Πρώτον, ο πλούτος είναι μοιρασμένος άνισα. Δεύτερον, τέτοιο σκάνδαλο μόνο μια γενναία αναδιανομή μπορεί να το διορθώσει, ένα εκ νέου μοίρασμα της πίτας με φορά ορισμένη: από τους ευπορότερους στους πλέον ενδεείς. “Από τον καθένα κατά τις δυνάμεις του στον καθένα κατά τις ανάγκες του” είναι η κλασσική διατύπωση του Μαρξ. Ή όπως το ’πε ένας επαναστάτης λίγο παλαιότερος: «Ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι, και ο έχων βρώματα ομοίως ποιείτω».
 
Ότι ο πλούτος είναι μοιρασμένος άνισα, ούτε λόγος. Αν και ο δαίμων της αμφιβολίας εδώ θα έσπευδε αμέσως να προσθέσει: όπως και η ομορφιά, όπως και η ευφυΐα και το ταλέντο – δεν είναι η ανισότητα εντέλει το κρυφό γρανάζι μέσα σε κάθε μηχανή που κινεί τα ανθρώπινα; Όμως η απάντηση εδώ θα μας πήγαινε αλλού… Στο δικό μας προκείμενο, από αριστερούς προλετάριους και φιλάνθρωπους αστούς, από πιστούς χριστιανούς και οπαδούς της κοινωνικής αρμονίας, η διέξοδος που προτείνεται, η πανάκεια κάθε ασθένειας, το χέρι που θα άρει τις αμαρτίες του κόσμου, ακούει στο όνομα αναδιανομή.
 
Πόσο ισχύει κάτι τέτοιο; Το παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν το 2012 εκτιμάται ότι έφτασε στα 85 τρισ. δολλάρια, περίπου 66 τρισ. ευρώ. Για την ευκολία του πράγματος, ας το στρογγυλέψουμε στα 70. Αν μοιραζόταν ακριβοδίκαια στα 7 δισ. κατοίκους του πλανήτη, καθένας τους θα είχε λαμβάνειν ένα ποσό κοντά στα 10.000 ευρώ ετησίως.
 
Το νούμερο είναι φυσικά μεικτό. Απ’ αυτό θα πρέπει να αφαιρέσουμε γύρω στο μισό που αναλογεί στα κράτη, το ποσό δηλαδή που επενδύεται συλλογικά σε παιδεία, υγεία, πρόνοια, ασφάλεια κ.ο.κ. και συνεπώς δεν προσμετράται στο ατομικό εισόδημα ενός εκάστου, το προοριζόμενο για ιδιωτική κατανάλωση.
 
Έστω ότι απομένουν 5.000 ευρώ καθαρά. Θα τα πάρουν όλοι εξίσου; Μια κάποια κλιμάκωση της αμοιβής δεν θα πρέπει να διατηρηθεί; Ο αρχηγός του κράτους ή ο νομπελίστας ερευνητής ή ο βαριά ανάπηρος δεν δικαιούνται κάτι παραπάνω από τον κλητήρα ή τον φοιτητή ή τον αρτιμελή και υγιέστατο – ει μη τι άλλο λόγω αυξημένων αναγκών, που θά ’λεγε και ο Μαρξ;
 
Και αν υποθέσουμε ότι ναι, πόσο μεγάλο δικαιολογείται νά ’ναι το άνοιγμα μιας τέτοιας ψαλίδας; Στις χώρες του παλιού Τρίτου κόσμου, τις δακτυλοδεικτούμενες για την ανισότητά τους, η διαφορά ενίοτε ξεπερνά το 1 προς 10. Το πλέον εύπορο 20% του πληθυσμού δηλαδή κερδίζει 10 φορές περισσότερα χρήματα από το φτωχότερο 20%. Στην Ελλάδα του 2009 ο λόγος ήταν 1 προς 6. Στις σκανδιναβικές χώρες, που θεωρούνται οι πλέον δίκαιες κοινωνίες παγκοσμίως, ο λόγος είναι κοντά στο 1 προς 4.
 
Ας υποθέσουμε προσώρας ως δίκαιη μια σχέση 1 προς 3. Με βάση αυτή, και υπολογίζοντας πάντα σε πλανητικό επίπεδο, όποιος ανήκει στο ανώτερο εισοδηματικό κλιμάκιο και ζει σε μονομελές νοικοκυριό θα είχε στη διάθεσή του 7.500 ευρώ ετησίως, ενώ όποιος ανήκει στο κατώτερο, 2.500 ευρώ. Ένα ζευγάρι της πρώτης κατηγορίας θα είχε συνεπώς εισόδημα 15.000 ευρώ, ενώ ένα της δεύτερης μόλις 5.000.  Η κατάσταση βελτιώνεται σημαντικά μόνο για όσους έχουν παιδιά. Ακόμη και αν διανείμουμε ισομερώς και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία της ανθρωπότητας, ακίνητα, καταθέσεις και τίτλους (παγκοσμίως η αξία τους υπολογίζεται σε 350 τρισ. ευρώ), το πράγμα ελάχιστα θ’ άλλαζε.
 
Δεν θίγω εδώ τις άλλες παραμέτρους του ζητήματος, το τι θα σήμαινε για την πραγματική οικονομία μια τέτοια πλανητική αναδιανομή, το αν είναι πολιτικά και θεσμικά εφαρμόσιμη κ.ο.κ. Βέβαιο είναι ότι θα είχε κολοσσιαίες συνέπειες. Θα βελτίωνε εντυπωσιακά τη ζωή 3 ή 4 δισ. ανθρώπων στις χώρες που σήμερα έχουν πολύ μικρότερα κατά κεφαλήν εισοδήματα. Αλλά και θα κατακρήμνιζε εξίσου εντυπωσιακά το βιοτικό επίπεδο στον ανεπτυγμένο κόσμο (και όχι μόνο), βυθίζοντας 1,5 ή 2 δισ. ανθρώπους πρακτικά στην εξαθλίωση. Η Ελλάδα λ.χ. θα έβλεπε το ΑΕΠ της να μειώνεται εν ριπή οφθαλμού σχεδόν στο μισό. Πόσοι από τους προοδευτικούς πολίτες της Δύσης είναι διατεθειμένοι να εισηγηθούν, ν’ ανεχθούν μια τέτοια επιλογή; Κι αν πάλι η αναδιανομή ως αίτημα έχει εθνικό μόνο πεδίο εφαρμογής, για τι διεθνισμό και οικουμενική αλληλεγγύη μιλάμε;
 
Δεν χωρεί αμφιβολία, όταν οι συγκρίσεις αφορούν ειδικά το ‘‘ρετιρέ’’ και το ‘‘υπόγειο’’, το εισοδηματικά ανώτερο και κατώτερο 1 % του πληθυσμού δηλαδή, τα νούμερα που προκύπτουν είναι εξοργιστικά. Και μια διορθωτική παρέμβαση της πολιτικής, με τα μέσα της φορολογίας ή άλλα, είναι επείγον ζητούμενο. Όμως η αναδιανεμητική λογική έχει τα όριά της κι αυτά φαίνονται όταν εξετάζει κανείς τα νούμερα συνολικά. Αν ως κατανίκηση της φτώχειας εννοούμε να μπορεί και ο τελευταίος κάτοικος αυτού του πλανήτη να καταναλώνει όσα ο εύπορος Ελβετός (και στην πράξη αυτό ζητούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, της δεξιάς ή της αριστεράς αδιάκριτα, κατώτατο μισθό 1.400 ευρώ απαιτούσε εδώ σε μας το ΚΚΕ λ.χ…), τότε το αδιέξοδο γίνεται πλήρες.  
 
Χωρίς αύξηση και μάλιστα δραματική του παραγόμενου πλούτου, χωρίς δηλαδή ανενδοίαστη “ανάπτυξη”, με όσα μοιραία αυτή συνεπάγεται, εις βάρος του περιβάλλοντος προ παντός, καμμιά αναδιανομή δεν θα μας λύσει το πρόβλημα. Ή θα το λύσει με τον τρόπο που το έκαναν οι χώρες του σοβιετικού μοντέλου – ξαναμοιράζοντας απλώς τη μιζέρια.