδη την κατάργηση υποχρέωσης υποβολής πόθεν έσχες ιδιοκτητών και μετόχων καναλιών, ελεύθερων και συνδρομητικών, εταιριών διανομής, καθώς και εκδοτών. Σημειώνεται πως η υποχρέωση να δηλώνουν ποιοι είναι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες των ΜΜΕ θεσμοθετήθηκε μόλις το 2015 με τον νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες, και το 2017 το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε απορρίψει σχετικό αίτημα των καναλαρχών. Λίγοι επιχειρηματίες στη χώρα δύνανται να απολαύσουν μια τόσο φωτογραφική διάταξη.

Όσο για την ειρωνεία, στην αλαζονεία της συμπερίληψης ενός τέτοιου νόμου που ισχυροποιεί κάποιους από τους κατά Καραμανλή «νταβαντζήδες», αξίζει να προσθέσει κανείς και τον εμπαιγμό που επιτάσσει η υποχρέωση υποβολής πόθεν έσχες των δημοσιογράφων, που συνεχίζει να ισχύει κανονικά. Ακόμα και εκείνων που είναι απλήρωτοι, σε επίσχεση, σε εκ περιτροπής εργασία ή απλώς απολυμένοι.

Αμέσως μόλις κόπασε ο κουρνιαχτός των αντιδράσεων για το πόθεν έσχες των καναλαρχών, η κυβέρνηση άμεσα προχώρησε σε μία ακόμα κίνηση προς όφελος συγκεκριμένων εκδοτικών συμφερόντων, με φωτογραφική διάταξη υπέρ επιχειρήσεων έκδοσης εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας που δεν είναι ασφαλιστικά και φορολογικά ενήμερες, ούτε είχαν φροντίσει μέχρι τότε να ενταχθούν σε ρύθμιση οφειλών. Οι παραπάνω, μαζί και όσοι χρωστούσαν σε εργαζόμενους έως και έξι μήνες θα μπορούσαν πλέον να έχουν πρόσβαση στις κρατικές επιδοτήσεις, κάτι που απαγορευόταν για το πρόγραμμα ενίσχυσης Τύπου σύμφωνα με την απόφαση του περσινού Ιουνίου. Ταυτόχρονα, ο περιορισμός συμμετοχής για όσους είχαν λιγότερο από δύο χρόνια λειτουργίας έπεσε στους 18 μήνες, ανοίγοντας την πόρτα για την κρατική χρηματοδότηση σε μερικά ακόμα φίλια μέσα.

Με τις παραπάνω προβλέψεις και τον «όρο» όσοι λάβουν επιχορήγηση να είναι υποχρεωμένοι να την εκχωρήσουν για την πληρωμή των οφειλών τους, η κυβέρνηση θεσμοθέτησε τη διάσωση των μέσων ενημέρωσης με οικονομικά προβλήματα όπως τα παραπάνω, μέσω του κρατικού χρήματος που θα τους χορηγήσει. Τόσο απλά.

Σε ακόμα μία «ρύθμιση» προς όφελος των καναλαρχών προχώρησε η κυβέρνηση ακόμα και εν μέσω πανδημίας, στην ανάπαυλα του πακτωλού εκατομμυρίων που τους μοίρασε με την ενημερωτική καμπάνια της λίστας Πέτσα, όταν στα μέσα Απριλίου αποφάσισε την απαλλαγή τους από τη δόση των 21 συνολικά εκατομμυρίων ευρώ για τις τηλεοπτικές άδειες. Στη συνέχεια, μόλις δέκα ημέρες αργότερα, αποφασίστηκε και η «έκπτωση» 50% για την καταβολή της δόσης για την εκπομπή σήματος στην DIGEA για το τελευταίο τρίμηνο. Οι παραπάνω εξελίξεις μάλλον άνοιξαν την όρεξη των ιδιοκτητών τηλεοπτικών καναλιών, εξού και δημοσιογραφικές πληροφορίες τούς θέλουν να ζητούν πια μετ’ επιτάσεως την πλήρη κατάργηση του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες.

Η ειρωνεία είναι και εδώ παρούσα, καθώς την ίδια ώρα που οι καναλάρχες «ρυθμίζονταν», οι εργαζόμενοι σε τηλεοπτικά, ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα έμεναν κατά τη διάρκεια της καραντίνας απροστάτευτοι απέναντι σε αναστολές συμβάσεων, σε εκ περιτροπής εργασία και μειωμένες καταβολές δώρων και μισθών.

Το φιάσκο της ενίσχυσης του Τύπου

Όπως είναι προφανές, οι ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους εκδότες που χρωστάνε σε εργαζόμενους, δεν έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους και δεν είναι ασφαλιστικά και φορολογικά ενήμεροι, δεν ήρθαν τον περσινό Οκτώβριο επειδή ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης γνώριζε πως τον Μάρτιο επίκειται μία πανδημία που θα απαιτήσει προγράμματα χρηματοδότησης του Τύπου. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα,  ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θα ανακοίνωνε τη χρηματοδότηση του προγράμματος ενίσχυσης Τύπου της κυβέρνησης για τις εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας.

Ήταν τότε που ο Στέλιος Πέτσας δημοσίευε την πρώτη λίστα του, αυτή με τις 36 εφημερίδες που θα ελάμβαναν ετήσια κρατική επιχορήγηση στο πλαίσιο του προγράμματος ενίσχυσης του Τύπου, ένα μνημείο προχειρότητας και υποκρισίας του ανθρώπου που έχει αναλάβει να εκπροσωπεί την κυβέρνηση στον Τύπο. Εκδοτικές επιχειρήσεις με ελάχιστους εργαζόμενους και πολύ μικρή κυκλοφορία ετοιμάζονταν να λάβουν πλήρη ποσά, καθώς ο νόμος που το καλοκαίρι του 2019 όριζε αυστηρά κριτήρια για τις εργασιακές σχέσεις όσων επρόκειτο να επιδοτηθούν από το κράτος, αποδομήθηκε το φθινόπωρο με την έλευση της νέας κυβέρνησης.

Τελικά, οι αντιδράσεις για την προσβλητική συμπερίληψη της ρυπογόνας φυλλάδας του Μακελειού με χρηματοδότηση ύψους 200.000 ευρώ, ακριβώς όσα θα ελάμβαναν εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, ανάγκασε τον κυβερνητικό αξιωματούχο να κηρύξει άτακτη υποχώρηση. Καθυστερώντας για πολλούς τη «διάσωση» που περιγράφεται παραπάνω, ο Στ. Πέτσας υποσχέθηκε νέο πρόγραμμα ενίσχυσης, ρίχνοντας επί της ουσίας στο καναβάτσο τους εκδότες του περιφερειακού Τύπου, στους οποίους ο ίδιος είχε υποσχεθεί από τον περασμένο Νοέμβριο ουσιαστικές λύσεις για την ενίσχυσή τους, που είναι από τις ελάχιστες πηγές χρηματοδότησής τους.

Η ενίσχυση για τα περιφερειακά Μέσα  έμελλε να έρθει αρκετούς μήνες αργότερα, με την αφορμή του κορονοϊού, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως οι περιφερειακές εκδόσεις των οποίων η εκδοτική εξουσία σε τίποτα δεν θυμίζει αυτή των εργολάβων της ενημέρωσης, παρέμειναν για όλους αυτούς τους μήνες δέσμιες του κυβερνητικού εκπροσώπου, καθώς είχαν δομήσει τον οικονομικό τους προγραμματισμό στις «υποσχέσεις» του Στ. Πέτσα.

Η κρατική ενημέρωση και τα τανκς

Η ΕΡΤ είναι ένας ακόμα τομέας που οι παρεμβάσεις που έχει επιλέξει η κυβέρνηση να κάνει είναι εμβληματικές. Λουκέτο μπορεί να μην έβαλε όπως ο Αντώνης Σαμαράς, ρίχνοντας μαύρο σε μία νύχτα, όμως φαίνεται πως τα «τανκς» που ζητούσε ο βουλευτής Μπογδάνος για την κρατική τηλεόραση εμφανίστηκαν ως κομματικά πεζοπόρα στο ραδιομέγαρο.

Με την ΕΡΤ και το Αθηναϊκό Πρακτορείο να υπάγονται με το καλημέρα στο Μέγαρο Μαξίμου και τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η διοίκηση της κρατικής τηλεόρασης πέρασε στον διευθυντή του γραφείου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας προ εκλογών και του πρωθυπουργού μετέπειτα, μία κίνηση που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Σαν να μην έφτανε η μεταπήδηση του Κωνσταντίνου Ζούλα στο τιμόνι της κρατικής τηλεόρασης, ο μέχρι πρότινος «ρεπόρτερ Νέας Δημοκρατίας», Γιάννης Τρούπης, ο ένας εκ των δύο δημοσιογράφων της ιστορικής πλέον συνέντευξης Σαμαρά στη ΝΕΡΙΤ, σκαρφάλωσε γρήγορα στη θέση του Διευθυντή Ειδήσεων και Ενημερωτικών Εκπομπών, αφού πέρασε λίγους μήνες στη θέση του Συντονιστή των δελτίων ειδήσεων, της Διεύθυνσης News Room και της Γενικής Διεύθυνσης Ενημέρωσης.

Παραλαμβάνοντας μία ΕΡΤ την οποία κατηγορούσε για έλλειψη πολυφωνίας και αντικειμενικότητας, μαζί με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, τα δύο κρατικά Μέσα γρήγορα εντάχθηκαν σε έναν μηχανισμό που οδήγησε το δεύτερο ακόμα και στην περικοπή δηλώσεων ευρωπαίων ηγετών ή και του ίδιου του πρωθυπουργού από συνεντεύξεις του σε ξένα Μέσα ενημέρωσης, και την πρώτη να συναγωνίζεται σε ευτέλεια τα ιδιωτικά ΜΜΕ και να παρουσιάζει εν μέσω πανδημίας ρεπορτάζ για την κατάσταση στα ξένα νοσοκομεία, και όχι τα ελληνικά. Αυτό το τελευταίο αποτελεί και την κύρια αιτία που οι εργαζόμενοι στον κλάδο της υγείας αναγκάζονταν ακόμα και να διοργανώνουν διαδικτυακές συνεντεύξεις Τύπου για να επικοινωνήσουν τα προβλήματα του συστήματος υγείας, αφού τα ιδιωτικά κανάλια αντλούν υλικό κυρίως από την κρατική τηλεόραση.

Σημειώνεται δε πως την περίοδο αυτή, εργαζόμενοι της ΕΡΤ και της ευρύτερης κρατικής τηλεόρασης έχουν δημοσίως καταγγείλει παρεμβάσεις και λογοκρισία με διάφορες αφορμές, που εκτείνονται από τα ρεπορτάζ για το προσφυγικό στα νησιά, έως και τα προβλήματα του υγειονομικού κλάδου. «Διοικείτε την ΕΡΤ 2020 όχι την ΥΕΝΕΔ 1971» διαμαρτυρήθηκαν τα μέλη της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) τον περασμένο Απρίλιο.

Οι αρμοί της διανομής Τύπου

Ένα ακόμα από τα ελληνικά παράδοξα στον Τύπο είναι αναμφίβολα η συγκέντρωση μεγάλων Μέσων ενημέρωσης, έντυπων, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών στα χέρια του βαρόνου των μήντια Βαγγέλη Μαρινάκη. Ο ίδιος επιχειρηματίας είναι και εκείνος που κρατά το μονοπώλιο στη διανομή εφημερίδων και περιοδικών σε όλη τη χώρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα ΜΜΕ που εξαρτώνται από τη μοναδική εταιρεία διανομής στη χώρα. Το πρακτορείο «Άργος» είναι το μοναδικό πρακτορείο διανομής Τύπου στην Ελλάδα και ανήκει, ιδιοκτησιακά, στην Alter Ego (βλ. Μαρινάκης, ΝΕΑ και ΒΗΜΑ), στα Παραπολιτικά και στο Πρώτο Θέμα.

Έναν χρόνο από την ανάληψη της εξουσίας από το κόμμα με το οποίο αποδεδειγμένα έχει εξαιρετικά στενές σχέσεις ο υπόδικος επιχειρηματίας, παρά την φωτογραφική αλλαγή ηγεσίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ο ελέφαντας στο δωμάτιο της διανομής Τύπου δεν έχει καταφέρει να κρυφτεί πίσω από την επίφαση νομιμότητας, με εφημερίδες όπως το Documento και η Εφημερίδα των Συντακτών να έχουν κάνει επανειλημμένως δημόσιες καταγγελίες. Άλλωστε, ακόμα και με μια πιο φιλική Επιτροπή Ανταγωνισμού, η εταιρεία «Άργος» βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτεπάγγελτα ασφαλιστικά μέτρα και εκκλήσεις να παύσει την αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης συγκεκριμένων φύλλων εφημερίδων και τη διακριτική μεταχείριση εναντίον τους, ενώ πλέον, Κομισιόν και Επίτροπος Ανταγωνισμού παρακολουθούν στενά τις πρακτικές καρτέλ που ακολουθούνται.

Την εποχή όμως που το πρώτο κόμμα στη χώρα δαπανά το μεγαλύτερο ποσό στην Ευρώπη των 27 για διαδικτυακή διαφήμιση, όπως τα 256.000 της Νέας Δημοκρατίας που δημοσίευσε η Google για τις περσινές διπλές εκλογές, θα ήταν αφέλεια να αφήσουμε έξω από τη συζήτηση το «ψηφιακό» πρακτορείο διανομής ειδήσεων. Είτε με την απλή αναζήτηση, είτε στοχευμένα με τα Google News, ο διεθνής κολοσσός είναι ο ρυθμιστής που ανεβάζει και κατεβάζει ιστοσελίδες μέσα από τις υπηρεσίες της, συνεπώς δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρηθεί ως τέτοιο.

Πώς θα έμοιαζε όμως εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε εντάξει τον διευθυντή του μεγαλύτερου μηντιακού ομίλου της χώρας στο υπουργικό του συμβούλιο και είχε διορίσει στενό σύμβουλό του τον επικεφαλής του μεγαλύτερου εκδοτικού ομίλου της χώρας; Συνεπές, θα απαντούσε κανείς εάν είχε διάθεση για χιούμορ, αφού συντονιστής του κυβερνητικού έργου είναι σήμερα ο μέχρι πρότινος διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, ενώ τέτοια πρόσωπα έχουν και στο παρελθόν βρει χώρο στο Μέγαρο Μαξίμου. Ωστόσο, η συμμετοχή του Περιφερειακού Διευθυντή Νοτιοανατολικής Ευρώπης της Google μέχρι τον Μάιο, Γιώργου Ζαριφόπουλου, στην κυβέρνηση ως υφυπουργός Εσωτερικών, και αυτή του επικεφαλής του Δημιουργικού Εργαστηρίου (Creative Lab) της Google σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική μέχρι πρότινος στη θέση του επικεφαλής δημιουργικού (Chief Creative Officer) στην Προεδρία της Κυβέρνησης, Στηβ Βρανάκη, απαιτούν ως απάντηση κάτι παραπάνω από χιούμορ.

Με τόσο μεγάλα ποσά, ως μεγαλύτερος πελάτης και στο τιμόνι της κυβέρνησης, προκύπτει εύλογα η αγωνία για το κατά πόσο εξασφαλίζεται πως δεν θα επηρεαστεί η πληροφορία που παρέχει στους αναγνώστες της η Google, η οποία κρατά την πρόσβαση και τον έλεγχο της πληροφορίας. Αυτό όμως δεν είναι το μόνο ερώτημα ηθικής τάξης -και όχι μόνο- που γεννά η εμπλοκή της Google, καθώς το διαδίκτυο αποτέλεσε το προνομιακό πεδίο για τη Νέα Δημοκρατία στον δρόμο της προς την εξουσία, και η σύγκρουση συμφερόντων που δημιουργεί η εμπλοκή τόσο μεγάλων στελεχών στην κυβέρνηση αφήνει βαριές σκιές.

Άλλωστε, ποιος ξεχνάει πως η Νέα Δημοκρατία είχε «καταφέρει» να εξασφαλίσει τον μεγαλύτερο χώρο και χρόνο της πλατφόρμας του Youtube προεκλογικά, στρατηγική η οποία συνοδεύτηκε από καταγγελίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης για διάθεση υπέρογκων ποσών ύψους 1 εκατ. ευρώ εκτός θεσμικού πλαισίου. Παράλληλα, ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να βρει προεκλογικά βίντεο του κόμματος που δεν τηρούν την πολιτική της Google για την «αποκάλυψη που προσδιορίζει ποιος έχει πληρώσει για τη διαφήμιση», χωρίς καμία απολύτως κύρωση, ούτε για την εταιρεία, ούτε για το κόμμα.

Το νέο «μαζί τα φάγαμε»

Τις τελευταίες εβδομάδες, το διαβόητο πια «σποτ του ΣΥΡΙΖΑ» για τους δημοσιογράφους που «τα παίρνουν» μετέφερε για λίγο το πεδίο της αντιπαράθεσης στον φόβο των εκδοτών, των μεγαλοδημοσιογράφων και της πολιτικής τάξης με την οποία παραμένουν σφικταγκαλιασμένοι για επαναφορά των συνθημάτων του 2010 για «αλήτες, ρουφιάνους, δημοσιογράφους». Φόβος που δεν είναι τυχαίος, καθώς το σχέδιο που εφαρμόζεται μοιάζει «αντιγραφή-επικόλληση» του μηντιακού τοπίου της περιόδου που η χώρα περνούσε το κατώφλι της πρώτης χρεοκοπίας της περασμένης δεκαετίας.

Τότε, η προώθηση του μότο «μαζί τα φάγαμε» δεν πήγε και τόσο καλά, αφού το «σιωπητήριο» των ΜΜΕ για την πραγματικότητα που βίωναν οι πολίτες οδήγησε αρχικά στις πλατείες του 2011, στη συνέχεια στον «κίνδυνο» του καλοκαιριού του 2012, στη μεγαλειώδη σφαλιάρα του «Όχι» στη μηντιακή προπαγάνδα, και τελικά στην «αριστερή παρένθεση», που παρέδωσε με τη σειρά της στο τρίτο μνημόνιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Περιπτώσεις όπως η ομολογία απόκρυψης της γνώσης για τη μη βιωσιμότητα του χρέους από τον δημοσιογράφο Γιάννη Πρετεντέρη και εκείνη για το «μαξιλάρι» της δημοσιογράφου Μαρίας Σπυράκη, αποτελούν ακόμα σήμα κατατεθέν της δημοσιογραφίας της πρώτης δεκαετίας της οικονομικής κρίσης.

Την πενταετία που μεσολάβησε πριν η Νέα Δημοκρατία ξαναπάρει το τιμόνι της χώρας έγιναν μόλις μερικά μικρά, έως και ισχνά βήματα για την τακτοποίηση του άναρχου μηντιακού τοπίου, μεταξύ των οποίων παρεμβάσεις όπως η αδειοδότηση των καναλιών, η τιτλοποίηση των μετοχών των ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης και η δημιουργία μητρώου ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης.

Με την επάνοδο όμως στην εξουσία του οικονομικοπολιτικομηντιακού συστήματος που χρεοκόπησε τη χώρα, φανερώνεται πως εάν έχει αλλάξει κάτι, είναι η πιο ανελέητη επιβολή του σιωπητηρίου. Το «μαζί τα φάγαμε», πλαισιωμένο πια από την υποσημείωση «διότι κλείσαμε τη χώρα για να γλιτώσουμε από την πανδημία» μοιάζει πιο πειστικό από το χυδαίο ευφυολόγημα του Πάγκαλου.

Το κεντρικό μήνυμα της συντριπτικής πλειοψηφίας των μήντια συνθλίβει σήμερα κάθε σκιά αντιλόγου, από πλευράς αξιωματικής αντιπολίτευσης έως και κάθε ομάδα εργαζόμενων, πολιτών ή συλλογικοτήτων. Μια πανστρατιά τηλεοπτικών, ηλεκτρονικών και έντυπων Μέσων Ενημέρωσης που διαγραφόταν και πριν τις εθνικές εκλογές, μία αριβιστική «Black Water της ενημέρωσης», που σήμερα επελαύνει σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα και εφημερίδες, συνεχίζοντας να ηγεμονεύει τον δημόσιο διάλογο, παρά τις σημαντικές αντιστάσεις του διαδικτύου.

Την ώρα που ξεσπά ύφεση μεγαλύτερης έκτασης από του 2010, η δημοσιογραφία και η συντηρητική πολιτική τάξη της χώρας μοιάζουν να ζουν μερες του 2004.

Τα λεφτά, τα λεφτά

Οι σκιές των προηγούμενων χρόνων ωστόσο για τα περιβόητα payroll δημοσιογράφων, από αυτούς της «επιμόρφωσης» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έως συγκεκριμένων εγχώριων και αλλοδαπών επιχειρηματικών συμφερόντων, παρέμειναν αναπάντητες και ανέγγιχτες από την Δικαιοσύνη και την πολιτική τάξη της χώρας. Ακόμα και σήμερα, η διερεύνηση και τα συμπεράσματα που εξάγονται από την υπόθεση Novartis, δίνουν ακόμα μία αφορμή για προβληματισμό γύρω από τα χρήματα που διακινούνται σε ΜΜΕ και δημοσιογράφους.

Η υπόθεση Novartis, που σήμερα ερευνάται ταυτόχρονα από διάφορους θεσμικούς παράγοντες της πολιτείας, είτε ως «σκευωρία Παπαγγελόπουλου», είτε ως αυτό που είναι, δηλαδή ένα πρώτης τάξεως σκάνδαλο υπερκοστολόγησης των δημοσίων ταμείων με περισσότερα από 26 δισ. ευρώ, μάλλον θα πάρει ακόμα πολύ καιρό μέχρι να αποδοθεί μια κάποια δικαιοσύνη. Εάν αποδοθεί κι αυτή βέβαια. Όμως, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά από τα έγγραφα της έρευνας του FBI και καταθέσεις μαρτύρων, από τις αμερικανικές αρχές έχει περιγραφεί ένα ποικιλόμορφο δίκτυο ροής χρημάτων που φέρεται να περιείχε ως σταθμούς Μέσα Ενημέρωσης, διαφημιστικές εταιρείες, δημοσιογράφους, κρατικούς αξιωματούχους, λειτουργούς υγείας και διαφθορείς της εταιρείας, με τα γνωστά ερωτηματικά για τις υπαρκτές ή μη διαδρομές προς πολιτικά πρόσωπα.

Εξάλλου, εάν τα όσα περιλαμβάνονται στα επίμαχα έγγραφα δεν θεωρούνταν «σοβαρές πληροφορίες», δεν θα παρακολουθούσαμε πριν λίγους μήνες τη δημόσια «διαδικτυακή συμπλοκή» των εκδοτών των δύο μεγάλων εφημερίδων της συντηρητικής παράταξης, της Καθημερινής και της Real News. Ο Νίκος Χατζηνικολάου και ο Γιάννης Αλαφούζος άφησαν με τον καβγά τους τον περασμένο Δεκέμβριο αρκετό κόσμο με το στόμα ανοιχτό, και ακόμα περισσότερο με πλήθος σοβαρών αποριών. Απειλές αποκαλύψεων και λακωνικοί πλην δηλητηριώδεις υπαινιγμοί γύρω από την υπόθεση της Novartis, μεταξύ δύο εκδοτών που αποτελούν ισχυρό στήριγμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μια ντουζίνα tweets, λίγος τηλεοπτικός και λίγος ραδιοφωνικός αέρας, δημιούργησαν τελικά πολύ περισσότερα ερωτήματα από όσα μπορεί να απαντήσει ένα φύλλο της εφημερίδας των δύο εκδοτών. Τι είναι «είδηση», τι είναι «δημοσίευση» και τι είναι «ενημέρωση» για έναν εκδότη; Και τι έχει να κερδίσει από τις σελίδες τους ένας αναγνώστης, την ώρα που ανερυθρίαστα χρησιμοποιούν την «αποκάλυψη» ως απειλή σε έναν δημόσιο καβγά;

Αυτό που επί της ουσίας αναφέρουν τα έγγραφα, στη βάση των οποίων η πολυεθνική φαρμακευτική ήρθε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό 300 εκατ. ευρώ για να μην προχωρήσει η έρευνα, είναι πρακτικές υπερτιμολόγησης υπηρεσιών από διαφημιστικές εταιρείες και μεγάλα Μέσα Ενημέρωσης συνεργαζόμενα με την εταιρεία, με στόχο μεταξύ άλλων τη δημιουργία μαύρου ταμείου, το οποίο στη συνέχεια διοχετευόταν στα όποια πρόσωπα η εταιρεία επιθυμούσε να χρηματίσει. Για όλα αυτά θα αποφανθεί η Δικαιοσύνη, και μπορεί πράγματι να αποδειχθεί πως τα πρόσωπα και οι όμιλοι που αναφέρονται δεν έχουν καμία εμπλοκή σε τέτοιου είδους δοσοληψίες.

Αναφορικά όμως με τα ΜΜΕ, τους δημοσιογράφους και τις διαφημιστικές εταιρείες που συνεργάζονται μαζί τους, στην καρδιά του σκανδάλου Novartis δίνεται μία ιδέα για το τι θα μπορούσε να κάνει μία μεγάλη εταιρεία εάν το επιθυμούσε για να επηρεάσει την κοινή γνώμη και την δημοσιογραφία. Πώς θα μπορούσε δηλαδή να πληρώνει υπερκοστολογημένες διαφημίσεις σε Μέσα Ενημέρωσης με αντάλλαγμα πληρωμένα άρθρα για ένα προϊόν, ένα brand name ή για φιλοτεχνήσουν το προφίλ ενός πολιτικού ή επιχειρηματικού προσώπου, καθώς και να κάνει πλασματικές πληρωμές σε δικές της εταιρείες ώστε να «μαυρίζει» χρήματα για παράνομες δοσοληψίες.

Είναι πραγματικά απορίας άξιον πώς οι εν λόγω πληροφορίες και καταγγελίες δεν έχουν αποτελέσει πεδίο ουσιαστικής διερεύνησης για την ΕΣΗΕΑ και την Ένωση ιδιοκτητών ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών, ούτε και για την Ευρωπαϊκή Ένωση Εκδοτών Εφημερίδων, του Διοικητικού Συμβουλίου της οποίας ο ένας από τους δύο εκδότες είναι μέλος. Όπως ακόμα πιο απογοητευτικό προκύπτει το γεγονός πως παρά τις ζοφερές καταγγελίες, το ελληνικό κράτος δεν έχει λάβει τα τελευταία χρόνια κανένα ουσιαστικό μέτρο για να αποφευχθεί η δυνατότητα αντίστοιχων πρακτικών έναντι του Τύπου.

Αντ’ αυτού, βλέπουμε να απολαμβάνουν των νέων χαλαρών ρυθμίσεων χρηματοδότησης εταιρείες όπως η Lamda Development του ελληνικού και η ΓΕΚ Τέρνα των μεγάλων έργων με πολυδάπανες διαφημίσεις στις τηλεοράσεις, λες και κάποιος από τους τηλεθεατές θα πειστεί να χτίσει κάποιο εμπορικό κέντρο ή έναν μεγάλο αυτοκινητόδρομο. Το τι αγοράζουν είναι ξεκάθαρο, το που αποβλέπουν μένει να αποδειχθεί.

Το βρώμικο διαδίκτυο και η «καθαρή τηλεόραση»

Στα τέλη Απριλίου, η Διεθνής κατάταξη της ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα (RFS) κατέγραφε τη χώρα μας στην 65η θέση σε παγκόσμιο επίπεδο, ουραγό πίσω από σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Ακολουθώντας μία πορεία που το 2007 την κατέτασσε στην 30η θέση και το 2014 την έφερε στην 84η, η Ελλάδα απαρτίζει μαζί με χώρες όπως η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία μία ομάδα προβληματικών χωρών που πληγώνουν την εικόνα της ευρωπαϊκής αξίας της Ελευθεροτυπίας.

Ακόμα μεγαλύτερη θλίψη προκαλεί η πληροφορία πως το 2002 η χώρα μας βρισκόταν στην 19η θέση στη σχετική διεθνή κατάταξη, ενώ σαν έτοιμη να επιβεβαιώσει τα παραπάνω, η πλειοψηφία των συστημικών μέσων ενημέρωσης αγνόησε ακόμα και την δημοσίευση της κατάταξης του 2019, μάλλον επειδή μεταξύ των σημείων που τονίζονται είναι η μεταχείριση της ΕΡΤ και του Αθηναϊκού Πρακτορείου από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Εύλογα, η εξαιρετικά χαμηλή εμπιστοσύνη που διαπιστώνουν αξιόπιστα ινστιτούτα όπως του Reuters στην έκθεση του Ιουνίου, που καταγράφει εμπιστοσύνη των πολιτών μόλις κατά 28% στα ελληνικά ΜΜΕ, καταφέρνει εμμέσως και αναπάντεχα να καταγράψει όλα τα παραπάνω. Την ίδια εικόνα καταγράφει και το ινστιτούτο Pew Research Center, που αποτυπώνει πως σχεδόν έξι στους δέκα δεν εμπιστεύονται τα ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης.

Για του λόγου το αληθές, μια λίγο πιο προσεκτική ματιά στην περίοδο που η κυβέρνηση αποφάσιζε να αυξήσει τη χρηματοδότηση των ΜΜΕ, θα αποκαλύψει τη μαγική εικόνα που επιφυλάσσουν τα συστημικά Μέσα Ενημέρωσης στους χρήστες τους. Μόνον τις ημέρες εκείνες του «σκοιλ ελικικού», στη Βουλή ψηφιζόταν ένα περιβαλλοντικό νομοσχέδιο του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κωστή Χατζηδάκη, που καταστρατηγεί οποιαδήποτε έννοια προστασίας του περιβάλλοντος γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, εκχωρούνταν από τον υπουργό Τουρισμού, Χάρη Θεοχάρη, το διαφημιστικό μονοπώλιο του τουρισμού -αξίας δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ- σε μία ιδιωτική εταιρεία, υπογράφονταν από τον υπουργό Δικαιοσύνης, Κώστα Τσιάρα, οι αθωωτικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου για τους τραπεζίτες που είχαν εγκρίνει πολλές φορές θαλασσοδάνεια Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, νομοθετούνταν από την υπουργό Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, η περαιτέρω αποδόμηση του δημοσίου σχολείου και το λουκέτο στην Παιδοκαρδιοχειρουργική κλινική του νοσοκομείου Παίδων από τον υπουργό Υγείας, Βασίλη Κικίλια. Αυτά ήταν μόνο μερικά από τα θέματα που έτρεχαν μόνο εκείνες τις ημέρες, που η κυβέρνηση αποφάσιζε πως η καμπάνια των έντεκα εκατομμυρίων ευρώ έπρεπε να γίνει των είκοσι.

Ένα ακόμα τρανό παράδειγμα ήταν το βίντεο του ξυλοδαρμού δικυκλιστή από αστυνομικούς με πολιτικά, φερόμενα μέλη της φρουράς της προεδρίας της κυβέρνησης, στο κέντρο της Αθήνας, που ήρθε στη δημοσιότητα από τα κοινωνικά δίκτυα, χωρίς να πείσει τα κανάλια να το προβάλλουν. Μόνο όταν το σήκωσε η αξιωματική αντιπολίτευση αναγκάστηκε η κυβέρνηση να τοποθετηθεί, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, ενώ και τότε η στάση των μεγάλων Μέσων ήταν απολύτως συγκαλυπτική, μέχρι που η υπόθεση βυθίστηκε στο γραφειοκρατικό σκοτάδι. Από την άλλη, με πλήθος ειδήσεων που αναδείχθηκαν απολύτως και μόνο μέσω διαδικτύου, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν ξεγυμνώσει ακόμα περισσότερο τη στάση των συστημικών Μέσων. Περιπτώσεις όπως των ψευδών ακαδημαϊκών τίτλων του υπουργού Διαματάρη που έφεραν την παραίτησή του, της υποκριτικής στάσης της κυβέρνησης έναντι των οικογενειών των θυμάτων της Marfin και του μπλοκαρίσματος των αποζημιώσεών τους από το κράτος, της καφκικής τιμωρητικής αντιμετώπισης του κρατούμενου-σπουδαστή Βασίλη Δημάκη, και του τραγέλαφου της τηλεκατάρτισης του υπουργού Εργασίας Βρούτση, ουδέποτε αναδείχθηκαν από τηλεοράσεις και μεγάλες εφημερίδες.

Μόνο στον απόηχό τους και στα αποτελέσματα των αποκαλύψεων εμφανίστηκαν στον δημόσιο διάλογο, όπως συνέβη και με περιπτώσεις ιδιωτικών συμφερόντων, όπως των σοβαρών καταγγελιών κατά της γαλέρας της Teleperformance. Μάλιστα εκεί διαπιστώσαμε πως το παλιό κόλπο του «παίζουμε την απάντηση στην καταγγελία αλλά ποτέ την καταγγελία» που μεσουρανούσε την περίοδο του σκανδάλου της Τράπεζας Πειραιώς, συνεχίζει να εφαρμόζεται κανονικά.

Μάλιστα, ανερυθρίαστα μία από τις προβεβλημένες εκπομπές της τηλεόρασης, έσκιζε εν μέσω καραντίνας τα ιμάτιά της με αφορμή το παραποιημένο βίντεο της παραλίας Θεσσαλονίκης και της κοσμοσυρροής «ανεύθυνων πολιτών», με τους παρουσιαστές να κατηγορούν το «βρώμικο διαδίκτυο που έκανε πάλι τη δουλειά του». Σε αντίθεση με την πάντα καθαρή τηλεόραση, στην οποία ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έδινε συγχαρητήρια για την παραποίηση των επίμαχων εικόνων.

Η Ρόδος και το πήδημα

Πράγματι λοιπόν, έχει έρθει η ώρα να μιλήσουμε ξανά για τη δημοσιογραφία και για τα Μέσα Ενημέρωσης.

Στο ξέσπασμα της κρίσης του 2010, ένα από τα πρώτα αποτελέσματα ήταν η απαξίωση των μέσων ενημέρωσης και των μεγαλοδημοσιογράφων (τουλάχιστον). Ένα αποτέλεσμα της εξάπλωσης της χρήσης των κοινωνικών δικτύων, των πλατειών και των φτηνών κινητών που πλημμύρισαν την αγορά. Μερικά από τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σε εκείνη την επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης, ακόμα φιλοτεχνούν την καθημερινότητα και την κεντρική δημόσια συζήτηση. Στο δεύτερο ξέσπασμα, θα είναι αφελές να εξαντληθεί και πάλι η κουβέντα στους πουλημένους δημοσιογράφους και τους κακούς ιδιοκτήτες ΜΜΕ που κρατάνε στα χέρια τους την ενημέρωση. Τα ξέρουμε, τα μάθαμε, τα ζήσαμε στο πετσί μας. Να σταθούμε για μια στιγμή για να τα θυμηθούμε, όμως να πάμε παρακάτω.

Είναι αλήθεια πως η κυβέρνηση αυτή έχει τριάντα δημοσιογράφους βουλευτές, πολλοί εκ των οποίων είναι εξαρτημένοι από μεγάλα τραπεζικά δάνεια και επιχειρηματικά συμφέροντα. Είναι αλήθεια πως στο Μέγαρο Μαξίμου εργάζεται σήμερα ένας στρατός δημοσιογράφων, και άλλος ένας στα γραφεία Τύπου των υπουργείων και κάθε λογής κρατικού οργανισμού. Είναι αλήθεια πως υπάρχουν υπουργοί όπως ο Γεωργιάδης και ο Βρούτσης έχουν μετατρέψει κάποια τηλεοπτικά πλατό σε σπίτι τους. Είναι αλήθεια πως στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, και λιγότερο στις εφημερίδες, δεν περνάει άλλη άποψη από την κυβερνητική, η οποία πολλές φορές σύρεται βιαίως προς αυτή επιχειρηματικών κύκλων. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, η απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης πως δεν χρειάζεται να ελέγξει τα κανάλια ώστε να διαπιστώσει αν υπάρχει πολιτική πολυφωνία απλώς επιβεβαιώνει το μέγεθος του προβλήματος.

Η κατάσταση των Μέσων Ενημέρωσης και μεγάλου μέρους της δημοσιογραφίας στη χώρα είναι αυτή για έναν και κύριο λόγο. Επειδή δεν είναι οικονομικά ανεξάρτητα. Και η επιρροή αυτής της απουσίας ανεξαρτησίας είναι τόσο μεγάλη που έχει ως αποτέλεσμα την ίδια την αποδόμηση του ενημερωτικού τους χαρακτήρα. Μια καλή αρχή λοιπόν είναι να δημοσιευθούν όλα. Όλα τα ποσά που λαμβάνουν τα ΜΜΕ από το κράτος, και κάθε τόσο να δημοσιεύονται όλες οι μεγάλες διαφημίσεις από πολυεθνικές και τράπεζες. Να δημοσιευτούν και τα ονόματα όσων δημοσιογράφων που έχουν οποιασδήποτε μορφής σχέση εργασίας με οποιονδήποτε φορέα του Δημοσίου, και γιατί όχι, ακόμα και όσων έχουν αναλάβει τμήματα επικοινωνίας μεγάλων εταιρειών.

Το ζήτημα είναι να γίνει κατανοητό πως το από πού πληρώνεται η ενημέρωση είναι σημαντικό. Τόσο επειδή θα πρέπει να είναι διαφανές, όσο και γιατί θα πρέπει να γίνει υπόθεση όλων. Όπως κάποιος κατεβαίνει να πετάξει τα σκουπίδια του στον κάδο ανακύκλωσης, όπως πειθαρχεί σε ορισμένους κανόνες οδικής συμπεριφοράς, έτσι είναι απαραίτητο να αντιμετωπίζει το ζήτημα της ενημέρωσής του ως ζήτημα στο οποίο ο ίδιος οφείλει να αναζητεί λύση και να κάνει ξεκάθαρες επιλογές.

Λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης του 2010, ο Θάνος Μικρούτσικος περιέγραφε τον ρόλο της τηλεόρασης, που σήμερα θα μπορούσε να περιλαμβάνει και αυτόν των υπόλοιπων μεγάλων Μέσων Ενημέρωσης, με τα πλοκάμια πλέον να απλώνονται και στο διαδίκτυο:

Ο ρόλος της τηλεόρασης είναι να ενοποιεί τον κρατικό ιδεολογικό μηχανισμό. Αυτό το σύστημα που ζούμε, στο παρελθόν ενοποιείτο από την Εκκλησία και το σχολείο […] Λόγω της Δικτατορίας και της αντίδρασης του κόσμου, έπρεπε κάτι άλλο να αντικαταστήσει. Και βρέθηκε η τηλεόραση, που λόγω της επιβολής της εικόνας, δημιουργεί ένα ευτελές γούστο από το πρωί μέχρι το βράδυ στον κόσμο […] Στο πολιτικό, αυτό που με ενοχλεί με όλη την τηλεόραση, είναι ότι ενώ υπάρχει η κύρια πλευρά των πραγμάτων, κάνετε focus σε πράγματα πολλές φορές δευτερεύοντα και τριτεύοντα […] Δεν μιλάω για τους απλούς δημοσιογράφους. Δεν υπάρχουν golden boys στην τηλεόραση; Αυτά είναι τα μακριά χέρια των αφεντικών

Το γιατί συμβαίνει αυτό εξηγείται εύκολα πια. Το πώς θα στρωθεί ο δρόμος για να ανατραπεί αυτό το καθεστώς αποτελεί στοίχημα, όμως αυτή τη φορά ο πήχης θα πρέπει να στηθεί ψηλά και να μην αρκεί να περάσει κανείς μας από κάτω.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο έντυπο τεύχος του ΖΗΝ Ιουνίου 2020