Δολοφονικές ευθύνες στελεχών της Πυροσβεστικής και της Πολιτικής Προστασίας στο αίτημα του ανακριτή για κακουργηματικές διώξεις για το Μάτι
Ολοένα και περισσότερα στοιχεία έρχονται στη δημοσιότητα όσο προχωράει η έρευνα του ανακριτή που χειρίζεται την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, τον Ιούλιο του 2018, ο οποίος ζήτησε για τρίτη φορά την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης για το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης σε κίνδυνο σε βάρος δέκα υψηλόβαθμων στελεχών της Πυροσβεστικής και της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες από την ανακριτική έρευνα που δημοσιεύονται ακόμα και στον συστημικό Τύπο, ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης έχει συγκεντρώσει νέα στοιχεία βάσει των οποίων προκύπτουν εγκληματικές παραλείψεις της Πυροσβεστικής και συγκεκριμένων επιτελικών στελεχών της στην οργάνωση της πυρόσβεσης, στη χρήση των εναέριων μέσων και γενικά στην κινητοποίηση όσων μέσων μπορούσαν να διατεθούν για την έγκαιρη αντιμετώπιση της πυρκαγιάς στην Ανατολική Αττική με αποτέλεσμα να καούν ζωντανοί 102 πολίτες.
Αυτός είναι και ο λόγος που ζητά από την εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας την άσκηση συμπληρωματικών διώξεων για το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης σε κίνδυνο, σε βάρος τουλάχιστον 10 υψηλόβαθμων στελεχών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας. Τα όσα ήρθαν την Παρασκευή στο φως της δημοσιότητας προκαλούν πλήθος ερωτηματικών, τόσο για τις ευθύνες των δύο Υπηρεσιών κατά την αντιμετώπιση της φονικής πυρκαγιάς, όσο και για την μετέπειτα πορεία των στελεχών αυτών, ακόμα και με την αλλαγή της κυβέρνησης τον Ιούλιο του 2019.
«Σε βάρος τους δεν προκύπτουν απλώς σοβαρές ενδείξεις για αμέλεια ως προς τα καθήκοντά τους, η οποία οδήγησε αιτιακά σε θανάτους και σωματικές βλάβες, αλλά σοβαρές ενδείξεις για ενδεχόμενο δόλο ως προς την πρόκληση του κινδύνου, ήτοι ενδεχόμενο δόλο για την τοποθέτηση των θυμάτων από ασφαλή σε μη ασφαλή θέση που τα κατέστησε αβοήθητα και μη δυνάμενα να διαφύγουν του κινδύνου καθώς και τον ενδεχόμενο δόλο για την άφεση των θυμάτων αβοήθητων…» αναφέρει μεταξύ άλλων ο ανακριτής στο αίτημά του, ενώ παρακάτω δίνει ακόμα πιο αποκαλυπτικές αναφορές.
«Η θέση που κατείχαν τους καθιστούσαν γνώστες του κινδύνου στον οποίο εξέθεταν τους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής, κίνδυνο που προφανώς αποδέχτηκαν, αφού ενώ είχαν τη δυνατότητα να πράξουν διαφορετικά, δεν έπραξαν. Δηλαδή αν και είχαν στη διάθεσή τους μέσα και χρόνο, γνώριζαν φυσικά την επικινδυνότητα της κατάστασης και μάλιστα γνώριζαν την ιδιομορφία της περιοχής που καθιστούσε άμεσο τον κίνδυνο για ανθρώπινες ζωές, κωλυσιέργησαν σε σημείο που επέδειξαν εγκληματική αδιαφορία , που στοιχειοθετεί τουλάχιστον τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου , ο οποίος και αρκεί στην περίπτωση της κακουργηματικής μορφής της έκθεσης» αναφέρει παρακάτω ο ανακριτής.
Στη συνέχεια, καταγράφει σειρά πράξεων στις οποίες θα μπορούσαν να προβούν, στις οποίες δεν προέβησαν, παρότι όπως αναφέρει ο ανακριτής, και γνώση είχαν, και τα διαθέσιμα μέσα.
«Δεν έστειλαν εναέρια και επίγεια μέσα, έφυγαν από τη θέση τους ή δεν πήγαν ποτέ σε αυτήν, δεν διέταξαν την απομάκρυνση/εκκένωση των πολιτών ή τη διάσωση αυτών, δεν κηρύχτηκε καν η υπό κρίση περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ υπήρχαν τα διαθέσιμα μέσα. Σαφώς και ως προς το αποτέλεσμα (τους θανάτους και την πρόκληση σωματικών βλαβών) οι ως άνω κατηγορούμενοι δεν είχαν δόλο, έστω κι ενδεχόμενο παρά μόνο αμέλεια. Ωστόσο, ως προς την κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία των παθόντων ή επιτάσεως του επισυμβάντος κινδύνου, σαφώς οι κατηγορούμενοι είχαν ενδεχόμενο δόλο, καθώς δεν είναι δυνατό να υποστηρίξει κανείς βάσιμα ότι εκ της θέσης τους δεν αποδεχόντουσαν την επίταση του κινδύνου για τους πολίτες από την παντελή αδιαφορία που επέδειξαν έστω κι αν διατηρούσαν μία ατεκμηρίωτη ελπίδα, η οποία και πάλι οδηγεί σε στοιχειοθέτηση ενδεχόμενου δόλου» περιγράφει ακόμα ο ανακριτής, δίχως να αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις.
Ακόμα πιο αποκαλυπτικά, παρακάτω αναφέρει ο ανακριτής Μαρνέρης:
«Οι κατηγορούμενοι αυτοί είχαν τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο, καθώς αυτοί είχαν γνώση των συνθηκών και των δυνατοτήτων που είχαν να ελέγξουν τη φωτιά , καθώς αν επιχειρούσαν σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον τρία εναέρια μέσα, και συγκεκριμένα από ώρα 16.50 έως και 17.30 και σε δεύτερο χρόνο , δηλαδή από τις 17.30 μέχρι και τις 18.15 , άλλα τρία εναέρια μέσα προς ενίσχυση των ανωτέρω, ο κίνδυνος θα είχε αποφευχθεί, καθώς και του ότι σε περίπτωση μη έγκαιρης επέμβασης οι κάτοικοι θα περιάγονταν σε κατάσταση κινδύνου για τη ζωή και την υγεία τους και είχαν τουλάχιστον αποδεχτεί τον κίνδυνο αυτόν. Δηλαδή είχαν αποδεχτεί ότι με το να εκτρέπουν τα εναέρια μέσα προς περιοχές που δεν παρουσίαζαν κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των πολιτών , να μη δίνουν εντολή να προσγειωθούν / απογειωθούν τα εναέρια μέσα από κατάλληλα αεροδρόμια για τη μεταστάθμευση, αλλά αντίθετα να δίνουν εντολή για μεταστάθμευση στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας , το οποίο ήταν κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα «εκτός ενεργείας» , και να μη διαθέτουν όλα τα μέσα ( εναέρια και επίγεια ) προς την περιοχή Ν. Βουτζά και Ματιού. Οι κατηγορούμενοι α) είχαν το ενδεχόμενο κινδύνου και της επίτασης του κινδύνου αυτού (γνωστικό στοιχείο) και β) με τη στάση που κράτησαν αποδέχτηκαν τον ως άνω κίνδυνο (βουλητικό στοιχείο) , ο οποίος και πραγματώθηκε τελικά επιφέροντας ως αποτέλεσμα το θάνατο 102 ατόμων και σωματικές βλάβες σε τουλάχιστον 21 άτομα, για το αποτέλεσμα δε αυτό υπήρχε μεγάλη πιθανότητα πρόβλεψης λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του κινδύνου και τις επαγγελματικές ιδιότητες των κατηγορουμένων».
Η ζοφερή εικόνα που περιγράφει ο ανακριτής ωστόσο δεν τελειώνει στα παραπάνω:
«Από τις 17.04 περίπου μέχρι τις 17.30 επιχειρούσε μόνο ένα ελικόπτερο για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, το οποίο φέρεται να έκανε μία ρίψη, σε τρία διαφορετικά σημεία στην περιοχή του Νταού. Συνεπώς, οι αρμόδιοι παρέλειψαν να κινητοποιήσουν και άλλα εναέρια μέσα, ενώ συνέχιζαν τις εκτροπές σε περιοχή που η φωτιά ήταν ελεγχόμενη.
Έμεινε ανεκμετάλλευτη επιχειρησιακά και η νεοσύστατη υπηρεσία με τα μη στελεχωμένα αεροσκάφη (DRONES), τα οποία μπορούν να κάνουν 24ωρη επιτήρηση, έχουν κάμερες και δίνουν άμεσες πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο στο ΕΣΚΕ.
Οι κατηγορούμενοι είχαν στη διάθεσή τους και σωστικές λέμβους, που ανήκαν στην πρώτη ΕΜΑΚ, οι οποίες βρίσκονταν στην Ελευσίνα και στα πληρώματα των οποίων δεν δόθηκε ποτέ εντολή να μεταβούν στην περιοχή. Παράλληλα, δεν τέθηκαν στη διάθεση για τη διάσωση όσων βρίσκονταν στη θάλασσα συγκεκριμένα πλοιάρια τα οποία έχουν ως σημείο στάθμευσης το λιμάνι του Πειραιά και εάν ειδοποιούνταν να συνδράμουν στη διάσωση, ο χρόνος που απαιτούνταν είναι 1 ώρα και 15 λεπτά περίπου, δηλαδή θα βρίσκονταν εκεί περίπου στις 20.15, ενώ πολίτες βρίσκονταν στη θάλασσα ήδη από τις 18.50.
Είχαν κίνητρο να αφήσουν τους παθόντες εκτεθειμένους σε κίνδυνο ζωής ή σωματικής ακεραιότητας αποδεχόμενη τελικά τον κίνδυνο αυτό, καθώς με αυτόν τον τρόπο και κυρίως με την εξασφάλιση όλων των εναέριων μέσων κυρίως για την MOTOR OIL και το στήσιμο «παγίδων» στους εσωτερικούς αντιπάλους τους στην Υπηρεσία, ανταγωνιστές τους στη διαδοχή σε σημαντικές θέσεις που εξασφάλιζαν πέρα από κύρος και άλλου είδους (προφανώς) ωφελήματα προσδοκούσαν ευνοϊκή μεταχείριση των αρμοδίων στο μέλλον, ευνοϊκή μεταχείριση η οποία και επήλθε καθώς οι περισσότεροι εξ’ αυτών έλαβαν προαγωγή μετά ή εξήλθαν του Σώματος χωρίς να υποστούν οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια»
Όπως αναφέρεται, προέκυψαν και στοιχεία που αφορούν την ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων προς συγκάλυψη των παραλείψεων και ενεργειών των αρμοδίων. Μεταξύ αυτών, ψευδή ή πλαστογραφημένα στοιχεία που αναγράφονται στα ημερολόγιο του αεροδρομίου της Πάχης και της Υπηρεσίας Εναέριων Μέσων Πυροσβεστικού Σώματος.
Εδώ αξίζει να υπενθυμίσουμε πως τον περασμένο Νοέμβριο, η πλευρά της οικογένειας Φύτρου κατήγγειλε την εξαφάνιση στοιχείων και πλαστογράφηση στις τάξεις της Πυροσβεστικής. Ειδικότερα, η πλευρά Φύτρου έκανε λόγο για προσπάθειες συγκάλυψης των ευθυνών για στελέχη τη Πυροσβεστικής, και επικαλείται μεταξύ άλλων την υπογραφή σύμβασης τον Μάιο του 2020 επί Νέας Δημοκρατίας, για την οποία αναφέρει: «υπέγραψαν την εξαφάνιση των στοιχείων απόδειξης των εγκληματικών τους ενεργειών εκείνης της ημέρας».
Σχετικά με την εν λόγω σύμβαση, τονίζει, επιπλέον, «υπεγράφη η αφαίρεση / αλλαγή των καταγεγραμμένων τηλεφώνων και η αλλαγή των σκληρών δίσκων αποθήκευσης υλικού». Μάλιστα, καταγγέλλει ακόμη και την πλαστογράφηση του ημερολογίου της Υπηρεσίας Εναέριων Μέσων του Πυροσβεστικού Σώματος (ΥΕΜΠΣ), καθώς εκ των υστέρων φέρεται να προστέθηκε η φράση «Μετάβαση στον Νέο Βουτζά 37 ρίψεις». Για την παραπάνω καταγγελία, επικαλείται δύο καταθέσεις πιλότων οι οποίοι έχουν ξεκαθαρίσει ότι η προσθήκη αυτή δεν έχει γίνει από τους ίδιους καθώς δεν αναγνωρίζουν τον γραφικό τους χαρακτήρα.
Διαβάστε περισσότερα για το δημοσίευμα του περασμένου Νοεμβρίου, που αν και εξόχως αποκαλυπτικό, τότε πέρασε στα «ψιλά» της επικαιρότητας:
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δύο προηγούμενα αιτήματα του ανακριτή Μαρνέρη για αναβάθμιση της κατηγορίας (Ιούλιο και Αύγουστο) απορρίφθηκαν από την Εισαγγελία, η οποία έκρινε, είτε πως τα στοιχεία ήταν ήδη γνωστά, είτε πως δεν στοιχειοθετείται δόλος των εμπλεκομένων, καθώς δεν προκύπτουν ιδιοτελείς σκοποί των υπαιτίων, δηλαδή προσπορισμός κέρδους.
Επίσης, ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που προέκυψε το προηγούμενο διάστημα, τον περασμένο Ιούλιο από δημοσίευμα της Καθημερινής, ήταν όσα ήρθαν στην επιφάνεια σχετικά με πιέσεις που φέρεται να δέχθηκε ο αξιωματικός της πυροσβεστικής για να «αποκρύψει» ευθύνες σχετικά με την τραγωδία στο Μάτι, τα οποία και προκάλεσαν την παρέμβαση του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Αθηνών Ευάγγελου Ιωαννίδη, ο οποίος διέταξε προκαταρκτική εξέταση για το περιεχόμενο των ηχητικών ντοκουμέντων που δημοσίευσε η εφημερίδα.
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», στο ηχητικό ντοκουμέντο που ακολουθεί, ο τέως αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος Γιώργος Ματθαιόπουλος ακούγεται να ζητά από τον αξιωματικό που έχει αναλάβει την πραγματογνωμοσύνη να αποκρύψει στοιχεία από την έρευνα. «Εγώ δε σε βάζω ούτε να μπλέξεις ούτε τίποτα. Πέντε πραγματάκια γράψε από την εμπειρία σου. Εαν είναι ελλιπή στοιχεία στα αρχί@@@ σου. Τι θα σου πει ο Εισαγγελέας; Τίποτα. Αυτά είχα, αυτά βρήκα, αυτά έβαλα» του λέει χαρακτηριστικά. Ο αξιωματικός της Πυροσβεστικής Δημήτρης Λιότσιος ήταν εκείνος που ανέλαβε με εισαγγελική παραγγελία τη διερεύνηση των αιτιών της τραγωδίας. Σύμφωνα πάντα με το ρεπορτάζ, ο αρχηγός του Σώματος ακούγεται να ισχυρίζεται πως μεταφέρει εντολές της τότε πολιτικής ηγεσίας: «Η υπουργός αυτό μου είπε. Κάλεσέ τον και πες του το. Μη γράψει για ευθύνες ανωτέρων. (…) Σε κάλεσα, λοιπόν και στά’ πα. Για να ξυπνήσεις».
Παράλληλα, από το ηχητικό της «Κ» δεν λείπουν οι απειλές καθώς γίνεται λόγος για δυσμενή μετάθεση και δικαστήρια που θα κρατήσουν χρόνια. «Εάν γράψεις για ευθύνες ανωτέρων σου, όλοι θα μαζευτούμε και θα σε σκίσουμε, «Θάψτε τα έγγραφα», «Ξέρει ο εισαγγελέας τι χαρτιά έχεις ζητήσει;» ακούγεται να ρωτά ο τέως αρχηγός της πυροσβεστικής. «Κοίτα ποια έχουν, ποια δεν έχουν και θαψ’τα. Με ηρεμία δεν χρειάζεται πανικός».
Διαβάστε περισσότερα:
Παρέμβαση εισαγγελέα μετά τα ντοκουμέντα για απόπειρα συγκάλυψης στο Μάτι