της Γεωργίας Κριεμπάρδη

Σε αιφνιδιασμό του κρατικού μηχανισμού εξαιτίας της γρήγορης εξέλιξης της πυρκαγιάς αποδίδεται η τραγωδία στο Μάτι που στοίχισε τη ζωή σε 104 -πλέον- ανθρώπους, σύμφωνα με το πόρισμα του Δημήτρη Λιότσιου. Στο πόρισμα διαπιστώνεται ότι η φωτιά θα μπορούσε να είχε σβήσει εν τη γενέσει της αν είχαν κληθεί οι δύο υδροφόρες που περιπολούσαν στην περιοχή να συνδράμουν τις πυροσβεστικές δυνάμεις που επιχειρούσαν στην Κινέτα.

Σύμφωνα με το πόρισμά του, επίσης, υπήρξε καθυστέρηση στην εντολή για εκκένωση της περιοχής από τους κατοίκους, που τους στέρησε την έγκαιρη απομάκρυνση. Στα λάθη έρχονται να προστεθούν και η διαχείριση της κυκλοφορίας που εγκλώβισε τους κατοίκους στην περιοχή που καιγόταν αλλά και η ασυνεννοησία των εμπλεκομένων δυνάμεων. «Αν δινόταν εντολή εκκένωσης στις 17.30 σε Βουτζά και Μάτι, δε θα είχαμε σίγουρα τόσους νεκρούς», ανέφερε.

Να σημειωθεί πως οι άνθρωποι που ηγούνταν των εμπλεκομένων δυνάμεων όχι μόνο δεν τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, αλλά η σημερινή κυβέρνηση τους αναβάθμισε σε νευραλγικές και υψηλές θέσεις στα Σώματα Ασφαλείας.

Ο πραγματογνώμονας εξήγησε αναλυτικά όλες τις κινήσεις της Πυροσβεστικής που οδήγησαν σε όσα καταστροφικά είδαμε.

«Τη Δευτέρα υπήρχε πρόβλεψη κινδύνου πυρκαγιάς υψηλή (4) για Ανατολική και Νότια Πελοπόννησο και Αττικοβοιωτία. Η Ε.Μ.Υ. εξέδωσε δελτίο πρόβλεψης καιρού όπου η θερμοκρασία θα άγγιζε τους 39 βαθμούς. Επίσης, κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς του Νταού Πεντέλης οι ρίπες του ανέμου άγγιζαν 78 χλμ/ώρα. Την ημέρα της πυρκαγιάς, υπήρχε πρόβλεψη για δυτικό έντονο άνεμο στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα από τις 12. 00 και 13.00 μέχρι το βράδυ. Μιλάμε για 6 έως και 8 μποφόρ. Πρόβλεψη που βγήκε αληθινή» ανέφερε και υπογράμμισε αναφορικά με τις ενέργειες της Πυροσβεστικής: «4 ημέρες πριν την πυρκαγιά ο κ. Παπαγής ανέφερε πως Ιουνίου και Ιούλιο ήταν περιορισμένος ο αριθμός πυρκαγιών και τα μέσα ήταν ξεκούραστα. Παρόλ’ αυτά και παρά τις προβλέψεις, δεν υπήρχε ούτε μία συνήθης ετοιμότητα για ημέρα που ο βαθμός επικινδυνότητας ήταν υψηλός. Επίσης, δεν έγινε ούτε καν απ’την προηγούμενη μέρα μεταστάθμευση αεροσκαφών και δεν εκτελέστηκαν εναέριες επιχειρήσεις. Δε λήφθηκε αίτημα στο ΓΕΛ για μετασταθμεύσεις».

«Στις 13.05 στις 23 Ιουλίου υπήρχε πρόβλεψη για την επόμενη ότι το αεροδρόμιο της Ελευσίνας λόγω ζέστης και αέρα μπορεί να έκλεινε και να πήγαιναν Τανάγρα τα αεροσκάφη (που ήταν παλιά καναντέρ). Κάποια αεροδρόμια επηρεάζονται από τις καιρικές συνθήκες. Παρά την ενημέρωση στις 14.27 ότι έπρεπε να πάνε Ταναγρα, αυτά πήγαν Ελευσίνα για ανεφοδιασμό. Η εντολή για την Ελευσίνα αναφέρεται στα παλιά αεροσκάφη που έχουμε. Για τα 415 και τα βαρέος τύπου -τα νέα- δεν υπάρχει οδηγία που απαγορεύει να απογειωθούν ή αναφέρει ότι θα επηρεαστούν από τις καιρικές συνθήκες. Ακόμα, το ΓΕΣ (Γενικό Επιτελείο Στρατού) δεν προέβη σε εναέρια επιτήρηση της Αττικής, παρά το ότι υπήρχε πρόβλεψη κινδύνου πυρκαγιάς. Το αεροσκάφος θέλει τουλάχιστον 20 λεπτά να απογειωθεί απ’ όταν δώσουμε εντολή. Αν υπήρχε άμεση επιτήρηση και επίγειες δυνάμεις, θα είχαμε πολλές πιθανότητες να καταστείλουμε μια πυρκαγιά. Το ΕΣΚΕ (Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων) μέχρι τις 8.00 η ώρα δεν έστειλε αίτημα σ’ έναν προγραμματιστή για το πώς θα βγουν τα αεροσκάφη, το αίτημα εστάλη στις 10.00. Εκείνη την ώρα δεν μπορούσαμε να έχουμε εναέρια επιτήρηση για την Αττική κι αποδέχτηκε την αίτηση ιδιωτική αερολέσχη που έχει αεροσκάφη για εκπαίδευση και δεν μπορούν να κάνουν κατάσβεση». Μάλιστα, όπως ανέφερε, «στις 14.04 πέταξε το πρώτο αεροσκάφος -όπως αναφέρει ο ΕΣΚΕ- και στις 16.46 είχαμε ακόμα μία πτήση, αλλά στο χειρόγραφο ημερολόγιο δεν τα αναφέρει». Ακόμα, «ειδικά drone μπορούσαν να κάνουν πτήσεις για επιτήρηση. Ούτε αυτό έγινε».

Ο έμπειρος πραγματογνώμονας έδωσε την πραγματικότητα που υπήρχε πριν το μάτι. «Με τα 27 χρόνια υπηρεσίας μου, με την έννοια του όρου οργανωμένη επιχείρηση, δεν υπήρχε κάτι τέτοιο στην Κινέτα ούτε καν από τη γενική γραμματεία πολιτικής προστασίας. Η φωτιά εκδηλώθηκε στις 12.03. Στις 13.25 πάρθηκε η απόφαση εκκένωσης. Γύρω στις 15.00 το κυρίως μέτωπο της φωτιάς έφτασε στη θάλασσα. Στην Κινέτα έγινε εκκένωση με αστυνομικά και Πυροσβεστική, με μεγάφωνα, καλώντας τον κόσμο να απομακρυνθεί. Παράλληλα με την απομάκρυνση, γινόταν και διάσωση».

Στοιχείο άξιο αναφοράς που υπογράμμισε ο κ. Λιότσιος είναι πως οι εμπλεκόμενοι της Πυροσβεστικής είχαν επικοινωνίας μέσω των προσωπικών τους τηλεφώνων κι όχι ασύρματων πολλές φορές.

Καθυστερήσεις – 4ωρη καθυστέρηση Κολοκούρη και Τζουβάρα

Και περιγράφει όσα έγιναν και κυρίως όσα δεν έγιναν στην πυρκαγιά της Πεντέλης. «Ο κ. Χιώνης (Διοικητής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Πελοποννήσου) ενημερώνεται για πυρκαγιά και στις 16.45 ενημερώνει τον ΕΣΚΕ που ήδη το γνώριζε. Φαίνεται η αναγκαιότητα να κινητοποιηθούν άμεσα τα εναέρια. Δεν προκύπτει ότι ο κ. Χιώνης μετέβη εγκαίρως. Μέχρι τις 16.55 η φωτιά καίει ανενόχλητα. Στις 17.04 επενέβησαν οχήματα. Το πρώτο μάλιστα  ήταν εθελοντικό από Ραφήνα».

Μάλιστα, πρόσθεσε πως «στις 16.50 δίνεται εντολή στο ΕΣΚΕ για εκτροπή αεροσκάφους από πυρκαγιά Κινέτα σε Νταού. Παρά τη γνώση της επικινδυνότητας, η επόμενη εντολή είναι στις 17.37. Για την κατάσβεση απαιτούνταν μέσα και εκτός λεκανοπεδίου και το γνώριζαν».

Σύμφωνα με όσα κατέθεσε στη συνέχεια ο κ. Λιότσιος, στις 17.10 η πυρκαγιά έσπασε σε δύο μέτωπα, το ένα προς νέο Βουτζά. «Οι κ.κ Κολολούρης και Τζουβάρας επικοινωνούσαν στη συνέχεια, γνωρίζοντας πως έπρεπε να μεταβούν εκεί. 21.30 έφτασαν εκεί…».

«Στις 17.20 ο κ. Λάμπρης φτάνει στο Νταού και αναλαμβάνει εναέριος συντονιστής. επιχειρούσε ένα ελικόπτερο στις 17.30  Είχαν δοθεί εντολές για άλλα μέσα αλλά δεν έφτασαν εγκαίρως… Μετά απ’ όλα αυτά είναι λογικό ότι θα είχαμε τόσα θύματα. Η φωτιά είχε περάσει τα όρια Πεντέλης. Μιλάμε για ώρα 17.00. Αν είχαν ενεργήσει άμεσα, η φωτιά μπορεί να είχε καταστεί ελεγχόμενη. Αν επιχειρούσαν 3 εναέρια μέχρι εκείνη τη στιγμή, θα μπορούσε η φωτιά να περιοριστεί για να υπάρχει ο χρόνος για ενέργειες».

Δεν υπήρχε άμεση ενημέρωση πολιτών, τόνισε ακόμα. «Η γενική επιφυλακή ήρθε λίγο μετά τις 17.30 ενώ έπρεπε πολύ νωρίτερα, γνωρίζοντας τι είχε συμβεί στην Κινέτα» υπογράμμισε μάλιστα.

 

Στα εκτός περιεχομένου της δικής να σημειωθεί πως σε στο κρισιμότερο σημείο της δικαστικής διαδικασίας, στην κατάθεση του πραγματογνώμονα δηλαδή, στην αίθουσα τελετών του Εφετείου δε λειτουργούσαν τα μικρόφωνα, με αποτέλεσμα το ακροατήριο και οι δικηγόροι να διαμαρτύρονται.